Βυζαντινο-Βουλγαρικός πόλεμος ετών 913-927
Ο Βυζαντινο-Βουλγαρικός πόλεμος των ετών 913 – 927 (βουλγαρικά: Българо–византийска война от 913–927) έγινε μεταξύ της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για περισσότερο από μία δεκαετία. Αν και ο πόλεμος προκλήθηκε από την απόφαση τού Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλέξανδρου να σταματήσει να πληρώνει ετήσιο φόρο υποτέλειας στη Βουλγαρία, τη στρατιωτική και ιδεολογική πρωτοβουλία είχε ο Συμεών Α΄ της Βουλγαρίας, ο οποίος ζήτησε να αναγνωριστεί ως τσάρος και κατέστησε σαφές, ότι δεν είχε στόχο να κατακτήσει μόνο την Κωνσταντινούπολη, αλλά και την υπόλοιπη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το 917, ο βουλγαρικός στρατός επέφερε μία συντριπτική ήττα στους Βυζαντινούς στη μάχη τού Αχελώου, με αποτέλεσμα την πλήρη στρατιωτική υπεροχή της Βουλγαρίας στα Βαλκάνια. Οι Βούλγαροι νίκησαν ξανά τους Βυζαντινούς στους Κατασύρτες το 917, στις Πηγές το 921 και στην Κωνσταντινούπολη το 922. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν επίσης τη σημαντική Αδριανούπολη στη Θράκη και κατέλαβαν την πρωτεύουσα τού θέματος της Ελλάδος, τη Θήβα, βαθιά στη νότια Ελλάδα. Μετά την καταστροφή στον Αχελώο, η βυζαντινή διπλωματία υποκίνησε το πριγκιπάτο της Σερβίας να επιτεθεί στη Βουλγαρία από τα δυτικά, αλλά αυτή η επίθεση συγκρατήθηκε εύκολα. Το 924 οι Σέρβοι έστησαν ενέδρα και νίκησαν έναν μικρό βουλγαρικό στρατό στην πορεία του προς τη Σερβία, προκαλώντας μία μεγάλη εκστρατεία αντιποίνων, που έληξε με την προσάρτηση της Σερβίας από τη Βουλγαρία στα τέλη τού ίδιου έτους.
Ο Συμεών Α΄ γνώριζε ότι χρειαζόταν ναυτική υποστήριξη για να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη, και το 922 έστειλε απεσταλμένους στον χαλίφη των Φατιμιδών Ουμπαγιάντ Αλλάχ αλ-Μαχντί Μπιλάχ στη Mαχντία, για να διαπραγματευτεί τη βοήθεια τού ισχυρού αραβικού ναυτικού. Ο χαλίφης συμφώνησε να στείλει τους δικούς του αντιπροσώπους στη Βουλγαρία για να κανονίσουν μία συμμαχία, αλλά οι απεσταλμένοι του αιχμαλωτίστηκαν καθ' οδόν από τους Βυζαντινούς κοντά στις ακτές της Καλαβρίας. Ο Αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός κατάφερε να αποτρέψει μία Βουλγαρο-αραβική συμμαχία, γεμίζοντας τους Άραβες με γενναιόδωρα δώρα. Μέχρι το τέλος του, τον Μάιο του 927, ο Συμεών Α΄ έλεγχε σχεδόν όλες τις βυζαντινές κτήσεις στα Βαλκάνια, αλλά η Κωνσταντινούπολη παρέμενε μακριά του.
Το 927 και οι δύο χώρες είχαν εξαντληθεί από τις τεράστιες στρατιωτικές προσπάθειες, που είχαν βαρύνει τον πληθυσμό και την οικονομία. Ο διάδοχος τού Συμεών Α΄ Πέτρος Α΄ διαπραγματεύτηκε μία ευνοϊκή συνθήκη ειρήνης. Οι Βυζαντινοί συμφώνησαν να τον αναγνωρίσουν ως τσάρο της Βουλγαρίας και η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία να γίνει ανεξάρτητο Πατριαρχείο, καθώς και να καταβάλουν ετήσιο φόρο. Η ειρήνη ενισχύθηκε με έναν γάμο μεταξύ τού Πέτρου Α΄ και της εγγονής τού Ρωμανού, Ειρήνης Λεκαπηνής. Αυτή η συμφωνία εγκαινίασε μία 40ετή περίοδο ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των δύο δυνάμεων, μία εποχή σταθερότητας και ευημερίας, τόσο για τη Βουλγαρία, όσο και για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Προανάκρουσμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολιτικό υπόβαθρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα χρόνια μετά την άνοδό του στον θρόνο το 893, ο Συμεών Α΄ υπερασπίστηκε με επιτυχία τα εμπορικά συμφέροντα της Βουλγαρίας, απέκτησε έδαφος μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και των βουνών Στράντζα και επέβαλε ετήσιο φόρο υποτέλειας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ως αποτέλεσμα του Βυζαντινο-Βουλγαρικού πολέμου των ετών 894–896.[1][2] Η έκβαση τού πολέμου επιβεβαίωσε τη βουλγαρική κυριαρχία στα Βαλκάνια,[3] όμως ο Συμεών Α΄ γνώριζε ότι έπρεπε να εδραιώσει την πολιτική, πολιτιστική και ιδεολογική του βάση, προκειμένου να εκπληρώσει τον απώτερο στόχο του, δηλ. να διεκδικήσει έναν αυτοκρατορικό τίτλο για τον εαυτό του και τελικά να αναλάβει τον θρόνο στην Κωνσταντινούπολη.[4] Εφάρμοσε ένα φιλόδοξο κατασκευαστικό πρόγραμμα στη νέα πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, την Πρεσλάβα, έτσι ώστε η πόλη να συναγωνιστεί το μεγαλείο της βυζαντινής πρωτεύουσας.[3][4][5] Ο Συμεών Α΄ συνέχισε την πολιτική τού πατέρα του Βόριδος Α΄ (βασ. 852–889) της ίδρυσης και της διάδοσης τού βουλγαρικού πολιτισμού, μετατρέποντας τη χώρα σε λογοτεχνικό και πνευματικό κέντρο της σλαβικής Ευρώπης. Τα Πρεσλαβικά και λογοτεχνικά σχολεία, που ιδρύθηκαν υπό τον Βόριδα Α΄, έφθασαν στο απόγειό τους επί βασιλείας τού διαδόχου του.[4][6] Ήταν εκείνη την εποχ, που επινοήθηκε το κυριλλικό αλφάβητο, πιθανότατα από τον Βούλγαρο λόγιο Κλήμη της Αχρίδας.[6]
Η καταστροφή των Μαγυάρων των βορειοανατολικών περιοχών της χώρας κατά τη διάρκεια τού πολέμου των ετών 894–896, εξέθεσε την ευπάθεια των συνόρων της Βουλγαρίας σε ξένες επεμβάσεις υπό την επιρροή της βυζαντινής διπλωματίας.[3] Μόλις υπογράφηκε η ειρήνη με το Βυζάντιο, ο Συμεών Α΄ επεδίωξε να εξασφαλίσει τις βουλγαρικές θέσεις στα δυτικά Βαλκάνια. Μετά το τέλος τού Σέρβου πρίγκιπα Μουτιμίρ (βασ. 850–891), αρκετά μέλη της κυρίαρχης δυναστείας πολέμησαν για τον θρόνο τού πριγκιπάτου της Σερβίας [1], έως ότου ο Πέταρ Γκοϊνικόβιτς καθιερώθηκε ως πρίγκιπας το 892. Το 897 ο Συμεών Α΄ συμφώνησε να αναγνωρίσει τον Πέταρ και να τον θέσει υπό την προστασία του, με αποτέλεσμα μία 20ετή περίοδο ειρήνης και σταθερότητας στα δυτικά.[1] Ωστόσο, ο Πέταρ δεν αρκέστηκε στην υποδεέστερη θέση του, και αναζήτησε τρόπους να επιτύχει την ανεξαρτησία του.[1]
Η εσωτερική κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 10ου αι. θεωρήθηκε από τον Συμεών Α΄ ως ένδειξη αδυναμίας.[6] Υπήρξε απόπειρα δολοφονίας τού Αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ τού Σοφού (βασ. 886–912) το 903 και εξέγερση τού δομέστικου των Σχολών της Ανατολής (αρχηγού τού Ανατολικού Στρατού) Ανδρόνικου Δούκα το 905. Η κατάσταση χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο, καθώς ο Αυτοκράτορας μπήκε σε διαμάχη με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Νικόλαο Α΄ Μυστικό για τον τέταρτο γάμο του, με την ερωμένη του Ζωή Καρβωνοψίνα. Το 907 ο Λέων ΣΤ΄ καθαίρεσε τον Πατριάρχη.[6][7]
Η κρίση τού 904
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις αρχές του 10ου αι., οι Άραβες ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Σικελίας, και από το 902 άρχισαν να επιτίθενται στη βυζαντινή ναυτιλία και σε πόλεις του Αιγαίου. Το 904 λεηλάτησαν τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη, αιχμαλωτίζοντας 22.000 και αφήνοντας την πόλη σχεδόν άδεια.[1][3] Ο Συμεών Α΄ αποφάσισε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία και ο βουλγαρικός στρατός εμφανίστηκε κοντά στην έρημη πόλη. Με την εξασφάλιση και την εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη, οι Βούλγαροι θα είχαν αποκτήσει ένα σημαντικό λιμάνι στο Αιγαίο Πέλαγος και θα είχαν εδραιώσει την κυριαρχία τους στα δυτικά Βαλκάνια, δημιουργώντας μία μόνιμη απειλή για την Κωνσταντινούπολη.[2][6] Έχοντας επίγνωση τού κινδύνου, οι Βυζαντινοί έστειλαν τον έμπειρο διπλωμάτη Λέοντα Χοιροφάκτη να διαπραγματευτεί μία λύση. Η πορεία των διαπραγματεύσεων είναι άγνωστη –σε σωζόμενη επιστολή προς τον Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό, ο Χοιροσφάκτης καυχιόταν ότι είχε «πείσει» τους Βούλγαρους να μην καταλάβουν την πόλη, αλλά δεν ανέφερε περισσότερες λεπτομέρειες.[6] Ωστόσο, μία επιγραφή που βρέθηκε κοντά στο χωριό Nαράς μαρτυρεί, ότι από το 904 το σύνορο μεταξύ των δύο χωρών απήχε μόνο 20 χλμ. από τα βόρεια της Θεσσαλονίκης. a[›] Ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, η Βουλγαρία εξασφάλισε τα εδαφικά κέρδη, που αποκτήθηκαν στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού χαν Πρεσιάν Α΄ (βασ. 836–852) και επέκτεινε την επικράτειά της νοτιότερα, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής.[1][4][6] Το δυτικό τμήμα τού βυζαντινο-βουλγαρικού συνόρου περνούσε από το όρος Φαλακρό μέσω της πόλης των Σερρών, η οποία βρισκόταν στη βυζαντινή πλευρά, στη συνέχεια στρεφόταν νοτιοδυτικά προς το Nαράς, διέσχιζε τον ποταμό Βαρδάρη/Αξιό στο σύγχρονο χωριό Αξιοχώρι, διέσχιζε το όρος Πάικο, περνούσε ανατολικά της Έδεσσας μέσω των βουνών Βέρμιου και Άσκιου, διέσχισε τον ποταμό Αλιάκμονα νότια της πόλης Kαστοριάς/Κοστούρ, που βρισκόταν στη Βουλγαρία, διέσχιζε τα βουνά τού Γράμμου, μετά ακολουθούσε τον ποταμό Aώο μέχρι τη συμβολή του με τον ποταμό Δρίνο και τελικά έστριβε δυτικά, φτάνοντας στην Αδριατική Θάλασσα στην πόλη της Χειμάρρας.[2][8]
Έναρξη τού πολέμου και η στέψη τού Συμεών Α΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 912 ο Λέων ΣΤ΄ απεβίωσε και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Αλέξανδρος, ο οποίος ξεκίνησε να ανατρέψει πολλά από την πολιτική τού Λέοντα ΣΤ΄ και επανέφερε τον Νικόλαο Μυστικό ως Πατριάρχη.[1] Όπως προέβλεπε το διπλωματικό πρωτόκολλο της εποχής, ο Συμεών Α΄ έστειλε απεσταλμένους για να επιβεβαιώσουν την ειρήνη στα τέλη τού 912 ή στις αρχές τού 913. Σύμφωνα με τον βυζαντινό χρονικογράφο Συνεχιστή τού Θεοφάνη, ο Συμεών Α΄ τον πληροφόρησε ότι «θα τιμούσε την ειρήνη, αν τού φερόταν με καλοσύνη και σεβασμό, όπως ήταν υπό τον Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος, κυριευμένος από την τρέλα και την ανοησία, απέλυσε άδοξα τους απεσταλμένους, απείλησε τον Συμεών Α΄ και νόμιζε ότι θα τον εκφοβίσει. Η ειρήνη διακόπηκε και ο Συμεών Α΄ αποφάσισε να εγείρει τα όπλα εναντίον των Χριστιανών [των Βυζαντινών]» [9][10] Έτσι ο Βούλγαρος ηγεμόνας, που αναζητούσε ένα casus belli για να διεκδικήσει τον αυτοκρατορικό τίτλο, βρήκε την ευκαιρία για να κάνει πόλεμο.[1][4] Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, η τελική φιλοδοξία τού Συμεών Α΄ ήταν να λάβει το θρόνο της Κωνσταντινούπολης ως Ρωμαίος αυτοκράτορας, δημιουργώντας ένα κοινό Βουλγαρο-Ρωμαϊκό κράτος.[1] Ο ιστορικός Τζον Φάιν υποστηρίζει, ότι η προκλητική πολιτική τού Αλεξάνδρου δεν επηρέασε ελάχιστα την απόφαση του Συμεών Α΄, καθώς είχε ήδη σχεδιάσει εισβολή, λαμβάνοντας υπόψη ότι στον βυζαντινό θρόνο καθόταν ένας άνδρας, που δεν ήταν δημοφιλής, αλλά άπειρος και πιθανώς αλκοολικός, και τού οποίου ο διάδοχος Κωνσταντίνος Ζ΄ ήταν ένα ασθενικό αγοράκι, που πολλοί θεωρούσαν νόθο. b[›] [1][2] Ενώ η Βουλγαρία ετοιμαζόταν για πόλεμο, στις 6 Ιούνιος 913 ο Αλέξανδρος απεβίωσε, αφήνοντας την Κωνσταντινούπολη σε χάος με έναν ανήλικο Αυτοκράτορα υπό την αντιβασιλεία τού Πατριάρχη Μυστικού.[1]
Τα πρώτα βήματα της αντιβασιλείας ήταν να προσπαθήσει να εκτρέψει την επίθεση τού Συμεών Α΄. Ο Νικόλαος Μυστικός έστειλε μία επιστολή, που ενώ επαινούσε τη σοφία τού Συμεών Α΄, τον κατηγορούσε ότι επιτέθηκε σε ένα «ορφανό παιδί» (δηλ. στον Κωνσταντίνο Ζ΄), που δεν είχε κάνει κάτι για να τον προσβάλει, και οι προσπάθειές του θα ήταν μάταιες.[2][4] Προς τα τέλη Ιουλίου 913 ο Βούλγαρος μονάρχης ξεκίνησε μία εκστρατεία ως επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού και τον Αύγουστο έφτασε στην Κωνσταντινούπολη αμαχητί. Ο επικεφαλής της βυζαντινής κυβέρνησης, Θεόδωρος Δαφνοπάτης, έγραψε για την εκστρατεία 15 χρόνια αργότερα: «Έγινε ένας σεισμός, τον οποίο ένιωσαν ακόμη και όσοι ζούσαν πέρα από τους Στύλους του Ηρακλή».[10] Οι Βούλγαροι πολιόρκησαν την πόλη και κατασκεύασαν τάφρο από τον Κεράτιο Κόλπο μέχρι τη Χρυσή Πύλη στη θάλασσα του Μαρμαρά.[2][6] Εφόσον ο Συμεών Α΄ είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και γνώριζε ότι η πόλη ήταν απόρθητη από χερσαία επίθεση χωρίς θαλάσσια υποστήριξη, αυτές οι ενέργειες ήταν επίδειξη δύναμης, όχι απόπειρα επίθεσης στην πόλη. Σύντομα, η πολιορκία άρθηκε και ο kavhan (πρώτος υπουργός) Τεόντορε Σιγκρίτσα στάλθηκε να προρείνει ειρήνη.[4] Ο Συμεών Α΄ είχε δύο απαιτήσεις: να στεφθεί τσάρος των Βουλγάρων και να αρραβωνιάσει την κόρη του με τον Κωνσταντίνο Ζ΄, γενόμενος έτσι πεθερός και κηδεμόνας τού νηπίου Αυτοκράτορα.[1][4][7]
Μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ τού Τεόντορε Σιγκρίτσα και της αντιβασιλείας, οργανώθηκε ένα συμπόσιο προς τιμήν των δύο γιων τού Συμεών Α΄ στο Ανάκτορο των Βλαχερνών, υπό την προσωπική προεδρία τού Κωνσταντίνου Ζ΄. Ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός μετέβη στο βουλγαρικό στρατόπεδο, για να συναντήσει τον Βούλγαρο ηγεμόνα εν μέσω της συνοδείας του.[1][4] Ο Συμεών Α΄ προσκύνησε τον Πατριάρχη, ο οποίος αντί για αυτοκρατορικό στέμμα τοποθέτησε στο κεφάλι τού Συμεών Α΄ το δικό του πατριαρχικό στέμμα.[1][4][6] Τα βυζαντινά χρονικά, που ήταν εχθρικά προς τον Συμεών Α΄, είχαν παρουσιάσει την τελετή ως προσποίηση, αλλά σύγχρονοι ιστορικοί, όπως ο John Fine, ο Mark Whittow και ο Γιόργι Οστρογκότσκι υποστηρίζουν, ότι ο Συμεών ήταν πολύ έμπειρος για να τον ξεγελάσουν, και ότι στέφθηκε πράγματι αυτοκράτορας των Βουλγάρων (στα βουλγαρικά, τσάρος).[1][3] Οι πηγές αναφέρουν ότι ο Νικόλαος Μυστικός συμφώνησε επίσης με τον δεύτερο όρο τού Συμεών Α΄, ο οποίος θα μπορούσε να είχε ανοίξει τον δρόμο τού Συμεών Α΄ για να γίνει συναυτοκράτορας και τελικά Αυτοκράτορας των Ρωμαίων.[1][5][7] Έχοντας επιτύχει τον στόχο του, ο Συμεών Α΄ επέστρεψε θριαμβευτικά στην Πρεσλάβα, αφού τιμήθηκε με πολλά δώρα μαζί με τους γιους του.[4][6][10] Για να σηματοδοτήσει αυτό το επίτευγμα, ο Συμεών Α΄ άλλαξε τις σφραγίδες του για να γράψει "Συμεών, ειρηνοποιέ αυτοκράτορα, [βασίλευε] πολλά έτη".[5]
Μάχη τού Αχελώου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συμφωνία που συνήφθη τον Αύγουστο του 913, αποδείχθηκε βραχύβια. Δύο μήνες μετά η μητέρα τού Κωνσταντίνου Ζ΄, η Ζωή Καρβονωψίνα, επετράπη να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη από την εξορία. Τον Φεβρουάριο του 914 ανέτρεψε την αντιβασιλεία τού Νικολάου Μυστικού με ανακτορικό πραξικόπημα. Ανακηρύχθηκε απρόθυμα αυτοκράτειρα από τον Μυστικό, ο οποίος διατήρησε τη θέση του ως Πατριάρχη.[1][6] Η πρώτη της εντολή ήταν να ανακαλέσει όλες τις παραχωρήσεις, που είχε δώσει στον Βούλγαρο μονάρχη η αντιβασιλεία, προκαλώντας στρατιωτικά αντίποινα.[7] Το καλοκαίρι τού 914 ο βουλγαρικός στρατός εισέβαλε στα θέματα της Θράκης και της Μακεδονίας. Ταυτόχρονα, τα βουλγαρικά στρατεύματα διείσδυσαν στις περιοχές τού Δυρραχίου και της Θεσσαλονίκης στα δυτικά.[10] Η μεγαλύτερη και πιο σημαντική πόλη της Θράκης, η Αδριανούπολη, πολιορκήθηκε και καταλήφθηκε τον Σεπτέμβριο και ο ντόπιος πληθυσμός αναγνώρισε τον Συμεών Α΄ ως ηγεμόνα της.[2][6] Ωστόσο, οι Βυζαντινοί ανέκτησαν αμέσως την πόλη με αντάλλαγμα ένα τεράστιο λύτρο.[1][2]
Για να αντιμετωπίσουν οριστικά τη βουλγαρική απειλή, οι Βυζαντινοί έλαβαν μέτρα για να τερματίσουν τη σύγκρουση με το χαλιφάτο των Αββασιδών στα ανατολικά και προσπάθησαν να δημιουργήσουν έναν ευρύ αντι-βουλγαρικό συνασπισμό. Δύο απεσταλμένοι στάλθηκαν στη Βαγδάτη, όπου εξασφάλισαν την ειρήνη με τον χαλίφη αλ-Μουκταντίρ τον Ιούνιο τού 917 [6] Ο δούκας (στρατηγός) τού Δυρραχίου, Λέων Ραβδούχος, έλαβε εντολή να διαπραγματευτεί με τον Σέρβο πρίγκιπα Πέταρ Γκοϊνικόβιτς, ο οποίος ήταν Βούλγαρος υποτελής, αλλά ήταν πρόθυμος να αποκηρύξει τη βουλγαρική επικυριαρχία.[1] Ωστόσο, η αυλή στην Πρεσλάβα προειδοποιήθηκε για τις διαπραγματεύσεις από τον πρίγκιπα Μιχαήλ τού Ζαχούμλιε, πιστό σύμμαχο της Βουλγαρίας, και ο Συμεών Α΄ μπόρεσε να αποτρέψει μία άμεση σερβική επίθεση.[4][6][10] Οι βυζαντινές απόπειρες προσέγγισης των Μαγυάρων αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από τη βουλγαρική διπλωματία.[6] Ο στρατηγός Ιωάννης Βογάς στάλθηκε με πλούσια δώρα στους Πετσενέγους, που κατοικούσαν στις στέπες στα βορειοανατολικά της Βουλγαρίας. Οι Βούλγαροι είχαν ήδη δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς με τους Πετσενέγους, μεταξύ άλλων τρόπων, μέσω γάμων [4] και η αποστολή τού Βογά αποδείχθηκε δύσκολη. Πράγματι κατάφερε να πείσει κάποιες φυλές να στείλουν βοήθεια, αλλά τελικά το βυζαντινό ναυτικό αρνήθηκε να τις μεταφέρει στα νότια τού ποταμού Δούναβη, πιθανώς ως αποτέλεσμα της ζήλιας, που υπήρχε μεταξύ τού Βογά και τού φιλόδοξου ναύαρχου Ρωμανού Λεκαπηνού.[1][6]
...Και ακόμη και τώρα υπάρχουν σωροί οστών στην Αγχίαλο, όπου ο φυγάς στρατός των Ρωμαίων σκοτώθηκε αισχρά.
— Από την Ιστορία τού Λέοντα Διακόνου, 75 έτη μετά τη μάχη της Αγχιάλου.[11]
Οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να πολεμήσουν μόνοι τους, αλλά η ειρήνη με τους Άραβες τους επέτρεψε να συγκεντρώσουν ολόκληρο τον στρατό τους, συμπεριλαμβανομένων των στρατευμάτων που στάθμευαν στη Μικρά Ασία. Οι δυνάμεις αυτές τέθηκαν υπό τη διοίκηση τού Δομεστίκου των Σχολών Λέοντα Φωκά τού Πρεσβύτερου.[2][4] Πριν βαδίσουν στη μάχη, οι στρατιώτες υποκλίθηκαν «στον ζωοποιό Αληθινό Σταυρό και ορκίστηκαν να πεθάνουν ο ένας για τον άλλον».[12] Με τα δυτικά και βόρεια σύνορά του ασφαλή, ο Συμεών Α΄ μπόρεσε επίσης να συγκεντρώσει μία μεγάλη ομάδα. Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στις 20 Αύγουστος 917 κοντά στον Αχελώο ποταμό στην περιοχή της Αγχιάλου.[4] Αρχικά, οι Βυζαντινοί είχαν επιτυχία και οι Βούλγαροι άρχισαν μία τακτική υποχώρηση, αλλά όταν ο Λέων Φωκάς έχασε το άλογό του, επικράτησε σύγχυση στα βυζαντινά στρατεύματα, που σύμφωνα με τον χρονικογράφο Ιωάννη Σκυλίτζη είχαν χαμηλό ηθικό. Ο Συμεών Α΄, που παρακολουθούσε το πεδίο της μάχης από τα κοντινά υψώματα, διέταξε αντεπίθεση και οδήγησε προσωπικά το βουλγαρικό ιππικό.[2][4][6] Οι βυζαντινές τάξεις διερράγησαν και σύμφωνα με τα λόγια τού Συνεχιστή τού Θεοφάνη «έγινε αιματοχυσία, που δεν είχε γίνει στους αιώνες».[13] Σχεδόν ολόκληρος ο βυζαντινός στρατός εκμηδενίστηκε και μόνο λίγοι, συμπεριλαμβανομένου τού Λέοντος Φωκά, κατάφεραν να φτάσουν στο λιμάνι της Μεσημβρίας και να φύγουν ασφαλείς με πλοία.[6][10]
Για άλλη μία φορά κλήθηκε ο Νικόλαος Μυστικός, σε μία προσπάθεια να σταματήσει τη βουλγαρική επίθεση. Σε επιστολή του προς τον Συμεών Α΄, ο Πατριάρχης επέμενε ότι σκοπός της βυζαντινής επίθεσης δεν ήταν να καταστρέψει τη Βουλγαρία, αλλά να αναγκάσει τον Συμεών Α΄ να εκκενώσει τα στρατεύματά του από τις περιοχές της Θεσσαλονίκης και τού Δυρραχίου. Ωστόσο, παραδέχτηκε ότι αυτό δεν ήταν δικαιολογία για τη βυζαντινή εισβολή και παρακάλεσε να συγχωρήσει, ως καλός χριστιανός, ο Συμεών Α΄ τους ομοθρήσκους του.[1][2] Οι προσπάθειες τού Νικολάου Μυστικού ήταν μάταιες και ο βουλγαρικός στρατός διείσδυσε βαθιά στο βυζαντινό έδαφος. Ο Λέων Φωκάς συγκέντρωσε άλλοn στρατό, αλλά οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν βαριά στη μάχη των Κατασυρτών, λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη, σε μία νυχτερινή συμπλοκή.[6][10]
Εκστρατείες κατά των Σέρβων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τις νίκες του 917, άνοιξε ο δρόμος για την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, ο Συμεών Α΄ είχε να αντιμετωπίσει τον Σέρβο πρίγκιπα Πέταρ Γκοϊνίκοβιτς, ο οποίος είχε απαντήσει θετικά στη βυζαντινή πρόταση για αντι-βουλγαρικό συνασπισμό. Στάλθηκε στρατός υπό τη διοίκηση τού καβχάν Τεόντορε Σιγκρίτσα και τού στρατηγού Μαρμαΐς. Οι δύο τους έπεισαν τον Πέταρ Γκοϊνίκοβιτς να τους συναντήσει, οπότε τον έπιασαν και τον έστειλαν στην Πρεσλάβα, όπου απεβίωσε στη φυλακή. Οι Βούλγαροι αντικατέστησαν τον Πέταρ με τον Παύλε Μπράνοβιτς, εγγονό τού πρίγκιπα Μουτίμιρ, ο οποίος είχε ζήσει πολύ καιρό στην Πρεσλάβα. Έτσι η Σερβία μετατράπηκε σε κράτος μαριονέτα μέχρι το 921.
Σε μία προσπάθεια να θέσουν τη Σερβία υπό τον έλεγχό τους, το 920 οι Βυζαντινοί έστειλαν τον Ζαχαρίγια Πριμπισλαβλγιέβιτς, άλλον έναν εγγονό τού Mουτιμίρ, να αμφισβητήσει την κυριαρχία τού Παύλε. Ο Ζαχαρίγια είτε αιχμαλωτίστηκε από τους Βούλγαρους καθ' οδόν , είτε από τον Παύλε, που τον έδωσε δεόντως στον Συμεών Α΄. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο Zαχαρίγια κατέληξε στην Πρεσλάβα. Παρά την οπισθοδρόμηση, οι Βυζαντινοί επέμειναν και τελικά δωροδόκησαν τον Παύλε για να αλλάξει πλευρά, αφού τού πρόσφεραν πολύ χρυσό. Σε απάντηση, το 921 ο Συμεών Α΄ έστειλε βουλγαρικό στρατό με επικεφαλής τον Ζαχαρίγια. Η βουλγαρική παρέμβαση στέφθηκε με επιτυχία, ο Παύλε καθαιρέθηκε εύκολα και για άλλη μία φορά ένας Βούλγαρος υποψήφιος τοποθετήθηκε στον σερβικό θρόνο. Αυτό δεν κράτησε πολύ, διότι ο Zαχαρίγια είχε μεγαλώσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Βυζαντινούς. Σύντομα, ο Zαχαρίγια δήλωσε ανοιχτά την πίστη του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ξεκίνησε εχθροπραξίες κατά της Βουλγαρίας. Το 923 ή το 924 ο Συμεών Α΄ έστειλε μικρό στρατό με επικεφαλής τον Τεόντορε Σιγκρίτσα και τον Μαρμαΐς, αλλά αυτοί έπεσαν σε ενέδρα και σκοτώθηκαν. Ο Ζαχαρίγια έστειλε τα κεφάλια τους στην Κωνσταντινούπολη.
Αυτή η ενέργεια προκάλεσε μία μεγάλη εκστρατεία αντιποίνων το 924. Μία μεγάλη βουλγαρική δύναμη απεστάλη, συνοδευόμενη από έναν νέο υποψήφιο, τον Τσάσλαβ, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Πρεσλάβα από Βουλγάρα μητέρα. Οι Βούλγαροι ρήμαξαν την ύπαιθρο και ανάγκασαν τον Ζαχαρίγια να καταφύγει στο βασίλειο της Κροατίας. Αυτή τη φορά, όμως, οι Βούλγαροι είχαν αποφασίσει να αλλάξουν στάση απέναντι στους Σέρβους. Κάλεσαν όλους τους Σέρβους ζουπάνους για να αποτίσουν φόρο τιμής στον Τσάσλαβ, στη συνέχεια τους συνέλαβαν και να τους οδήγησαν στην Πρεσλάβα. Η Σερβία προσαρτήθηκε ως βουλγαρική επαρχία, επεκτείνοντας τα σύνορα της χώρας προς την Κροατία, η οποία βρισκόταν στο απόγειό της και αποδείχτηκε επικίνδυνος γείτονας. Η προσάρτηση ήταν μία απαραίτητη κίνηση, καθώς οι Σέρβοι είχαν αποδειχθεί αναξιόπιστοι σύμμαχοι και ο Συμεών Α΄ είχε γίνει επιφυλακτικός απέναντι στο αναπόφευκτο μοτίβο τού πολέμου, της δωροδοκίας και της αποστασίας.
Εκστρατείες κατά των Βυζαντινών (918–922)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την εξάλειψη της απειλής από τη Σερβία το 917, ο Συμεών A΄ ηγήθηκε προσωπικά εκστρατείας στο θέμα της Ελλάδος και διείσδυσε βαθιά προς τα νότια, φτάνοντας στον Ισθμό της Κορίνθου. Αν και πολλοί άνθρωποι κατέφυγαν στο νησί της Εύβοιας και στη χερσόνησο της Πελοποννήσου, οι Βούλγαροι αιχμαλώτισαν πολλούς και ανάγκασαν τον πληθυσμό να πληρώσει φόρους στο βουλγαρικό κράτος. Η πρωτεύουσα της Ελλάδας, η Θήβα, καταλήφθηκε και οι οχυρώσεις της καταστράφηκαν. Ένα αξιοσημείωτο επεισόδιο αυτής της εκστρατείας περιγράφηκε στο εγχειρίδιο για την πολεμική Στρατηγική από τον συγγραφέα του 11ου αι. Κεκαυμένο: αφού πολιόρκησε άκαρπα μία πολυάνθρωπη πόλη στην Ελλάδα c[›], ο Συμεών Α΄ χρησιμοποίησε ένα πολεμικό τέχνασμα, στέλνοντας γενναίους και πολυμήχανους άνδρες στην πόλη, για να ανακαλύψουν αδυναμίες στην άμυνά της. Ανακάλυψαν ότι οι πύλες κρατούνταν ψηλά επάνω από το έδαφος με μεντεσέδες. Αφού έλαβε την αναφορά τους, ο Συμεών Α΄ έστειλε πέντε άνδρες στην πόλη με τσεκούρια, για να εξοντώσουν τους φρουρούς, να σπάσουν τους μεντεσέδες και να ανοίξουν τις πύλες για τον βουλγαρικό στρατό. Αφού άνοιξαν οι πύλες, ο βουλγαρικός στρατός μπήκε και κατέλαβε την πόλη αναίμακτα.
Την άνοιξη του 919, οι στρατιωτικές αποτυχίες που υπέστησαν οι Βυζαντινοί τα δύο προηγούμενα χρόνια προκάλεσαν μία άλλη αλλαγή στη βυζαντινή κυριαρχία, όταν ο ναύαρχος Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός ανάγκασε τη Ζωή Καρβωνοψίνα να επιστρέψει σε ένα μοναστήρι και γρήγορα ανήλθε σε αξιώματα. Τον Απρίλιο, η κόρη τού Λεκαπηνού, Ελένη Λεκαπηνή, παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Ζ΄, και ο Λεκαπηνός έλαβε τον τίτλο του βασιλοπάτορα. Τον Σεπτέμβριο ο Λεκαπηνός ονομάστηκε καίσαρας και τον Δεκέμβριο στέφθηκε ανώτερος Αυτοκράτορας. Αυτή η νέα εξέλιξη εξόργισε τον Συμεών Α΄, καθώς θεωρούσε τον Ρωμανό σφετεριστή και ένιωθε προσβεβλημένος που ένας γιος ενός Αρμένιου χωρικού , είχε πάρει τη δική του επιθυμητή θέση. Ως εκ τούτου, ο Συμεών Α΄ απέρριψε τις προτάσεις να γίνει συγγένεια με τον Ρωμανό μέσω ενός δυναστικού γάμου και αρνήθηκε να διαπραγματευτεί για ειρήνη μέχρι να παραιτηθεί ο Λεκαπηνός.
Το φθινόπωρο τού 920 ο βουλγαρικός στρατός εκστράτευσε βαθιά στη Θράκη, φτάνοντας στα Δαρδανέλια και έστησε στρατόπεδο στην ακτή της χερσονήσου της Καλλίπολης ακριβώς απέναντι από την πόλη Λάμψακο στη Μικρά Ασία. Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στη βυζαντινή αυλή, διότι οι Βούλγαροι θα μπορούσαν να αποκόψουν την Κωνσταντινούπολη από το Αιγαίο Πέλαγος, εάν κατάφερναν να εξασφαλίσουν την Καλλίπολη και τη Λάμψακο. Ο Πατριάρχης Μυστικός προσπάθησε να υποβάλει αγωγή για ειρήνη και πρότεινε συνάντηση με τον Συμεών Α΄ στη Μεσημβρία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Τον επόμενο χρόνο οι Βούλγαροι βάδισαν στις Κατασύρτες κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να δελεάσουν τους Βουλγάρους στα βόρεια, μακριά από την πρωτεύουσά τους, διεξάγοντας μία εκστρατεία στην πόλη Θερμά Ύδατα (Aquae Calidae), κοντά στο σύγχρονο Μπουργκάς. Ο Βυζαντινός διοικητής Πόθος Αργυρός έστειλε απόσπασμα υπό τον Μιχαήλ, γιο τού Μορολέοντα, για να παρακολουθεί τις κινήσεις των Βουλγάρων. Τα στρατεύματα τού Μιχαήλ τελικά ανακαλύφθηκαν και έπεσαν σε ενέδρα από τους Βουλγάρους. Αν και οι Βυζαντινοί προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στους Βουλγάρους, αυτοί ηττήθηκαν. Ο Μιχαήλ τραυματίστηκε και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και απεβίωσε.
Μετά τη σύγκρουση στο Aquae Calidae, πρόσθετες βουλγαρικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Μένικο και τον Καύκανο στάλθηκαν νότια. Διέσχισαν τα βουνά Στράντζα και ρήμαξαν την ύπαιθρο γύρω από την Κωνσταντινούπολη, απειλώντας τα ανάκτορα γύρω από τον Κεράτιο Κόλπο. Οι Βυζαντινοί κάλεσαν έναν μεγάλο στρατό, που περιλάμβανε στρατεύματα από τη φρουρά της πόλης, την αυτοκρατορική φρουρά και ναύτες από το ναυτικό, με διοικητή τον Πόθο Αργυρό και τον μέγα δούκα (ναύαρχο) Αλέξιο Μοσηλέ. Τον Μάρτιο τού 921 οι αντίπαλες δυνάμεις συγκρούστηκαν στη μάχη των Πηγών, όπου κατατροπώθηκαν οι Βυζαντινοί. Ο Πόθος Αργυρός μετά βίας γλίτωσε και ο Αλέξιος Μοσηλέ πνίγηκε, προσπαθώντας να επιβιβαστεί σε πλοίο. Το 922 οι Βούλγαροι κατέλαβαν την πόλη Βιζύη και έκαψαν τα ανάκτορα της αυτοκράτειρας Θεοδώρας κοντά στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Ρωμανός Α΄ προσπάθησε να τους αντιταχθεί, αποστέλλοντας στρατεύματα υπό τον Σακτίκιο. Ο Σακτίκιος επιτέθηκε στο βουλγαρικό στρατόπεδο, ενώ οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν διασκορπισμένοι για να συγκεντρώσουν προμήθειες. Όταν οι βουλγαρικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν ξανά και ενημερώθηκαν για την επίθεση, αντεπιτέθηκαν και νίκησαν τους Βυζαντινούς, τραυματίζοντας θανάσιμα τον διοικητή τους.
Προσπάθειες για βουλγαρο-αραβική συμμαχία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι το 922, αν και οι Βούλγαροι έλεγχαν ολόκληρη σχεδόν τη βαλκανική χερσόνησο, o κύριος στόχος τού Συμεών Α΄ παρέμενε μακριά του. Ο Βούλγαρος μονάρχης γνώριζε ότι χρειαζόταν ναυτικό, για να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο Συμεών Α΄ αποφάσισε να στραφεί στον Aμπντουλάχ αλ-Μαχντί Μπιλάχ (βασ. 909–934), ιδρυτή και χαλίφης τού χαλιφάτου των Φατιμιδών. Κυβέρνησε το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Αφρικής και αποτελούσε διαρκή απειλή για τις βυζαντινές κτήσεις στη Νότια Ιταλία. Αν και το 914 και οι δύο πλευρές είχαν συνάψει συνθήκη ειρήνης, από το 918 οι Φατιμίδες είχαν ανανεώσει τις επιθέσεις στις ιταλικές ακτές. Το 922 οι Βούλγαροι έστειλαν λαθραία απεσταλμένους μέσω της Ζαχλουμίας, πολιτείας τού συμμάχου τους Μιχαήλ, στην πρωτεύουσα του χαλίφη αλ-Μαχντίγια στις ακτές της Τυνησίας. Ο Συμεών Α΄ πρότεινε μία κοινή επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, με τους Βούλγαρους να παρέχουν μεγάλο χερσαίο στρατό και τους Άραβες ναυτικό. Προτάθηκε ότι όλα τα λάφυρα θα μοιράζονταν ισομερώς, οι Βούλγαροι θα κρατούσαν την Κωνσταντινούπολη και οι Φατιμίδες θα αποκτούσαν τα βυζαντινά εδάφη στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία.
Ο Aλ-Μαχντί Μπιλάχ αποδέχτηκε την πρόταση και έστειλε πίσω τους δικούς του απεσταλμένους για να συνάψουν τη συμφωνία. Στο δρόμο προς τη Ζαχλουμία το πλοίο κατελήφθη από τους Βυζαντινούς κοντά στις ακτές της Καλαβρίας και οι απεσταλμένοι των δύο χωρών στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Όταν ο Ρωμανός έμαθα για τις μυστικές διαπραγματεύσεις, οι Βούλγαροι φυλακίστηκαν, ενώ επετράπη στους Άραβες απεσταλμένους να επιστρέψουν στην Αλ Μαχντίγια με πλούσια δώρα για τον χαλίφη. Οι Βυζαντινοί έστειλαν τότε τη δική τους πρεσβεία στη Βόρεια Αφρική για να πλειοδοτήσουν τον Συμεών Α΄, και τελικά οι Φατιμίδες συμφώνησαν να μην βοηθήσουν τη Βουλγαρία. Άλλη μία προσπάθεια τού Συμεών Α΄ να συμμαχήσει με τους Άραβες καταγράφεται από τον ιστορικό αλ-Μασουντί στο βιβλίο του Λιβάδια χρυσού και ορυχεία πολυτίμων λίθων. Μία αραβική αποστολή από το χαλιφάτο των Αββασιδών υπό τον Θαμάλ αλ-Ντουλάφι αποβιβάστηκε στις ακτές τού Αιγαίου στη Θράκη και οι Βούλγαροι ήλθαν σε επαφή μαζί τους και έστειλαν απεσταλμένους στην Ταρσό. Ωστόσο, και αυτή η προσπάθεια απέτυχε να δώσει απτά αποτελέσματα.
Μετέπειτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την αποτυχία να εξασφαλίσει συμμαχία με τους Άραβες, τον Σεπτέμβριο του 923 ή 924 ο Συμεών Α΄ για άλλη μία φορά εμφανίστηκε στη Βυζαντινή Θράκη. Οι Βούλγαροι λεηλάτησαν τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, έκαψαν την εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Πηγής και στρατοπέδευσαν στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο Συμεών Α΄ απαίτησε συνάντηση με τον Ρωμανό Α΄ για την καθιέρωση μίας προσωρινής εκεχειρίας για την αντιμετώπιση της σερβικής απειλής. Οι Βυζαντινοί, πρόθυμοι να σταματήσουν τις εχθροπραξίες, συμφώνησαν. Πριν από τη συνάντηση στο προάστιο Κοσμίδιο, οι Βούλγαροι έλαβαν προφυλάξεις και επιθεώρησαν προσεκτικά την ειδικά προετοιμασμένη εξέδρα: εξακολουθούσαν να θυμούνται την αποτυχημένη βυζαντινή απόπειρα δολοφονίας τού χαν Kρούμου (βασ. 803–814) κατά τις διαπραγματεύσεις στο ίδιο μέρος έναν αιώνα νωρίτερα, το 813.
"... Ο Συμεών έφτασε με μεγάλο στρατό, χωρισμένο σε πολλές μονάδες, άλλες οπλισμένες με χρυσές ασπίδες και χρυσές λόγχες, άλλες με ασημένιες ασπίδες και ασημένιες λόγχες, άλλες με όπλα σε κάθε χρώμα, και όλες ήταν καλυμμένες με σίδηρο." Συνεχιστής τού Θεοφάνη, Περί τού βουλγαρικού στρατού στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ρωμανός Α΄ έφτασε πρώτος, ο Συμεών Α΄ εμφανίστηκε σε ένα άλογο περιτριγυρισμένος από επίλεκτους στρατιώτες, που φώναζαν στα ελληνικά "Δόξα στον Συμεών, τον αυτοκράτορα". Σύμφωνα με τα βυζαντινά χρονικά, αφού οι δύο μονάρχες αλληλοασπάστηκαν, ο Ρωμανός Α΄ απαίτησε από τον Συμεών να σταματήσει να χύνει χριστιανικό αίμα σε έναν περιττό πόλεμο και έκανε ένα μικρό κήρυγμα στον ηλικιωμένο Βούλγαρο ηγεμόνα, ρωτώντας πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Θεό με όλο αυτό το αίμα στα χέρια του. Ο Συμεών Α΄ δεν είχε κάτι να απαντήσει. Ωστόσο, ο ιστορικός Mark Whittow σημειώνει, ότι αυτές οι μαρτυρίες δεν ήταν παρά επίσημες βυζαντινές ευχές, που συντάχθηκαν μετά το συμβάν. Ο μόνος υπαινιγμός τού τι πραγματικά συνέβη, ήταν μία αλληγορική ιστορία, ότι τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η συνάντηση, φάνηκαν δύο αετοί να πετάνε υψηλά στον ουρανό, μετά συνεπλάκησαν και αμέσως χωρίστηκαν: ο ένας κατευθύνθηκε προς τα βόρεια προς τη Θράκη και ο άλλος πετούσε προς την Κωνσταντινούπολη. Αυτό θεωρήθηκε ως κακός οιωνός, που αντιπροσώπευε τις τύχες των δύο ηγεμόνων. Το προμήνυμα δύο αετών είναι ρητορικό υπονοούμενο, ότι στη συνάντηση ο Ρωμανός Α΄ αναγνώρισε τον αυτοκρατορικό τίτλο τού Συμεών Α΄ και την ισότητά του με τον Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο ο Ρωμανός Α΄ δεν επικύρωσε ποτέ τη συμφωνία κατά τη διάρκεια ζωής τού Συμεών Α΄, και οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο πλευρών παρέμειναν άλυτες. Σε μία αλληλογραφία τού 925, ο βυζαντινός Αυτοκράτορας επέκρινε τον Συμεών Α΄, που αποκαλούσε τον εαυτό του «αυτοκράτορα των Βουλγάρων και των Ρωμαίων» και ζήτησε την επιστροφή των κατακτημένων φρουρίων στη Θράκη.
Το 926 οι Βούλγαροι έστειλαν στρατό για να εισβάλουν στο βασίλειο της Κροατίας, για να εξασφαλίσουν τα μετόπισθέν τους, για μία νέα επίθεση στην Κωνσταντινούπολη. Ο Συμεών Α΄ έβλεπε το κροατικό κράτος ως απειλή, επειδή ο βασιλιάς Toμισλάβ (βασ. 910–928) ήταν σύμμαχος τού Βυζαντίου και δεχόταν τους εχθρούς τού Συμεών Α΄. Οι Βούλγαροι βάδισαν στο κροατικό έδαφος, αλλά υπέστησαν πλήρη ήττα από τους Κροάτες. Αν και η ειρήνη αποκαταστάθηκε γρήγορα με την παπική μεσολάβηση, ο Συμεών Α΄ σνέχισε να προετοιμάζεται για μία επίθεση στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Ήταν προφανές ότι οι βουλγαρικές απώλειες δεν ήταν σημαντικές, διότι μόνο ένα μικρό μέρος τού συνόλου τού στρατού είχε σταλεί να πολεμήσει τους Κροάτες. Ο Βούλγαρος μονάρχης φαινόταν ασφαλής, με την πεποίθηση ότι ο βασιλιάς Τομισλάβ θα τηρούσε την ειρήνη. Ωστόσο, όπως και ο προκάτοχός του Kρούμος, ο Συμεών Α΄απεβίωσε εν μέσω των προετοιμασιών για επίθεση στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Μαΐου 927, εξήντα τριών ετών. d[›]
Συνθήκη ειρήνης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Συμεών Α΄ διαδέχθηκε ο δευτερότοκοος γιος του Πέτρος Α΄ (βασ. 927–969). Στην αρχή της βασιλείας τού Πέτρου, το πρόσωπο με τη μεγαλύτερη επιρροή στην αυλή ήταν ο εκ μητρός θείος του Γεώργιος Σουρσουβούλ, ο οποίος υπηρέτησε στην αρχή ως αντιβασιλιάς τού νεαρού μονάρχη. Όταν ανέβηκε στον θρόνο, ο Πέτρος Α΄ και ο Γεώργιος Σουρσουβούλ ξεκίνησαν μία εκστρατεία στη Βυζαντινή Θράκη, κατεδαφίζοντας τα φρούρια της περιοχής, που κατείχαν μέχρι τότε οι Βούλγαροι. Η επιδρομή προοριζόταν ως επίδειξη ισχύος και από θέση ισχύος αυτή οι Βούλγαροι πρότειναν ειρήνη. Και οι δύο πλευρές έστειλαν αντιπροσωπείες στη Μεσημβρία, για να συζητήσουν τους προκαταρκτικούς όρους. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι να συμφωνηθούν οι τελικές διατάξεις. Τον Νοέμβριο τού 927 ο Πέτρος Α΄ έφτασε στη βυζαντινή πρωτεύουσα και τον δέχθηκε προσωπικά ο Ρωμανός Α΄ Στο παλάτι των Βλαχερνών οι δύο πλευρές υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, που επισφραγίστηκε με γάμο μεταξύ τού Βούλγαρου μονάρχη και της εγγονής τού Ρωμανού Α΄ Μαρίας Λεκαπηνής. Με την ευκαιρία αυτή η Μαρία μετονομάστηκε συμβολικά σε Ειρήνη. Στις 8 Οκτωβρίου 927 ο Πέτρος Α΄ και η Ειρήνη παντρεύτηκαν σε μία πανηγυρική τελετή, στην εκκλησία της Αγ. Μαρίας της Άνοιξης, την ίδια εκκλησία που ο Συμεών Α΄ είχα καταστρέψει μερικά χρόνια νωρίτερα και αυτή είχε ξανακτιστεί.
Με τους όρους της συνθήκης, οι Βυζαντινοί αναγνώρισαν επίσημα τον αυτοκρατορικό τίτλο των Βουλγάρων μοναρχών, αλλά επέμεναν στη διατύπωση ότι ο αυτοκράτορας των Βουλγάρων θεωρείται «πνευματικός γιος» τού Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Παρά τη διατύπωση, ο τίτλος των Βουλγάρων ηγεμόνων ισοδυναμούσε με εκείνον των βυζαντινών ομολόγων τους. Η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίστηκε επίσης ως ανεξάρτητο Πατριαρχείο, καθιστώντας έτσι την πέμπτη αυτοκέφαλη Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μετά τα Πατριαρχεία Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και την πρώτη εθνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η συνθήκη προέβλεπε περαιτέρω ανταλλαγή αιχμαλώτων και ετήσιο φόρο, που έπρεπε να καταβάλλουν οι Βυζαντινοί στη Βουλγαρική αυτοκρατορία. Η συνθήκη αποκατέστησε τα σύνορα περίπου σύμφωνα με τις γραμμές που συμφωνήθηκαν το 904: οι Βούλγαροι επέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος των κατακτήσεων τού Συμεών Α΄ στη Θράκη, τη Θεσσαλία και την Ελλάδα και διατήρησαν σταθερό έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και στο μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου. Έτσι, ο Πέτρος Α΄ κατάφερε να επιτύχει όλους τους στόχους τού πατέρα του, εκτός από την Κωνσταντινούπολη.
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, ο Πέτρος αντιμετώπισε εξεγέρσεις από δύο από τα τρία αδέλφια του, τον Ιωάννη το 928 και τον Μιχαήλ το 930, αλλά και οι δύο αυτές καταπνίγηκαν. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της διακυβέρνησής του μέχρι το 965, ο Πέτρος προήδρευσε μίας Χρυσής Εποχής τού βουλγαρικού κράτους, σε μία περίοδο πολιτικής εξυγίανσης, οικονομικής επέκτασης και πολιτιστικής δραστηριότητας. Μία πραγματεία τού σύγχρονου Βουλγάρου ιερέα και συγγραφέα Κοσμά τού Ιερέα, περιγράφει μία πλούσια βουλγαρική ελίτ, που είχε βιβλία και έκτιζε μοναστήρια, και τα διατηρημένα υλικά στοιχεία από την Πρεσλάβα, το Koστούρ/Καστοριά και άλλες τοποθεσίες υποδηλώνουν μία πλούσια και οικιστική εικόνα της Βουλγαρίας τού 10ου αι. Η επιρροή των ευγενών της γης και τού ανώτερου κλήρου αυξήθηκε σημαντικά σε βάρος των προσωπικών προνομίων των αγροτών, προκαλώντας τριβές στην κοινωνία. Ο Κοσμάς ο Ιερέας κατηγόρησε τους Βούλγαρους ηγούμενους και επισκόπους για απληστία, λαιμαργία και αμέλεια προς το ποίμνιό τους. Σε εκείνο το σκηνικό κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Πέτρου προέκυψε ο Βογομυλισμός – μια δυαδική αιρετική σέκτα, που στις επόμενες δεκαετίες και αιώνες εξαπλώθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στη βόρεια Ιταλία και στη νότια Γαλλία (βλ. Καθαροί). Η στρατηγική θέση της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας παρέμενε δύσκολη. Η χώρα περικυκλώθηκε από επιθετικούς γείτονες : οι Μαγυάροι στα βορειοδυτικά, οι Πετσενέγκοι και η αυξανόμενη δύναμη των Ρως τού Κιέβου στα βορειοανατολικά και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα νότια, η οποία παρά την ειρήνη αποδείχθηκε αναξιόπιστος γείτονας.
Η συνθήκη ειρήνης επέτρεψε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να συγκεντρώσει τους πόρους της στο παρακμάζον χαλιφάτο των Αββασιδών στα ανατολικά. Υπό τον ταλαντούχο στρατηγό Ιωάννη Κουρκούα οι Βυζαντινοί ανέτρεψαν την πορεία των βυζαντινο-αραβικών πολέμων, κερδίζοντας εντυπωσιακές νίκες επί των μουσουλμάνων. Μέχρι το 944 είχαν κάνει επιδρομές στις πόλεις Άμιδα, Δάρα και Νίσιβη στον μέσο Ευφράτη και πολιόρκησαν την Έδεσσα. Οι αξιοσημείωτες βυζαντινές επιτυχίες συνεχίστηκαν υπό τον Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος κυβέρνησε ως Αυτοκράτορας μεταξύ 963 και 969, με την ανακατάληψη της Κρήτης το 961 και την ανάκτηση ορισμένων εδαφών στη Μικρά Ασία. Η αυξανόμενη βυζαντινή εμπιστοσύνη και δύναμη, ώθησε τον Νικηφόρο Φωκά να αρνηθεί την πληρωμή τού ετήσιου φόρου στη Βουλγαρία το 965 Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μία εισβολή των Ρώσων στη Βουλγαρία το 968-971, η οποία οδήγησε σε μία προσωρινή κατάρρευση τού βουλγαρικού κράτους και σε έναν σκληρό βυζαντινό-βουλγαρικό 50ετή πόλεμο μέχρι την κατάκτηση της Βουλγαρικής αυτοκρατορίας από τους Βυζαντινούς το 1018.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]^ a: The border stone found near Narash reads: "In the year of the creation of the world 6412, indict 7 [904]. Border between the Bulgarians and the Romans. In the reign of Simeon, by the Lord prince of Bulgaria, under olgutarkan Theodore and comita Dristra".[6][14] ^ b: Constantine VII, called "the Purple-born", was a son of Leo VII and his fourth wife Zoe Karbonopsina. Their marriage caused a scandal in the Church.[15] ^ c: The name of the city was not mentioned in Kekaumenos' Strategikon.[16] ^ d: A legendary cause of Simeon I's death is given in several Byzantine accounts. In May 927 an astrologer named John informed emperor Romanos I that in the Forum of Constantine there was a statue looking towards the west which was an inanimate double of Simeon I. He told the emperor that if he removed the head of the statue, Simeon I would die. Romanos I promptly ordered the destruction of the statue and the old Bulgarian emperor died at that very hour.
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 1,19 1,20 Fine 1991
- ↑ 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 Zlatarski 1972
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Whittow 1996
- ↑ 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 4,13 4,14 4,15 Andreev & Lalkov 1996
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Stephenson 2004
- ↑ 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 6,11 6,12 6,13 6,14 6,15 6,16 6,17 6,18 6,19 Angelov et al 1981
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 Gregory 2005
- ↑ Koledarov 1979
- ↑ "Chronographia by Theophanes Continuatus" in GIBI, vol. V, Bulgarian Academy of Sciences, Sofia, p. 125
- ↑ 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 10,6 Bozhilov & Gyuzelev 1999
- ↑ "Historia by Leo the Deacon" in GIBI, vol. V, Bulgarian Academy of Sciences, Sofia, p. 258
- ↑ "Historiarum compendium by John Skylitzes" in GIBI, vol. VI, Bulgarian Academy of Sciences, Sofia, p. 249
- ↑ "Chronographia by Theophanes Continuatus" in GIBI, vol. V, Bulgarian Academy of Sciences, Sofia, pp. 128–129
- ↑ Bozhilov & Gyuzelev 1999, σελ. 249
- ↑ Fine 1991, σελίδες 142–143
- ↑ See footnote 5 in "Strategikon by Kekaumenos" in GIBI, vol. VII, Bulgarian Academy of Sciences, Sofia, p. 19
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Andreev, Iordan· Lalkov, Milcho (1996). Българските ханове и царе [The Bulgarian Khans and Tsars] (στα Βουλγαρικά). Veliko Tarnovo: Абагар. ISBN 954-427-216-X.
- Andreev, Iordan· Lazarov, Ivan· Pavlov, Plamen (1999). Кой кой е в средновековна България [Who is Who in Medieval Bulgaria] (στα Βουλγαρικά). Петър Берон. ISBN 978-954-402-047-7.
- Angelov, Dimitar· Bozhilov, Ivan· Vaklinov, Stancho· Gyuzelev, Vasil· Kuev, Kuyu· Petrov, Petar· Primov, Borislav· Tapkova, Vasilka· Tsankova, Genoveva (1981). История на България. Том II. Първа българска държава [History of Bulgaria. Volume II. First Bulgarian State] (στα Βουλγαρικά). et al. Sofia: Bulgarian Academy of Sciences Press.
- Bakalov, Georgi· Angelov, Petar· Pavlov, Plamen· Koev, Totyu· Aleksandrov, Emil (2003). История на българите от древността до края на XVI век (History of the Bulgarians from Antiquity to the end of the XVI century) (στα Βουλγαρικά). et al. Sofia: Знание. ISBN 954-621-186-9.
- Bozhilov, Ivan· Gyuzelev, Vasil (1999). История на средновековна България VII–XIV век [History of Medieval Bulgaria VII–XIV centuries] (στα Βουλγαρικά). Sofia: Анубис. ISBN 954-426-204-0.
- Koledarov, Petar (1979). Политическа география на средновековната Българска държава, част 1 (681–1018) [Political Geography of the Medieval Bulgarian State, Part I. (681-1018)] (στα Βουλγαρικά). Sofia: Bulgarian Academy of Sciences Press.
- Collective (1964). «11. Продължителят на Теофан» [11. Theophanes Continuatus]. Гръцки извори за българската история (ГИБИ), том V [Greek Sources for Bulgarian History (GIBI), volume V] (στα Βουλγαρικά και Ελληνικά). Sofia: Bulgarian Academy of Sciences Press. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2016.
- Collective (1965). Гръцки извори за българската история (ГИБИ), том VI [Greek Sources for Bulgarian History (GIBI), volume VI] (στα Βουλγαρικά και Ελληνικά). Sofia: Bulgarian Academy of Sciences Press. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2016.
- Collective (1968). Гръцки извори за българската история (ГИБИ), том VII [Greek Sources for Bulgarian History (GIBI), volume VII] (στα Βουλγαρικά και Ελληνικά). Sofia: Bulgarian Academy of Sciences Press. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2016.
- Fine, John Van Antwerp (1991) [1983]. The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century (στα Αγγλικά). Ανν Άρμπορ, Μίσιγκαν: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08149-7.
- Gregory, Timothy E. (2005). A History of Byzantium. Blackwell Publishing. ISBN 0-631-23513-2.
- Haldon, John (1999). Warfare, State and Society in the Byzantine World, 565–1204. London: UCL Press. ISBN 1-85728-495-X.
- (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
- Obolensky, Dimitri (1974) [1971]. The Byzantine Commonwealth: Eastern Europe, 500-1453. London: Cardinal.
- Runciman, Steven (1930). «The Two Eagles». A History of the First Bulgarian Empire. London: George Bell & Sons. OCLC 832687. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2016.
- Runciman, Steven (1988) [1929]. The Emperor Romanus Lecapenus and His Reign: A Study of Tenth-Century Byzantium. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-35722-5.
- Stephenson, Paul (2004). Byzantium's Balkan Frontier. A Political Study of the Northern Balkans, 900–1204. Cambridge University Press. ISBN 0-511-03402-4.
- Whittow, Mark (1996). The Making of Byzantium (600–1025). Los Angeles: University of California Press. ISBN 0-520-20497-2.
- Zlatarski, Vasil (1972) [1927]. История на българската държава през средните векове. Том I. История на Първото българско царство [History of the Bulgarian state in the Middle Ages. Volume I. History of the First Bulgarian Empire.] (στα Βουλγαρικά) (2 έκδοση). Sofia: Наука и изкуство. OCLC 67080314.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Cawley, Charles. «Medieval Lands – Bulgaria». Hosted on the website of the Foundation for Medieval Genealogy. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2015.