Βόλοστ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το βόλοστ (ρωσικά: волость) ήταν μια παραδοσιακή διοικητική υποδιαίρεση στην Ανατολική Ευρώπη. Στην παλιότερη ιστορία των Πρώιμων Σλάβων, το βόλοστ ήταν η ονομασία της επικράτειας που κυβερνούσε ο κνιάζ, είτε ως απόλυτος κυβερνήτης είτε με διαφορετικό βαθμό αυτονομίας από τον βέλικι κνιάζ. Ξεκινώντας από τα τέλη του 14ου αιώνα, το βολόστ ήταν μια μονάδα διοικητικής διαίρεσης στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας, στην Πολωνία, στη Μοσχοβία, στις χώρες της σύγχρονης Λετονίας και της Ουκρανίας. Περίπου από τον 16ο αιώνα ήταν μέρος επαρχιακών περιοχών, οι οποίες ονομάζονταν ουγέστ στη Μοσχοβία και στη μεταγενέστερη Ρωσική Αυτοκρατορία. Κάθε ουγέστ εμπεριείχε αρκετά βολόστ που ήταν υποταγμένα στην πόλη ουγέστ.

Μετά την κατάργηση της ρωσικής δουλοπαροικίας το 1861, το βόλοστ έγινε μονάδα τοπικής αυτοδιοίκησης του αγρότη. Αρκετά μιρ ανοίκαν σε κάθε βόλοστ, το οποίο διέθετε συνέλευση αποτελούμενη από εκλεγμένους αντιπροσώπους των μιρ. Από αυτούς εκλεγόταν ένας γέροντας (σταρσινά) και ένα δικαστήριο (βολόστνοϊ σουντ). Ωστόσο, η αυτοδιοίκηση των μιρ και των βόλοστ μετριάστηκε από την εξουσία των αστυνομικών επιτροπών (στανοβόι) και από τη γενική εξουσία ελέγχου που δόθηκε στις διορισμένες «περιφερειακές επιτροπές για τις υποθέσεις των αγροτών».[1]

Τα βόλοστ καταργήθηκαν από τη σοβιετική διοικητική μεταρρύθμιση του 1923-1929. Τα ραγιόν μπορεί να ονομάζονται γενικά ένα σύγχρονο ισοδύναμο τόσο των βόλοστ όσο και των ουγέστ. Στη σύγχρονη Ρωσία, η υποδιαίρεση σε βόλοστ χρησιμοποιείται στη Δημοκρατία της Καρελίας, όπου τα βόλοστ έχουν το ίδιο καθεστώς με τα ραγιόν και στις περιφέρειες του Λένινγκραντ, του Πσκόφ, της Σαμάρα και της Τούλα, όπου τα βολόστ θεωρούνται υποδιαιρέσεις των ραγιόν και έχουν το ίδιο καθεστώς με τα σελσοβιέτ σε άλλα ρωσικά ομοσπονδιακά υποκείμενα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1.  Μία ή περισσότερες προτάσεις από το προηγούμενο κείμενο ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμαPhillips, Walter Alison (1911) «Russia» στο: Chisholm, Hugh, επιμ. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 23 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σσ. 874–878