Βρυκόλακες (Ίψεν)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βρικόλακες
ΣυγγραφέαςΧένρικ Ίψεν
ΤίτλοςGengangere
ΓλώσσαΔανικά
Ημερομηνία δημιουργίας1881
Ημερομηνία δημοσίευσης1881[1]
Μορφήθεατρικό έργο
ΧαρακτήρεςΚυρία Άλβινγκ, Όσβαλντ, Ένγκσραντ, Ρεγγίνα και Πάστορας Μάντερς
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Οι Βρυκόλακες, νορβηγικά Gengagere (=αυτοί που περπατούν ξανά στη γη) , Ghosts στα αγγλικά, είναι θεατρικό έργο τριών πράξεων του νορβηγού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν. Το έργο που γράφτηκε το Φθινόπωρο του 1881, τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους εκδόθηκε σε βιβλίο και το 1882 ανέβηκε στο θέατρο, ανήκει - σύμφωνα με τους κριτικούς [2] – στα ρεαλιστικά κοινωνικά δράματα του συγγραφέα.

Η πρώτη έκδοση του βιβλίου

Το έργο, λόγω της τολμηρής για την εποχή εκείνη θεματολογίας του, συνάντησε έντονες αντιδράσεις, αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσε να επιβληθεί και να θεωρηθεί μάλιστα από τα αρτιότερα τεχνικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου. Σήμερα θεωρείται από τα κλασικά του δραματικού ρεπερτορίου, από τα πιο αντιπροσωπευτικά του Ίψεν και των προβληματισμών του.

Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά, στα νορβηγικά αντί στα δανέζικα που συνήθως έγραφε ο συγγραφέας, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στο Aurora Turner Hall του Σικάγου, στις 20 Μάη του 1881, μπροστά σε ένα κοινό από Νορβηγούς μετανάστες. Η μόνη επαγγελματίας ηθοποιός ήταν η Δανέζα που έκανε την κυρία Άλβινγκ.οι άλλοι ρόλοι εξυπηρετήθηκαν απο Δανούς και Νορβηγούς ερασιτέχνες ηθοποιούς. Απο κει και πέρα, άρχισε η παγκόσμια πορεία του.
Στην Ευρώπη ανέβηκε για πρώτη φορά το 1883, πρώτα στο Χέλσινμποργκ της Σουηδίας από τον θίασο του διάσημου τότε, σουηδού ηθοποιού Αύγουστου Λιντμπεργκ. Τους επόμενους μήνες, ο Λίντμπεργκ το πήγε περιοδεία σε αρκετές Σκανδιναβικές πόλεις, κατορθώνοντας έτσι σιγά-σιγά να το αποδεχτεί ο κόσμος. [3]

Στη Γερμανία, στο Άουγκσμπουργκ ανέβηκε το 1886 για πρώτη φορά, σε ιδιωτική παράσταση με τον ίδιο τον Ίψεν παρόντα, ενώ η δεύτερη παράσταση και πάλι μπροστά σε επιλεγμένο, μικρο κοινό δόθηκε στο Βερολίνο τον Ιανουάριου του 1887.
Στη Γαλλία ανέβηκε τον Μάη του 1890, στην Ιταλία το 1892 και στην Αγγλία το 1891.[4] Στην Αγγλία μάλιστα, ο κρατική λογοκρισία αρνήθηκε να εγκρίνει την παράσταση. Έτσι, η πρώτη εμφάνιση του έργου στο Λονδίνο, δεν έγινε παρά σε μια ανεπίσημη παράσταση για λίγους, κεκλεισμένων των θυρών, ένα Σάββατο απόγευμα στις 13 Μάρτη του 1891, σε μια αίθουσα του Βασιλικού θεάτρου. Οι κριτικοί δικαίωσαν την απόφαση της λογοκρισίας. ....χτες το βράδυ ακούστηκαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια και αυτιά των παρευρισκομένων,ανάμεσα στους οποίους και αρκετές κυρίες, διάλογοι που δεν έχουν θέση έξω απο τους τοίχους ενός νοσοκομείου [5]

Ο ηθοποιός Αύγουστος Λίντμπεργκ,στην πρώτη παράσταση των Βρυκολάκων, το 1883 στο Χέλσινμποργκ

Στην Ελλάδα, ανέβηκε το 1894 από το θίασο του ηθοποιού Ευτύχιου Βονασέρα.

Το έργο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, το 1915, σε μια 49λεπτη, βουβή ασπρόμαυρη ταινία με σκηνοθετες τον Τζορτζ Νικολς και Τζον Εμερσον [6]

Η συγγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιψεν άρχισε να δουλεύει το έργο τον Ιούνη του 1881, όταν έμενε στη Ρώμη. Το έργο το είχε τελειώσε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου και αμέσως το έστειλε στον εκδότη του Φρέντεριν Χέγκελ. Ο εκδοτικός οίκος Gyldendalske Boghandels Forlag το εξέδωσε στις 13 Δεκεμβρίου του 1883 στην Κοπενχάγη σε 10.000 αντίτυπα.

Το βιβλίο προκάλεσε αμέσως την κατακραυγή του πνευματικού κόσμου. Το κατηγόρησαν για μηδενιστικό, αθεϊστικό, για προαγωγό του ελεύθερου έρωτα, για διαφήμιση της σύφιλης και της έκλυτης ζωής και πολλά άλλα. Οι βιβλιοπώλες το κατέβασαν απο τα ράφια των βιτρίνων τους και τα 10.000 κομμάτια δεν εξαντλήθηκαν παρά το 1894, δεκατρία χρόνια μετά, όταν χρειάστηκε επανέκδοση.
Ο συγγραφέας δεν ένιωσε έκπληξη. Περίμενε κάτι τέτοιο, αφού σε ένα γράμμα του προς τον εκδότη, γράφει ότι: είναι λογικό να περιμένουμε οτι οι Βρυκόλακες θα σημάνουν συναγερμό σε μερικούς κύκλους. Αλλά ας γίνει. Αν δεν προκαλούνταν αναστάτωση, δεν θα ήταν και αναγκαίο το γράψιμο τους. [7] Όταν ο Ίψεν έστειλε αντίγραφα του βιβλίου σε διάφορα θέατρα, για να το ανεβάσουν, συνάντησε και εκεί, απόρριψη. Ακόμα και τα θέατρα με τα οποία είχε πολλές φορές συνεργαστεί ο Ίψεν μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν δέχτηκαν να το ανεβάσουν.

Τα πρόσωπα του έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ελένη Άλβινγκ, χήρα του λοχαγού της Αυλής, Άλβινγκ
  • Όσβαλντ Άλβινγκ, ζωγράφος, γιος της κυριάς Άλβινγκ
  • Πάστορας Μάντερς, οικογενειακός φίλος, και ιερέας
  • Ρεγγίνα Έγκστραντ, η “ψυχοκόρη” - υπηρέτρια του σπιτιού
  • Γιάκομπ Έγκστραντ, ξυλουργός, “πατέρας” της Ρεγγίνα

Η Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ίψεν έγραψε για το έργο του: «Στο έργο αυτό θα γνωρίσετε κάτι που αποκαλώ «Βρυκόλακες»: νεκρές κουβέντες, που όμως επιστρέφουν μετά θάνατο εμποδίζοντας τον άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του, με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί. Πολύ περισσότερο θα δείτε το μεγάλο κακό, που μπορούν να προκαλέσουν οι εν λόγω «βρυκόλακες»... Ένα μεγάλο δωμάτιο που βλέπει προς τον κήπο. Αριστερά μια, δεξιά δυο θύρες. Στο μέσον του δωματίου ένα στρογγυλό τραπέζι με καρέκλες γύρω και επάνω στο τραπέζι βιβλία, περιοδικά κι εφημερίδες. Αριστερά, μπρος στο παράθυρο, ένας καναπές και ένα τραπέζι για ράψιμο. Στο βάθος μια μικρή βεράντα με άνθη, κλεισμένη γύρω με τζάμια. Δεξιά της βεράντας μια θύρα που οδηγεί στον κήπο. Ανάμεσα από τα τζάμια της βεράντας φαίνεται το φγιορδ. Βρέχει μονότονα.[8]

Σε αυτόν τον χώρο θα ξετυλιχτεί το δράμα της ζωής της κυρίας Άλβινγκ. Η εύπορη, μεσόκοπη χήρα του λοχαγού Άλβινγκ, βρίσκεται μπροστά σε μια σημαντική, χαρούμενη στιγμή της ζωής της. Ο αγαπημένος της μοναχογιός, Όσβαλντ Άλβινγκ, ανερχόμενος ζωγράφος, γύρισε στο πατρικό του σπίτι, ύστερα από μακρόχρονη παραμονή στο εξωτερικό, με σκοπό να περάσει όλο τον χειμώνα μαζί με την μητέρα του, και -γιατί όχι;- να μείνει μόνιμα πλέον στο πατρικό του. Από την άλλη, μόλις έχει ολοκληρωθεί το έργο ζωής της κυρίας Άλβινγκ, ένα άσυλο για φτωχά και ορφανά παιδιά, το οποίο ανέγειρε για να τιμήσει τη μνήμη του συζύγου της, του σεβαστού από όλη την τοπική κοινωνία, λοχαγού Άλβινγκ, που πέθανε πρόωρα πριν από δέκα χρόνια. Το κτίριο έχει ολοκληρωθεί, τα του κληροδοτήματος έχουν όλα κανονιστεί και αύριο το πρωί δεν απομένει παρά η γιορτή για τα εγκαίνια του κτιρίου.

Γι' αυτόν το λόγο, για να παραστεί στη γιορτή και να εκφωνήσει τον χαιρετιστήριο λόγο, φτάνει από την πόλη ο πάστορας Μάντερς. Ο πάστορας -παλιός φίλος της κυρίας Άλβινγκ και κατά συνέπεια της οικογένειας- είναι ταυτόχρονα και ο οικονομικός διαχειριστής του κληροδοτήματος, αλλά και ο ιθύνων νους όλου του εγχειρήματος. Πάνω στη συζήτηση για τον Όσβαλντ, τη ζωή του και τις αρχές του, που αυτός -ο αφιερωμένος στο καθήκον πάστορας- κριτικάρει, η κυρία Άλβινγκ αρχίζει τις ανείπωτες -μέχρι σήμερα- εκμυστηρεύσεις. Αρχίζει να διηγείται στο πάστορα τις αλήθειες μια ζωής, που έμεινε καλά κρυμμένη από όλους.

Η ζωή της δεν ήταν καθόλου έτσι όπως φαινόταν. Ο άντρας της δεν ήταν παρά ένας λοχαγός αλκοολικός, γλεντζές, ερωτύλος, ανεύθυνος και οκνηρός. Η κυρία Όσβαλντ, ύστερα από την αποτυχημένη προσπάθεια να τον αφήσει και να φύγει –η αυστηρότητα του πάστορα την απέτρεψε τότε– μένει κοντά του και αποφασίζει να θυσιάσει τη ζωή και την ευτυχία της, για να κρύψει από τον κόσμο την πραγματικότητα. Για να προστατέψει τον γιο της από την ολέθρια επίδραση του πατέρα του, τον διώχνει από το σπίτι, και ο νεαρός Όσβαλντ μεγαλώνει από τότε σε ιδιωτικά σχολεία και ύστερα στο εξωτερικό, ενώ ταυτόχρονα παίρνει η ίδια τη διοίκηση των οικονομικών της οικογένειας. Ο λοχαγός, που συνεχίζει να χαίρει της γενικής εκτίμησης, διορίζεται αυλικός θαλαμηπόλος σε ένδειξη της ευαρέσκειας του βασιλιά προς το άτομο του, ενώ τα βράδια η κυρία Άλβινγκ αγωνίζεται να τον αποτρέπει από το ποτό και να προσπαθεί να τον κρατήσει νηφάλιο. Η χειρότερη στιγμή ωστόσο έρχεται την ημέρα, που η κυρία Άλβινγκ βλέπει τον άνδρα της να ερωτοτροπεί με την υπηρέτρια του σπιτιού, την Ιωάννα. Από την ένωση αυτή θα βγει η μικρή Ρεγγίνα, η ψυχοκόρη του σπιτιού, που η κυρία Άλβινγκ αποφασίζει να κρατήσει στο σπίτι της, εν αντιθέσει προς τη μητέρα της. Η κα Άλβινγκ, αφού την αποζημιώσει με ένα σεβαστό ποσό, την παντρεύει με τον ξυλουργό Έγκστραντ, που δέχεται να γίνει εκείνος ο νόμιμος πατέρας του κοριτσιού. Και όλα αυτά, για να κρατηθεί “ακηλίδωτη” η τιμή της οικογένειας Άλβινγκ.

Όμως, παρόλες τις προσπάθειες τόσων χρόνων δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη μοίρα. Με τα ίδια της τα μάτια, βλέπει και πάλι, σήμερα, εκεί μπροστά της, τον Όσβαλντ, σαν άλλος λοχαγός Άλβινγκ να ερωτεύεται τη Ρεγγίνα και να ερωτοτροπεί μαζί της!!!

Βρυκόλακες!!! θα πει η κυρία Άλβινγκ στο τέλος της α' πράξης. Η κυρία Άλβινγκ, βλέποντας την τραγωδία να επαναλαμβάνεται, θα ήθελε να πει την αλήθεια και στα δυο παιδιά, και να μην τα εμποδίσει να ζήσουν τον έρωτά τους στα φανερά, αλλά...δεν μπορεί. Είναι πολύ δειλή, όπως ομολογεί η ίδια στο πάστορα Μάντερς. Έτσι ετοιμάζεται για μια ακόμη φορά, να διώξει τη Ρεγγίνα, να τη στείλει να μείνει με τον πατέρα της, και να πει και πάλι ψέματα στο γιο της. Όμως, η φωτιά που ανάβει –από ένα λάθος του πάστορα Μάντερς– στο κτίριο, το καταστρέφει ολοσχερώς μέσα σε λίγες ώρες.

Τώρα πλέον, δεν υπάρχει τίποτε που θα την εμπόδιζε να παραδεχτεί επιτέλους την αλήθεια. Και τα εξομολογείται όλα στο γιο της. Όμως και εκείνος έχει να της κάνει τις δικές του, συνταρακτικές εξομολογήσεις. Έχει κολλήσει (όπως πιστεύει εκείνος) σύφιλη, βασανίζεται από την αρρώστια τα τελευταία χρόνια, και γι' αυτό επέστρεψε στο σπίτι του, να πεθάνει εκεί. Η κυρία Άλβινγκ, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει, του λέει, πως η αρρώστια δεν ήταν δικό του φταίξιμο, αλλά του πατέρα του (την κληρονόμησε)· ωστόσο, τίποτε δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Η επόμενη κρίση της αρρώστιας μπορεί να του στοιχίσει και τη ζωή του. Και παρακαλεί να μητέρα του, να τον βοηθήσει να αυτοκτονήσει -δίνοντάς του τα 12 χάπια μορφίνης που έχει μαζί του- όταν θα αρχίσει να εκφυλίζεται ο εγκέφαλός του.

Και η τελευταία κρίση της αρρώστιας του, φτάνει.

Η πρώτη παράσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Λίγα λεπτά πριν από την πρώτη ελληνική παράσταση των “Βρυκολάκων”, την ώρα που μιλούσε ο Ξενόπουλος, αρχίζει μια καινούρια ζωή για τη Σκηνή μας.
Στην έκταση και στη σημασία δεν εφάνηκε άλλη ακόμη αντάξιά της.»
[9]


Τυπικά, και σύμφωνα με όσα γράφει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στο άρθρο του στη Νέα Εστία, [10] το έργο παρουσιάστηκε στην Ελλάδα, πρώτη φορά, το 1892 ή 1893, στη Κέρκυρα, από ιταλικό θίασο πρόζας, στα ιταλικά. ...προτύτερα όμως, ένα – δυο χρόνια νομίζω, οι Κερκυραίοι πρώτοι ευτύχησαν ν'απολαύσουν το έργο του Ίψεν απο περιοδεύοντα ιταλικό θίασο πρόζας. Θυμούμαι μάλιστα, πως ένας φίλος μου Κερκυραίος, που είδε τότε την παράσταση στην πατρίδα του, μου είπε πως οι πατριώτες του δεν κατάλαβαν σχεδόν τίποτα, αφού ενόμισαν πως ο άρρωστος Οσβάλδος ζητούσε από τη μητέρα του ά λ λ ο π ρ ά γ μ α παρά να τον σκοτώσει δίνοντάς του το δηλητήριο που είχε προμηθευθεί!.. Ουσιαστικά, η πρώτη του έργου, δόθηκε στην Αθήνα, στο νεόχτιστο τότε, Θέατρο των Κωμωδιών, στις 29 Οκτώβρη του 1894, από το θίασο που σύστησε ο ηθοποιός Ευτύχιος Βονασέρας.

Η υποδοχή που επεφύλαξε ο Τύπος - με την αναγγελία και μόνο της παράστασης - ήταν ενθουσιώδης. Ήδη, πριν από την παράσταση, οι περισσότερες εφημερίδες δημοσίευσαν διθυραμβικούς σχολιασμούς για τον Ίψεν και την τέχνη του. ...Ως μέγα θεατρικόν γεγονός δεον να χαιρετηθεί η απο της σκηνής του Θεάτρου Κωμωδιών διδασκαλία των Βρυκολάκων του Ίβσεν, ενός των καταπληκτικοτάτων αριστουργημάτων του ιδρυτού τούτου του Εθνικού Νορβηγικού δράματος του Άτλαντος της νέας δραματουργίας, του μεγαλωστί μεγάλου τούτου τέκνου του ποιητικωτάτου και φιλοσοφικωτάτου Βορρά..[11]

Πριν από την παράσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκείνο που φοβούνταν μόνο, ήταν η υποδοχή που θα έκανε το κοινό στο έργο.

Ο ίδιος αρθρογράφος της Ακροπόλεως στο φύλλο της 27ης Οκτώβρη, γράφει:...η επί τούτω αγαλλίασίς μου είναι άπειρος ουδ' ισχύει να μετριάσει αυτήν η σκέψις ότι τυγχάνει πρόωρος ίσως η από ελληνικής σκηνής διδασκαλία αύτη, ότι τυγχάνει υπεράγαν απότομος η ανάβασις από των χαμαιζήλων χυδαιοτήτων της νυν θεαματικής παραγωγής εις τα άφθιτα όντως ύψη της μεγαλοφυούς και μεγαλορρήμονως ταύτης δραματουργίας..

Ενώ ο αρθρογράφος της εφημερίδας Εστίας στο φύλλο της 29ης Οκτώβρη, ακόμα αυστηρότερος γράφει:..το τόλμημα δεν είναι μικρόν. Όχι μόνον ασυνήθιστον είναι το κοινόν μας εις τοιούτου είδους έργα αλλά και – ας το είπομεν άνευ περιφράσεων – διεφθαρμένον. Το διέφθειραν τα κωμειδύλλια, η εύκολος μουσική, οι φάρσες, τα θεαματικά δράματα, η άκοπος απόλαυσις την οποία τω παρέσχε διαρκώς σχεδόν μέχρι τούδε η ελληνική σκηνή.....τα ολίγα καλά έργα τα οποία παρεστάθησαν μέχρι τούδε δεν ίσχυσαν να του κόψουν το κακό αυτό ελάττωμα της ούτως ειπειν ραθυμίας επί τω ακροάσθαι και να το εμφυτεύσουν το πολύτιμον δια κάθε ακροατήν δίδαγμα οτι πρέπει ολίγον να κοπιάση εις την αρχήν, έστω και άνευ ενδιαφέροντος προσηλούμενος, δια να απολαύση περισσότερον εις το τέλος...

Το βράδυ της πρεμιέρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βράδυ της πρεμιέρας ...το θεατράκι της οδού Προαστείου, είχε κατακλύσει το εκλεκτότερον αθηναϊκόν κοινόν. Και ο φιλολογικός κόσμος προσήλθε σύσσωμος, με όλας του τα κορυφάς και όλας του τας δόξας. Πρώτος εις την πρώτην σειράν ο μακαρίτης ο Βερναρδάκης. Ήρχετο περίεργος να δει “τι πράγμα ήτο” επι τέλους αυτός ο Ίψεν που έλεγαν... άρα γε οι “Βρυκόλακες” άξιζαν όσον η “΄Φαύστα” η οποία προ όλιγου είχε θριαμβεύσει; δεν το επίστευε πολύ ο καλός Βερναρδάκης, - αλλά και δεν το επίστευσε μέχρι τέλους... [12]

Πριν απο την παράσταση ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έδωσε μια μικρή εισαγωγική διάλεξη για το έργο με σκοπό να βοηθήσει τους θεατές να το καταλάβουν. Η διάλεξη αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις τις επόμενες μέρες.

Το έργο σημείωσε μεγάλη επιτυχία με τα δεδομένα της εποχής αφού παίχτηκε ακόμα 4 φορές μέσα στον Νοέμβριο του 1894.

Διανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τη «σκηνοθετική» επιμέλεια του έργου, ανέλαβε ο Ευτύχιος Βονασέρας.

Μετά την παράσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την παράσταση, οι κριτικές είναι ακόμα πιο ενθουσιώδεις:

Στην Ακρόπολη, ας πούμε, της 1ης Νοεμβρίου 1894, ο αρθρογράφος που υπογράφει ως Πρωτεύς, γράφει μεταξύ άλλων: επί τέλους αναπνεύσαμεν! Είδομεν άπαξ και φως το αληθινόν! Ήτο καιρός πλέον!....από της εποχής του Ρώση και της Σάρα Βερνάρ, εν μέρει δε και αυτής της Φαύστας, δυνηθείσης μεθ' όλας τας ατέλειας να παραγάγη εν ημίν υψηλές συγκινήσεις, το ημέτερον κοινόν πρώτην φορά εγεύσθη Τέχνην. Τέχνην μεγάλην, τέχνην υπερτάτην, και ηδυνήθη να βυθισθή, να κολυμβήση, εντός ωκεανού αισθητικής απόλαυσης, να κορεσθή, να καθαρθή, να λουστεί εντός των διαυγών πηγών της μεγάλης Τραγωδίας. [13]

Ο αρθρογράφος της “Εφημερίδας” [14]στο φύλλο της 30/10 συμπληρώνει:.. η εκτέλεσις υπερτέρα πάσης προσδοκίας, εν το συνόλω της άμεμπτος. Η δεσποινίς Κική Αρνιωτάκη (μετέπειτα Ροζαλία Νίκα) αληθής καλλιτεχνική αποκάλυψις, ο κ. Βονασέρας τέλειος, ο κ. Παντόπουλος πρώτην φοράν κατόρθωσε να μην κάνει το κοινόν να γελάση. Εξαίρετος πάστωρ! Η κ. Αρνιωτάκη είχε στιγμές ευτυχεστάτας. Λαμπρός ο Κωνσταντινόπουλος...

ενώ ο αρθρογράφος της Εστίας υπερθεματίζει:..και οι παρευρεθέντες κατά την χτεσινήν παράστασιν απεκόμισαν λαμπράς εντυπώσεις τόσον από το δράμα του Ίψεν, όσον και εκ της τέχνης των ηθοποιών. Η συγκίνησις ήτο προφανής κατά την τελευταίαν πράξιν, όπως και η προσοχή η θρησκευτική, καθ'όλην τη διάρκεια της παραστάσεως. Είναι το μόνον έργον, εις το οποίον οι θεαταί δεν θέλουν να χάσουν ούτε μίαν λέξιν. Εις το τέλος, οι ηθοποιοί ανευφημήθησαν από των θεατών,ορθίων και σειόντων τους πίλους..[15]

το μόνο ψεγάδι κατά τον αρθρογράφο του "Άστεως" ήταν η μετάφραση: ..η εκ του Γαλλικού μετάφρασις των “Βρυκολάκων” του κ. Γιαννουκάκη δεν είνε και πολύ επιτυχής. Εις πολλά μέρην το ελληνικόν κείμενον γέμει γαλλισμών, το οποίον πρέπει να θεωρηθεί ως έλλειψις ασύγγνωστος δια δράμα...νορβηγικόν.[16]

Ελληνικές Θεατρικές Παραστάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Store norske leksikon». (Μποκμάλ, Νεονορβηγικά) Μεγάλη Νορβηγική Εγκυκλοπαίδεια.
  2. http://ibsen.nb.no/id/11130436.0
  3. http://ibsen.nb.no/id/471.0 national library of Norway
  4. http://www.gutenberg.org/files/8121/8121-h/8121-h.htm
  5. https://www.theguardian.com/stage/2013/sep/20/richard-eyre-spirit-ibsen-ghosts
  6. http://www.imdb.com/title/tt0005381/
  7. http://ibsen.nb.no/id/471.0
  8. Μετάφραση Λέων Κουκουλάς, από τον εκδοτικό οίκο Γεώργιου Βασιλείου, Αθήνα, 1923
  9. Γιάννης Σιδέρης, Νέα Εστία, τεύχος 559, 15 Νοέμβρη 1950 “Οι Βρυκόλακες και ο Ξενόπουλος”, σελ.1382http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=79892&code=1502
  10. Νέα Εστία, 15 Νοέμβρη 1950, τεύχος 561, “Οι Βρυκόλακες χωρίς σκηνοθέτη”,σελ.1456.
  11. Εφημερίδα Ακρόπολις της 27/10/1894.http://srv-web1.parliament.gr/library.asp?item=47280
  12. Νέα Εστία, 15 Νοέμβρη 1950, τεύχος 561, “Οι Βρυκόλακες χωρίς σκηνοθέτη”,σελ.1457. http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=80035&code=0406[νεκρός σύνδεσμος]
  13. http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=47280&seg=[νεκρός σύνδεσμος]
  14. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2016. 
  15. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουλίου 2016. 
  16. http://srv-web1.parliament.gr/library.asp?item=40081[νεκρός σύνδεσμος]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]