Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γονδοφάρης της Ινδίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Γονδοφάρης)
Γονδοφάρης της Ινδίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1ος αιώνας π.Χ.
Θάνατος49
Χώρα πολιτογράφησηςΙνδο-Παρθικό βασίλειο
ΘρησκείαΖωροαστρισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΟικογένειαΟίκος των Σουρέν
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΒασιλεύς των Βασιλέων (19–49)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γονδοφάρης Α΄ ή Ινδοφέρρης (Χαρόστι: 𐨒𐨂𐨡𐨥𐨪 Gu-da-pha-ra , 𐨒𐨂𐨡𐨥𐨪𐨿𐨣 Gu-da-pha-ma , 𐨒𐨂𐨡𐨂𐨵𐨪 Gu-du-vha-ra ) ήταν ο ιδρυτής του Ινδο-Παρθικού βασιλείου και ο πιο εξέχων βασιλιάς, που εξουσίασε το διάστημα 19-46. Μάλλον ανήκε στη γενιά των πριγκίπων που είχαν κυβερνήσει την Παρθική επαρχία της Δραγγιανής από την κατάργησή της από τους Ινδο-Σκύθες περί το 129 π.Χ., και μπορεί να ήταν μέλος του Οίκου των Σουρέν. Κατά τη διάρκεια τής διακυβέρνησής του, το βασίλειό του ανεξαρτητοποιήθηκε από την παρθική εξουσία και μετατράπηκε σε αυτοκρατορία, η οποία περιλάμβανε τη Δραγγιανή, την Αραχωσία και τη Γκαντάρα. [1] Είναι γενικά γνωστός από τις Πράξεις του Θωμά, από την επιγραφή Ταχτ-ι-Μπαχί και από αργυρά και χάλκινα νομίσματα που φέρουν τη μορφή του.

Τον διαδέχθηκε στη Δραγγιανή και την Αραχωσία ο Ορθάγνης, και στη Γκαντάρα ο ανιψιός του Αβδαγάσης Α΄. [2] [3]

Το όνομα Γονδοφάρης δεν ήταν προσωπικό όνομα, αλλά ένα επίθετο που προέρχεται από το μεσαιο-ιρανικό όνομα 𐭅𐭉𐭍𐭃𐭐𐭓𐭍, Γουινταφάρν (Παρθικά ) και 𐭢𐭥𐭭𐭣𐭯𐭥, Γκουνταπάρ (Μέσα Περσικά), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το παλαιό ιρανικό όνομα 𐎻𐎡𐎭𐎳𐎼𐎴𐎠 (Vi n dafarnâ, "Είθε να βρει δόξα" [πρβλ. ελληνικά Ἰνταφέρνης] ), το οποίο ήταν επίσης το όνομα ενός από τους έξι ευγενείς που βοήθησαν τον Αχαιμενίδη βασιλιά των βασιλέων (σαχ-ανσάχ) Δαρείο Α΄ τον Μεγάλο (βασ. 522 π.Χ. – 486 π.Χ.) για να καταλάβει τον θρόνο. [4] [5] Στην Παλαιά Αρμενική, είναι «Γκασταφάρ». Το «Γκουνταπαρνάχ» ήταν προφανώς η ανατολικο-ιρανική μορφή τού ονόματος.

Ο Ερνστ Χέρτσφελντ ισχυρίζεται ότι το όνομά του διαιωνίζεται στο όνομα της αφγανικής πόλης Κανταχάρ, την οποία ίδρυσε με το όνομα Γκουντοφαρόν.

Σύμφωνα με μία ιστορική άποψη της περσικής λογοτεχνίας, ο Γονδοφάρης ταυτίζεται με τον Φαριμπόρζ των ιρανικών εθνικών αφηγήσεων. Το όνομα του "Φαριμπόρζ" (فريبرز) γράφτηκε από τον Abu Ali Bal'ami και τον Aλ-Ταμπαρί ως "Μπορζαφράν" (بُرزافره) και τον Iμπν Μπαλχί ως "Zαραφάχ" (زَرافَه). Ο συγγραφέας του Moζμάλ αι-Ταουαρίχ έγραψε το όνομα ως "Μπορζφαρί" (بُرزفَری) και δήλωσε ότι ο Φερντοουσί το άλλαξε σε "Φαριμπόρζ" για να διατηρήσει τη ρυθμική δομή του μέτρου. [6]

Χάρτης της Δραγγιανής (Sakastan) στο π. 100 π.Χ.

Ο Γονδοφάρης μπορεί να ήταν μέλος του Οίκου των Σουρέν, μίας από τις πιο σεβαστές οικογένειες στο Ιράν των Αρσακιδών, που όχι μόνο είχε το κληρονομικό δικαίωμα να ηγείται τού βασιλικού στρατού, αλλά και να τοποθετεί το στέμμα στον Πάρθο βασιλιά κατά τη στέψη. [4] Περίπου το 129 π.Χ., τα ανατολικά τμήματα της Παρθικής αυτοκρατορίας, κυρίως η Δραγγιανή, δέχτηκαν εισβολές από νομαδικούς λαούς, κυρίως από τους Ανατολικούς Ιρανούς Σάκες (Saka, Ινδο-Σκύθες) και τους (πιθανώς επίσης Ινδοευρωπαίους, αλλά αμφισβητούμενης συγγένειας) Γιουετσί, δίνοντας έτσι την προέλευση τού ονόματος τής επαρχίας Σακαστάν («γη των Σάκα»). [7] [8]

Ο ηγεμόνας της Παρθικής αυτοκρατορίας, Μιθριδάτης Β΄ (124–88 π.Χ.), νίκησε τους Σάκες της περιοχής του Σακαστάν και εγκαθίδρυσε «σατράπες» στην περιοχή, ένας από τους οποίους πιθανότατα ήταν ο Τανλίς Μαρδάτης. Αυτοί οι Πάρθοι σατράπες κυβέρνησαν το Σακαστάν μέχρι την εγκαθίδρυση τής δυναστείας του Γονδοφάρη (19-46 μ.Χ.). [9]

Ως αποτέλεσμα αυτών των εισβολών, η οικογένεια Σουρέν μπορεί να απέκτησε τον έλεγχο του Σακαστάν, προκειμένου να υπερασπιστεί την αυτοκρατορία από περαιτέρω νομαδικές εισβολές. Οι Σουρενίδες όχι μόνο μπορεί να κατάφεραν να απωθήσουν τους Ινδο-Σκύθες, αλλά και να εισβάλουν και να καταλάβουν τα εδάφη τους στην Αραχωσία και το Παντζάμπ, με αποτέλεσμα την ίδρυση του Ινδο-Παρθικού βασιλείου. [4]

Χάρτης της Ινδο-Παρθικής αυτοκρατορίας υπό τον Γονδοφάρη.

Ο Γονδοφάρης ανέβηκε στο θρόνο περίπου το 19 ή το 20, και γρήγορα κήρυξε ανεξαρτησία από την Παρθική αυτοκρατορία, κόβοντας νομίσματα στη Δραγγιανή, όπου ανέλαβε τον ελληνικό τίτλο τού αυτοκράτορα («αυτός που κυβερνά μόνος του»). [10] [11]

Παραδοσιακά, ο Γονδοφάρης Α΄ χρονολογείται μεταγενέστερα. Η βασιλεία ενός βασιλιά που αυτοαποκαλείτο Γονδοφάρης τεκμηριώνεται στο 20 μ.Χ. από την επιγραφή σε βράχο, που τοποθέτησε στο Ταχτ-ι-Μπαχί κοντά στο Μαρντάν του Πακιστάν, το 46 μ.Χ., και έχει επίσης συνδεθεί με τις Πράξεις του Θωμά του 3ου αι.

Ο Γονδοφάρης Α΄ ανέλαβε την κοιλάδα της Καμπούλ και την περιοχή του Παντζάμπ και του Σιντ από τον Σκύθη βασιλιά Άζη Α΄. Στην πραγματικότητα, αρκετοί υποτελείς ηγεμόνες φαίνεται να άλλαξαν την υποταγή τους από τους Ινδοσκύθες στον Γονδοφάρη Α΄. Η αυτοκρατορία του ήταν τεράστια, αλλά ήταν μόνο ένα χαλαρό πλαίσιο, το οποίο κατακερματίστηκε λίγο μετά το τέλος του. Η πρωτεύουσά του ήταν η πόλη Τάξιλα της Γκαντάρα. Τα Τάξιλα βρίσκονται στο Παντζάμπ, δυτικά τού σημερινού Ισλαμαμπάντ.

Στα νομίσματα του Γονδοφάρη, τα βασιλικά ονόματα είναι ιρανικά, αλλά οι άλλες επιγραφές των νομισμάτων είναι στα ελληνικά και στα Χαρόστι.

Ο Ερνστ Χέρτσφελντ υποστήριζε ότι η δυναστεία τού Γονδοφάρη αντιπροσώπευε τον Οίκο των Σουρέν. [12]

Ο μάγος Γασπάρ της Καινής Διαθήκης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα Γονδοφάρης μεταφράστηκε στα αρμενικά ως «Γασταφάρ» και στη συνέχεια στις δυτικές γλώσσες ως «Γασβάρ[δ], Γασπάς, Κασπούς, Κασπάρ, גִזבָּר». Μπορεί να είναι ο «Γασβάρ[δ], θησαυροφύλαξ και βασιλιάς της Περσίας», ο οποίος, σύμφωνα με τα απόκρυφα κείμενα και την ανατολική χριστιανική παράδοση, ήταν ένας από τους τρεις μάγους της Βίβλου, που παρευρέθηκαν στη γέννηση του Χριστού. Μέσω αυτής της αλληλεπίδρασης και συσχέτισης, το Γασπάρ[δ] υιοθετήθηκε από τους Ευρωπαίους (και στη δυτική παράδοση) ως ανδρικό όνομα.

Σύνδεση με τον Απόστολο Θωμά και τον Απολλώνιο Τυανέα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Γονδοφάρης λαμβάνει μία επιστολή από τον Άγιο Θωμά.

Οι απόκρυφες Πράξεις του Θωμά αναφέρουν έναν βασιλιά, τον Γκουντναφάρ. [13] Αυτός ο βασιλιάς έχει συσχετιστεί με τον Γονδοφάρη Α΄ από μελετητές όπως ο M. Reinaud, καθώς δεν είχε ακόμη αποδειχθεί ότι υπήρχαν αρκετοί βασιλείς με το ίδιο όνομα. Δεδομένου ότι λέγεται ότι ο Άγιος Θωμάς έζησε εκεί σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, αυτό χρησιμοποιείται συχνά για να παράσχει πιο συγκεκριμένη χρονολόγηση σε ένα -κατά τα άλλα ιστοριογραφικά ελλιπές- χρονικό πλαίσιο. [14] Ο Richard N. Frye, Ομότιμος Καθηγητής Ιρανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, έχει σημειώσει ότι αυτός ο ηγεμόνας έχει ταυτιστεί με έναν βασιλιά που ονομάζεται Κασπάρ στη χριστιανική παράδοση του Αποστόλου Θωμά και τής επίσκεψής του στην Ινδία. Πρόσφατη νομισματική έρευνα από τον R.C. Senior υποστηρίζει την άποψη, ότι ο βασιλιάς που ταιριάζει καλύτερα σε αυτές τις αναφορές, ήταν ο Γονδοφάρης- Σάσης, ο τέταρτος βασιλιάς που χρησιμοποιεί τον τίτλο Γονδοφάρης.

Ο A.D.H. Bivar, γράφοντας στο The Cambridge History of Iran, ανέφερε ότι οι ημερομηνίες βασιλείας ενός Γονδοφάρη που καταγράφονται στην επιγραφή Tαχτ-ί Μπαχί (20–46 μΧ ή αργότερα) συμφωνούν με τις ημερομηνίες που δίνονται στις Απόκρυφες Πράξεις του Θωμά για το ταξίδι του Αποστόλου στην Ινδία μετά τη Σταύρωση, περίπου το 30 μ.Χ. Ο B.N. Puri, του Τμήματος Αρχαίας Ινδικής Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Λούκνοου, στην Ινδία, ταύτισε επίσης τον Γονδοφάρη με τον ηγεμόνα που λέγεται ότι προσηλυτίστηκε από τον Απόστολο Θωμά. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά σε έναν Ινδο-Πάρθο βασιλιά στις αφηγήσεις της ζωής του Απολλώνιου από τα Τύανα. Ο Πούρι λέει ότι οι ημερομηνίες που δίνει ο Φιλόστρατος στο έργο του "Βίος του Απολλώνιου των Τυάνων " για την επίσκεψη του Απολλώνιου στα Τάξιλα, 43–44 μ.Χ., εμπίπτουν στην περίοδο της βασιλείας του Γονδοφάρη Α', ο οποίος επίσης έφερε το παρθικό όνομα Φραότης. Ο Απόστολος Θωμάς οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά Γκουνταφάρ (Γονδοφάρη) στην πρωτεύουσά του, τα Τάξιλα. Τα «Τάξιλα» είναι η ελληνική μορφή του σύγχρονου ονόματος τής πόλης στα Πάλι, «Τakkasila», από το σανσκριτικό «Τaksha-sila». Το όνομα τ;hς πόλης μετατράπηκε σε μεταγενέστερους θρύλους σχετικά με τον Θωμά, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στην Historia Trium Regum (Ιστορία των Τριών Βασιλέων) από τον Ιωάννη του Χίλντεσχαϊμ (1364–1375), σε «Σίλα», «Εγκρισίλα», «Γκρισκούλα» και ούτω καθεξής, το όνομα έχοντας υποστεί μία διαδικασία μεταμόρφωσης παρόμοια με αυτή που μετέτρεψε το «Βινταφαρνάχ» (Γονδοφάρης) σε «Κασπάρ». Το Historia Trium Regum του Χίλντεσχαϊμ αναφέρει: «Στην τρίτη Ινδία βρίσκεται το βασίλειο τού Θαρσίς, το οποίο εκείνη την εποχή κυβερνιόταν από τον βασιλιά Κασπάρ, ο οποίος πρόσφερε θυμίαμα στον Κύριό μας. Το περίφημο νησί Ευρισούλα [ή Εγκροσίλα] βρίσκεται σε αυτή τη γη: εκεί είναι θαμμένος ο άγιος Απόστολος Θωμάς». Η λέξη «Εγκρισίλα» εμφανίζεται στην υδρόγειο σφαίρα που κατασκευάστηκε στη Νυρεμβέργη από τον Μάρτιν Μπέχαϊμ το 1492, όπου εμφανίζεται στο νοτιότερο τμήμα τής χερσονήσου τής Υψηλής Ινδίας, «Άνω Ινδίας» ή «Ορεινής Ινδίας», στην ανατολική πλευρά του Sinus Magnus («Μεγάλος Κόλπος», ο Κόλπος της Ταϊλάνδης): εκεί η Εγκρισίλα ταυτίζεται με την επιγραφή, das lant wird genant egtisilla, («η γη που ονομάζεται Εγκρισίλα»). Στη μελέτη του για την υδρόγειο σφαίρα τού Μπέχαϊμ, ο Ε.Γ. Ράβενσταϊν σημείωσε: «Η Εγτισίλα ή Εγρισίλα (τα γράμματα «t» και «tr» στη γραφή τής υδρογείου σφαίρας μοιάζουν) αναφέρεται στην έκδοση των «Τριών Βασιλέων» του Ιωάννη του Χίλντεσχαϊμ ως νησί όπου είναι θαμμένος ο Απόστολος Θωμάς».

  1. Rezakhani 2017, σελ. 35.
  2. Rezakhani 2017, σελ. 37.
  3. Gazerani 2015, σελ. 25.
  4. 1 2 3 Bivar 2002.
  5. Gazerani 2015, σελ. 23.
  6. «Welcome to Encyclopaedia Iranica».
  7. Frye 1984, σελ. 193.
  8. Bosworth 1997.
  9. Rezakhani 2017, σελ. 32.
  10. Gazerani 2015.
  11. Ghosh, Suchandra (2016-01-11), Dalziel, Nigel; MacKenzie, John M, επιμ., Indo-Parthian Kingdom, Oxford, UK: John Wiley & Sons, Ltd, σελ. 1–2, doi:10.1002/9781118455074.wbeoe038, ISBN 978-1-118-45507-4, https://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/9781118455074.wbeoe038, ανακτήθηκε στις 2023-01-28
  12. Ernst Herzfeld, Archaeological History of Iran, London, Oxford University Press for the British Academy, 1935, p.63 cf. Bivar, A. D. H. (1983), «The Political History of Iran under the Arsacids», στο: Yarshater, Ehsan, επιμ., Cambridge History of Iran, 3, London: Cambridge UP, σελ. 51
  13. Curtin, D. P.· James, M.R. (Ιουνίου 2018). The Acts of St. Thomas in India. Dalcassian Publishing Company. ISBN 9781087965710.
  14. Keay, John (2000). India: A History (στα Αγγλικά). Grove Press. ISBN 9780802137975.

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]