Γεώργιος Κασιμάτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γεώργιος Κασιμάτης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1932
Κύθηρα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πανεπιστήμιο της Βέρνης
Πανεπιστήμιο του Μονάχου
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδιδάσκων πανεπιστημίου
ΕργοδότηςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΠανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα

Ο Γεώργιος Ι. Κασιμάτης (1932) είναι Έλληνας νομικός, πολιτειολόγος και πανεπιστημιακός, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου. Διετέλεσε πρόεδρος της Νομικής Σχολής Αθηνών και διευθυντής του Νομικού Γραφείου του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.

Πρώτοι εξάδελφοι του είναι ο Χαράλαμπος Κασιμάτης, αντιστράτηγος του ελληνικού Στρατού Ξηράς που διετέλεσε υπασπιστής του Ανδρέα Παπανδρέου και διευθυντής του 2ου Γραφείου του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), και ο Γρηγόρης Κασιμάτης, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και δικηγόρος που πρωτοστάτησε στις μηνύσεις που οδήγησαν στη φυλακή τους ηγέτες της χούντας.[1]

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1932 στα Κύθηρα. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Βέρνης και του Μονάχου, όπου έλαβε διδακτορικό δίπλωμα.[2]

Δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο και Πολιτειολογία στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας υπήρξε πρόεδρος το διάστημα 1993-1997. Συνταξιοδοτήθηκε το 1999 ως ομότιμος καθηγητής.[2]

Από τον Οκτώβριο του 1981 έως τον Δεκέμβριο του 1988 ήταν διευθυντής του Νομικού Γραφείου του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, και έβαλε τη σφραγίδα του σε σημαντικά ζητήματα, όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος το 1985-1986, και η εθνικοποίηση τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας το 1987.

Ιδρυτής και διευθυντής του Ινστιτούτου Συνταγματικών Ερευνών, πρόεδρος του Ιονίου Πανεπιστημίου (1985-1990), πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (1997-1998), αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.[2]

Γνωμάτευση για την σύγκρουση Βαρδινογιάννη - Λάτση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1986, ο υπουργός Εμπορίου Γιώργος Κατσιφάρας απέστειλε στην Τράπεζα της Ελλάδος το έγγραφο ΕΠ/1315/168, σύμφωνα με το οποίο οι πωλήσεις της εταιρείας MOTOR OIL του Βαρδή Βαρδινογιάννη στο ελληνικό Δημόσιο έπαυαν να θεωρούνται εξαγωγές. Με αυτό το έγγραφο ο Κατσιφάρας «πέταξε έξω» την MOTOR OIL από την ελληνική αγορά, καθώς η MOTOR OIL ήταν υποχρεωμένη, βάσει νόμου, «να εξάγει το σύνολο των προϊόντων της από την διύλιση του αργού πετρελαίου».[3] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ευνοηθεί η εταιρεία PETROLA του Γιάννη Λάτση, η οποία κατέστη αποκλειστικός προμηθευτής του ελληνικού Δημοσίου σε πετρελαιοειδή, καθώς ο Κατσιφάρας στην περίπτωση της PETROLA επέτρεψε να θεωρούνται ως εξαγωγές οι πωλήσεις στο ελληνικό Δημόσιο.

Τον Ιανουάριο του 1987, ο Κασιμάτης γνωμάτευσε ότι «η εξάρτηση των αναγκών σε πετρελαιοειδή του Ελληνικού Δημοσίου και γενικά της εσωτερικής αγοράς από έναν Έλληνα προμηθευτή αντί δύο ανταγωνιστών όχι μόνο δεν εξυπηρετεί, αλλά μάλλον είναι δυσμενές για το δημόσιο συμφέρον» καθώς και ότι «δεν συντρέχει νόμιμος λόγος διαφορετικής μεταχείρισης των δύο ελληνικών ιδιωτικών επιχειρήσεων και το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να αποκαταστήσει την ισότητα όρων ανταγωνισμού με ίση μεταχείριση των δύο εταιρειών», προτείνοντας ουσιαστικά την επαναφορά στους δύο προμηθευτές, όπως ίσχυε πριν από την παρέμβαση του Κατσιφάρα.[3]

Διαμάχη με Μένιο Κουτσόγιωργα και παραίτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 10 Δεκεμβρίου 1988 ο Κασιμάτης παραιτήθηκε από την θέση του διευθυντή του Νομικού Γραφείου του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, μετά από την κορύφωση της διαμάχης του με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Μένιο Κουτσόγιωργα, για το χειρισμό της υπόθεσης Κοσκωτά.[4] Ο Κασιμάτης υποστήριξε ότι ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου βρισκόταν επί δύο μήνες στο Λονδίνο λόγω προβλημάτων υγείας, ο Κουτσόγιωργας χειρίστηκε αυθαίρετα και παράνομα το νομικό σκέλος της υπόθεσης με βασικούς νομικούς συνεργάτες τους φίλους του Βασίλη Ρώτη και Γιάννη Μεταξά και στην συνέχεια, μετά την διαφυγή του Κοσκωτά τον Νοέμβριο, επέρριπτε την ευθύνη στον Κασιμάτη και το Νομικό Γραφείο του πρωθυπουργού.[4] Ο Κουτσόγιωργας απάντησε με δήλωση που διένειμε η Γενική Γραμματεία Τύπου:[4]

«Ειλικρινά λυπάμαι για τον κ. Κασιμάτη, του οποίου τους δημοκρατικούς αγώνες σέβομαι και τιμώ. Με την σημερινή του όμως ενέργεια εντάσσεται κι αυτός στην γενικότερη προσπάθεια συμψηφισμού της υπόθεσης Κοσκωτά με “αποδιοπομπαίους τράγους”. Συντάσσεται με εκείνους οι οποίοι την ώρα της μάχης παραιτούνται, αρνούνται, αποστασιοποιούνται, κρύπτονται, διαχωρίζουν τα κυβερνητικά στελέχη σε έντιμους και μη, σε “φθαρμένους” και “άφθαρ­τους”, παίζοντας ευθέως το παιχνίδι των αντιπάλων στο σχέδιο φθοράς που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ένα σχέδιο που δεν αποσκοπεί στην Κάθαρση και την αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά στο κουκούλωμά της. Ένα σχέδιο που δεν στοχεύει στην παραίτηση Κουτσόγιωργα και την πολιτική του εξόντωση μόνον, αλλά στην πτώση του Πρω­θυπουργού, την πτώση της Κυβέρ­νησης, και την διάσπαση της Μεγάλης Δημοκρατικής Παρά­ταξης. Κι αυτό, ακριβώς την ώρα που απαιτείται ενότητα και ομοψυχία για την ανατροπή του σχεδίου, την ώρα που απαιτείται η σύνταξη όλων στην μάχη για την νίκη στις εκλογές που έρχονται.»

Τηλεοπτικές άδειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2016 ο Κασιμάτης επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή το λεγόμενο «νόμο Παππά» για τον διαγωνισμό αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών, ο οποίος κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας αντισυνταγματικός, οδηγώντας σε ήττα την κυβέρνηση Τσίπρα. Τον Φεβρουάριο του 2016 ο Κασιμάτης προέβλεψε ότι ο νόμος θα ακυρωθεί καθώς «βάσει της διάταξης του Συντάγματος και του σκοπού της συνταγματικής εγγύησης, τόσο ο καθορισμός του αριθμού των δημοπρατουμένων αδειών, όσο και η όλη διαδικασία δημοπράτησης των τηλεοπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του ΕΣΡ» και κάλεσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο να μην υπογράψει τον νόμο, αλλά «να τον αναπέμψει στην Βουλή, κατά την προβλεπόμενη διαδικασία».[5]

Υποχρεωτικός εμβολιασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2020 τοποθετήθηκε κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού για την αντιμετώπιση του ιού COVID-19.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]