Βοήθεια:Πρόχειρο
Ο Χρίστος Κκέλης γεννήθηκε στο χωριό Κισσόνεργα της Επαρχίας Πάφου στις 17 Οκτωβρίου 1934. Ήταν παιδί πολύτεκνης οικογένειας με επτά αδέρφια.
Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, ο Χρίστος Κκέλης εργαζόταν στο κατάστημα του Ιωάννη Αγρότη, ο οποίος διατηρούσε επιχείρηση με οικοδομικά υλικά στην Πάφο.
Εντάχθηκε στον Αγώνα το 1955 και πολύ νωρίς ανέλαβε ως Τομεάρχης της περιοχής Πέγειας-Κισσόνεργας-Τάλας. Ήταν επικεφαλής ομάδας από τα χωριά της περιοχής (εκτός από τη Χλώρακα). Ως επικεφαλής αυτών των ομάδων, οργάνωσε και εκτέλεσε πολλές ενέδρες εναντίον αγγλικών στρατευμάτων με μεγάλη επιτυχία.
Ήταν άρτια εκπαιδευμένος στην κατασκευή ναρκών και χειροβομβίδων σε μεγάλες ποσότητες και στη χρήση μηχανισμών απομακρυσμένης πυροδότησης για να αποφεύγει τη σύλληψη.
Ο θάνατος του πρώτου Βρετανού στρατιώτη στην περιοχή επιτεύχθηκε μετά από δική του δράση στις 17 Νοεμβρίου 1955 και ακολούθησε δεύτερη επίθεση στις 26 Νοεμβρίου 1955 με νάρκη και βόμβα στην περιοχή της Κισσόνεργας. Ηγήθηκε πολλών ενέδρων εναντίον Άγγλων αποικιοκρατών και στρατοπέδων Άγγλων στρατιωτών, χρησιμοποιώντας όλμους και βόμβες (π.χ. στο στρατόπεδο του Στρουμπιού).
Οργάνωσε και εκτέλεσε επιθέσεις εναντίον του συνταγματάρχη McMillan και του ανακριτή Winterson.
Λόγω της εκτεταμένης δράσης του στην περιοχή και των επιτυχών ενεδρών του, οι Άγγλοι αποικιοκράτες τον επικήρυξαν, και ως εκ τούτου αναγκάστηκε να ζει κρυμμένος σε κρησφύγετα και φιλικά σπίτια.
Την ημέρα του θανάτου του συναγωνιστή του Γρηγόρη Αυξεντίου, ο Χρίστος Κκέλης βρισκόταν υπό άκρα μυστικότητα σε φιλικό σπίτι. Όταν άκουσε την είδηση του θανάτου του Αυξεντίου, είπε στους παρευρισκόμενους ότι τώρα ήρθε και η δική του σειρά και έφυγε από το σπίτι.
Στις 7 Μαρτίου 1957, τρεις μέρες μετά τη μάχη του Μαχαιρά και τον θάνατο του Αυξεντίου, μια ομάδα προδοτών ζήτησε καταφύγιο στην Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο. Οι προδότες, μεταμφιεσμένοι σε αντάρτες, γνώριζαν τα συνθήματα και παρασυνθήματα, καταφέρνοντας να ξεγελάσουν τον Ηγούμενο της Μονής. Του ανέφεραν ψευδώς ότι ήταν σύντροφοι του Αυξεντίου και ότι είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τη μάχη του Μαχαιρά. Ζητούσαν να συναντήσουν τον Χρίστο Κκέλη για να ενταχθούν στην ομάδα του το συντομότερο.
Ο Ηγούμενος της Μονής πείστηκε από τα λεγόμενά τους και τους έφερε σε επαφή με τον ξάδερφο και συναγωνιστή του Κκέλη, τον Μιλτιάδη Στυλιανού από την Τάλα. Ο Μιλτιάδης Στυλιανού, αφού τους συνάντησε, αποφάσισε να μιλήσει με τον Κκέλη.
Ο Χρίστος Κκέλης ήταν κρυμμένος και κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν. Ο Μιλτιάδης δυσκολεύτηκε να τον βρει, αλλά τελικά τα κατάφερε σε ένα οικογενειακό σπίτι. Αφού του εξιστόρησε το τι είχε συμβεί, ζήτησε από τον Κκέλη να συναντήσει τους "αγωνιστές" γιατί ήθελαν βοήθεια. Ο Κκέλης είχε τις αμφιβολίες του και ανέφερε στον Μιλτιάδη Στυλιανού ότι πιθανόν να ήταν ενέδρα. Ο Μιλτιάδης επέμενε και, μετά από αρκετή ώρα, τον έπεισε να πάνε. Πριν ξεκινήσουν, ο Κκέλης έδωσε εντολές στον Μιλτιάδη να είναι πλήρως οπλισμένοι για κάθε ενδεχόμενο.
Γύρω στις 6 το πρωί, έφτασαν στο κρησφύγετο του Κκέλη, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στα χωριά Κισσόνεργα και Τάλα. Εκεί, αρχικά, δεν είδαν κανέναν και αμέσως ο Κκέλης κατάλαβε ότι ήταν παγίδα. Οι προδότες ήταν κρυμμένοι πίσω από μεγάλα δέντρα και ξεκίνησαν τους πυροβολισμούς. Οι προδότες φώναξαν: "Κκέλη και Μιλτιάδη, είστε περικυκλωμένοι. Παραδοθείτε." Ο Κκέλης απάντησε: "Μολών Λαβέ" και ανταπέδωσαν τα πυρά, καταφέρνοντας να ταμπουρωθούν σε ένα μικρό σπίτι.
Η μάχη κράτησε ώρα, με τους προδότες και Άγγλους στρατιώτες να πυροβολούν τους δύο αγωνιστές, οι οποίοι αντιστέκονταν ταμπουρωμένοι μέσα στο σπίτι. Όταν οι Άγγλοι στρατιώτες διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να τους καταβάλουν, έριξαν χειροβομβίδες στη χωμάτινη στέγη του σπιτιού, όπου οι δύο αγωνιστές πέρασαν στην αιωνιότητα.