Γεώργιος Πριόβολος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γεώργιος Πριόβολος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση26  Αυγούστου 1912
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπυγμάχος

Ο Γεώργιος Πριόβολος (γεννήθηκε την 26ην Αυγούστου 1912 στην Καλοσκοπή Φωκίδας) ήταν πυγμάχος, πρωταθλητής Ελλάδας.

Γιος του Ευθυμίου και της Μαρίας το γένος Τσακρή. Πήγε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του ως την 5η τάξη και έφυγε στην Αθήνα όπως έκαναν αρκετά παιδιά της εποχής του. Την ημέρα δούλευε σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες και το βράδυ όταν τελείωνε πήγαινε στη «Βραδυνή Εμπορική Σχολή Παρνασσού» [1]την οποία τελείωσε με τον βαθμό «άριστα».

Τον Σεπτέμβριο 1928 ήρθε στην Ελλάδα ο διάσημος πρωτοπαλαιστής Τζιμ Λόντος, Έλληνας από την Αμερική, πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής πάλης. Ο μικρός Γιωργάκης πήγε στο Παναθηναϊκό Στάδιο και παρακολούθησε αυτόν τον αγώνα με μεγάλο θαυμασμό, με δέος, υπήρχε μέσα του ο φιλοαθλητισμός αλλά τώρα εδώ βαθιά μέσα στην ψυχή του άναψε η φλόγα του αθλητισμού η οποία τον πέρασε στο μονοπάτι της πυγμαχίας (δεν ακολούθησε το αγώνισμα της Πάλης -γράφει ο ίδιος στις σημειώσεις του- γιατί τότε ήταν άγνωστο στην Ελλάδα), στην Ελλάδα του αθλητισμού όπου γεννήθηκε το αγώνισμα αυτό.

Στις 25 Αυγούστου 1929 γράφτηκε στην Πυγμαχική σχολή του Αγαθοκλή Μπάρκα [1] στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα υπόγειο της Ασκληπιού, υπό την επίβλεψη του προπονητού Κρυσταλίδη (πρώην πρωτοπυγμάχου). Σε αυτή τη σχολή πήγαινε για μάθημα και προπόνηση συνήθως αργά το βράδυ μετά την δουλειά και εκεί πήγαιναν επίσης για προπόνηση πολλοί και μεγάλοι Έλληνες πυγμάχοι όπως: ο Τζανετόπουλος, ο Βάσσης, ο ΣΕεαρφίδηςο Αγιαννόπουλος, ο Κρητσιδήμας, ο Κόντος, ο Μηλιαράκης και άλλοι. Την εποχή εκείνη είχε βάρος 50 κιλά και ανήκε στην κατηγορία της μύγας, αργότερα δυνάμωσε και πέρασε στην κατηγορία των ελαφρών και των ημιμέσων βαρών.

Στις 5 Δεκεμβρίου 1930 πήγε στο θέατρο Αλάμπρα να παρακολουθήσει τον πυγμαχικό αγώνα του Έλληνα πρωτοπυγμάχου ΜΗΛΙΑΡΑΚΗ με τον τρομερό Αμερικανό Ταμ Μούρ (πρώην πρωτοπυγμάχος του κόσμου) αλλά ο Μηλιαράκης δεν πήγε στον αγώνα γιατί την προηγούμενη τον είχε χτυπήσει ένα ταξί στον Πειραιά και πρότειναν στον νεαρό πυγμάχο να αντικαταστήσει τον Μηλιαράκη –ο οποίος ήταν πρωταθλητής της Ελλάδας. Έτσι ο Γιωργάκης δέχτηκε να έρθει αντίπαλος με τον Βετεράνο Αμερικανό εντελώς απροετοίμαστος με τους ίδιους όρους του πρωταθλήματος και χωρίς αμοιβή. Στον δύσκολο και άνισο αγώνα ο νεαρός πυγμάχος Γιωργάκης ανεδείχθη ισόπαλος του τρομερού βετεράνου Ταμ Μούρ. Σε αυτό εδώ το σημείο εμφανίστηκε ο Νάσος Παπακωνσταντίνου φοιτητής της νομικής σχολής τότε –γιος δημάρχου από την Αμαλιάδα και ανέλαβε τον Γιωργάκη υπό τη διεύθυνση και την προστασία του. Έτσι άρχισαν και οι δύο μαζί να εργάζονται σκληρά για την απόκτηση του τίτλου στο πρωτάθλημα Ελλάδος ελαφρών βαρών.

Στις 31 Ιανουαρίου 1932 νίκησε τον πρωταθλητή Π. Σεραφείδη και κέρδισε τον τίτλο «Πρωταθλητής Αθηνών», τον ίδιο χρόνο στο Παναθηναϊκό στάδιο ενώπιον 50.000 θεατών ανακηρύσσεται παμψηφεί νικητής και Πρωταθλητής Ελλάδος σε αγώνα με τον Μηλιαράκη. Σε αυτόν τον ίδιο χρόνο πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και τον Δεκέμβριο πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1934 παρουσιάσθηκε κληρωτός στρατιώτης στη Λαμία και από εκεί πήγε στη Μακεδονία έως τον Αύγουστο του 1935. Τον Νοέμβριο του 1935 πήγε στο Παρίσι και έμεινε δύο χρόνια και από εκεί πήγε στη Μασσαλία και έμεινε έως το τέλος του 1937 όπου και γύρισε στην Ελλάδα. Το 1938 πήγε στο Κάιρο της Αιγύπτου όπου έμεινε δύο μήνες. Το 1940 ήταν έτοιμος για την Αμερική αλλά εξεράγει ο πόλεμος και έμεινε στην Ελλάδα.

Συνολικά έδωσε 170 αγώνες (ματς) από τους οποίους έχασε τους 10 και ήρθε σε 20 ισόπαλος. Ήρθε αντίπαλος και νίκησε διεθνής φήμης πυγμάχους στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο της Αιγύπτου, στην Κωνσταντινούπολη, στο Παρίσι, τη Μασσαλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, την Ολλανδία κ.α.

Από την αρχή της πυγμαχικής του ζωής έγραφε σε διάφορες εφημερίδες, αθλητικά φύλλα της εποχής για τα πυγμαχικά θέματα, ερασιτεχνικά στην αρχή και συστηματικά αργότερα που σταμάτησε τους αγώνες του αφού γνώριζε πλέον όλη την τέχνη του μποξ, τόσο από την Ελλάδα, όσο και από το εξωτερικό και κυρίως τη Γαλλία.

Στις 20 Ιουλίου 1940 επιστρατεύτηκε και ακολούθησε η παραμονή του στο Αλβανικό μέτωπο (Ελληνοϊταλικός πόλεμος (1940-1941)) μέχρι τις 17 Απριλίου 1941, όπου πήγε στην Αθήνα -όπου και έμενε και πριν την επιστράτευση του, αλλά λόγω της κατοχής η ζωή ήταν πολύ δύσκολη και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο χωριό.

Τον Σεπτέμβριο του 1942 τον έπιασαν οι Ιταλοί όμηρο μαζί με τους 175 χωριανούς και τους πήγανε στο στρατόπεδο της Θήβας γιατί το χωριό εθεωρείτο ως Ανταρτοφωλιά, εκεί κατηγορήθηκε από χωριανό μας … ότι ήταν τροφοδότης των Ανταρτών και πήγε φυλακή στην απομόνωση ως τις 9 Δεκεμβρίου, αφού έφαγε πάρα πολύ ξύλο από τους «βρωμοιταλούς» όπως σημειώνει ο ίδιος στο προσωπικό του ημερολόγιο. Στο μεταξύ πέθανε ο αδελφός του Δημήτριος και παρέλαβε το καφενείο το οποίο λειτουργούσε με οικογενειακή παράδοση από τους παππούδες Πριοβολαίους.

Τον Σεπτέμβριο του 1946 διορίστηκε Γραμματέας στην κοινότητα του χωριού (τότε κοινοτικός υπάλληλος) παράλληλα με το καφενείο, δουλειές που διατήρησε μέχρι που πέθανε. Παντρεύτηκε την Ευθυμία, κόρη του Προέδρου Κων/νου Αυγερινού και απέκτησαν τον Ευθύμιο, τον Κωνσταντίνο, τη Μαρία και τον Παναγιώτη.

Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 1967.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Σχολή Παρνασσού». lsparnas.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2016.