Δίκη των Δικαστικών
Με τον όρο Δίκη των Δικαστικών αναφέρεται η δίκη υπό το επίσημο όνομα The United States of America vs. Josef Altstötter, et al. (Οι ΗΠΑ κατά του Γιόζεφ Αλτστέτερ και άλλων) που διεξήχθη ως μια από τις επακόλουθες δίκες που προέκυψαν από τη διαδικασία της Δίκης της Νυρεμβέργης. Οι συνακόλουθες αυτές δίκες δεν εκδικάστηκαν από Διεθνές δικαστήριο, όπως η κύρια δίκη, αλλά τη δίωξη εκκίνησαν και έφεραν σε πέρας οι ΗΠΑ, αν και διεξήχθησαν στο Δικαστικό μέγαρο της Νυρεμβέργης όπως και η κύρια δίκη.
Στη Δίκη των Δικαστικών, η οποία διεξήχθη από τις 5 Μαρτίου ως τις 4 Δεκεμβρίου 1947, δικάστηκαν συνολικά δεκαέξι δικαστικοί και δικηγόροι οι οποίοι συνέβαλαν, με τις πράξεις τους, στη διάπραξη εγκλημάτων. Εξ αυτών τέσσερις αθωώθηκαν, ένας αυτοκτόνησε λίγο πριν από την έναρξη της διαδικασίας και οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης.[1]
Ιστορικό υπόβαθρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ιδεολογία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος είχε εκφραστεί ήδη από την ίδρυση του κόμματος και κυκλοφόρησε σε πρόγραμμα εικοσιπέντε σημείων στις 24 Φεβρουαρίου 1920. Το σημείο (4) αναφέρει: Μόνο μέλη του Έθνους μπορούν να είναι πολίτες του Κράτους. Μόνον αυτοί με γερμανικό αίμα, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων, μπορούν να είναι μέλη του Έθνους. Συνεπώς, κανείς Εβραίος δεν μπορεί να ανήκει στο Έθνος, και στο σημείο (8) αναγράφεται: Η μετανάστευση όλων των μη Γερμανών προς τη χώρα πρέπει να απαγορευθεί. Απαιτούμε όλοι οι μη Γερμανοί, που εισήλθαν στη χώρα μετά τις 2 Αυγούστου 1914, να κληθούν να εγκαταλείψουν άμεσα τη Γερμανία.[2] Ο αντισημιτισμός και η ξενοφοβία είναι εμφανή στα δύο αυτά σημεία του Προγράμματος.
Το 1933 οι Εθνικοσοσιαλιστές αναλαμβάνουν την εξουσία και αρχίζουν να εφαρμόζουν το Πρόγραμμά τους. Η εφαρμογή των πιο πάνω σημείων απαιτεί τη θεσμοθέτηση κάποιων νόμων, τους οποίους οι Εθνικοσοσιαλιστές όντως θεσπίζουν και "ψηφίζουν": Αρχή γίνεται με τον νόμο περί της ιδιότητας του πολίτη του Ράιχ και συνέχεια δίνεται με τον νόμο "περί προστασίας του γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής". Σύμφωνα με τον πρώτο νόμο, πολίτες του Ράιχ είναι μόνον όσοι έχουν γερμανικό αίμα και άρεια καταγωγή. Όσοι δεν έχουν αμιγώς γερμανικό αίμα, είναι πολίτες "δεύτερης κατηγορίας", που έχουν μεν όλες τις υποχρεώσεις προς το Ράιχ, αλλά δεν τους αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα. Ο δεύτερος νόμος απαγορεύει ρητά τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ "αρείων" και Εβραίων. Η εφαρμογή των νόμων αυτών εναπόκειται, βεβαίως, στα γερμανικά δικαστήρια και τους δικαστικούς λειτουργούς.[3]
Η μεγάλη πλειοψηφία δικαστικών λειτουργών, δημοσίων κατηγόρων (η απόλυτη πλειοψηφία) ακόμη και συνηγόρων υπεράσπισης συντάχθηκε με την εφαρμογή των νόμων, κατά παράβασιν του διεθνούς κώδικα ηθικής, νομιμοποιώντας καταστάσεις που επέτρεψαν την - νομικά - απρόσκοπτη εκτέλεση του Ολοκαυτώματος.
Πολλοί δικαστές διορισμένοι πριν την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, λόγω των οικονομικών και κοινωνικών κύκλων από τους οποίους επιλέγονταν, είχαν απόψεις σχεδόν παρόμοιες με αυτές του Ναζιστικού Κόμματος. Ελάχιστοι Εβραίοι δικαστές συνέχισαν την από έδρας εργασία τους όταν οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία. Ο Νόμος του 1933 είχε ως συνέπεια την απόλυσή τους. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έγιναν ακόμη χειρότερες όταν οι Ναζί εδραίωσαν την εξουσία τους και άρχισαν τις διώξεις. Το 1938 θεσπίστηκαν νόμοι που προέβλεπαν χειρότερες ποινές για τους Εβραίους απ' ό,τι για τους Γερμανούς πολίτες για το ίδιο ακριβώς αδίκημα. Προγράμματα στείρωσης των μη-αρείων (κυρίως φυσικά των Εβραίων) και "κάθαρσης από ελαττωματικά κληρονομικά χαρακτηριστικά", όπως το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 είχαν τεθεί σε εφαρμογή.[4]
Σπάνιες ήταν οι εξαιρέσεις δικαστικών, που αρνήθηκαν να εφαρμόσουν παρόμοιους νόμους με συνέπεια να εκδιωχθούν από τον δικαστικό κλάδο.[5]
Χαρακτηριστική - ίσως και μοναδική είναι η περίπτωση του δικαστή Λόταρ Κρέισιχ (Lothar Kreyssig). Όταν διορίστηκε, το 1928, οι ανώτεροί του τον έκριναν ως ικανό δικαστικό. Οι εκθέσεις παρέμειναν ευνοϊκές για το πρώτο διάστημα, οπότε ο δικαστής άρχισε να επιδεικνύει "ανυποταγή" σε ορισμένα αρχικά μικρά θέματα, όπως ότι αποχώρησε διακριτικά από τη διαδικασία, όταν αποκαλύφθηκε ότι στο δικαστήριο είχε παρεισφρύσει μια ομάδα χιτλερικών, διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι τρεις δικαστικοί τέθηκαν σε διαθεσιμότητα όταν "απέτυχαν να εφαρμόσουν τους νόμους για τους αρείους", ενώ αναφέρθηκε στους νόμους των Ναζί σχετικών με την εκκλησία ως "μεταμφίεση της αδικίας υπό τη μορφή νόμου".[6] Αυτά ήσαν όμως μικροσυμβάντα. Ο Κρέισιχ τοποθετήθηκε στην έδρα ενός μικρού δικαστηρίου στο Βραδεμβούργο, όχι βέβαια προς επιβράβευση των ενεργειών του. Υπηρετώντας σε αυτό και όντας υπεύθυνος για τον καθορισμό της κηδεμονίας ατόμων με πνευματική καθυστέρηση, παρατήρησε ότι όταν αυτοί μετάγονταν από το τοπικό νοσηλευτικό ίδρυμα σε ορισμένα άλλα ιδρύματα δεν επέστρεφαν ποτέ, αλλά αναγγελλόταν, ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα, ο θάνατός τους. Συμπέρανε - και σωστά - ότι το ναζιστικό καθεστώς τους δολοφονούσε με κάποιο τρόπο και συνέταξε επιστολή πληροφόρησης και διαμαρτυρίας προς τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Φραντς Γκυρτνερ. Όπως αναμενόταν, δεν έλαβε καμία απάντηση και, τον Ιούλιο του 1940, συνέταξε, μαζί με τον εισαγγελέα του Πότσδαμ σχετικό υπόμνημα προς τον Φίλιπ Μπούλερ, επικεφαλής της Καγκελαρίας του Χίτλερ και του Προγράμματος Τ-4. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους εξέδωσε εντολή προς τα ιδρύματα στα οποία νοσηλεύονταν οι υπό την κηδεμονία του δικαστηρίου του, σύμφωνα με την οποία καμία μεταγωγή ασθενούς δεν θα γινόταν, αν πρώτα δεν ενημερωνόταν και έδινε την έγκρισή του ο ίδιος. Ύστερα από αυτό, ο Γκύρτνερ τον κάλεσε στο Βερολίνο και του "συνέστησε" να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του. Ο Κρέισιχ αρνήθηκε και τότε ο Υπουργός ζήτησε την παραίτησή του, την οποία υπέβαλε. Έζησε ως συνταξιούχος ως το 1986.[5]
Υπ' αυτές τις συνθήκες λειτούργησαν τα δικαστήρια και οι δικαστικοί στο Γ' Ράιχ. Αρκετοί δικαστικοί ή νομικοί, λειτουργώντας υπό το πρίσμα του "Νόμου" καταδίκασαν ανθρώπους ή απέτρεψαν νομικές διώξεις κατά του καθεστώτος και των λειτουργών του. Με την πτώση της Ναζιστικής Γερμανίας και τις διαδικασίες κατά τη Δίκη της Νυρεμβέργης αποκαλύφθηκε ο ρόλος μερικών από αυτούς, που επέδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο ως δικαστικοί ή δημόσιοι κατήγοροι. Παραπέμφθηκαν να δικαστούν από το Στρατιωτικό Δικαστήριο - Τομέας ΙΙΙ, το οποίο απαρτίστηκε εξ ολοκλήρου από Αμερικανούς.
Κατηγορητήριο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η υπόθεση έλαβε την ονομασία "Οι ΗΠΑ κατά του Γιόζεφ Αλστέτερ και άλλων". Το κατηγορητήριο απαρτίστηκε από τέσσερις κύριους τομείς:[1]
- Συμμετοχή σε από κοινού σχέδιο ή συνωμοσία για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας
- Εγκλήματα πολέμου εκ καταχρήσεως δικαστικής εξουσίας και επιβολής ποινών, με αποτέλεσμα μαζικές δολοφονίες, βασανιστήρια, λαφυραγώγηση και κατάσχεση ιδιωτικής περιουσίας
- Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας παρόμοια με τα ανωτέρω συν κατηγορία για εξαναγκαστική εργασία των κρατουμένων
- Συμμετοχή σε εγκληματικές οργανώσεις - το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και ηγετικές θέσεις στην SS.
Το κατηγορητήριο απαγγέλθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1947.
Σύσταση του Δικαστηρίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η απόφαση σύστασης του Δικαστηρίου λήφθηκε από την Αμερικανική Κυβέρνηση Κατοχής της Γερμανίας στις 13 Φεβρουαρίου 1947.[7] Το Δικαστήριο απαρτίστηκε από τα εξής μέλη:
- Κάρρινγκτον Μάρσαλ (Carrington T. Marshall), τέως επικεφαλής του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Οχάιο Προεδρεύων
- Τζέιμς Μπραντ (James T. Brand), βοηθός επικεφαλής του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Όρεγκον
- Μάλορι Μπλερ (Mallory B. Blair), τέως δικαστής στο Γ' Εφετείο του Τέξας
- Τζάστιν Γούντγουορντ Χάρντινγκ (Justin Woodward Harding), μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου του Οχάιο, αναπληρωματικός.
Δημόσιος Κατήγορος ανέλαβε ο Τέλφορντ Τέιλορ (Telford Taylor) με βοηθό του τον Τσαρλς ΛαΦολέτ (Charles M. LaFollette).
Ο Μάρσαλ αποσύρθηκε τον Ιούλιο του 1947 λόγω ασθενείας. Προεδρεύων ανέλαβε ο Μπραντ και ο Χάρντινγκ έγινε τακτικό μέλος του Δικαστηρίου.
Όταν το Δικαστήριο, στις 5 Μαρτίου 1947, συγκροτήθηκε και εξέτασε τις κατηγορίες, απέρριψε την πρώτη κρίνοντας ότι παρόμοιες κατηγορίες δεν ανήκαν στη δικαιοδοσία του. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και η SS είχαν κριθεί εγκληματικές οργανώσεις ήδη από το Διεθνές Δικαστήριο που εκδίκασε την κύρια Δίκη της Νυρεμβέργης.
Κατηγορούμενοι και ετυμηγορίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεν έγινε δυνατό να δικαστούν οι κύριοι υπεύθυνοι - ανώτατοι αξιωματούχοι του καθεστώτος - της κατάστασης που εκτέθηκε πιο πάνω: ο Φραντς Γκύρτνερ απεβίωσε το 1941. Ο Όττο Γκέοργκ Τίρακ (Otto Georg Thierack), αντικαταστάτης του από το 1942 και εντεύθεν συνελήφθη από τους Συμμάχους αλλά αυτοκτόνησε το 1946 και ο Ρόλαντ Φράισλερ (Roland Freisler), Πρόεδρος του Λαϊκού Δικαστηρίου που είχε συγκροτήσει το καθεστώς από το 1942 σκοτώθηκε σε μια αεροπορική επιδρομή στο Βερολίνο το 1945. Ο Χανς Γκλόμπκε, νομικός σχολιαστής των Νόμων της Νυρεμβέργης, συντάκτης αρκετών επιμέρους άρθρων, όπως αυτό που υποχρέωνε τους Εβραίους με γερμανικά ονόματα να προτάσσουν το όνομα "Ίσραελ" (άνδρες) και "Σάρα" (γυναίκες) και μετέπειτα νομικός σύμβουλος στο τμήμα επί των Εβραϊκών υποθέσεων του Υπουργείου Εσωτερικών (του οποίου ηγείτο ο Άντολφ Άιχμαν), αν και επιζών, υποστηριζόμενος από τον μελλοντικό Γερμανό Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε για να τον απεμπλέξει και από τη δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ το 1961,[8] δεν παραπέμφθηκε σε δίκη και απεβίωσε το 1973.
Στην υπόθεση παραπέμφθηκαν να δικαστούν οι εξής δεκαέξι. Δίπλα στο κάθε όνομα παρατίθεται η αντίστοιχη ετυμηγορία
- Γιόζεφ Αλτστέτερ (Josef Altstötter): Πέντε χρόνια φυλάκιση (περιλαμβανομένου του χρόνου της προφυλάκισης). Αφέθηκε ελεύθερος το 1950 και απεβίωσε το 1979 στη Νυρεμβέργη.
- Βίλχελμ φον Άμμον (Wilhelm von Ammon): Δέκα χρόνια φυλάκιση (περιλαμβανομένου του χρόνου της προφυλάκισης). Έλαβε χάρη από τον Τζων ΜακΚλόι (John J. McCloy) το 1951 και απεβίωσε το 1992.
- Πάουλ Μπάρνικελ (Paul Barnickel): Αθωώθηκε. Απεβίωσε το 1966 στο Μόναχο.
- Χέρμαν Κούχορστ (Hermann Cuhorst): Αθωώθηκε. Απεβίωσε το 1991 στο Κρέσμπρον αμ Μπόντενζέε.
- Καρλ Ένγκερτ (Karl Engert): Διεκόπη η διαδικασία λόγω ασθενείας του, απεβίωσε το 1951.
- Γκίντερ Γιόελ (Günther Joel): Δέκα χρόνια φυλάκιση (περιλαμβανομένου του χρόνου της προφυλάκισης). Χρόνος και τόπος θανάτου άγνωστα.
- Χέρμπερτ Κλεμμ (Herbert Klemm ): Ισόβια κάθειρξη. Χρόνος και τόπος θανάτου άγνωστα.
- Ερνστ Λάουτς (Ernst Lautz): Δέκα χρόνια φυλάκιση (περιλαμβανομένου του χρόνου της προφυλάκισης). Απεβίωσε το 1979 στο Λίμπεκ
- Βόλφγκανγκ Μέτγκενμπεργκ (Wolfgang Mettgenberg): Δέκα χρόνια φυλάκιση (περιλαμβανομένου του χρόνου της προφυλάκισης). Απεβίωσε το 1950 στη φυλακή του Λάντσμπεργκ.
- Γκίντερ Νέμπελουνγκ (Günther Nebelung): Αθωώθηκε, απεβίωσε το 1970.
- Ρούντολφ Έρσεϊ (Rudolf Oeschey): Ισόβια κάθειρξη, άγνωστο πότε απεβίωσε.
- Χανς Πέτερσεν (Hans Petersen): Αθωώθηκε, απεβίωσε το 1963.
- Όσβαλντ Ρόταουχ (Oswald Rothaug): Ισόβια κάθειρξη, αφέθηκε ελεύθερος το 1956 και απεβίωσε στην Κολωνία το 1967.
- Κουρτ Ροτενμπέργκερ (Curt Rothenberger): Επτά χρόνια φυλάκιση (περιλαμβανομένου του χρόνου της προφυλάκισης). Απεβίωσε το 1959 στο Αμβούργο.
- Φραντς Σλεγκελμπέργκερ (Franz Schlegelberger): Ισόβια κάθειρξη, αφέθηκε ελεύθερος το 1950 και απεβίωσε το 1970 στο Φλένσμπουργκ
- Καρλ Βέστφαλ (Carl Westphal): Αυτοκτόνησε το 1946 όταν έγινε γνωστό το κατηγορητήριο και πριν από την έναρξη διεξαγωγής της δίκης.
Σχολιασμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Νταγκ Λίντερ (Doug Linder) του Πανεπιστημίου του Μισσούρι, οι βασικές αιτίες για τη διάπραξη "παρανομιών με βάση τον Νόμο" από δικαστικούς και δικηγόρους ήταν δύο: Πρώτον, ότι η γερμανική νομοθεσία στερείτο βασικού νομοθετικού πλαισίου (συνταγματικών και ηθικών κανόνων) και δεύτερον ότι δεν υπήρχε, υπό το Ναζιστικό καθεστώς, σαφής διάκριση μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας: Ήδη ο Χίτλερ είχε διακηρύξει, ενώπιον του Ράιχσταγκ, ότι "είχε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει σε οποιαδήποτε περίπτωση" και δεν αντιμετώπισε, από το Κοινοβούλιο, καμία αντίδραση.[4] Είναι γνωστό ότι παρενέβη σε αρκετές περιπτώσεις για να αλλάξει αποφάσεις των εκτάκτων στρατοδικείων, τα οποία καταδίκαζαν ανώτερους ή ανώτατους αξιωματικούς. Χαρακτηριστικότερη όλων είναι η περίπτωση του Στρατηγού Χανς φον Σπόνεκς (Hans Graf von Sponecks), ο οποίος είχε πάρει την πρωτοβουλία να οπισθοχωρήσει μερικές δεκάδες μέτρα από τις αρχικές θέσεις του, προκειμένου να ευθυγραμμίσει τη γραμμή άμυνάς του εναντίον των Ρώσων κατά τη μάχη της Κριμαίας. Ο Σπόνεκς απέκρουσε τους Ρώσους, αλλά είχε παραβεί τη βασική διαταγή του Χίτλερ, την "Haltbefehl" (oύτε βήμα πίσω): Στις 23 Ιανουαρίου 1942 έκτακτο Στρατοδικείο με επικεφαλής τον Χέρμαν Γκέρινγκ καταδικάζει τον Κόμητα φον Σπόνεκς σε θάνατο. Ο Χίτλερ παρεμβαίνει ωμά και μετατρέπει την ποινή του θανάτου σε εξαετή φυλάκιση.[9]
Ανάλογη παρέμβαση έκανε ο Φύρερ και ενωρίτερα, το 1941, όταν ο Σλέγκελμπεργκερ εκδίκασε την "υπόθεση Luftgas", Εβραίου που κατηγορήθηκε ότι απέκρυπτε αυγά από την αγορά. Ο δικαστής τον καταδίκασε σε 2,5 χρόνια φυλακή, ο Χίτλερ όμως παρενέβη ωμά και ζήτησε την καταδίκη του κατηγορουμένου σε θάνατο. Ο δικαστής υπάκουσε και προσυπέγραψε το διάταγμα εκτέλεσης του κατηγορουμένου, ένα από τα συμβάντα για τα οποία δικάστηκε αργότερα στη Δίκη των Δικαστικών. Οι αναφερόμενες περιπτώσεις παρέμβασης του "Ηγέτη" στη χειραγώγηση της Δικαιοσύνης δεν ήταν, ασφαλώς, οι μόνες.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 U. S. History
- ↑ «School History, UK». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2011.
- ↑ «Duhaime.org Law magazine». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2011.
- ↑ 4,0 4,1 University of Missouri Kansas City - Doug Linder, A Commentary on the Justice Case Ανακτήθηκε στις 04-09-2011
- ↑ 5,0 5,1 The Holocaust and the United Nations Outreach Programme: David Matas, The Law as an Accelerator of Genocide. Ανακτήθηκε στις 04-09-2011
- ↑ University of Missouri Kansas City, Law Heroes. Ανακτήθηκε στις 04-09-2011
- ↑ United States Holocaust Museum, Holocaust Encyclopedia
- ↑ Der Spiegel: On the Trail of Holocaust Organizer Adolf Eichmann υπό Klaus Wiegrefe. Ανακτήθηκε στις 05-09-2011.
- ↑ Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964