Δίκη για εγκλήματα πολέμου στο νησί Μπόρκουμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Δίκη για εγκλήματα πολέμου στο νησί Μπόρκουμ διεξήχθη από τις 6 Φεβρουαρίου μέχρι τις 22 Μαρτίου 1946, στο Ανάκτορο του Λούντβιχσμπουρκ, βόρεια της Στουτγκάρδης.

Αφορούσε στη κακοποίηση και τη δολοφονία επτά αξιωματικών της Αμερικανικής Αεροπορίας από άνδρες της Βέρμαχτ και Γερμανούς πολίτες, στο νησί Μπόρκουμ, στη βορειοδυτική Γερμανία, στις 4 Αυγούστου 1944. Από τους δεκαπέντε κατηγορούμενους οι τέσσερις καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι τρεις εξ αυτών εκτελέστηκαν (του τέταρτου η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη) ενώ οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές κάθειρξης για τη κατηγορία της κακοποίησης ενώ απαλλάχτηκαν για τις δολοφονίες. Ένας κατηγορούμενος αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες.

Η δολοφονία των Αμερικανών αεροπόρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 4 Αυγούστου 1944 ένα αμερικανικό βομβαρδιστικό τύπου Boeing B-17G, της 486ης μοίρας βομβαρδισμού της Αμερικανικής Αεροπορίας, με επτά επιβαίνοντες, συνετρίβη στη βόρεια ακτή του νησιού Μπόρκουμ. Και οι επτά Αμερικανοί στρατιωτικοί επέζησαν της συντριβής και συνελήφθησαν από Γερμανούς στρατιώτες. [1]

Σύμφωνα με τα διεθνώς προβλεπόμενα σχετικά με τη μεταχείριση των αιχμαλώτων οι Αμερικανοί αιχμάλωτοι θα έπρεπε να μεταφερθούν στη γερμανική ενδοχώρα και να κρατηθούν σε μέρος που είχε οριστεί για τη κράτηση των αιχμαλώτων. Για το σκοπό αυτό οι επτά αιχμάλωτοι έπρεπε να παραδοθούν πρώτα στη γερμανική ναυτική βάση, που βρισκόταν στο νότιο τμήμα του νησιού. Για τη μεταφορά τους στη ναυτική βάση όμως χρησιμοποιήθηκε η μακρύτερη από τις διαθέσιμες διαδρομές, που περνούσε από δρόμους με κίνηση μέσα στη πόλη Μπόρκουμ. Οι κρατούμενοι μεταφέρονταν πεζή, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι σε όλη τη διαδρομή, με συνοδεία Γερμανών στρατιωτών που όμως είχαν εντολή να μην τους προστατέψουν σε περίπτωση επίθεσης από τους κατοίκους. Πριν ακόμα μπουν στη πόλη οι αιχμάλωτοι υπέστησαν ξυλοδαρμό από εργάτες που είχαν επιστρατευτεί για να κάνουν κάποια εργασία στη περιοχή (labour corps). Τα μέλη του εν λόγω αποσπάσματος στήθηκαν στις δύο πλευρές του δρόμου από περνούσαν οι αιχμάλωτοι και άρχισαν να τους χτυπούν. Ενώ η πομπή βρισκόταν έξω από το Μπόρκουμ δολοφονήθηκε ο ένας από τους εφτά αιχμαλώτους. Οι ξυλοδαρμοί και οι βιαιοπραγίες εις βάρος των υπολοίπων συνεχίστηκαν και μετά την είσοδο στη πόλη. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής ο δήμαρχος Jan Akkermann έβγαλε ένα πύρινο λόγο προς το συγκεντρωμένο πλήθος και το παρότρυνε να χτυπήσει τους αιχμαλώτους. Κάτοικοι επιτέθηκαν στους κρατούμενους ενώ συγχρόνως άλλα άτομα τους προέτρεπαν να τους σκοτώσουν. Τελικά οι έξι αιχμάλωτοι δολοφονήθηκαν κοντά στη ναυτική βάση. [2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Koessler, Maximilian (1956). «Borkum Island Tragedy and Trial». Journal of Criminal Law and Criminology 47 (2): 184. http://scholarlycommons.law.northwestern.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=4481&context=jclc. Ανακτήθηκε στις 2014-09-23. 
  2. Koessler, Maximilian (1956). «Borkum Island Tragedy and Trial». Journal of Criminal Law and Criminology 47 (2): 185-188. http://scholarlycommons.law.northwestern.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=4481&context=jclc. Ανακτήθηκε στις 2014-09-23.