Βιώσιμη κατανάλωση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Βιώσιμη κατανάλωση είναι η χρήση προϊόντων, ενέργειας και υπηρεσιών με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις στο περιβάλλον, ώστε να επιτυγχάνεται "ανάπτυξη η οποία ικανοποιεί τις ανάγκες των σημερινών γενεών χωρίς να υποβαθμίζει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους". [1] Η κατανάλωση αναφέρεται όχι μόνο σε άτομα και νοικοκυριά, αλλά και σε κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και άλλους φορείς. Η βιώσιμη κατανάλωση σχετίζεται στενά με την αειφόρο παραγωγή και με τον βιώσιμο τρόπο ζωής. "Για να ζουν οι άνθρωποι με βιώσιμο τρόπο, οι φυσικοί πόροι της Γης πρέπει να χρησιμοποιούνται με ρυθμό τέτοιο ώστε να μπορούν να ανανεώνονται". [2]

Τα Ηνωμένα Έθνη παρέχουν αναλύσεις αποτελεσματικότητας, υποδομών και απορριμμάτων, καθώς και πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, πράσινες και αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας και καλύτερη ποιότητα ζωής για όλους μέσα στο πλαίσιο της βιώσιμης κατανάλωσης. [3] Ο όρος βιώσιμη κατανάλωση έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά και συνδέεται στενά με τους όρους αειφόρος παραγωγή και αειφόρος ανάπτυξη . Η βιώσιμη κατανάλωση, ως μέρος της αειφόρου ανάπτυξης, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον παγκόσμιο αγώνα ενάντια σε προβλήματα αειφορίας, όπως η κλιματική αλλαγή, η εξάντληση των πόρων, η πείνα και η ρύπανση του περιβάλλοντος.

Η αειφόρος ανάπτυξη καθώς και η βιώσιμη κατανάλωση βασίζονται σε ορισμένες προϋποθέσεις όπως:

  • Αποτελεσματική χρήση των πόρων και ελαχιστοποίηση των αποβλήτων και της ρύπανσης
  • Χρήση ανανεώσιμων πόρων στο πλαίσιο της ικανότητάς τους για ανανέωση
  • Πλήρεις κύκλοι ζωής προϊόντων
  • Διαγενεακή και ενδογενεακή ισότητα [4]

Ο Στόχος 12 των Στόχων Αειφόρου Ανάπτυξης επιδιώκει να εξασφαλίσει πρότυπα "βιώσιμης κατανάλωσης και παραγωγής". [5]

Ο ορισμός του Όσλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1994, το συμπόσιο του Όσλο όρισε τη βιώσιμη κατανάλωση ως την "χρήση υπηρεσιών και συναφών προϊόντων, τα οποία ανταποκρίνονται στις ανάγκες και εξασφαλίζουν καλύτερη ποιότητα ζωής, περιορίζοντας την χρήση πρώτων υλών, τοξικών υλικών, εκπομπών ρύπων και παραγωγή αποβλήτων στην διάρκεια του κύκλου ζωής μιας υπηρεσίας ή ενός προϊόντος ώστε να μην τεθούν σε κίνδυνο οι ανάγκες των μελλοντικών γενεών". [6]

Ισχυρή και ασθενής βιώσιμη κατανάλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένοι συγγραφείς κάνουν διάκριση μεταξύ «ισχυρής» και «ασθενούς» αειφορίας. [7]

Το 1992, η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (UNCED) το Ρίο ντε Τζανέιρο, γνωστή και ως Σύνοδος Κορυφής της Γης, αναγνώρισε τη βιώσιμη κατανάλωση. [8] [9] Η ισχυρή βιώσιμη κατανάλωση αναφέρεται στη συμμετοχή σε βιώσιμες περιβαλλοντικές δραστηριότητες, όπως η κατανάλωση ανανεώσιμων και αποδοτικών αγαθών και υπηρεσιών. Η ισχυρή βιώσιμη κατανάλωση παραπέμπει επίσης σε επείγουσα ανάγκη μείωσης του ατομικού χώρου διαβίωσης καθώς και του ποσοστού κατανάλωσης. Αντίθετα, η ασθενής βιώσιμη κατανάλωση είναι η μη τήρηση ισχυρής βιώσιμης κατανάλωσης. Με άλλα λόγια, η κατανάλωση πολύ ρυπογόνων δραστηριοτήτων, όπως η συχνή χρήση του αυτοκινήτου και η κατανάλωση μη βιοαποικοδομήσιμων αγαθών. Εν κατακλείδει, ενώ η ισχυρή αειφορία διατηρεί μια πιο οικολογική σκοπιά από την αδύναμη αειφορία, υπό την έννοια ότι βλέπει τον άνθρωπο ως "αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης". [7]

Επί του παρόντος, η ισχυρή βιώσιμη κατανάλωση δεν απαντά παρά σε ελάχιστους χώρους συζήτησης και έρευνας. Τα προνόμια των Διακυβερνητικών οργανισμών έχουν κρατήσει την ισχυρή βιώσιμη κατανάλωση σε απόσταση. Για να αποφευχθεί ο έλεγχος, οι διακυβερνητικού οργανισμοί θεωρούν τις επιρροές τους περιορισμένες, ενά συχνά ευθυγραμμίζουν τα συμφέροντά της με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των καταναλωτών. [10] Με αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζουν ελάχιστες οικολογικά αποδοτικές βελτιώσεις και ελάχιστες δεσμεύσεις για ισχυρές προσπάθειες βιώσιμης κατανάλωσης.

Οικολογική ευαισθητοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αναγνώριση ότι η ανθρώπινη ευημερία είναι συνυφασμένη με το φυσικό περιβάλλον, καθώς και το ενδιαφέρον για την αλλαγή ανθρώπινων δραστηριοτήτων που προκαλούν περιβαλλοντική βλάβη. [11]

Ιστορικές συμπεριφορές που σχετίζονται με τη βιώσιμη κατανάλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του εικοστού αιώνα, ειδικά κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, υπήρξε μια στροφή προς τη βιώσιμη κατανάλωση. [12] Όταν η ανεργία άρχισε να αυξάνει τους πόρους, οι αμερικανικές οικογένειες της εργατικής τάξης άρχισαν να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από μεταχειρισμένα αγαθά, όπως ρούχα, εργαλεία και έπιπλα. Τα μεταχειρισμένα είδη μπήκαν στην κουλτούρα των καταναλωτών, καθώς οι ανέσεις δεν ήταν πάντα διαθέσιμες. Η Παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 είδε αύξηση στον αριθμό των οικογενειών που αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν μεταχειρισμένα ρούχα. Όταν οι μισθοί μειώθηκαν απελπιστικά, οι εργοδότες προσέφεραν ρούχα ως υποκατάστατο αποδοχών. Αντίστοιχα, τα υψηλής ποιότητας ρούχα έγιναν πολυτέλεια.

Κατά την ταχεία επέκταση των μεταπολεμικών μεσοαστικών κοινωνιών, οι οικογένειες στράφηκαν σε νέα επίπεδα μαζικής κατανάλωσης. Μετά το συνέδριο SPI του 1956, οι εταιρείες πλαστικών εισήλθαν γρήγορα στην αγορά μαζικής κατανάλωσης της μεταπολεμικής Αμερικής. [13] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εταιρείες όπως η Dixie άρχισαν να αντικαθιστούν επαναχρησιμοποιήσιμα προϊόντα με δοχεία μιας χρήσης (πλαστικά και μέταλλα). Χωρίς να γνωρίζουν πώς να απορρίπτουν τις συσκευασίες, οι καταναλωτές άρχισαν να ρίχνουν απορρίμματα σε δημόσιους χώρους και εθνικά πάρκα. Μετά την απαγόρευση των γυάλινων προϊόντων μίας χρήσης από τη νομοθεσία του Βερμόντ, οι εταιρείες πλαστικών ενώθηκαν για να σχηματίσουν τον οργανισμό Keep America Beautiful προκειμένου να αποθαρρύνουν τη ρύθμιση. Μετά από διάφορες εκστρατείες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η απόρριψη απορριμμάτων έγινε ένα κοινωνικό φαινόμενο προς κατανάλωση.

Πρόσφατες πολιτισμικές αλλαγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιο πρόσφατα, έρευνες έδειξαν ότι τα ποσοστά βιώσιμης κατανάλωσης ήταν ιδιαίτερα χαμηλά. [14] Παράλληλα, έρευνες που μελετούν την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση διαπίστωσαν αύξηση της «φιλικής προς το περιβάλλον» συμπεριφοράς, αν και τα άτομα είναι πρόθυμα να κάνουν ελάχιστες θυσίες και δεν πληρούν τις ισχυρές απαιτήσεις βιώσιμης κατανάλωσης. [15] Από πολιτικής σκοπιάς, οι διακυβερνητικοί οργανισμοί δεν έχουν κίνητρα να υιοθετούν βιώσιμες πολιτικές αποφάσεις, καθώς οι απαιτήσεις των καταναλωτών ενδέχεται να μην ταιριάζουν με τις προϋποθέσεις της βιώσιμης κατανάλωσης.

Στόχοι για τη βιώσιμη ανάπτυξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι στόχοι για τη βιώσιμη ανάπτυξη καθορίστηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη το 2015, με μια ιστορική απόφαση, αφού "για πρώτη φορά τέθηκαν διεθνώς «οικουμενικοί» στόχοι, τους οποίους καλούνται να υλοποιήσουν όλες οι χώρες από κοινού, τόσο ανεπτυγμένες όσο και αναπτυσσόμενες". [16] Ένας στόχος του SDG 12 στοχεύει στην υλοποίηση πλαισίων και στη στήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών "ώστε να κινηθούν προς ένα πιο βιώσιμο μοντέλοπαραγωγής και κατανάλωσης". [5]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Τι είναι Βιώσιμη Κατανάλωση;». Δίκτυο Μεσόγειος. Medsos. 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  2. Πιο έξυπνα και πιο καθαρά - Βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή. Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 2010. doi:10.2779/25922. https://ec.europa.eu/environment/eussd/pdf/brochure_scp/kg006508EL_2.pdf. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  3. «Sustainable consumption and production» (στα αγγλικά). United Nations Sustainable Development. https://www.un.org/sustainabledevelopment/sustainable-consumption-production/. Ανακτήθηκε στις 2018-08-15. 
  4. Μουσιόπουλος, Νικόλαος· Ντζιαχρήστος, Λεωνίδας (2015). Τεχνική προστασία περιβάλλοντος - Αρχές Αειφορίας. Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. σελ. 10. ISBN 978-960-603-107-6. 
  5. 5,0 5,1 «Οι 17 στόχοι». Ελληνική πλατφόρμα για την ανάπτυξη. Ελληνική πλατφόρμα για την ανάπτυξη. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  6. Χατζηγιαννίδης, Γεώργιος (2015). Εκτίμηση Κύκλου Ζωής ( ISO : 14040 ) σε προϊόντα υδρόβιας ζωικής παραγωγής (μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία) (PDF). Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σχολή Γεωπονικών Επιστημών. σελ. 31. 
  7. 7,0 7,1 Φουφλή, Σοφία· Καπαρέλος, Λυκούργος (2016). Αειφόρος και βιώσιμη ανάπτυξη και οι επιπτώσεις της στις νέες επιχειρήσεις (πτυχιακή εργασία) (PDF). Αθήνα: ΑΕΙ Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα, Σχολή Διοίκησης & Οικονομίας. σελ. 21. 
  8. «Κατανάλωση των νοικοκυριών». Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος. 2016. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  9. Μπαλάτσου, Βιργινία (2000). Η παγκοσμιοποίηση ως νέα πραγματικότητα (πτυχιακή εργασία) (PDF). Μεσολόγγι: ΤΕΙ Μεσολογγίου. σελ. 53. 
  10. «Sustainable Consumption Governance: A History of - ProQuest». www.proquest.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2020. 
  11. Ruby, Matthew B.; Walker, Iain; Watkins, Hanne M. (2020). «Sustainable Consumption: The Psychology of Individual Choice, Identity, and Behavior» (στα αγγλικά). Journal of Social Issues 76 (1): 8–18. doi:10.1111/josi.12376. ISSN 1540-4560. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-03-08. https://web.archive.org/web/20220308151540/https://spssi.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/josi.12376. Ανακτήθηκε στις 2021-06-12. 
  12. Source: Norwegian Ministry of the Environment (1994) Oslo Roundtable on Sustainable Production and Consumption.
  13. «Reframing History: The Litter Myth : Throughline». NPR.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2020. 
  14. «Consumer Market Monitor». www.ucd.ie. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2020. 
  15. «Measurement and Determinants of Environmentally Significant Consumer Behavior». ResearchGate (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2020. 
  16. «Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης ΟΗΕ (Sustainable Development Goals – SDGs)». Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΥΠΕΝ.