Κύθνος
Συντεταγμένες: 37°23′N 24°25′E / 37.383°N 24.417°E
Αεροφωτογραφία της βόρειας Κύθνου | |
Γεωγραφία | |
---|---|
Αρχιπέλαγος | Αιγαίο Πέλαγος |
Νησιωτικό σύμπλεγμα | Κυκλάδες |
Έκταση | 99,432 km² |
Υψόμετρο | 356 μ |
Υψηλότερη κορυφή | Κακόβολο |
Χώρα | |
Περιφέρεια | Νοτίου Αιγαίου |
Νομός | Κυκλάδων |
Πρωτεύουσα | Κύθνος |
Δημογραφικά | |
Πληθυσμός | 1.568 (απογραφής 2021) |
Πρόσθετες πληροφορίες | |
Ιστοσελίδα | Δήμος Κύθνου |
Σχετικά πολυμέσα |
Η Κύθνος είναι νησί των Δυτικών Κυκλάδων ανάμεσα στην Κέα και τη Σέριφο. Απέχει 56 ναυτικά μίλια (104 χλμ.) από το λιμάνι του Πειραιά και 25 ναυτικά μίλια (49 χλμ.) από το λιμάνι του Λαυρίου. Ονομάζεται και Θερμιά (τα Θερμιά),[1] τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα οπότε και αναφέρεται «Επισκοπή Κέας και Θερμίων». Το όνομα αυτό οφείλεται στην ύπαρξη θερμών πηγών[2], οι οποίες βρίσκονται στον όρμο των Λουτρών. Τα λουτρά της Κύθνου λέγεται ότι απολάμβανε και ο βασιλιάς Όθωνας και η βασίλισσα Αμαλία του Ολδεμβούργου.[3][4] Σύμφωνα με την απογραφή του 2021 ο πληθυσμός του νησιού ανέρχεται σε 1.568 μόνιμους κατοίκους.[5]
Τοπωνύμιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώτοι κάτοικοι της Κύθνου στα αρχαία χρόνια αναφέρονται οι Δρύοπες[6], μυθικός βασιλιάς των οποίων αναφέρεται ο Κύθνος (γιος του θεού Απόλλωνα) εξ ου και το όνομα της νήσου, Ακόμα ήταν γνωστή ως Δρυοπίς ή Οφιούσα.[7] Κατά τον Μεσαίωνα λεγόταν Θήραμνα[8] (όπως ο Δανιήλ ο Θηράμνιος 1661), ενώ ο Νείλος Δοξαπατρής από το 1143 την αναφέρει με το όνομα Θερμιά, από τις θερμές πηγές που υφίστανται.[3] Αργότερα οι Τούρκοι την αποκαλούσαν «Χαμάμ αντασί» (=νήσος των θερμών νερών). Και τέλος οι Ιταλοί την αποκαλούσαν «Φερμίνα».
Γενικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έχει έκταση 99,432 τ.χλμ. και μήκος ακτογραμμών περίπου 104 χιλιόμετρα. Διαθέτει 92 όρμους, ορμίσκους και παραλίες, οι περισσότερες από τις οποίες είναι προσιτές οδικά. Τα βουνά της νήσου δεν είναι μεγάλα, η υψηλότερη κορυφή είναι το Κακόβολο με υψόμετρο 356 μ..[9] Παλαιότερα στην Κύθνο ευδοκιμούσε πολύ το κριθάρι που προπολεμικά η εξαγωγή του έφθανε το μισό εκατομμύριο οκάδες. Κύριος αγοραστής ήταν η ελληνική ζυθοποιία Φιξ. Άλλα κύρια τοπικά προϊόντα είναι το μέλι τα σύκα, το κρασί και τα αμύγδαλα. Το κλίμα θεωρείται πολύ υγιεινό και η διαμονή μάλλον ευχάριστη παρά τους ισχυρούς βόρειους ανέμους. Γενικά τα δένδρα στην Κύθνο σπανίζουν. Μικρή εξαίρεση αποτελούν η νοτιοανατολική πλευρά του Μέριχα με διάσπαρτα δέντρα κυρίως ευκαλύπτους και πεύκα ενώ το μοναδικό δασύλιο εμφανίζεται στη χερσόνησο της Κανάλας με αρκετά πυκνά πεύκα να πλαισιώνουν την εκκλησία της Παναγιάς Κανάλας που είναι και η προστάτιδα του νησιού .[εκκρεμεί παραπομπή]
Στο νησί υπάρχουν δύο μεσόγεια χωριά, η Χώρα (ή Μεσαριά) που αποτελεί και την πρωτεύουσα του νησιού, με 806 κατοίκους και η Δρυοπίδα (ή Χωριό) με 797 κατοίκους (απογραφή 2001).[10] Επιπλέον υπάρχουν τρεις κύριοι παραθαλάσσιοι οικισμοί: το κύριο λιμάνι Μέριχας με 250 κατοίκους περίπου, τα Λουτρά με τις ιαματικές πηγές και η Παναγία Κανάλα με την ομώνυμη εκκλησία. Η περιοχή αυτή της Κανάλας είναι από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς του καλοκαιριού καθώς παραθερίζουν εκεί πλήθος τουριστών. Φημίζεται ακόμη, ως το πιο «πράσινο» σημείο του νησιού. Εκτός από αυτούς υπάρχουν και αρκετοί μικρότεροι οικισμοί όπως: Αγ. Δημήτριος, Επισκοπή, Αγ. Στέφανος, Φλαμπούρια, Καλό Λιβάδι, Αγ. Ειρήνη και Απόκρουση.
Έχει σχεδόν καθημερινή ακτοπλοϊκή συγκοινωνία με τον Πειραιά, το λιμάνι του Λαυρίου και την πρωτεύουσα των Κυκλάδων Ερμούπολη (Σύρος) καθώς και με άλλα νησιά των δυτικών Κυκλάδων, με συμβατικά κυρίως πλοία και ταχύπλοα τους καλοκαιρινούς μήνες.
Στην αριστερή πλευρά του Μέριχα ακριβώς πάνω από τη θάλασσα, υψώνεται ο ναός των Αγίων Ακινδύνων (Άι-Κιντύνης, κατά τους ντόπιους).[11] Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος, Ανεμπόδιστος, Ελπιδοφόρος και Αφθόνιος είναι οι προστάτες του λιμανιού και των καραβιών του. Κάθε χρόνο, στις 2 Νοεμβρίου οι κάτοικοι του Μέριχα αλλά και όλης της Κύθνου διοργανώνουν ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια του νησιού, για να τιµήσουν τους Πέντε Μάρτυρες.
Στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού βρίσκεται ο οικισμός Κανάλα που έχει πάρει το όνομα του από την Παναγιά Κανάλα. Ο ναός της Παναγίας της Κανάλας χτίστηκε το 1869 στη θέση του αρχικού ναού μετά από την εύρεση της εικόνας από ντόπιους ψαράδες. Η παράδοση λέει ότι η εικόνα ανασύρθηκε από τα δύχτια ψαράδων στο στενό (κανάλι) ανάμεσα στην Κύθνο και τη Σέριφο, εξού και η ονομασία Κανάλα. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας στην Κανάλα είναι ένα εξαιρετικό έργο της Κρητικής σχολής και την αγιογράφησε ο ιερέας Εμμανουήλ Σκορδίλης το 1575. Την Παναγιά την Κανάλα την αναφέρει και ο Νίκος Γκάτσος στο περίφημο Κυκλαδίτικο που έχει μελοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις καθώς και ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημά του «Οι τρείς Αδελφές» το οποίο αναφέρεται στις τρεις σημαντικότερες Παναγίες του νησιού: Παναγία Κανάλα, Στρατηλάτισσα και Φλαμπουριανή.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μεσολιθικός οικισμός του Μαρουλά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Κύνθο βρέθηκαν τα αρχαιότερα ευρήματα στις Κυκλάδες που χρονολογούνται από την Μεσολιθική εποχή (10.000 π.Χ.-8.000 π.Χ.), στην τοποθεσία Μαρουλάς στις βορειοανατολικές ακτές. Στην τοποθεσία Λουτρά κοντά στο ομώνυμο χωριό Λουτρά Κύθνου υπάρχουν ίχνη αυτής της περιόδου διαβρωμένα από την θάλασσα.[12] Οι πρώτες εκσκαφές (1996 - 2000) ανακάλυψαν ανθρώπινους σκελετούς με πολλά περίτεχνα αντικείμενα που έδειξαν ότι ζούσαν ως κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, είναι ο αρχαιότερος οικισμός που έχουν ανακαλύψει στην Μεσόγειο και ίσως σε όλη την Ευρώπη. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν με πρωτοβουλία του διάσημου Έλληνα αρχαιολόγου Αδαμάντιου Σάμψων, όπως έγραψε ο ίδιος διατηρήθηκε την 9η χιλιετία π.Χ. μόλις τρείς αιώνες (8800 π.Χ. - 8600 π.Χ.).[13] Στην έρευνα συμμετείχε το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και η ΚΑ΄ Εφορεία των Κυκλάδων, έγινε σε μία έκταση 2.500 τ.μ.[14] Οι ανασκαφές ανακάλυψαν αρχιτεκτονικές κατασκευές, τάφους, λίθινα εργαλεία, οστά φυτών και ζώων. Τα οικήματα είχαν κυκλικό σχήμα με διάμετρο 3-4 μέτρων και δάπεδο επιστρωμένο με πέτρες. Οι κατασκευές ήταν κατά πλειοψηφία στο κέντρο του οικισμού, οι υπόλοιπες ήταν κατανεμημένες πιο αραιά, οι περισσότερες στην ανατολική πλευρά δίπλα στην θάλασσα.[15] Τα λίθινα εργαλεία ήταν κατασκευασμένα σε ποσοστό 80% από τον τοπικό χαλαζία, τα υπόλοιπα από Οψιανό που μετέφεραν από την Μήλο.[16] Η στάθμη της θάλασσας ήταν πολύ χαμηλότερη εκείνη την εποχή οπότε και η πρόσβαση στα γειτονικά νησιά με τα πλεούμενα τους εφικτή. Ο Μαρουλάς παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με άλλους Μεσολιθικούς οικισμούς της εποχής όπως στο γειτονικό Σπήλαιο Φράγχθι στην Αργολίδα.[17]
Προϊστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ευρήματα της 3ης χιλιετίες π.Χ. στις Σκουριές την υψηλότερη κορφή του νησιού έδειξαν ότι τροφοδοτούσε στην Εποχή του Χαλκού τα υπόλοιπα νησιά με υλικά για την Μεταλλουργία. Οι ανασκαφές (1984-1985) ανακάλυψαν εργαστήρια επεξεργασίας Χαλκού που χρονολογούνται την ίδια περίοδο. Οι αρχαιότεροι κάτοικοι στους ιστορικούς χρόνους καταγράφονται οι Κάρες με προέλευση από την Μικρά Ασία υπό την εξουσία της Μινωικής Κρήτης, οι ναυτικές επιδρομές τους ανάγκασαν να επιστρέψουν στην αρχική τους πατρίδα. Ο Ηρόδοτος έγραψε ότι τον 13ο αιώνα έφτασαν οι Δρύοπες μια πανάρχαια Ελληνική φυλή με κοιτίδα τον Παρνασσό, ο Ηρακλής τους εκδίωξε στην Ήπειρο.[18][19] Οι Δωριείς τους εκδίωξαν για δεύτερη φορά από εκεί και αναγκάστηκαν να μετακινηθούν ανατολικά, οι κύριοι τόποι της τελικής τους εγκατάστασης ήταν η Κάρυστος και το νησί Κύθνος. Οι δύο σημαντικότεροι οικισμοί "Δρυοπίς" και "Δρυοπίδα" πήραν το όνομα τους, η ίδια η Κύθνος πήρε το όνομα της από τον βασιλιά των Δρυόπων Κύθνο αλλά δεν γνωρίζουμε αν ήταν ιστορικό πρόσωπο. Με την Κάθοδο των Δωριέων οι Ίωνες από την Αρχαία Αθήνα μετανάστευσαν στα νησιά και την Μικρά Ασία, το ίδιο έκαναν και στην Κύθνο εκτοπίζοντας τους πανάρχαιους Δρύοπες.
Αρχαιότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στους αρχαίους χρόνους στην Κύθνο είχε ιδρυθεί μια ακμάζουσα ιωνική αποικία. Οι αρχαίοι Κύθνιοι ασχολούνταν και με τη ναυτιλία και στους Περσικούς Πολέμους συμμετείχαν με μία τριήρη και μία πεντηκόντορο. Η αρχαία πολιτεία της Κύθνου φημιζόταν για την ευνομία της όπου και για το λόγο αυτό ο Αριστοτέλης αφιερώνει ειδική μελέτη για την Κύθνο στο έργο του «Περί Κυθνίων Πολιτείας»[6], έργο που δεν διασώθηκε. Μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων, η Κύθνος συμμετείχε στην Αθηναϊκή Συμμαχία, ενώ αργότερα πέρασε στον έλεγχο των Μακεδόνων, οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει φρουρά στο νησί. Επί Ρωμαιοκρατίας η Κύθνος αποτέλεσε τόπο εξορίας σημαινόντων προσώπων[6]. Επιπλέον κατά την αρχαιότητα στο νησί λειτουργούσαν αρκετοί ναοί, οι οποίοι είχαν ως επακόλουθο την προσέλευση στην Κύθνο επισκεπτών από διάφορες περιοχές (όπως π.χ. η Αίγυπτος, η Μικρά Ασία, η Ιταλία κ.ά.).[20] Επίσης στην Κύθνο της αρχαιότητας γεννήθηκαν οι ζωγράφοι Τιμάνθης και Κυδίας.[21]
Μεσαίωνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, το νησί της Κύθνου, από κοινού με εκείνο της Κέας, αναφέρονται ως υπαγόμενη επισκοπή στη Μητρόπολη Αθηνών, με την ίδρυσή της να χρονολογείται κατά τη διάρκεια του ίδιου αιώνα, πιθανώς, λόγω της πληθυσμιακής αύξησης που σημειώθηκε στην ευρύτερη περιοχή.[22]
Η Κύθνος προσήλθε μαζί με τις υπόλοιπες Κυκλάδες στο Δουκάτο της Νάξου που ίδρυσε ο Μάρκος Α΄ Σανούδος με έδρα την Νάξο (1207).
Παράλληλα, στο νησί, από κοινού με άλλα νησιά των Κυκλάδων, θεσμοθετήθηκε το αξίωμα του πρωτοπαπά, ανώτερου κληρικού υπό την εκκλησιαστική εποπτεία του οποίου βρισκόταν το σύνολο του ορθόδοξου κλήρου του νησιού, καθώς και λειτουργούσε ως εκπρόσωπος και, ταυτόχρονα, διαμεσολαβητής ενώπιον των ξένων εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών.[23] Από την πλευρά του, ο καθολικός κλήρος και πληθυσμός του νησιού τελούσε υπό την ποιμαντική εποπτεία νεοϊδρυθείσας επισκοπής η οποία περιελάμβανε, πέραν της Κύθνου, επίσης, τα νησιά της Κέας και της Σίφνου, ενώ εθεωρείτο ως εκ των πλέον άπορων, με περιορισμένα εισοδήματα, καθώς και μικρό αριθμό αγροτικών γαιών υπό την κατοχή της.[24]
Την περίοδο αυτή η Βενετική Δημοκρατία της έδωσε το όνομα «Θερμία» χάρη στις θερμές πηγές που ανάβλυζαν στην βορειοανατολική ακτή του νησιού στην θέση Λουτρά, ήταν γνωστά από τους Ρωμαϊκούς χρόνους σαν τόπος αναψυχής.[3]
Το 1419, ιδρύθηκε στο νησί μοναστήρι των Αυγουστίνων.[25]
Λόγω της ερήμωσης στην οποία είχε περιέλθει το νησί της Κύθνου λόγω συνεχιζόμενων πειρατικών, καθώς και οθωμανικών υπό τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα,[26][27] επιδρομών,[28] οι Βενετοί προχώρησαν στον εποικισμό του με την άφιξη Αλβανών εποίκων,[28] ενώ, παράλληλα, φαίνεται η εγκατάστασή τους να έγινε εντός γαιών οι οποίες αποτελούσαν κτήση του τοπικού επισκόπου.[29] Κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη συγκεκριμένη τοποθεσία κατά τα τέλη του 17ου αιώνα, ο Γάλλος Ιησουίτης ιεραπόστολος Ρομπέρ Σωλζέ αναφέρει πως η πλειονότητα των κατοίκων του νησιού ήσαν αλβανικής καταγωγής.[29]
Μετά από σύντομη πολιορκία οι Τούρκοι νίκησαν τον τελευταίο Κύριο της Κύνθου Άγγελο Γ΄ Γκοτζαντίνι και κατέλαβαν την Κύθνο (1617).[εκκρεμεί παραπομπή] Σύμφωνα με τον θρύλο οι Οθωμανοί παγίδευσαν τους πολιορκημένους, έστειλαν μια γυναίκα που πονούσε με παιδί και τους παρακάλεσε να ανοίξουν την πόρτα του κάστρου, το γεγονός αυτό διατηρείται μέχρι σήμερα σε τοπική νησιώτικη μπαλάντα.[30]
Οθωμανοκρατία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επί Οθωμανοκρατίας με την Οθωμανική αυτοκρατορία η Κύθνος έπεσε σε παρακμή, οι ελάχιστοι κάτοικοι μαστίζονταν άγρια από τους πειρατές και τις επιδημίες, οι Οθωμανοί μετέφεραν την πρωτεύουσα στην Μεσαριά που εξελίχθηκε κατόπιν στην Χώρα. Το 1672, το νησί της Κύθνου έπεσε θύμα επίθεσης από τον Γάλλο πειρατή Υγκ ντε Κρεβιλιέ, ο οποίος και υποδούλωσε τον τοπικό πληθυσμό και λεηλάτησε τα τοπικά κειμήλια.[31] Το 1791 λειτούργησε στην Χώρα της Κύθνου (Μεσσαριά) ελληνικό σχολείο, το οποίο στεγάστηκε στη μονή Παναγίας του Νίκους, όπου δίδαξε αρχικά ο μοναχός Παρθένιος Κουλούρης από την Σίφνο. Ως πρώην μαθητής του σχολείου και μετά από σπουδές στην Πατριαρχική Ακαδημία, ο ιερομόναχος Μακάριος Φιλιππαίος από την Κύθνο διαδέχθηκε τον Κουλούρη το 1809, συνεχίζοντας την διδασκαλία και στα χρόνια του Καποδίστρια.[32]
Το 1799 οι κάτοικοι του νησιού συνέταξαν κώδικα που ρύθμιζε τα ζητήματα λειτουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης και στον οποίο απαγορευόταν η ανάμειξη του εκάστοτε επισκόπου σε εσωτερικά θέματα πολιτικής φύσεως. Τη συγκεκριμένη διάταξη δέχτηκε και ο επίσκοπος, συνυπογράφοντας τον κώδικα[33]. Το 1806 μια πειρατική επιδρομή, παρ' όλο που αποκρούστηκε,[34] είχε ως αποτέλεσμα ομάδες Κυθνίων να μεταναστεύσουν στα παράλια της Μικράς Ασίας, από όπου μερικοί αργότερα επαναπατρίστηκαν φέρνοντας στο νησί έθιμα από τους τόπους που έζησαν.[35]
Νεότερα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Κύθνιοι συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821[36] και κατά τη διάρκειά της φιλοξένησαν Έλληνες πρόσφυγες από περιοχές όπως η Χίος, τα Ψαρά και το Αϊβαλί.[37] Το 1823 ξέσπασε λοιμός.[38] Η Κύθνος εκπροσωπήθηκε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας από τους Μόσχο Φιλιππαίο (Χώρα) και Ν. Οικονομίδη Λεβαντή (Δρυοπίδα). Τα επόμενα χρόνια μέχρι και το 1832 την Κύθνο εκπροσώπησε στις Εθνοσυνελεύσεις ο Ν. Βάλληνδας.[39] Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου του 1826, το νησί της Κύθνου βομβαρδίστηκε, μαζί με εκείνο της Νάξου, από αυστριακό στόλο, στο πλαίσιο ευρύτερης επιχείρησης καταπολέμησης της πειρατείας που είχε κυρήξει ο καγκελάριος Κλέμενς φον Μέττερνιχ.[40]
Στα χρόνια του Καποδίστρια η Κύθνος αναφέρεται ως ένα από τα πιο φτωχά νησιά των Κυκλάδων.[41] Το 1828 λειτούργησαν πέντε σχολεία στο νησί, συμπεριλαμβανομένων ιδιωτικών και ως το 1833 λειτουργούσαν πια δύο σχολεία.[42] Το 1831 αναφέρεται άλλο ένα ιδιωτικό σχολείο στην Κύθνο, στο οποίο προσκλήθηκε ως δάσκαλος ο Γεώργιος Σερούιος από την Κέα όπου και δίδασκε ως τότε.[43] Τα σχολεία της Κύθνου συντηρούνταν οικονομικά από συνεισφορά των κατοίκων και εισοδήματα από μοναστήρια του νησιού.[44] Επί Όθωνα η Κύθνος ήταν τόπος εξορίας των πολιτικών του αντιπάλων.[36]
Το 1835 αναπτύχθηκε η γεωργία και γινόταν, λόγω της καλής του ποιότητας, ακόμα και εξαγωγή κριθαριού προς την Αθήνα.[45] Τον 19o αιώνα άνθησαν στην Κύθνο η κεραμουργία και η αγγειοπλαστική, ενώ Κύθνιοι τεχνίτες έφευγαν τα καλοκαίρια για την Αθήνα και επέστρεφαν τον χειμώνα.[46] Επίσης αναπτύχθηκαν ορυχεία που συνεργάζονταν με αντίστοιχες εταιρείες στο Λαύριο.[46]
Στις αρχές του 20ού αιώνα αυξήθηκε πολύ η παραγωγή άριστης ποιότητας κριθαριού καθώς και σιμιγδαλιού και μεγάλωσαν οι εξαγωγές.[45]
Στην Κατοχή πολλοί Κύθνιοι που ζούσαν στην Αθήνα επέστρεψαν στην πατρίδα τους ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν με ότι μπορούσε να τους παρέχει ο τόπος.[47]
Κατά την περίοδο του Μεγάλου Λιμού, στο νησί της Κύθνου λειτουργούσαν εγκαταστάσεις καραντίνας κατά του τύφου, ενώ, παράλληλα, το νησί αποτελούσε υποχρεωτικό σταθμό πλοίων των οποίων οι επιβάτες δεν είχαν προορισμό το γειτονικό νησί της Σύρου, με τους τελευταίους να υποχρεούνται σε υποχρεωτική καραντίνα χρονικής διάρκειας δεκαπέντε ημερών, προτού τους επιτραπεί η συνέχιση του ταξιδιού τους.[48]
Αρχαιολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βρυόκαστρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η σημαντικότερη αρχαιολογική τοποθεσία της Κύθνου είναι το Βρυόκαστρο ή Ρηγόκαστρο,[49] όπου στην αρχαιότητα βρισκόταν η πόλη της Κύθνου και κατοικήθηκε από τον 10ο αι. π.Χ. μέχρι και την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα.[50] Μεταξύ άλλων στο συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο έχουν βρεθεί αρχαία ιερά όπως π.χ. (ο ναός του Θεού Απόλλωνα και της Θεάς Αρτέμιδος και το δίδυμο ιερό του Θεού Ασκληπιού και της Θεάς Αφροδίτης), καθώς και άλλες κατασκευές.[20] Επίσης έχουν βρεθεί και παλαιοχριστιανικοί ναοί.[51]
Μαρουλάς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μαρουλάς, στη βορειοανατολική ακτή του νησιού, κοντά στα «Λουτρά», ήταν η παλαιότερη εγκατάσταση των Κυκλάδων. Οργανικά δείγματα που στάλθηκαν για χρονολόγηση πιστοποιούν ότι η θέση χρονολογείται στην 9η και 8η χιλιετία π.Χ., δηλαδή στη Μεσολιθική περίοδο.[12][52] Οι ανασκαφές έφεραν στην επιφάνεια λείψανα κυκλικών κατασκευών, που πιθανώς είχαν χρησιμοποιηθεί ως χώροι διαμονής, καθώς και μερικούς τάφους.[53]
Λαογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έθιμα στον κύκλο του χρόνου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κούνιες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πασχαλινό - εαρινό έθιμο με αρχαία καταγωγή που διατηρείται ως σήμερα. Μια ξύλινη κούνια δένεται σε ένα δέντρο ή σε πασσάλους στο κέντρο του χωριού και κουνιούνται σε αυτήν νέοι και νέες οι οποίοι αντάλλασσαν μεταξύ τους επαινετικά δίστιχα.[54]
Πρωτομαγιά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την παραμονή της Πρωτομαγιάς το βράδυ έφτιαχναν με λουλούδια τον «Μάη» και τον τραγουδούσαν με ιδιαίτερο σκοπό μετά μουσικής.[55][56][57] Πρόκειται για έθιμο που διατηρείται μέχρι σήμερα.
Λαζάνης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την Τυρινή Κυριακή το απομεσήμερο διαπομπευόταν ο «Λάζάνης» που αποτελείται από ένα αχυρένιο είδωλο για τον οποίο λένε ότι «ήρθε να πάρει τα λαζάνια (μακαρόνια)». Το βράδυ της ίδιας μέρας θεωρούνταν γρουσουζιά το φτέρνισμα και γι' αυτό έσκιζαν λίγο κάποιο ρούχο αυτού που φτερνίστηκε.[58] Το έθιμο διατηρείται έως σήμερα, με τον «Λάζάνη» να κατέχει τον ρόλο του βασιλιά Καρνάβαλου.[57]
Μουσικοχορευτική παράδοση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το βιολί και το λαούτο είναι τα κυριότερα μουσικά όργανα του νησιού, τα οποία αποτελούν την «Ζύα», όπως την ονομάζουν στο νησί. Η τσαμπούνα (ή κάιντα) είναι το χαρακτηριστικό όργανο που ακούγεται τις Απόκριες.[59]
Κάθε γλέντι ξεκινάει με τα τραγούδια της «τάβλας» ή «του τραπεζιού», ακουστικά τραγούδια που τραγουδά όλη η παρέα. Οι χαρακτηριστικότεροι χοροί είναι ο καλαματιανός, ο συρτός και ο μπάλος, οι οποίοι χορεύονται σε ζευγάρια. Κάθε χορός ξεκινάει με τον καλαματιανό, συνεχίζεται με τον συρτό και καταλήγει σε μπάλο, τον πιο ιδιαίτερο από τους χορούς της Κύθνου. Αυτό που ξεχωρίζει τον θερμιώτικο μπάλο από τους υπόλοιπους είναι οι χαρακτηριστικές «βόλτες», που γίνονται με πιασμένα και τα δύο χέρια και γυρνώντας το ζευγάρι πλάτη με πλάτη.[60] Ένας ακόμη χαρακτηριστικός χορός είναι ο καρσιλαμάς, ο οποίος έχει επιρροές από τη Μικρά Ασία και χορεύεται μόνο από άντρες αντικριστά.[59]
Λαϊκή παράδοση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέσα στους θρύλος και τις δοξασίες της Κύθνου υπάρχουν πολλαπλές αναφορές για νεράιδες, βρυκόλακες, δράκους κλπ που ζούσαν σε διάφορα μέρη του νησιού όπως: αρχαία χαλάσματα, μύλοι, αλώνια, απομονωμένες παραλίες κλπ.[61][62][63]
Γαστρονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αντιπροσωπευτικά πιάτα της τοπικής κουζίνας είναι τα σφουγγάτα (τηγανιτά μπαλάκια που φτιάχνονται με κύριο συστατικό ξινό τυρί) και ο πούλος (πρόκειται για ένα ψωμάκι που το γεμίζουν με παστό χοιρινό κρέας).[64] Επίσης το νησί διαθέτει και άλλα παραδοσιακά προϊόντα και εδέσματα όπως ο κύθνιος τυρός.[65]
Παραλίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κύθνος διαθέτει περισσότερες από 90 παραλίες.[66]
Δήμος Κύθνου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δήμος Κύθνου | |
Δήμος | |
Χώρα | Ελλάδα |
Έδρα | Κύθνος |
Διοίκηση | |
• Δήμαρχος | Σταμάτιος Γαρδέρης (2014- ) |
Διοικητική υπαγωγή | |
• Αποκ. διοίκηση | Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου |
• Περιφέρεια | Νοτίου Αιγαίου |
• Περιφ. ενότητα | Κέας - Κύθνου |
Διαμέρισμα | Νησιά Αιγαίου |
Νομός | Νομός Κυκλάδων |
Έκταση | 100,2 km2 |
Πληθυσμός | 1.456 (απογραφή 2011) |
Ιστότοπος | https://dimos.kythnos.gr/ |
Ο Δήμος Κύθνου περιλαμβάνει το νησί της Κύθνου καθώς και τις γύρω νησίδες. Βρίσκεται στο Νομός Κυκλάδων και υπάγεται στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
Οικισμοί και νησίδες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αναλυτικά οι οικισμοί και οι νησίδες που αποτελούν τον Δήμο Κύθνου:
- Τοπική Κοινότητα Δρυοπίδος Κύθνου [ 787 ]
- ο Άγιος Δημήτριος [ 33 ]
- η Άοσα (ή Νάουσα) [ 4 ]
- η Γαντρομάντρα [ 0 ]
- η Δρυοπίς [ 325 ]
- η Επισκοπή [ 8 ]
- το Καλό Λιβάδι [ 0 ]
- η Κανάλα [ 24 ]
- οι Λεύκες [ 2 ]
- το Λιοτρίβι [ 0 ]
- ο Μέριχας [ 369 ]
- το Πιπέρι (νησίδα) [ 0 ]
- ο Σκύλος [ 6 ]
- τα Φλαμπούρια [ 16 ]
- Τοπική Κοινότητα Κύθνου [ 669 ]
- η Αγία Ειρήνη [ 8 ]
- ο Άγιος Στέφανος [ 8 ]
- η Απόκριση ή Απόκρουση [ 11 ]
- η Κύθνος [ 561 ]
- τα Λουτρά [ 81 ]
Με την εφαρμογή της νέας διοικητικής διαίρεσης της χώρας σύμφωνα με το Πρόγραμμα «Καλλικράτης» το 2011 ουδεμία μεταβολή επήλθε στο Δήμο, σύμφωνα με το άρθρο 1,§ 2.29.Γ. αυτού.
Πρόεδροι της Κοινότητας Κύθνου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Θητεία | Πρόεδρος κοινότητας |
---|---|
1979-1982 | Βιτάλης Μπαντής |
1983-1986 | Εμμανουήλ Κοζαδίνος |
1987-1998 | Δημήτριος Βασσάλος |
- Πηγή: ΕΕΤΑΑ
Δήμαρχοι Κύθνου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Δήμος συστάθηκε το 1998. Έκτοτε Δήμαρχοι έχουν διατελέσει οι:
Θητεία | Δήμαρχος | Σημειώσεις |
---|---|---|
1999-2006 | Γεώργιος Μαρτίνος | Εξελέγη το 1998, με ποσοστό 63,82%. Επανεξελέγη το 2002, από τον 1ο γύρο, με ποσοστό 56,94%. |
2007-2010 | Αντώνιος Ζαμπέτας | Εξελέγη το 2006, από τον 1ο γύρο, με ποσοστό 59,37%. |
2011-2014 | Εμμανουήλ Φίλιππας | Εκλεγείς το 2010, από τον 1ο γύρο, με ποσοστό 52,63%. |
2014-Σήμερα | Σταμάτιος Γαρδέρης (επανεκλογή το 2019) | Εξελέγη 1η φορά το 2014, από τον 1ο γύρο, με ποσοστό 51,86%. Επανεξελέγη το 2019, από τον 1ο γύρο, με ποσοστό 65,38% και το 2023, από τον 1ο γύρο, με ποσοστό 54,72%.[67] |
- Πηγή: ΕΕΤΑΑ
Απογραφή Πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Απογραφή | 1991 | 2001 | 2011 |
---|---|---|---|
Πληθυσμός | 1632[68] | 1608[10] | 1456[5] |
Φωτοθήκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Δημοτικό σχολείο στη Χώρα Κύθνου
-
Σοκάκι στη Δρυοπίδα
-
Εικόνα του λιμανιού του Μέριχα
-
Μέριχας
-
Παραλία Κολόνα
-
Χώρα Κύθνου
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λεπτομερείς ναυτιλιακές πληροφορίες για την Κύθνο παρέχει ο Ελληνικός Πλοηγός 2ος τόμος και ιδιαίτερα ο χάρτης ελληνικής έκδοσης: ΧΕΕ-421, που καλύπτει και όλες τις ΒΔ. Κυκλάδες και ειδικότερα ο ΧΕΕ-421/5, που είναι και ο λιμενοδείκτης του λιμένα Μέριχα.
Πρόσωπα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τιμάνθης, αρχαίος ζωγράφος.
- Κυδίας, αρχαίος ζωγράφος
- Ιγνάτιος Κοζαδίνος (1716-1786), Μητροπολίτης Μαριουπόλεως
- Λεωνίδας Παρασκευόπουλος (1860-1936), Έλληνας στρατηγός
- Κωνσταντίνος Μαζαράκης - Αινιάν (1869-1949), Έλληνας στρατιωτικός
- Σταμάτης Γονίδης[69] (1957), Έλληνας τραγουδιστής και τραγουδοποιός
- Γιαννούλης Λαρεντζάκης (1993), Έλληνας διεθνής καλαθοσφαιριστής
- Γιώργος Ζαμπέτας (1925-1992), Έλληνας μουσικός και τραγουδιστής
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κυθνιακά
- Αιολικό πάρκο Κύθνου
- Κάστρο Ωριάς ή Κάστρο Κατακεφάλου
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Ιαματικές πηγές». Δήμος Κύθνου. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2019.
- ↑ Ρούσσος-Μηλιδώνης 1989, σελ. 84-85.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Bent 1885, σελ. 430.
- ↑ Μπέλλος, Ηλίας (31 Μαρτίου 2018). «Προς πώληση από το ΤΑΙΠΕΔ το spa του... Οθωνα στην Κύθνο». Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2023.
- ↑ 5,0 5,1 «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ». statistics.gr. 20 Μαρτίου 2014. σελ. 10843. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Οκτωβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2019.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 «Κύθνος». Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη. 15 (5η έκδοση). Αθήνα: Εγκυκλοπαιδικές Εκδόσεις Ν. Νίκας. 1964, σελ. 278.
- ↑ «Ιστορία». Δήμος Κύθνου. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2019.
- ↑ Κιούσης, Ντίνος (10 Ιουλίου 2010). «Στη μικρή, ήρεμη Κύθνο». Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2019.
- ↑ Τσώνος, Κωνσταντίνος (31 Μαρτίου 2005). «Κύθνος». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Κωνσταντινούπολη. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2023.
- ↑ 10,0 10,1 «ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» (PDF). e-demography.gr. 2003. σελ. 149. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2019.
- ↑ Βενετούλιας 2020, σελ. 136.
- ↑ 12,0 12,1 http://extras.ha.uth.gr/kythnos/index.php?page=sites
- ↑ Σάμψων 2010, σελ. 125.
- ↑ Σάμψων 2010, σελ. 91.
- ↑ Σάμψων 2010, σελ. 102.
- ↑ Σάμψων 2010, σελ. 117.
- ↑ Σάμψων 2010, σελ. 118.
- ↑ Ηρόδοτος. Ηροδότου Ιστορίαι, Τομ. 8.43, 8.36, 8.73
- ↑ Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, Βιβλίο 2, Κεφ. 7
- ↑ 20,0 20,1 «Αρχαία Κύθνος: Οι ανασκαφές αποκαλύπτουν τα μυστικά της». News 24/7. 8 Φεβρουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουνίου 2019.
- ↑ «Ιστορία». Δήμος Κύθνου. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2019.
- ↑ Herrin 1975, σελ. 259.
- ↑ Coureas 2014, σελ. 159.
- ↑ Coureas 2014, σελ. 165.
- ↑ Trélat 2012, σελ. 273.
- ↑ Hasluck 1910-1911, σελ. 160.
- ↑ Miller 1907, σελ. 305.
- ↑ 28,0 28,1 Hasluck 1908-1909, σελ. 224.
- ↑ 29,0 29,1 Hasluck 1908-1909, σελ. 225.
- ↑ Bent 1885, σελ. 433.
- ↑ Poumarède 2009, σελ. 484.
- ↑ Κορδατζή-Πρασσά 1996, σελ. 28.
- ↑ Καραμπελιάς 2009, σελ. 131.
- ↑ Βάλληνδας 1882, σελ. 88-89.
- ↑ Χρυσού-Καρατζά 2006, σελ. 64.
- ↑ 36,0 36,1 Χιλιαδάκης 1949, σελ. 16.
- ↑ Βάλληνδας 1882, σελ. 101.
- ↑ Freely 2006, σελ. 35.
- ↑ Βάλληνδας 1896, σελ. 121.
- ↑ Delorme 2014, σελ. 306.
- ↑ Κορδατζή-Πρασσά 1996, σελ. 56.
- ↑ Κορδατζή-Πρασσά 1996, σελ. 69.
- ↑ Κορδατζή-Πρασσά 1996, σελ. 96.
- ↑ Κορδατζή-Πρασσά 1996, σελ. 112.
- ↑ 45,0 45,1 Χρυσού-Καρατζά 2006, σελ. 82.
- ↑ 46,0 46,1 Χρυσού-Καρατζά 2006, σελ. 54.
- ↑ Οι Κύθνιοι στα χρόνια της Κατοχής 1941-1944. Σύνδεσμος Κυθνίων. 1995. σελ. 18-19.
- ↑ Lecoeur 2015, σελ. 97.
- ↑ «Αρχαιολογικοί Χώροι». Δήμος Κύθνου. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουνίου 2019.
- ↑ «Κύθνος-Βρυόκαστρο - Η αρχαία πόλη της Κύθνου». extras.ha.uth.gr. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουνίου 2019.
- ↑ «Σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη στην Κύθνο». CNN Greece. 4 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουνίου 2019.
- ↑ (Αγγλικά) Sampson, Adamantios; Kozlowski, Janusz K.; Kaczanowska, Małgorzata; Giannouli, Bassiliki (Ιούνιος 2002). «The Mesolithic settlement at Maroulas, Kythnos». Mediterranean Archeology and Archeometry 2 (1): 45-67. https://www.maajournal.com/index.php/maa/article/view/26.
- ↑ Μαζαράκης-Αινιάν, Αλέξανδρος (2005). «Κύθνος». Στο: Βλαχόπουλος, Ανδρέας. Αρχαιολογία: Νησιά του Αιγαίου. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος «Μέλισσα». σελ. 246. ISBN 9789602042625.
- ↑ Βάλληνδας 1882, σελ. 119.
- ↑ Βάλληνδας 1882, σελ. 116-117.
- ↑ «Ήρχεν ο Μάης». Δόμνα Σαμίου. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2022.
- ↑ 57,0 57,1 «Έθιμα». Δήμος Κύθνου. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022.
- ↑ Βάλληνδας 1882, σελ. 118.
- ↑ 59,0 59,1 «Παραδοσιακοί Χοροί και Μουσική». Δήμος Κύθνου. Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2022.
- ↑ Στράτου 1979, σελ. 66-67.
- ↑ Βενετούλιας 2007, σελ. 142, 156 & 159.
- ↑ Freely 2006, σελ. 34.
- ↑ Bent 1885, σελ. 436-438 & 441.
- ↑ «Αιγαίο: η φαντασία υπογράφει τη γεύση». Έθνος (Αθήνα): σελ. 19. 2017.
- ↑ Καραμανές 2009-2013, σελ. 59-81.
- ↑ «Προτάσεις για διακοπές - Κύθνος: Ο επίγειος παράδεισος με 99 παραλίες». Ελεύθερος Τύπος. 17 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2023.
- ↑ Συγκεντρωτικά αποτελέσματα δημοτικών εκλογών, τελ. ενημέρωση 17 Οκτωβρίου 2023.
- ↑ «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ» (PDF). www.eetaa.gr. 6 Δεκεμβρίου 1993. σελ. 9531. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2019.
- ↑ Λουμπρίνης, Βασίλης (26 Αυγούστου 1999). «30 Ερωτήσεις Σταμάτης Γονίδης». Τα Νέα. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2022.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ελληνόγλωσσες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βάλληνδας, Αντώνιος (1896). Ιστορία της νήσου Κύθνου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ' ημάς : σχετιζόμενη προς την των ομοταγών νήσων του Αιγαίου. Αθήνα: Τυπογραφείον των Καταστημάτων Σπυρίδωνος Κουσουλίνου.
- Βάλληνδας, Αντώνιος (1882). Κυθνιακά ήτοι της νήσου Κύθνου χωρογραφία και ιστορία μετά του βίου των συγχρόνων Κυθνίων εν ω ήθη και έθη και γλώσσα και γένη κλπ. Ερμούπολη: Τυπογραφείον της Προόδου.
- Βενετούλιας, Γιώργης (2020). Απ'ούλα τ'άνθη του μπαξέ. Δημοτικά Τραγούδια της Κύθνου. Αθήνα: Εν Πλω. ISBN 978-960-619-068-1.
- Βενετούλιας, Γιώργης (2007). Του νησιού μου: παραδόσεις της Κύθνου. Αθήνα: Εν Πλω. ISBN 978-960-6719-13-4.
- Καραμανές, Ευάγγελος (2009-2013). «Τοπικά παραδοσιακά προϊόντα και ανάπτυξη: οικολογία, τοπικά συστήματα, τοπικότητες». Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών) 33-34: 59-81. ISSN 1011-7946.
- Καραμπελιάς, Γιώργος (2009). Κοραής και Γρηγόριος Ε' : κοινωνικές συγκρούσεις και διαφωτισμός στην προεπαναστατική Σμύρνη, 1788-1820. Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις. ISBN 9789604271115.
- Κορδατζή-Πρασσά, Αναστασία (1996). Η εκπαίδευση στις Κυκλάδες κατά την καποδιστριακή περίοδο (1828-1832). Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. doi:10.12681/eadd/7433.
- Ρούσσος-Μηλιδώνης, Μάρκος Ν. (1989). Ιησουίτες του 17ου και 18ου αιώνα περιγράφουν το Αιγαίο. Αθήνα: Εκδόσεις Δήμου Άνω Σύρου.
- Σάμψων, Αδαμάντιος (2010). Μεσολιθική Ελλάδα. 9.000-6.500 π.Χ. Παλαιοπεριβάλλον, Οικονομία, Τεχνολογία. Εκδοτικός Όμιλος Ίων. ISBN 978-960-411-724-6.
- Στράτου, Δόρα (1979). Ελληνικοί Παραδοσιακοί Χοροί : Ζωντανός δεσμός με το παρελθόν. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
- Χιλιαδάκης, Στέλιος (1949). Κύθνος. Αθήνα: Εκδόσεις Μαθιουδάκη.
- Χρυσού-Καρατζά, Κυριακή (2006). Τροφή και διατροφή στις Κυκλάδες (19ος-20ος αι.). Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. doi:10.12681/eadd/21852.
Ξενόγλωσσες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- (Αγγλικά) Bent, James Theodore (1885). The Cyclades; or, Life among the insular Greeks. Λονδίνο: Longmans, Green & Co.
- (Αγγλικά) Coureas, Nicholas (2014). «The Latin and Greek Churches in former Byzantine Lands under Latin Rule». Στο: Tsougarakis, Nickiphoros I.· Lock, Peter. A Companion to Latin Greece. Brill's Companions to European History Series. 6. BRILL. ISBN 9789004284029.
- (Γαλλικά) Delorme, Olivier (2014). La Grèce et les Balkans. Folio Histoire. 1. Gallimard. ISBN 9782070396061.
- (Αγγλικά) Freely, John (2006). The Cyclades: Discovering the Greek Islands of the Aegean. Λονδίνο: I.B. Tauris. ISBN 978-1845111601.
- (Αγγλικά) Hasluck, F. W. (1908-1909). «Albanian Settlements in the Aegean Islands». The Annual of the British School at Athens (British School at Athens) 15: 223-228.
- (Αγγλικά) Hasluck, F. W. (1910-1911). «Depopulation in the Aegean Islands and the Turkish Conquest». The Annual of the British School at Athens (British School at Athens) 17: 151-181.
- (Αγγλικά) Herrin, Judith (1975). «Realities of Byzantine Provincial Government: Hellas and Peloponnesos, 1180-1205». Dumbarton Oaks Papers (Dumbarton Oaks) 29: 253-284. doi: . ISSN 0070-7546.
- (Αγγλικά) Lecoeur, Sheila (2009). Mussolini's Greek Island: Fascism and the Italian Occupation of Syros in World War II. Tauris Academic Studies. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: I.B. Tauris. ISBN 9781780769899.
- (Αγγλικά) Miller, William (1907). «The Last Venetian Islands in the Aegean». The English Historical Review (Oxford University Press) 22 (86): 304-308. https://archive.org/details/sim_english-historical-review_1907-04_22_86/page/304.
- (Γαλλικά) Poumarède, Géraud (2009). Pour en finir avec la Croisade : mythes et réalités de la lutte contre les Turcs aux XVIe et XVIIe siècles. Quadrige. Presses Universitaires de France. doi:10.3917/puf.pouma.2009.01.
- (Γαλλικά) Trélat, Philippe (2012). «L'ordre des frères ermites de saint-Augustin en Méditerranée orientale et leur couvent nicosiate (XIIIe-XVIe siècles)». Augustiniana (Peeters Publishers) 62 (3/4): 265-290.