Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πετοσφαίριση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Βόλεϊ)
Πετοσφαίριση
Ύψιστη διοικητική αρχήFIVB
Πρώτο παιχνίδι1895, Χόλιοκ, Μασαχουσέτη, ΗΠΑ
Χαρακτηριστικά
ΕπαφήΌχι
Μέλη ομάδας6
Μικτών φύλωνΝαι, διαφορετικές διοργανώσεις
ΕξοπλισμόςΜπάλα πετοσφαίρισης Δίχτυ πετοσφαίρισης
Παρουσία
Χώρα ή περιοχήΜασαχουσέτη
Ολυμπιακό άθλημα1964

Η πετοσφαίριση (κυπριακή διάλεκτος: πετόσφαιρα,[1] αγγλικά: volleyball) είναι ένα ομαδικό ολυμπιακό άθλημα, το οποίο παίζεται από ανδρικές και γυναικείες ομάδες των έξι ατόμων.

Επινοήθηκε το 1895 στο Χόλιοκ της Μασαχουσέτης, και στους Ολυμπιακούς Αγώνες εντάχθηκε το 1964 στο Τόκιο. Στην Ελλάδα εποπτεύεται από την Ελληνική Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης (ΕΟΠΕ).

Ιστορικές πληροφορίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πετοσφαίριση επινοήθηκε το 1895 από τον Αμερικανό καθηγητή Γουίλιαμ Μόργκαν, που εργαζόταν στο παράρτημα της ΧΑΝ (YMCA) του Χόλιοκ, στην πολιτεία Μασαχουσέτη των ΗΠΑ. Προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα ομαδικό παιχνίδι κλειστού χώρου, χωρίς τον κίνδυνο τραυματισμών, επινόησε το βόλεϊ. Αρχικά ονόμασε το παιχνίδι μιντονέτ. Το όνομα βόλεϊ δόθηκε λίγο αργότερα, έπειτα από έναν αγώνα επίδειξης, μάλλον από τον Άλφρεντ Χάλστιντ.

Το νέο άθλημα διαδόθηκε πολύ γρήγορα, κυρίως μέσω των παραρτημάτων της Χ.Α.Ν. στις πολιτείες των ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο. Στην Ευρώπη μεταφέρθηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου από τους Αμερικανούς στρατιώτες.

Αρχικά παιζόταν με διάφορες μπάλες. Το 1900 κατασκευάστηκε η πρώτη ειδική μπάλα βόλεϊ. Το 1947 ιδρύθηκε η Διεθνής Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης (Fédération Internationale de Volleyball ή FIVB) στο Παρίσι, η οποία διαμόρφωσε ενιαίους διεθνείς κανονισμούς. Το 1963 ιδρύθηκε και Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Πετοσφαίρισης (Confédération Européenne de Volleyball ή CEV). Το 1964 αποτέλεσε σημαντική χρονιά για το βόλεϊ, αφού εντάχθηκε στο πρόγραμμα της Ολυμπιάδας του Τόκιο, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες!

Η προκήρυξη πρωταθλήματος βόλεϊ.

Στην Ελλάδα η πετοσφαίριση εισήχθη το 1922 από τον Πανιώνιο και τη ΧΑΝΘ.[2] Πρώτος διδάξας του βόλεϊ στην Ελλάδα θεωρείται ο γυμναστής Λευκαδίτης του Π.Γ.Σ. Στη συνέχεια διαδόθηκε και σε άλλους συλλόγους με αποτέλεσμα να προκηρυχτούν τα πρώτα πρωταθλήματα 1924-1926 με πρωταθλητή τον Πανιώνιο το 1924, τον Π.Γ.Π το 1925 και τα Διδασκαλία το 1926.

Το 1929-1932 δημιουργήθηκαν ομάδες βόλεϊ όπως η Νήαρ Ηστ, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Ιωνικός, ο Πειραϊκός, ο ΠΟΠ, και η ΕΑΠ Πατρών. Ακολούθησε η δεκαετία 1930-1940 με τη μεγαλύτερη διάδοση του αθλήματος που ανακόπηκε από τον Β΄. ΠΠ και στη συνέχεια τον εμφύλιο.

Το 1950-60 εμφανίστηκε πάλι το βόλεϊ με ελάχιστα τοπικά πρωταθλήματα.

Το 1961 διοργανώνεται το πρώτο Πανελλήνιο πρωτάθλημα με πρωταθλητή τον ΠΓΣ.

Το 1965 ιδρύεται από τον ΣΕΓΑΣ η Ελληνική Ομοσπονδία Αθλοπαιδιών (ΕΟΑΠ μπάσκετ- β.μ-χόκεϊ) και ακολουθεί μια στάσιμη περίοδος μέχρι το 1967.

Το 1968 αρχίζει μια συστηματική προσπάθεια ανάπτυξης του βόλεϊ από την ΕΟΑΠ και τον διορισθέντα Κυβερνητικό Επίτροπο (ΚΕ) σύνδεσμος της ΓΓΑ με την ΕΟΑΠ Θεόδωρο Ανδρεάκο δ/ρα μηχανικό, πρωταθλητή του βόλεϊ του ΠΓΣ, μέλους της ΕΟΑΠ και του ΑΣΑΕΔ (Αθλητισμού ΕΔ). Το 1969 καθιερώνεται για πρώτη φορά πρωτάθλημα εθνικής κατηγορίας και προσλαμβάνεται ο παγκοσμίου φήμης τεχνικός Ρουμάνος προπονητής Στέφαν Ρομάν θεμελιωτής της τεχνικής του βόλεϊ στην Ελλάδα και δημιουργούνται μόνιμα κλιμάκια με την Εθνική ομάδα να μετέχει στο κύπελλο Δυτικών χωρών για πρώτη φορά.

Το 1970 αποτελεί το σημαντικότερο σταθμό για το ελληνικό βόλεϊ. Ευοδώνονται οι προσπάθειες του ΚΕ Θεόδωρου Ανδρεάκου για τον διαχωρισμό του βόλεϊ από το μπάσκετ σε ανεξάρτητες Ομοσπονδίες ΕΟΠΕ (Πετοσφαίρισης) και ΕΟΚ ( Καλαθοσφαίρισης). Καθιερώνονται και τελούνται στην Αθήνα οι 1οι Βαλκανικοί αγώνες με πρωτοφανή κοσμοσυρροή για το άθλημα.

Εκπονείται από τον Θ. Ανδρεάκο και εγκρίνεται από το ΓΓΑ[3] Κ. Ασλανίδη και μπαίνει σε εφαρμογή από την ΕΟΠΕ πενταετές σχέδιο ανάπτυξης του βόλεϊ. Καθιερώνονται αθλητικά κίνητρα ( εισαγωγή διεθνών αθλητών στα ΑΕΙ), υποτροφίες στα μέλη των εθνικών ομάδων, ιδρύονται τοπικές επιτροπές β.μ στην επαρχία, λειτουργεί σχολή προπονητών,κατασκευάζονται τα πρώτα κλειστά γήπεδα από τη ΓΓΑ και γενικά μπαίνουν τα θεμέλια της σε βάθος διάδοσης του β.μ.

Ακολουθούν και οι διεθνείς επιτυχίες: τρίτη η Εθνική εφήβων στο Λούκοβιτ (1971). 3 η Εθνική ανδρών στους Μεσογειακούς της Σμύρνης (1971). 5 η Εθνική ανδρών στο Κύπελλο Άνοιξης (1972). Πρώτη η Εθνική ΕΔ στο CISMS στη Θεσσαλονίκη (1973). Πρώτη στο Κύπελλο Ανοίξεως το (1980), όσο και στο Βαλκανικό (1980) για να συνεχίσει την ανοδική πορεία του. Από το 2000 και μετά ισχύουν νέοι κανονισμοί, τους οποίους η διεθνής ομοσπονδία έχει θεσπίσει με στόχο τη θεαματικότητα του αθλήματος. Συγκεκριμένα:

  • ο παίκτης/η παίκτρια που εκτελεί σερβίς έχει δικαίωμα μιας μόνο προσπάθειας
  • ο χρόνος κατοχής της μπάλας στο σερβίς έγινε 8
  • επιτρέπεται η απόκρουση της μπάλας με το πόδι ή οποιοδήποτε άλλο μέρος του σώματος
  • ο προπονητής μπορεί να στέκεται σε μια ορισμένη περιοχή μπροστά από τον πάγκο και στο γήπεδο.
  • επιτρέπεται η πιαστή μπαλιά στην πρώτη επαφή με την μπάλα (στην υποδοχή)
  • στο σερβίς η μπάλα επιτρέπεται να ακουμπήσει στο φιλέ
  • δεν ισχύει η ζώνη του σερβίς και ο παίκτης/ η παίκτρια μπορεί να εκτελέσει το σερβίς από οποιοδήποτε σημείο, πίσω από την τελική γραμμή, επιλέξει.

Ο αγωνιστικός χώρος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Διαστάσεις αγωνιστικού χώρου

Το γήπεδο του βόλεϊ έχει σχήμα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με διαστάσεις: 9x18 μ. Πρέπει να περιβάλλεται από την ελεύθερη ζώνη, η οποία στις μεγάλες διοργανώσεις απέχει 7 ως 9 μέτρα από τις τελικές γραμμές και 3 ως 5 μ. από τις πλευρικές. Συνήθως το γήπεδο του βόλεϊ είναι σε κλειστό χώρο αλλά μπορεί να διεξαχθεί και σε ανοιχτό, κυρίως σε διοργανώσεις μικρού επιπέδου (σχολικές κλπ).

Το ορθογώνιο γήπεδο διαιρείται σε δύο ίσα τετράγωνα μέρη (9x9 μ.) από ΠΕ, στην κεντρική γραμμή, πάνω από την οποία τοποθετείται κάθετα ένα τεντωμένο δίχτυ (φιλέ) ύψους 2,43 μ. για τους άνδρες και 2,24 μ. για τις γυναίκες. Σε κάθε ένα από τα δύο μέρη του γηπέδου, και σε απόσταση 3 μ. από την κεντρική γραμμή, υπάρχει η επιθετική γραμμή, που χωρίζει το κάθε μέρος σε δύο ζώνες: την επιθετική ή μπροστινή ζώνη (3x9 μ.) και την αμυντική ή πίσω ζώνη (6x9 μ.).

Εκτός του περιγραφόμενου γηπέδου, το βόλεϊ παίζεται & σε άμμο ως μπιτς βόλεϊ αλλά ο αγωνιστικός χώρος έχει διαφορετικές διαστάσεις. Επιπλέον, παίζεται και στο χιόνι σε ειδικές διοργανώσεις.

Το δίχτυ του βόλεϊ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το δίχτυ ή αλλιώς φιλέ

Το δίχτυ βρίσκεται πάνω από την κεντρική γραμμή, έχει μήκος 9,5 μ., πλάτος 1 μ. και ύψος 2,43 μ. για τους άνδρες και 2,24 μ. για τις γυναίκες. Στις άκρες του και σε απόσταση 9 μ. μεταξύ τους βρίσκονται οι αντένες, μήκους 1,80 μ. (προεξέχουν 0.80 μ. πάνω από το δίχτυ) και ορίζουν τα όρια του γηπέδου στον αέρα. Δεν επιτρέπεται στους παίκτες να ακουμπήσουν το δίχτυ κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής φάσης, ενώ σε περίπτωση που η μπάλα περάσει εξωτερικά της αντένας θεωρείται άουτ. Το ύψος του διχτυού διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία.

Στους εφήβους (περί 18-19 ετών) και στους παίδες (περί 13-17) το ύψος του διχτυού είναι όσο και στους άνδρες, ενώ στους παμπαίδες (περί 10-15) είναι 2.35 μ.

Στις νεάνιδες (18-19) και στις κορασίδες (περί 12-17) είναι όσο και στις γυναίκες, ενώ στις παγκορασίδες (περί 10-14) είναι 2,20 μ. Υπάρχει και μία ειδική κατηγορία που ονομάζεται μίνι (8-13) στην οποία το δίχτυ φτάνει τα 2,10 μ. Στην κατηγορία αυτή διοργανώνονται ειδικές εκδηλώσεις με αγώνες, κυρίως για λόγους προώθησης της πετοσφαίρισης.

Η μπάλα είναι κατασκευασμένη από μαλακό πλαστικό ή δέρμα. Μετά το 1996 η μπάλα είναι πολύχρωμη για χάρη της θεαματικότητας και αποτελείται από 12 ομοιόμορφα κομμάτια σε συνδυασμό τριών χρωμάτων (κίτρινο, άσπρο, μπλε). Έχει περιφέρεια 65-67 εκ. και βάρος 260-280 γραμμάρια. Το 2009 όμως αλλάζει. Παραμένουν το μπλε και το κίτρινο (το άσπρο φεύγει) και η κατανομή τους αλλάζει. Η μπάλα τώρα έχει πολύ περισσότερους πόρους με αποτέλεσμα να είναι πολύ πιο μαλακή από την προηγούμενη.

Σκοπός του παιχνιδιού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκοπός του παιχνιδιού είναι να περάσει η μπάλα πάνω από το δίχτυ και να ακουμπήσει στο γήπεδο του αντιπάλου ή να αναγκαστεί ο αντίπαλος να την πετάξει εκτός γηπέδου (γήπεδο θεωρείται ο αγωνιστικός χώρος και η γραμμή που τον χωρίζει από την ελεύθερη ζώνη). Για να πετύχει το σκοπό αυτό η κάθε ομάδα έχει δικαίωμα να κάνει τρεις μπαλιές με οποιοδήποτε μέρος του χεριού. Το μπλοκ δεν υπολογίζεται στις επαφές με τη μπάλα της ομάδας. Επίσης επιτρέπεται η επαφή και το παίξιμο της μπάλας με οποιοδήποτε μέλος του σώματος ακόμα και με το πόδι (εκτός από το σερβίς που εκτελείται υποχρεωτικά μόνο με το χέρι).

Ο ίδιος παίκτης δεν έχει δικαίωμα να κάνει δύο συνεχόμενες μπαλιές. Επίσης, μετά από κάθε χτύπημα η μπάλα πρέπει να αναπηδήσει, δηλαδή δεν μπορεί να κρατηθεί από τον παίκτη (πιαστό).

Οι τρεις τυπικοί σχηματισμοί βόλεϊ είναι γνωστοί ως "4-2", "6-0" και "5-1", ο οποίος αναφέρεται στον αριθμό των επιθετικών και των πασαδόρων αντίστοιχα. Το 4-2 είναι ένας βασικός σχηματισμός που χρησιμοποιείται μόνο στο παιχνίδι των αρχάριων, ενώ το 5-1 είναι μακράν το πιο συνηθισμένο παιχνίδι σε υψηλό επίπεδο.

4-2

Ο σχηματισμός 4-2 έχει τέσσερις επιθετικούς και δύο πασαδόρους. Οι ρυθμιστές συνήθως ρυθμίζονται από τη μέση μπροστινή ή τη δεξιά μπροστινή θέση. Η ομάδα θα έχει συνεπώς δύο εισβολείς πρώτης γραμμής ανά πάσα στιγμή. Στο διεθνές 4-2, οι ρυθμιστές ρυθμίζονται από τη δεξιά εμπρόσθια θέση. Η διεθνής 4-2 μεταφράζεται πιο εύκολα σε άλλες μορφές παράβασης.

Οι ρυθμιστές ευθυγραμμίζονται αντίθετα μεταξύ τους κατά την περιστροφή. Η τυπική σύνθεση έχει δύο εξωτερικούς χτύπους. Με την ευθυγράμμιση όμοιων θέσεων απέναντι στην ίδια την περιστροφή, θα υπάρχει πάντα μία από κάθε θέση στις μπροστινές και τις πίσω σειρές. Μετά την επίλυση, οι παίκτες στην πρώτη σειρά μετακινούνται στις θέσεις τους, έτσι ώστε ο ρυθμιστής να είναι πάντα στο μέσον μπροστά. Εναλλακτικά, ο ρυθμιστής κινείται στο δεξί μέτωπο και έχει και έναν μεσαίο και έναν εξωτερικό εισβολέα. το μειονέκτημα εδώ έγκειται στην έλλειψη ενός οφσάιτ οφσάιντ, επιτρέποντας σε έναν από τους μπλοκαρίδες της άλλης ομάδας να "εξαπατήσει" σε ένα μεσαίο μπλοκ.

Το σαφές μειονέκτημα σε αυτό το επιθετικό σχηματισμό είναι ότι υπάρχουν μόνο δύο επιτιθέμενοι, αφήνοντας μια ομάδα με λιγότερα επιθετικά όπλα. Μια άλλη πτυχή είναι να δούμε τον ρυθμιστή ως επίθεση, αν και μια εξασθενισμένη δύναμη, επειδή όταν ο ρυθμιστής βρίσκεται στο μπροστινό γήπεδο, είναι σε θέση να «άκρη» ή «χτύπημα», οπότε όταν η μπάλα είναι κοντά στο δίχτυ στο δεύτερο touch, ο setter μπορεί να επιλέξει να χτυπήσει την μπάλα με το ένα χέρι. Αυτό σημαίνει ότι ο μπλοκέρ που διαφορετικά δεν θα έπρεπε να μπλοκάρει τον ρυθμιστή εμπλέκεται και μπορεί να επιτρέψει σε έναν από τους επιθετικούς να επιτεθούν ευκολότερα.

6-0

Στον σχηματισμό 6-2, ένας παίκτης εμφανίζεται πάντα από την πίσω σειρά για να ρυθμίσει. Οι τρεις παίκτες της πρώτης σειράς βρίσκονται σε επιθετικές θέσεις. Έτσι, και οι έξι παίκτες ενεργούν ως επιθετικοί σε μια ή την άλλη στιγμή, ενώ δύο μπορούν να ενεργούν ως πασαδόροι. Έτσι, ο σχηματισμός 6-2 είναι στην πραγματικότητα ένα σύστημα 4-2, αλλά ο ρυθμιστής πίσω σειράς διεισδύει για να ρυθμίσει.

Η διάταξη 6-2 απαιτεί έτσι δύο ρυθμιστές, οι οποίοι ευθυγραμμίζονται αντίθετα μεταξύ τους στην περιστροφή. Εκτός από τους πασαδόρους, μια τυπική διάταξη θα έχει δύο εσωτερικούς επιθετικούς και δύο εξωτερικούς επιθετικούς. Με την ευθυγράμμιση όμοιων θέσεων απέναντι στην ίδια την περιστροφή, θα υπάρχει πάντα μία από κάθε θέση στις μπροστινές και τις πίσω σειρές. Μετά την επίδοση, οι παίκτες στην πρώτη σειρά μετακινούνται στις καθορισμένες θέσεις τους.

Το πλεονέκτημα του 6-2 είναι ότι είναι πάντα διαθέσιμα τρεις επιθετικούς της πρώτης σειράς, μεγιστοποιώντας τις επιθετικές δυνατότητες. Ωστόσο, όχι μόνο το 6-2 απαιτεί μια ομάδα να διαθέτει δύο άτομα ικανά να εκτελέσουν τον εξειδικευμένο ρόλο του πασαδόρου, αλλά απαιτεί και οι δύο παίκτες να είναι αποτελεσματικοί επιθετικοί όταν δεν βρίσκονται στη θέση του πασαδόρου. Σε διεθνές επίπεδο, μόνο η εθνική γυναικεία ομάδα της Κούβας απασχολεί αυτό το είδος σχηματισμού. Χρησιμοποιείται επίσης από τις ομάδες NCAA στο παιχνίδι των γυναικών Division III και το γυναικείο παιχνίδι σε όλα τα τμήματα, εν μέρει λόγω των εναλλακτικών κανόνων που χρησιμοποιούνται επιτρέποντας περισσότερες αντικαταστάσεις ανά σετ από τις 6 που επιτρέπονται στους πρότυπους κανόνες-12 σε αγώνες που αφορούν δύο άνδρες Division III και 15 για όλα τα γυναικεία παιχνίδια.

5-1

Ο σχηματισμός 5-1 έχει μόνο έναν παίκτη που αναλαμβάνει καθορισμού ευθυνών ανεξάρτητα από τη θέση του στην περιστροφή. Η ομάδα θα έχει, συνεπώς, τρεις εισβολείς πρώτης γραμμής όταν ο ρυθμιστής βρίσκεται στην πίσω σειρά και μόνο δύο όταν ο ρυθμιστής βρίσκεται στην πρώτη σειρά, για συνολικά πέντε πιθανούς επιτιθέμενους.

Ο παίκτης απέναντι από τον ρυθμιστή σε μια περιστροφή 5-1 ονομάζεται αντίθετος επιθετικός. Σε γενικές γραμμές, οι απέναντι παίκτες δεν περνούν. στέκονται πίσω από τους συμπαίκτες τους όταν ο αντίπαλος έχει σερβίς. Ο αντίθετος επιθετικός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τρίτη επιλογή επίθεσης (επίθεση κατά τη σειρά) όταν ο ρυθμιστής βρίσκεται στην πρώτη σειρά: αυτή είναι η κανονική επιλογή που χρησιμοποιείται για την αύξηση των δυνατοτήτων επίθεσης των σύγχρονων ομάδων βόλεϊ. Κανονικά ο αντίθετος επιθετικός είναι ο πιο τεχνικά καταρτισμένος επιθετικός της ομάδας. Οι επιθέσεις πίσω σειράς γενικά προέρχονται από την οπίσθια δεξιά θέση, γνωστή ως ζώνη 1, αλλά εκτελούνται όλο και περισσότερο από το πίσω κέντρο στο παιχνίδι υψηλού επιπέδου.

Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του συστήματος είναι ότι ο πασαδόρος έχει πάντα 3 επιθετικούς. Εάν ο ρυθμιστής κάνει αυτό καλά, ο μεσαίος αποκλεισμός του αντιπάλου ίσως να μην έχει αρκετό χρόνο για να μπλοκάρει με τον εξωτερικό μπλοκαριστή, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα για την επίθεση ομάδα να κάνει ένα σημείο.

Υπάρχει ένα άλλο πλεονέκτημα, το ίδιο με αυτό ενός σχηματισμού 4-2: όταν ο πασαδόρος είναι ένας παίκτης μπροστά, μπορεί να πηδήσει και να "βάλει" την μπάλα στην αντίπαλη πλευρά. Και αυτό μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στους παίκτες αποκλεισμού του αντιπάλου: ο πασαδόρος μπορεί να πηδήσει και να πετάξει ή να τεθεί σε έναν από τους επιθετικούς. Ένας καλός συνθέτης το ξέρει αυτό και έτσι όχι μόνο θα πηδήσει στο χτύπημα ή θα θέσει για ένα γρήγορο χτύπημα, αλλά όταν βγάλει έξω και για να συγχέει τον αντίπαλο.

Το αδίκημα 5-1 είναι στην πραγματικότητα ένα μείγμα 6-2 και 4-2: όταν ο ρυθμιστής βρίσκεται στην πρώτη σειρά, το αδίκημα μοιάζει με 4-2. όταν ο ρυθμιστής βρίσκεται στην πίσω σειρά, το αδίκημα μοιάζει με 6-2.

Πετοσφαίριση ανδρών

Η κάθε ομάδα πετοσφαίρισης αποτελείται από έξι παίκτες. Επίσης, μπορεί να έχει μέχρι έξι αναπληρωματικούς, έναν προπονητή, το βοηθό του και φυσιοθεραπευτή. Στο ξεκίνημα κάθε σερβίς οι έξι αγωνιζόμενοι παίκτες πρέπει να βρίσκονται μέσα στο γήπεδο και σε συγκεκριμένες θέσεις. Είναι τρεις στην επιθετική ζώνη (μπροστά: αριστερά, κέντρο, δεξιά) και τρεις στην αμυντική ζώνη (πίσω: αριστερά, κέντρο, δεξιά). Εξαιρείται ο παίκτης που εκτελεί το σερβίς.

Οι παίκτες που βρίσκονται στην αμυντική ζώνη δεν επιτρέπεται να εκδηλώσουν επιθετικό χτύπημα πατώντας στην μπροστινή ζώνη από ύψος μεγαλύτερο του φιλέ.

Κάθε φορά που η ομάδα τους κερδίζει το σερβίς, οι παίκτες μετακινούνται κατά μία θέση προς τα δεξιά, κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Έτσι σταδιακά όλοι οι παίκτες παίζουν σε όλες τις θέσεις. Σε περίπτωση αλλαγής, ο παίκτης που βγήκε μπορεί να μπει μόνο στη θέση του παίκτη που μπήκε ώστε να μην αλλάζει θέσεις στο γήπεδο.

Οι θέσεις στην πετοσφαίριση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θέσεις έχουν ως εξής:

  1. Είναι η θέση στα δεξιά στην αμυντική ζώνη. Ο παίκτης που βρίσκεται σε αυτή εκτελεί το σερβίς. Σε αυτή τη θέση αμύνονται είτε ο πασαδόρος και ο διαγώνιος (σύστημα 5-1) είτε οποιοσδήποτε άλλος παίκτης σε άλλο σύστημα παιχνιδιού.
  2. Είναι η θέση στα δεξιά στην επιθετική ζώνη από την οποία καρφώνει ο διαγώνιος (5-1) ή άλλος παίκτης σε άλλο σύστημα παιχνιδιού. Σε αυτήν πασάρει και βγάζει μπλοκ ο πασαδόρος ανάλογα πάντα με το σύστημα παιχνιδιού.
  3. Είναι η κεντρική θέση στην επιθετική ζώνη. Σε αυτή παίζει ο κεντρικός (σύστημα 5-1) ή ο πασαδόρος σε σύστημα 6-0.
  4. Είναι η αριστερή θέση στην επιθετική ζώνη. Σε αυτή παίζει ο ακραίος (σύστημα 5-1) ή οποιοσδήποτε άλλος παίκτης σε άλλο σύστημα παιχνιδιού.
  5. Είναι η αριστερή θέση στην αμυντική ζώνη. Σε αυτή αμύνεται ο κεντρικός ή ο λίμπερο (σύστημα 5-1) ή οποιοσδήποτε άλλος παίκτης σε άλλο σύστημα παιχνιδιού.
  6. Είναι η κεντρική θέση στην αμυντική ζώνη. Σε αυτή αμύνεται ο ακραίος (5-1) ή οποιοσδήποτε άλλος παίκτης σε άλλο σύστημα παιχνιδιού.

Οι ειδικότητες στην πετοσφαίριση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι θέσεις των παικτών στο βόλεϊ

Παρακάτω περιγράφονται οι ειδικότητες που μπορεί να έχει ένας παίκτης σε έναν αγώνα πετοσφαίρισης. Ο τρόπος παιχνιδιού είναι διαφορετικός ανάλογα με το σύστημα παιχνιδιού. Υπάρχει το 5-1 με έναν πασαδόρο, το 6-0 με κανέναν πασαδόρο, όποιος είναι στη θέση 3 θεωρείται πασαδόρος και το 4-2 με δυο πασαδόρους.

Εμείς θα μελετήσουμε παρακάτω το σύστημα 5-1 που είναι το πιο διαδεδομένο σε όλο τον κόσμο.

  • Α) Ο ακραίος:είναι ο παίκτης ο οποίος καρφώνει και παίρνει υποδοχή στη θέση 4 όταν βρίσκεται στην επιθετική ζώνη. Όταν βρίσκεται στην αμυντική ζώνη καρφώνει,αμύνεται και παίρνει υποδοχή από τις θέσεις 1 και 6.
  • Β) Ο διαγώνιος: είναι ο παίκτης ο οποίος καρφώνει στη θέση 2 (όταν βρίσκεται στην επιθετική ζώνη) και αμύνεται στο 1 όταν βρίσκεται στην αμυντική ζώνη. Όταν βρίσκεται στην πίσω ζώνη και συνεπώς ο πασαδόρος στην επιθετική ζώνη, καρφώνει από τη θέση 1 ή από τη θέση 6 ανάλογα το σύστημα της κάθε ομάδας. Θεωρείται ο καλύτερος επιθετικός της ομάδας.
  • Γ) Ο κεντρικός: είναι ο παίκτης ο οποίος καρφώνει στη θέση 3 (όταν βρίσκεται στην επιθετική ζώνη) και αμύνεται στο 5 όταν βρίσκεται στην αμυντική ζώνη. Συνήθως όμως τον αντικαθιστά ο λίμπερο, όταν βρίσκεται στην αμυντική ζώνη. Μπορεί να καρφώνει είτε δεύτερο χρόνο, είτε πρώτο χρόνο (στις μεγαλύτερες ομάδες χρησιμοποιείται σπάνια ο δεύτερος).
  • Δ) Ο λίμπερο: αμυντικός παίκτης που παίζει στην πίσω ζώνη. Για περισσότερες πληροφορίες συμβουλευτείτε την ενότητα "ο λίμπερο".
  • Ε) Ο πασαδόρος: είναι ο παίκτης ο οποίος πασάρει από τη θέση 2 (όταν βρίσκεται στην επιθετική ζώνη) και πάλι από τη θέση 2 όταν βρίσκεται στη ζώνη άμυνας (ισχύει ο κανόνας της υπέρβασης). Όταν βρίσκεται στην αμυντική ζώνη αμύνεται στη θέση 1. Αν δε βγάλει άμυνα προχωρά γρήγορα στη θέση 2 να κάνει πάσα (διείσδυση) και έπειτα επιστρέφει πάλι στη θέση 1. Σε περίπτωση που βγάλει άμυνα, το ρόλο του πασαδόρου αναλαμβάνει ο κεντρικός αν η μπάλα είναι μέσα στα τρία μέτρα ή ο λίμπερο αν είναι απ' έξω.

Το παιχνίδι ξεκινά με σερβίς της μιας ομάδας έπειτα από κλήρωση. Το σερβίς εκτελείται από τον παίκτη στη θέση 1, από ένα σημείο πίσω από την τελική γραμμή του γηπέδου. Παλιότερα ο παίκτης που εκτελούσε σερβίς όφειλε να βρίσκεται στην πίσω δεξιά γωνία και εκτός τελικής γραμμής. Τα τελευταία χρόνια επιτρέπεται η εκτέλεση του σερβίς από οποιοδήποτε σημείο πίσω από την τελική γραμμή. Με την εκτέλεση του σερβίς η μπάλα προωθείται πάνω από το φιλέ προς τη μεριά της αντίπαλης ομάδας χωρίς να μεσολαβήσει άλλος παίκτης της ομάδας που εκτελεί το σερβίς. Παλιότερα απαγορευόταν να χτυπήσει στο φιλέ αλλά ο σημερινός κανονισμός το επιτρέπει.

Γήπεδο πετοσφαίρισης

Κάθε φορά που η μπάλα φτάνει στην περιοχή της, η ομάδα προσπαθεί να την επαναφέρει στην αντίπαλη περιοχή με τρεις μπαλιές. Συνήθως ο πρώτος παίκτης αποκρούει, ένας δεύτερος υψώνει δίνοντας πάσα κοντά στο φιλέ και ένας τρίτος καρφώνει με δύναμη προς το αντίπαλο μέρος. Δεν υπολογίζεται ως μπαλιά τυχόν απόκρουση της μπάλας από το αμυντικό μπλοκ στο καρφί του αντίπαλου. Παλιότερα η απόκρουση αυτή θεωρείτο ως μία από τις τρεις μπαλιές, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διχογνωμίες κατά πόσο η μπάλα βρήκε ή όχι στο αμυντικό μπλοκ.

Κατάκτηση ενός πόντου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ομάδα κερδίζει έναν πόντο, όταν καταφέρει να στείλει τη μπάλα στο έδαφος της αντίπαλης ομάδας (μέσα) ή όταν η αντίπαλη ομάδα στείλει τη μπάλα εκτός γηπέδου (άουτ). Η ομάδα που κερδίζει πόντο εκτελεί και σερβίς. Όσο συνεχίζει να κερδίζει πόντους το σερβίς εκτελεί ο ίδιος παίκτης. Όταν χάσει πόντο, παίρνει το σερβίς η άλλη ομάδα, οι παίκτες της οποίας μετακινούνται μια θέση προς τα δεξιά, κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Παλιότερα μια ομάδα κέρδιζε πόντο μόνο όταν εκτελούσε σερβίς. Δηλαδή, πρώτα έπρεπε να κερδίσει την αλλαγή του σερβίς και στη συνέχεια τον πόντο. Με το παλιό σύστημα, σε ένα παιχνίδι μπορούσαν να γίνονται συνεχείς αλλαγές και να μην κερδίζονται πόντοι, με αποτέλεσμα να είναι απροσδιόριστη η διάρκειά του. Αυτός ήταν ο λόγος που καταργήθηκε.

Κατάκτηση ενός σετ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάθε σετ τελειώνει όταν μια ομάδα φτάσει τους 25 πόντους και έχει τουλάχιστον δύο πόντους προβάδισμα (δηλαδή τουλάχιστον: 25-23). Αλλιώς το σετ συνεχίζεται μέχρι να επιτευχθεί προβάδισμα δύο πόντων από μια ομάδα (26-24,32-30 κλπ) χωρίς όριο. Με το παλιό σύστημα διεξαγωγής (πρώτα αλλαγή σερβίς και μετά πόντος) τα σετ τελείωναν στους 15 πόντους, πάλι με καθαρό προβάδισμα δύο πόντων. Μετά από κάθε σετ οι ομάδες αλλάζουν πλευρά στο γήπεδο.

Κατάκτηση ενός αγώνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που κερδίζει τρία σετ. Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης του αθλήματος η νικήτρια ομάδα προέκυπτε από δύο νικηφόρα σετ, σύστημα που εφαρμόζεται ακόμα σε σχολικά ή παιδικά πρωταθλήματα.

Αν μετά από τέσσερα σετ οι ομάδες είναι ισόπαλες 2-2, ο νικητής αναδεικνύεται σε ένα πέμπτο τελικό σετ (τάι-μπρέικ) των 15 πόντων, πάντα με προβάδισμα δύο πόντων για το νικητή (15-13 τουλάχιστον ή 16-14, 17-15 κλπ). Στο πέμπτο σετ οι ομάδες αλλάζουν τερέν, όταν κάποια φτάσει τους 8 πόντους.

Βαθμολογία στο πρωτάθλημα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αγώνες εθνικών και διεθνών πρωταθλημάτων, κάθε ομάδα, που κερδίζει τρία από τα τέσσερα πρώτα σετ του αγώνα, καρπώνεται 3 βαθμούς, ενώ η ηττημένη ομάδα κανέναν. Αν όμως το παιχνίδι κριθεί στο τάι-μπρέικ, τότε ο ηττημένος αποκομίζει 1 βαθμό και ο νικητής μόνο 2.

Το καρφί και οι χρόνοι του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καρφί στη πετοσφαίριση μπορεί να γίνει σε τρεις χρόνους. Ο χρόνος προσδιορίζεται από το ύψος της πάσας:

1ος χρόνος: Γίνεται από το 3. Στην προκειμένη περίπτωση η πάσα απομακρύνεται ελάχιστα από τα χέρια του πασαδόρου. Ο κεντρικός για να την προλάβει πρέπει να βρίσκεται ήδη στον αέρα όταν η μπάλα φεύγει από τα χέρια του πασαδόρου. Είναι ταχύτατο καρφί και πολύ αποτελεσματικό γιατί ο χρόνος αντίδρασης των αντιπάλων (ακόμα και του μπλοκ) είναι ελάχιστος. Υπάρχει και μια δεύτερη περίπτωση πρώτου χρόνου που γίνεται από το 2 κατόπιν συνεννόησης του πασαδόρου και του διαγωνίου.

2ος χρόνος: Γίνεται κυρίως από το 4,3,2 αλλά και από τις πίσω θέσεις σε περίπτωση που μια ομάδα θέλει να αιφνιδιάσει τους αντιπάλους της ή σε περίπτωση άσχημης πάσας. Η μπάλα, σε αυτό το καρφί, φτάνει περίπου το ύψος των 3-3.5 μ.

3ος χρόνος: Χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και η μπάλα μπορεί να φτάσει πάνω από 3.5 μ.

Η τεχνική, για την κάθε περίπτωση, είναι μέρος μιας μόνο συγχρονισμένης κίνησης.

Πετοσφαίριση γυναικών
  • α) Οι δύο αντίχειρες και οι δύο δείκτες σχηματίζουν τρίγωνο κατά την επαφή με την μπάλα.
  • β) Τα χέρια τεντώνουν τελείως κατά την επαφή τους με την μπάλα.
  • γ) Ένα από τα πόδια προηγείται του άλλου ανάλογα με το προς τα πού υπάρχει θέληση να σταλεί η μπάλα (αριστερό για δεξιά και δεξί για αριστερά).
  • δ) Τα πόδια τεντώνονται παράλληλα με τα χέρια.
  • ε) Στην επαφή βρίσκεται η μπάλα πάντα πάνω από το κεφάλι, κυρίως πάνω ακριβώς από το μέτωπο.
  • στ) Οι ώμοι κοιτούν προς τα εκεί που θα γίνουν τα δάχτυλα.

Η λέξη μανσέτα έχει καθιερωθεί από τη γαλλική λέξη μανσέτες που είναι το μέρος του πουκαμίσου στη μανικετόκουμπα:

  • α) Η επαφή με τη μπάλα γίνεται όχι στην περιοχή της παλάμης ή των καρπών αλλά στην περιοχή των μανσετών.
  • β) Τα πόδια είναι ελαφρώς λυγισμένα και τεντώνουν κατά την επαφή με την μπάλα.
  • γ) Τα χέρια είναι πάντα τεντωμένα και οι αγκώνες δεν λυγίζουν.
  • δ) Το ένα πόδι προηγείται του άλλου ανάλογα με το πού υπάρχει θέληση να σταλεί η μπάλα.
  • ε) Το βάρος του σώματος «ζυγίζεται» στις μύτες των ποδιών.
  • στ) Κατά την επαφή με τη μπάλα το βάρος του σώματος περνά μπροστά με τη μεταφορά του ενός ποδιού μπροστά από το άλλο.

Κάθε ομάδα δικαιούται από δύο τάιμ άουτ των 30 δευτερολέπτων σε κάθε σετ, τα οποία δίνονται μόνον όταν έχει λήξει η φάση. Στις μεγάλες διοργανώσεις επιτρέπεται οι διαιτητές να δίνουν δύο τεχνικά τάιμ άουτ των 60 δευτερολέπτων σε κάθε ένα από τα τέσσερα πρώτα σετ, μόλις μια ομάδα φτάσει στους 8 και στους 16 πόντους για λόγους τηλεοπτικού διαφημιστικού χρόνου. Στο πέμπτο σετ δεν επιτρέπεται τεχνικό τάιμ άουτ. Τυπικά κατά τη διάρκεια του τάιμ άουτ οι έξι παίκτες που παίζουν εκείνη τη στιγμή απαγορεύεται να βρίσκονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο.

Κάθε ομάδα δικαιούται να αλλάξει παίκτη, όταν λήξει μια φάση. Ο παίκτης που μπαίνει ξαναμπαίνει στη θέση του παίκτη που βγήκε. Μπορούν να γίνουν έξι τέτοιες αλλαγές. Αν ένας παίκτης μπει να παίξει και μετά ξαναβγεί και αντικατασταθεί από τον παίκτη που προηγουμένως αντικατέστησε λέμε ότι έκλεισε η αλλαγή. Σύμφωνα με τους νέους κανονισμούς σε κάθε ομάδα αγωνίζεται ένας παίκτης λίμπερο, ο οποίος φορά διαφορετική φανέλα από τους συμπαίκτες του.

Ο λίμπερο παίζει μόνο στην αμυντική γραμμή, αντικαθιστά απεριόριστες φορές τους συμπαίκτες του στην άμυνα, απαγορεύεται να κάνει σερβίς, να κάνει επίθεση με καρφί (ψηλότερα από το φιλέ ακόμα και στην αμυντική ζώνη), να κάνει μπλοκ και να αντικαταστήσει δύο παίκτες συνεχώς χωρίς να μεσολαβήσει σερβίς. Τέλος,απαγορεύεται να κάνει πάσα μέσα στην επιθετική ζώνη.

π.χ. ο παίκτης λίμπερο παίρνει εντολή από τον προπονητή να αντικαταστήσει τον παίκτη (συνήθως τον κεντρικό) που βρίσκεται στο 1 αφού χάσει η ομάδα του το δικαίωμα του σερβίς. Το κάνει. Συνήθως αμύνεται στην θέση 5. Μόλις περνά από τη θέση 5 στη θέση 4 βγαίνει από τον αγωνιστικό χώρο αλλάζοντας θέση με τον παίκτη που είχε βγει προηγουμένως.

Απαγορευμένες ενέργειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον κανονισμό πόντος εις βάρος μιας ομάδας καταλογίζεται επίσης, όταν κάποιος παίκτης της υποπέσει στα εξής παραπτώματα:

  • Μεταφορά της μπάλας (πιαστό).
  • Άγγιγμα του φιλέ.
  • Πέρασμα του σώματος στο αντίπαλο μέρος, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση του αντιπάλου.
  • Δύο συνεχόμενες ενέργειες (διπλή μπαλιά). Το χτύπημα σε μπλοκ δεν υπολογίζεται.
  • Πέρασμα της μπάλας προς το αντίπαλο μέρος έξω από την αντένα ή κάτω από το φιλέ.

Κάθε παιχνίδι βόλεϊ διευθύνεται από δύο διαιτητές και δύο ή τέσσερις επόπτες γραμμών ανάλογα με το επίπεδο της διοργάνωσης. Οι δύο διαιτητές βρίσκονται εκατέρωθεν του φιλέ, στην κεντρική γραμμή του γηπέδου. Ο πρώτος διαιτητής κάθεται πάνω σε σκάλα σε ύψος 50 ως 80 εκ. πάνω από το φιλέ και ο δεύτερος στέκεται όρθιος στην απέναντι πλευρά. Ο πρώτος διευθύνει και έχει τον αποφασιστικό λόγο για κάθε φάση. Ο δεύτερος ελέγχει τις παραβάσεις στην περιοχή ευθύνης του.

Οι επόπτες γραμμών κρατούν σημαιάκια και υποδεικνύουν αν η μπάλα χτύπησε εντός ή εκτός γηπέδου δείχνοντας προς τα κάτω ή προς τα πάνω αντίστοιχα. Ελέγχουν αν η μπάλα πέρασε έξω από τις αντένες του φιλέ. Επίσης δείχνουν αν η μπάλα άγγιξε στο μπλοκ ή όχι.

Επίσης, υπάρχει σημειωτής που είναι υπεύθυνος για τη σημείωση των πόντων, τις αλλαγές, τα τάιμ άουτ και γενικά καταγράφει τις αποφάσεις των διαιτητών στο φύλλο αγώνα.

  1. Πετόσφαιρα Πανεπιστήμιο Κύπρου
  2. Ομοσπονδία Διαιτητών Βόλλεϋ Ελλάδος - Ιστορικό αθλήματος odbe.gr Αρχειοθετήθηκε 2023-04-05 στο Wayback Machine.
  3. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΥΔΡΙΑ. ΑΘΗΝΑ: ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ Α.Ε. 1978. σελ. Τόμος 15ος σελ 198-199. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι - Πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]