Γανωματής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γανωματής στην Ασία

Γανωματής ή γανωματάς ή γανωτής ή γανωτζής ή καλατζής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει τα χάλκινα σκεύη με κασσίτερο.

Ο γανωματής είναι ένα από τα πιο παλιά επαγγέλματα. Παλαιότερα, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα για τη μαγειρική ήταν χάλκινα (μπακιρένια). Αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γίνονταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Έπρεπε λοιπόν να γανωθούν, να καλυφθεί δηλαδή η επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό μέταλλο, το καλάι (κράμα κασσίτερου).

Η εργασία του γανωτή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γανωτής πρώτα έπρεπε να καθαρίσει τα σκεύη από τη γανάδα, δηλαδή την πράσινη σκουριά των χάλκινων σκευών, και γενικά από τις σκουριές τα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως τα κουτάλια που δεν ήταν χάλκινα αλλά γανώνονταν. Στην πρώτη φάση της εργασίας του ο γανωτής άλειφε την επιφάνεια, που ήθελε να γανώσει με σπίρτο, για να διασπαστούν οι γανάδες κι οι σκουριές της και να καθαριστεί. Στη δεύτερη φάση, έτριβε το σκεύος με άμμο, για να απομακρύνει τα υλικά της διάσπασης που προηγήθηκε. Στη συνέχεια, αν ήθελε να κάνει καλή δουλειά, ζέσταινε το σκεύος και το έτριβε με πανί για να καθαρίσει το καλάι από το παλιό γάνωμα. Στην τρίτη φάση έπιανε το σκεύος με τη μασιά, το έβαζε πάνω από τη φωτιά, το ζέσταινε καλά και άπλωνε μέσα το νισαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο). Για να στρώσει καλύτερα το καλάι, έλεγαν οι γανωτήδες. Κι έστρωνε καλύτερα γιατί το προϊόν της διάσπασης του χλωριούχου αμμωνίου διασπούσε και τα τελευταία υπολείμματα από τις σκουριές και τις γανάδες. Για ένα τελευταίο καθάρισμα άλειφε την επιφάνεια του σκεύους με σπίρτο που το είχε αραιωμένο με νερό και το είχε καλά σβησμένο με τσίγκο (Το σβήσιμο του σπίρτου με τσίγκο, δίνει χλωριούχο ψευδάργυρο, που σημαίνει ότι στην ουσία αυτό το υλικό χρησιμοποιούσαν για τον τελευταίο καθαρισμό). Στη συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το καλάι σε όλη την επιφάνειά του. Για το άπλωμα, έτριβε πάνω στη ζεστή επιφάνεια το στερεό καλάι που είχε για το γάνωμα και το έστρωνε χρησιμοποιώντας βαμβάκι. Και τελείωνε το γάνωμα με το κρύωμα, που έκανε στα σκεύη ακουμπώντας τη βάση τους, από την εξωτερική πλευρά, στο νερό. Κρύωνε έτσι το σκεύος, και το έτριβε με βαμβάκι για να γυαλίσει περισσότερο.[1].

Σήμερα, η δουλειά του γανωτή σχεδόν δεν υπάρχει, αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται γάνωμα[2]. Κάποιοι ελάχιστοι επιμένουν, περιπλανώμενοι από τόπο σε τόπο να μαζεύουν για γάνωμα[1] από τα υπολείμματα χάλκινων σκευών, αυτά που ξέμειναν στα χέρια όσων επιμένουν να αντιστέκονται στη σύγχρονη εποχή, που επέβαλε τα ανοξείδωτα και τα εμαγιέ σκεύη. Προσφέρουν, όμως, αυτοί οι ελάχιστοι και μια άλλη υπηρεσία: Κάνουν σαν καινούρια τα χάλκινα σκεύη που προορίζονται μόνο για να διακοσμήσουν ιδιωτικές συλλογές ή για συμπληρώσουν τις προθήκες των λαογραφικών μουσείων.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]