Γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας
Ζωγραφική απεικόνιση του γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας, από τον Ο. Φινς που περιέγραψε το είδος (1875)
Ζωγραφική απεικόνιση του γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας, από τον Ο. Φινς που περιέγραψε το είδος (1875)
Κατάσταση διατήρησης
VU/NT (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Περιστερόμορφα (Columbiformes)
Οικογένεια: Περιστερίδες (Columbidae)
Υποοικογένεια: Γκουρίνες (Gurinae) [1]
Γένος: Γκούρα (Goura) Stephens, 1819 F
Είδος: G. scheepmakeri
Διώνυμο
Goura scheepmakeri (Γκούρα του σχέιπμάκερ)
Finsch, 1876
Υποείδη

Goura scheepmakeri scheepmakeri
Goura scheepmakeri sclaterii [ii]

Το Γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας είναι περιστερόμορφο πτηνό της οικογενείας των Περιστεριδών, που απαντά αποκλειστικά στην Νέα Γουινέα. [i] Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Goura scheepmakeri και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2] [3] Ωστόσο, έρευνα του 2014 έδειξε, ότι τα δύο αυτά υποείδη πιθανόν να αποτελούν ξεχωριστά είδη (βλ. Συστηματική ταξινομική).

Το γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας, αποτελεί ένα από τα τρία είδη του γένους Γκούρα, μοναδικά σε εμφάνιση πτηνά που ανήκουν στα περιστέρια, αλλά με χρώματα και δομές που δεν «θυμίζουν» με πρώτη ματιά τα μέλη της οικογένειας όπου ανήκουν.

Τάση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους Goura είναι (νεο-)λατινικός λογισμός, άμεση απόδοση του ομώνυμου όρου, από ιθαγενή ονομασία που χρησιμοποιείται στη νήσο της Νέας Γουινέας, αγνώστου λοιπής ετυμολογίας.[6]

Ο λατινικός όρος scheepmakeri στην επιστημονική ονομασία του είδους, αναφέραται στον Ολλανδό έμπορο Κ. Σχέιπμάκερ (C. Scheepmaker), προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε το πτηνό.

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του είδους, Southern crowned pigeon «Νότιο (ενν. τμήμα της Νέας Γουινέας) εστεμμένο περιστέρι», παραπέμπει στην περιοχή της Νέας Γουινέας όπου απαντά. Από την αγγλική, πήρε και την ελληνική του ονομασία το είδος.

Συστηματική Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Γκούρα (πτηνό)

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό φυσιοδίφη και εξερευνητή Οτο Φίνς (Friedrich Hermann Otto Finsch, 1839-1917), το 1876 από την Ν. Νέα Γουινέα (απέναντι από το νησί Γιούλε).[7] Το ονόμασε προς τιμήν ενός Ολλανδού εμπόρου που παρέδωσε κάποια δείγματα στον ζωοολογικό κήπο του Άμστερνταμ.

Μάλλον, είναι στενότερος συγενής με το γκούρα της δυτικής Νέας Γουινέας, παρά με το γκούρα της Βικτωρίας. [8]

Νέο είδος (;)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το 2014, δημοσιεύθηκε εργασία (del Hoyo & Collar, 2014) σύμφωνα με την οποία το είδος Goura scheepmakeri διασπάται σε 2 διακριτά είδη, τα Goura scheepmakeri (πρώην Goura scheepmakeri scheepmakeri) και Goura sclaterii (πρώην Goura scheepmakeri sclaterii). Αυτό σημαίνει ότι, τα 2 υποείδη του γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας έγιναν διακριτά είδη. Την άποψη των ερευνητών αποδέχθηκε η IUCN και, ήδη, περιλαμβάνει ξεχωριστές σελίδες για τα taxa στον ιστότοπό της. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν έχει γίνει ακόμη αποδεκτή από την ITIS, που εξακολουθεί να διατηρεί τα συγκεκριμένα taxa ως υποείδη του Goura scheepmakeri.[9]

Επειδή το πρόβλημα δεν έχει διευθετηθεί, τα υποείδη εξετάζονται ξεχωριστά όπου χρειάζεται (π.χ. Γεωγραφική κατανομή), σύμφωνα με τα νέα δεδομένα της IUCN. Σύμφωνα με τους κανόνες της ονοματολογίας και, εάν τελικά γίνει αποδεκτή η νέα κατάσταση, η ονομασία του είδουςGoura scheepmakeri παραμένει η ίδια («Γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας»), ενώ το νέο είδος Goura sclaterii παίρνει την ονομασία του -τέως- υποείδους Goura scheepmakeri sclaterii και γίνεται, «Γκούρα του Σκλέιτερ» (Sclater's Crowned-pigeon).

Γεωγραφική κατανομή υποειδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης εξάπλωσης του είδους Goura scheepmakeri

Το γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας απαντά αποκλειστικά στη Νέα Γουινέα, [i] νησί που -από βιογεωγραφική άποψη- αποτελεί «ζωντανό μουσείο» Φυσικής Ιστορίας, με πολλά «περίεργα» είδη και υψηλότατο βαθμό ενδημισμού, δηλαδή τα taxa που βρίσκονται εκεί δεν υπάρχουν αλλού στην υφήλιο.

Τα δύο υποείδη (ή είδη) κατανέμονται στο νότιο τμήμα του νησιού, με το Goura scheepmakeri scheepmakeri στα ανατολικά αυτού του τμήματος (τομέας Παπούα Νέα Γουινέα και το Goura scheepmakeri sclaterii στα δυτικά και κεντρικά (ινδονησιακός τομέας και τομέας Παπούα Νέα Γουινέα).

Goura scheepmakeri scheepmakeri ή Goura scheepmakeri[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξαπλώνεται μόνον σε σχετικά περιορισμένες περιοχές, στην ΝΑ. Νέα Γουινέα, ανατολικά του ποταμού Φλάι (Fly), που ανήκει στο κράτος της Παπούα Νέα Γουινέα. Έχει εκριζωθεί από την ευρύτερη γειτονία της πρωτεύουσας Πορτ Μόρεσμπι, ενώ φαίνεται να είναι πιο κοινό στην περιοχή της Λεκάνης Λακεκάμου (Lakekamu), παρόλο που εξακολουθεί να θηρεύεται τακτικά.[10][11][12]

Goura scheepmakeri sclaterii ή Goura sclaterii[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξαπλώνεται από τον ποταμό Φλάι και δυτικότερα, σε όλη την νότια πλευρά της Παπούα Νέα Γουινέα και συνεχίζει δυτικά στον ινδονησιακό τομέα του νησιού, μέχρι τον ποταμό Μιμίκα (Mimika), περίπου, πολύ πριν την περιοχή Φόχελκοπ (Vogelkop).[13][14] Αν και είναι σπάνιο ή εκριζωμένο από τις τοποθεσίες γύρω από τα περισσότερα χωριά, εξακολουθεί να είναι τοπικά κοινό σε απομακρυσμένες περιοχές της Ινδονησιακής Παπούα, καθώς και στις επαρχίες Δυτική και Κόλπου της Παπούα Νέα Γουινέα.[15][16][17][18]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Goura scheepmakeri scheepmakeri NA Νέα Γουινέα Ενδημικό στην περιοχή Πιθανόν ξεχωριστό είδος, Goura scheepmakeri σύμφωνα με δεδομένα του 2014
2 Goura scheepmakeri sclaterii Ν/NΚ Νέα Γουινέα Ενδημικό στην περιοχ Πιθανόν ξεχωριστό είδος, Goura sclaterii σύμφωνα με δεδομένα του 2014

(Πηγές: [19][20][21])

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα δύο υποείδη, συνολικά, απαντούν στα, χωρίς όχληση, ξηρά ή/και πλημμυρισμένα δάση, συχνά προσχωσιγενή/αλλουβιακά εδάφη, σε πεδινές περιοχές έως τα 500 μ.[22][23]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας, όπως όλα τα μέλη του γένους, είναι περιστέρι με μεγάλο μέγεθος και πολύ όμορφα χρώματα, που ζει στα δάση της ΝΑ. Νέας Γουινέας.

Ο βασικός χρωματισμός του πτερώματος είναι γκριζοκυανός, με τις πτέρυγες και την ουρά πιο σκοτεινόχρωμες –η ουρά έχει πλατύ σταχτί τελείωμα. Η περιοχή του προλόβου και το στήθος είναι πορφυρά-καφέ (στο χρώμα του κρασιού). Η αμάρα, το κάτω μέρος των πλευρών και τα καλυπτήρια φτερά της κάτω επιφανείας των πτερύγων είναι λιγότερο γκριζοκυανά από την άνω επιφάνεια. Τα πρώτα έξι φτερά από τα μεγάλα στέγαστρα είναι σταχτόλευκα με στενές μαυριδερές άκρες, ενώ τα υπόλοιπα είναι σταχτόμαυρα, όπως και η πρώτη σειρά από τα μεγάλα πρωτεύοντα στέγαστρα. Αυτός ο συνδυασμός, εμφανίζει στο κέντρο της πτέρυγας μια σταχτόλευκη περιοχή, πλαισιωμένη από πλατιά, μελανή ζώνη. Τα υπόλοιπα άνω καλυπτήρια φτερά είναι μαυριδερά, με σκουρόγκριζα περιθώρια.

Οι ρινοφθάλμιες (lores) και οφθαλμικές περιοχές είναι μαύρες, δημιουργώντας χαρακτηριστική σκοτεινή ζώνη, που εκτείνεται μέχρι την βάση των φτερών του στέμματος.

Το λοφίο έχει μεγάλο ύψος και ημικυκλικό σχήμα (βενταλωτό) αποτελείται από σταχτόχρωμα φτερά που, ανάλογα με το πώς πέφτει το φως, μπορεί να εμφανίζονται σταχτόλευκα με σταχτοκυανή βάση. Τα μεγαλύτερα από τα φτερά του λοφίου φθάνουν σε μήκος τα 14,5 εκ., περίπου. Το ράμφος είναι σκούρο σαρκόχρωμο με πιο ανοικτόχρωμη άκρη. Τα πόδια είναι μαυριδερά καφέ, τα δάκτυλα πιο ανοικτόχρωμα και τα νύχια μαυριδερά.

Γενικά, μοιάζει αρκετά με το γκούρα της Βικτωρίας, εκτός από την περιοχή του στήθους και των πτερύγων, των οποίων ο χρωματισμός είναι διαφορετικός.

(Πηγή: [24])

  • Τα δύο υποείδη (ή είδη) διαφέρουν μεταξύ τους, κυρίως, στον χρωματισμό των φτερών στην περιοχή των ώμων και της κοιλιάς: το Goura scheepmakeri scheepmakeri έχει γκριζοκυανά φτερά στους ώμους και μαρούν (maroon) φτερά στην κοιλιά, ενώ το Goura scheepmakeri sclaterii έχει, αντιστρόφως, γκριζοκυανά φτερά στην κοιλιά και μαρούν φτερά στους ώμους.
Γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας, υποείδος G. s. sclaterii (φωτογραφία με διάκριση)

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: 71 έως 79 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 22,8 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 8,1 εκατοστά
  • Βάρος: 2,000 έως 2,235 κιλά [25][26]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γκούρα της Νότιας Νέας Γουινέας τρώει κυρίως σωροκάρπια (berries), σπέρματα, έντομα και προνύμφες εντόμων.[27]

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως και τα άλλα γκούρα, το γκούρα της νότιας Νέας Γουινέας είναι αγελαίο είδος που, συνήθως, απαντά σε ζεύγη ή μικρές ομάδες 2-10 ατόμων όταν ψάχνει για τροφή. Στο φυσικό του περιβάλλον, το είδος τείνει να είναι λιγότερο «ντροπαλό» από το γκούρα της Βικτωρίας.[28]

Τα αρσενικά συχνά εμπλέκονται σε επιθετικές επιδείξεις, προκειμένου να καταδείξουν την δεσπόζουσα θέση τους στην ομάδα. Σε αυτές τις αντιπαραθέσεις, τα περιστέρια φουσκώνουν το στήθος και ανοίγουν επανειλημμένα τις φτερούγες τους, σαν να ετοιμάζονται να κτυπήσουν τον αντίπαλο. Επίσης, κάνουν μικρές «επιθέσεις», αλλά σπάνια μπορεί να κτυπηθούν πραγματικά μεταξύ τους και, αυτό, μόνο κατά την εποχή του ζευγαρώματος.

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρακτικά, τίποτε δεν είναι σαφώς καθορισμένο για την αναπαραγωγή του είδους, λόγω ελλιπών στοιχείων. Συνήθως οι καταγεγραμμένες αναφορές προέρχονται από άτομα που ζούν σε αιχμαλωσία, στους διάφορους ζωολογικούς κήπους. Τα πτηνά που βρίσκονται σε αιχμαλωσία, αρχίζουν να αναπαράγονται σε ηλικία 15 μηνών, περίπου, ωοτοκούν ένα (1) αβγό και επιτηρούν τον νεοσσό για μερικούς μήνες μετά την εκκόλαψη.[29]

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Goura scheepmakeri scheepmakeri ή Goura scheepmakeri[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος θηρεύεται σε μεγάλο βαθμό για το κρέας και τα φτερά του λοφίου του, αν και λιγότερο από τα άλλα δύο είδη γκούρα, επειδή η οπλοκατοχή είναι χαμηλότερη από ό, τι στην Παπούα Νέα Γουϊνέα.[30].

Υπόκειται επίσης σε αυξημένη πίεση λόγω του εμπορίου, επειδή «εκτιμάται» ως σημαντικό τρόπαιο ανάμεσα στα κατοικίδια πτηνά.[31] Εκτεταμένες άδειες υλοτομίας έχουν χορηγηθεί εντός της επικρατείας του και μεγάλο μέρος των οικοτόπων του έχει ήδη χαθεί.[32]Επίσης, οι δρόμοι που διανοίγονται για την υλοτομία και την εξόρυξη πετρελαίου, προσφέρουν εύκολη πρόσβαση στους κυνηγούς.[33]

Goura scheepmakeri sclaterii ή Goura sclaterii[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έρευνα του 2009[34] κατέδειξε μέσω αναλύσεων τηλεπισκόπησης ότι, στην Παπούα Νέα Γουινέα υπήρξε καθαρή απώλεια των δασών της, κατά 15% μεταξύ 1972 και 2002, κυρίως εξαιτίας της εκτεταμένης υλοτομίας, ενώ επιπλέον ποσοστό 8,8% των δασών υπέστη εκτενή υποβάθμιση κατά την ίδια περίοδο. Επίσης, τα δάση στις πεδινές περιοχές, όπου απαντά το υποείδος/είδος αυτό, απειλούνται από την ανάπτυξη φυτειών φοίνικα για την παραγωγή φοινικέλαιου, ενώ με την υλοτομία οι διανοιχθέντες δρόμοι προσφέρουν άμεση πρόσβαση σε κυνηγούς.[35][36][37] Επίσης, η εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελόύν σημαντικές απειλές.[38] Σε πολλές περιοχές, ωστόσο, το πτηνό ανέχεται, προφανώς, την υλοτομία.[39]

Aυτό το μεγάλο περιστέρι, επίσης θηρεύεται για το κρέας του και, σε μικρότερο βαθμό, για τα φτερά του.[40] Έχει εκριζωθεί από κάποιες περιοχές στην Παπούα-Νέα Γουινέα, όπου άλλοτε είχε επιζήσει από το κυνήγι από ιθαγενείς,[41] όμως, αλλού φαίνεται να παραμένει κοντά σε οικισμούς κυνηγών.[42]

Eίναι δύσκολο να θανατωθεί χωρίς τη χρήση κυνηγετικών όπλων (τα οποία δεν είναι πλέον εύκολα διαθέσιμα στη Νέα Γουινέα), καθώς αντιλαμβάνεται από μεγάλη απόσταση (περίπου 40 μ.) τον κίνδυνο και πετάει ψηλά στον δασικό θόλο. Έτσι, είναι πολύ δύσκολο να θηρευτεί από τους ντόπιους κυνηγούς με τόξα, και το κυνήγι αντιπροσωπεύει σήμερα μικρότερη απειλή ό, τι παλαιότερα,[43][44] ωστόσο υφίσταται. Η σύλληψη για εμπόριο μπορεί να αποτελέσει περαιτέρω εντοπισμένη απειλή.[45]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το υποείδος Goura scheepmakeri scheepmakeri έχει χαρακτηριστεί ως Ευάλωτο/Τρωτό (VU), στην λίστα της IUCN, εξαιτίας της συνεχούς καθοδικής πορείας του πληθυσμού -με ταχείς ρυθμούς-, λόγω της απώλειας των ενδιαιτημάτων και του κυνηγιού. Ωστόσο, το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού, η επίδραση και έκταση της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και οι επιπτώσεις του κυνηγιού και του εμπορίου πάνω στο είδος είναι, όλα, ελάχιστα γνωστά, και περαιτέρω έρευνα μπορεί να οδηγήσει σε αναταξινόμησή του.[46]
  • Το υποείδος Goura scheepmakeri sclaterii βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση λόγω, κυρίως, του ευρύτερου φάσματος κατανομής του και έχει χαρακτηρισθεί ως Σχεδόν Απειλούμενο (NT) στην λίστα της IUCN. Ο πληθυσμός του εκτιμάται ότι είναι μέτριος προς μικρός, ενώ συνεχίζει να μειώνεται λόγω της απώλειας και υποβάθμισης των πεδινών δασικών οικοσυστημάτων του και, ίσως, από το κυνήγι. Ωστόσο, υπάρχουν λίγα ποσοτικά δεδομένα και περαιτέρω έρευνα μπορεί να οδηγήσει σε αναταξινόμησή του.[47]

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το είδος, συνολικά, συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της CITES, ενώ αποτελεί μέρος του προγράμματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση Ζωολογικών Κήπων και Ενυδρείων για τα Είδη που Απειλούνται με Εξαφάνιση. Επίσης, παρέχεται κάποια προστασία στην Ινδονησία από τις εμπορικές συναλλαγές και την χρήση ως κατοικιδίου πτηνού.[48] Υπάρχουν απλές προστατευόμενες περιοχές σε όλα τα νησιά της Νότιας Παπούας, ενώ έχουν προταθεί 3 πολύ μεγάλα Εθνικά Καταφύγια στην ορεινή ηπειρωτική Παπούα Νέα Γουινέα.[49]

Προτείνονται:

  • Διεξαγωγή ερευνών για την τρέχουσα κατάσταση της κατανομής και του πληθυσμού του είδους
  • Αξιολόγηση των επιπέδων κυνηγιού και διερεύνηση των τάσεων πληθυσμού μέσω συζήτησης με τους ντόπιους κυνηγούς.
  • Προσδιορισμός ανοχής των πληθυσμών σε σχέση με την υλοτομία.
  • Υποστήριξη για επίσημο χαρακτηρισμό των προτεινόμενων Εθνικών Δρυμών στην ηπειρωτική Παπούα και εφαρμογή της νομοθεσίας σε αυτές τις προστατευόμενες περιοχές. [50][51]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Παρόλο που, τυπικά, το δυτικό τμήμα του νησιού ανήκει στην Ινδονησία, η βιογεωγραφική/οικογεωγραφική ζώνη αναφοράς είναι η νήσος της Νέας Γουινέας εν συνόλω, επειδή τα taxa που απαντούν εκεί, είναι ιδιαίτερα από κάθε άποψη.

ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και το υποείδος G. s. wadai (Yamashina, 1944). [52]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 171
  2. Howard and Moore, p. 171
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=177277
  4. http://www.iucnredlist.org/details/full/45014473/0
  5. http://www.iucnredlist.org/details/full/45014476/0
  6. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2014. 
  7. archive.org
  8. http://ibc.lynxeds.com/species/southern-crowned-pigeon-goura-scheepmakeri
  9. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=177277
  10. Beehler et al
  11. Beehler in litt. 2012
  12. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=45014473
  13. Gibbs et al
  14. del Hoyo et al. 1992
  15. Beehler et al. 1994
  16. KD Bishop in litt. 1994, 2000
  17. I. Burrows in litt. 1994
  18. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=45014476
  19. Howard and Moore, p. 171
  20. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=45014473
  21. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=45014476
  22. Coates
  23. Beehler et al
  24. archive.org
  25. http://www.hbw.com/species/scheepmakers-crowned-pigeon-goura-scheepmakeri
  26. archive.org
  27. http://www.hbw.com/species/western-crowned-pigeon-goura-cristata
  28. Gibbs et al
  29. King & Nijboer
  30. Beehler
  31. King & Nijboer
  32. Collins et al
  33. Bishop in litt. 2000
  34. Shearman et al. 2009
  35. King & Nijboer
  36. I. Burrows in litt. 1994
  37. Beehler in litt. 2012
  38. Bishop in litt. 1994, 2000
  39. G. Dutson in litt. 2013
  40. Beehler 1985
  41. King & Nijboer
  42. G. Dutson in litt. 2013
  43. Beehler in litt. 2012
  44. G. Dutson in litt. 2013
  45. King & Nijboer 1994
  46. http://www.iucnredlist.org/details/45014473/0
  47. http://www.iucnredlist.org/details/45014476/0
  48. Nichols et al
  49. Sujatnika et al
  50. http://www.iucnredlist.org/details/45014473/0
  51. http://www.iucnredlist.org/details/45014476/0
  52. Howard and Moore, p. 171, footnote 2

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • http://www.archive.org/stream/proceedingsofgen75zool#page/632/
  • Beehler, B. 1985. Conservation of New Guinea rainforest birds. In: Diamond, A.W.; Lovejoy, T.E. (ed.), Conservation of tropical forest birds, pp. 233-247. International Council for Bird Preservation, Cambridge, U.K.
  • Beehler, B. M.; Burg, C. G.; Filardi, C.; Merg, K. 1994. Birds of the Lakekamu-Kunamaipa Basin. Muruk 6(3): 1-8.
  • Beehler, B. M.; Pratt, T. K.; Zimmerman, D. A. 1986. Birds of New Guinea. Princeton University Press, Princeton.
  • Bishop, K. D. 1982. Endemic birds of Biak Island.
  • Coates, B. J. 1985. The birds of Papua New Guinea, 1: non-passerines. Dove, Alderley, Australia.
  • Coates, B. J.; Bishop, K. D. 1997. A guide to the birds of Wallacea. Dove, Alderley, Australia.
  • Collar, N. J.; Butchart, S. H. M. 2013. Conservation breeding and avian diversity: chances and challenges. International Zoo Yearbook.
  • Collins, N. M.; Sayer, J. A.; Whitmore, T. C. 1991. The conservation atlas of tropical forests: Asia and the Pacific. Macmillan, London.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Eastwood, C. 1996. A trip to Irian Jaya. Muruk 8(1): 12-23.
  • Erftemeijer, P.; Allen, G.; Kosamah, Z.; Kosamah, S. 1991. Birds of the Bintuni Bay region, Irian Jaya. Kukila 5(2): 85-98.
  • European Association of Zoos and Aquaria. EEPs and ESBs. Available at: http://www.eaza.net/activities/cp/Pages/EEPs.aspx Αρχειοθετήθηκε 2015-02-05 στο Wayback Machine..
  • Gibbs, David, Eustace Barnes and John Cox: Pigeons and Doves – A Guide to the Pigeons and Doves of the World. Pica Press, Sussex 2001, ISBN 90-74345-26-3.
  • Gibbs, D. 1993. Irian Jaya, Indonesia, 21 January--12 March 1991: a site guide for birdwatchers, with brief notes from 1992.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at: http://www.iucnredlist.org.
  • King, C. E.; Nijboer, J. 1994. Conservation considerations for crowned pigeons, genus Goura. Oryx 28: 22-30.
  • Kitchener, A. C.; Macdonald, A. A.; Howard, A. 1993. First record of the Blue Crowned Pigeon Goura cristata on Seram. Bulletin of the British Ornithologists' Club 113: 42-43.
  • Macdonald, A. A. 1995. Distribution of Blue Crowned Pigeon Goura cristata on north Seram. Bulletin of the British Ornithologists' Club 115: 33-35.
  • Nichols, D. G.; Fuller, K. S.; McShane-Caluzi, E.; Klerner-Ecknrode, E. 1991. Wildlife trade laws of Asia and Oceania. TRAFFIC USA/WWF, Washington, DC.
  • Poulsen, B. O.; Frolander, A. 1994. Birding Irian Jaya, Indonesian New Guinea.
  • Ramsay, E. P. 1879. Contributions to the zoology of New Guinea. Proceedings of the Linnean Society of New South Wales 3: 241-305.
  • Rand, A. L.; Gilliard, E. T. 1967. Handbook of New Guinea birds. Weidenfeld and Nicolson, London.
  • Schodde, R. 1978. The status of endangered Papuasian birds, and Appendix. In: Tyler, M.J. (ed.), The status of endangered Australasian wildlife, pp. 133-145 and 185-206 respectively. Royal Zoological Society of South Australia, Adelaide.
  • Shearman, P. L., Ash, J., Mackey, B. Bryan, J. E. and Lokes, B. 2009. Forest Conversion and Degradation in Papua New Guinea 1972-2002. Biotropica 41: 379-390.
  • Sujatnika; Jepson, P.; Soehartono, T. R.; Crosby, M. J.; Mardiastuti, A. 1995. Conserving Indonesian biodiversity: the Endemic Bird Area approach. BirdLife International Indonesia Programme, Bogor.
  • Toone, B.; Ellis Joseph, S.; Wirth, R.; Seal, U. S. 1994. Conservation assessment and management plan for pigeons and doves: report from a workshop held 10-13 March 1993, San Diego, U.S.A.