Σύμπλεγμα της τετραρχίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το γλυπτό του συμπλέγματος της τετραρχίας

Το σύμπλεγμα της τετραρχίας[1][2] ή γλυπτό των τεσσάρων τετραρχών είναι γλυπτό των αρχών του 3ου αιώνα από πορφυρίτη το οποίο αναπαριστά τους τέσσερεις Ρωμαίους συναυτοκράτορες κατά την εποχή της τετραρχίας. Η αρχική του θέση πιθανώς ήταν στο Φιλαδέλφειον της Κωνσταντινούπολης, από όπου πάρθηκε το 1204 κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ή σύντομα έπειτα από τους Βενετούς και μεταφέρθηκε στην βασιλική του Αγίου Μάρκου στην Βενετία όπου βρίσκεται έως σήμερα.

Θεματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύστημα της τετραρχίας για την διοίκηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τέθηκε σε ισχύ το 293 από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό. Αποτελούνταν από δύο Αυγούστους (μεγάλοι αυτοκράτορες) και δύο Καίσαρες (μικρότεροι αυτοκράτορες), και η διοίκηση της ενιαίας αυτοκρατορίας διαιρέθηκε σε δύο κύρια τμήματα, το δυτικό και το ανατολικό, με έναν Αύγουστο και έναν Καίσαρα στο κάθε μισό. Το 305, μετά την παραίτηση του Αυγούστου Διοκλητιανού και του Καίσαρα Μαξιμιανού στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, σημειώθηκαν εσωτερικές αναταραχές και αντιπαράθεση μεταξύ της τετραρχίας που ακολούθησε, και το σύστημα αυτό έπαψε να είναι σε χρήση κατά το 313.

Εάν το γλυπτό αναπαριστά τους τετράρχες της εποχής τότε αυτοί ήταν οι Διοκλητιανός και Μαξιμιανός στην Δύση, και οι Γαλέριος και Κωνστάντιος Χλωρός στην Ανατολή.[1] Εναλλακτικά εκτιμάται επίσης πως το γλυπτό των τεσσάρων τετραρχών συμβολίζει την έννοια της τετραρχίας, παρά αποτελεί την συγκέντρωση τεσσάρων προσωποκεντρικών πορτραίτων. Ο κάθε τετράρχης έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, με την μόνη διαφορά να είναι πως οι Αύγουστοι έχουν γένια, ενώ οι Καίσαρες δεν έχουν. Οι τετράρχες είναι ανά ζεύγη και σε στάση εναγκαλισμού, ως ένδειξη ενότητας και σταθερότητας. Η επιλογή του πορφυρίτη ως υλικού για την κατασκευή του γλυπτού έγινε λόγω της ανθεκτικότητας του, γενικά η χρήση του ήταν σπάνια και προοριζόταν μόνο για αυτοκρατορική χρήση.[3][4]

Τεχνοτροπία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λεπτομέρεια των προσώπων

Τα άτομα του γλυπτού έχουν σωματώδη και χονδροειδή αναπαράσταση, τα πρόσωπα τους είναι παρόμοια και το βλέμμα γενικά απλανές με την όλη σύνθεση να είναι άκαμπτη σε αντίθεση με τον ρεαλισμό ή ιδεαλισμό της ελληνορωμαϊκής τέχνης.[5]

Η επεξήγηση της διαφοροποίησης αυτής σε σχέση με την παλαιότερη ελληνική και ρωμαϊκή τεχνοτροπία αποτελεί σημαντικό θέμα έρευνας ως προς το πως μπορεί να προκλήθηκε και ως προς το εάν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της συγκεκριμένης περιόδου στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Έχουν ληφθεί διάφοροι παράγοντες υπ'όψιν, όπως το ότι πιθανώς η γνώση της κλασικής γλυπτικής και γλυπτικών δεξιοτήτων είχε εξασθενήσει λόγω της πολιτικοοικονομικής κρίσης του 3ου αιώνα,[6] ή ότι επικράτησαν καλλιτεχνικές επιρροές από την ανατολή καθώς και άλλες προκλασικές τοπικές τεχνοτροπίες στις διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας,[7] ή επικράτησε η ανάδειξη μιας περισσότερο δημώδους καλλιτεχνικής τεχνοτροπίας η οποία χρησιμοποιούνταν από τους λιγότερο εύπορους, ή υπήρξε εκδήλωση μιας ενεργούς αντίθεσης εναντίον σε ότι αντιπροσώπευαν τα γλυπτά της αρχαιότητας και η υποχώρηση προς απλοποιημένες και πιο αφαιρετικές παραστάσεις.[8] Η εξάπλωση του Χριστιανισμού δεν θεωρείται πως επηρέασε την συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς οι αλλαγές που επέφερε έγιναν πριν την περίοδο δημιουργίας του γλυπτού.[9] Γενικότερα η καλλιτεχνική αυτή μετατόπιση θεωρείται πως αποτελεί βήμα προς την τεχνοτροπία του Μεσαίωνα που ακολούθησε.[10]

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τμήμα του ποδιού (φτέρνα) μαζί με την βάση, στο αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης.

Το γλυπτό πιθανώς αρχικά διακοσμούσε τα προπύλαια του Φιλαδέλφειου στην βυζαντινή Κωνσταντινούπολη. Πάρθηκε από τους Βενετούς κατά την πρώτη άλωση της πόλης το 1204 και μετάφερθηκαν στην Βενετία στην βασιλική του Αγίου Μάρκου.[11] Το 1960 ανακαλύφθηκε στην Κωνσταντινούπολη τμήμα ποδιού ενός από τα άτομα του γλυπτού κοντά στο τέμενος Μπόντρουμ, και το οποίο πλέον φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης.

Ο Βενετός οδοιπόρος Μάρκο Πόλο (13ος-14ος αιώνας) αναφέρει στην αυτοβιογραφία του μια διαφορετική εξιστόρηση για την προέλευση των γλυπτών, και περιγράφει πως τα γλυπτά προήλθαν από την πόλη της Άκρας στο Λεβάντε και αρχικά βρισκόταν σε κάποια εκκλησία του Αγίου Σάββα εκεί, και οι Βενετοί τα διεκδίκησαν επιτυχώς έναντι των Γενοβέζων και φέρνοντας τα στην Βενετία τα τοποθέτησαν στον χώρο της βασιλικής του Αγίου Μάρκου.[12]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Ιστορία του αρχαίου κόσμου, Α´ τάξη γενικού λυκείου[νεκρός σύνδεσμος], Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Υπουργείο Παιδείας, σελ. 238
  2. «Ιστορία (Α Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας): Ηλεκτρονικό Βιβλίο». ebooks.edu.gr. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2017. 
  3. Kitzinger, Ernst, Byzantine art in the making: main lines of stylistic development in Mediterranean art, 3rd–7th century, 1977, Faber & Faber, p. 9. (ISBN 0571111548) (US: Cambridge UP, 1977)
  4. Tetrarchi Αρχειοθετήθηκε 2009-04-13 στο Wayback Machine., Il Museo di San Marco, 2013.
  5. Kitzinger, 9
  6. Kitzinger, 8–9
  7. Kitzinger, 9–12
  8. Kitzinger, 10–18
  9. Kitzinger, 5–6, 9, 19
  10. Kitzinger, 19
  11. Honour, H.· Fleming, J. (2009). A World History of Art (7th έκδοση). London: Laurence King Publishing. σελ. 309. ISBN 978-1-85669-584-8. 
  12. Messenger, Charles, επιμ. (1929). The Travels of Marco Polo. The complete Yule-Cordier edition. John Murray, London. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2017 – μέσω Project Gutenberg. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συντεταγμένες: 45°26′03″N 12°20′23″E / 45.43417°N 12.33972°E / 45.43417; 12.33972