Βιθυνία και Πόντος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η επαρχία Βιθυνίας και Πόντου, λατινικά: Provincia Bithynia et Pontus‎‎, ήταν το όνομα μίας επαρχίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις ακτές τού Ευξείνου Πόντου της Μ. Ασίας. Δημιουργήθηκε κατά την ύστερη Ρωμαϊκή Δημοκρατία από τη συνένωση των πρώην βασιλείων της Βιθυνίας (που έγινε επαρχία από τη Ρώμη το 74 π.Χ.) και του Πόντου (προσαρτήθηκε στη Βιθυνία το 63 π.Χ.). Η συγχώνευση ήταν μέρος μίας ευρύτερης κατάκτησης της Μ. Ασίας και της αναγωγής της σε ρωμαϊκές επαρχίες.

Το 74 π.Χ. η Βιθυνία παραδόθηκε στη Ρώμη από τον Νικομήδη Δ' της Βιθυνίας με την ελπίδα, ότι η Ρώμη θα την υπερασπιζόταν ενάντια στον παλαιό της εχθρό, τον Πόντο. Λόγω της επιρροής ενός φιλοξενούμενου φίλου του Νικομήδη Δ΄, του Ιουλίου Καίσαρα, τότε νεαρού άνδρα, και μίας παθιασμένης ομιλίας της αδελφής του νεκρού πια βασιλιά, της Νύσας ενώπιον της Συγκλήτου, το δώρο έγινε δεκτό. Η Ρώμη χωρίστηκε σε δύο μερίδες, τους Populares, τη μερίδα του «λαού» και τους Optimates, τη μερίδα των «αρίστων». Η φιλοξενία είχε προσφερθεί στον Καίσαρα, έναν της μερίδας τού "λαού", για να σώσει τη ζωή του, κρατώντας τον από τη Ρώμη κατά τη διάρκεια μίας προγραφής (εξόντωσης αντιφρονούντων) από τον Σύλλα, έναν των "αρίστων" στην εξουσία. Για πάντα μετά ο Ι. Καίσαρας χρειάστηκε να υπομείνει άσεμνες από τους "αρίστους" συκοφαντίες για τη σχέση του με τον Νικομήδη Δ΄, αλλά η Βιθυνία έγινε το αγαπημένο μέρος των "λαϊκών".

Οι "λαϊκοί" είχαν και τα δύο υπατείες στη Ρώμη. Ο Μάρκος Αυρήλιος Κότα στάλθηκε, για να εξασφαλίσει την επαρχία ως κυβερνήτης. Ήταν θείος τού Ιουλίου Καίσαρα από τη μητέρα του. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ του Πόντου, ένας επιδέξιος πολεμιστής, βλέποντας τη Βιθυνία, αντί μία υποψήφια προσθήκη στο βασίλειό του, να θέλει να αποδράσει, επιτέθηκε στη Βιθυνία πριν ακόμη φτάσει ο ύπατος. Ο Κότα έστειλε τον συνύπατό του, Λεύκιο Λικίνιο Λούκουλλο. Ακολούθησε ο Γ΄ Μιθριδατικός Πόλεμος και συνεχίστηκε. Στο τέλος των υπατειών τους οι δύο διοικητές παρέμειναν ως ανθύπατοι. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ μπόρεσε να κινητοποιήσει σχεδόν όλη την υπόλοιπη Μ Ασία εναντίον τους. Οι δύο "λαϊκοί" ήταν ανεπαρκώς ικανοί για να αντιμετωπίσουν τον Μιθριδάτη ΣΤ΄. Ο Κόττα απομακρύνθηκε τελικά από τη Σύγκλητο με την κατηγορία της διαφθοράς. Οι άνδρες του Λούκουλλου εξεγέρθηκαν: μέσα στη σύγχυση έχασε σχεδόν όλη τη Μ. Ασία και ήταν έξω από αυτήν. Με την υπομονή της στο τέλος, η Σύγκλητος επέλεξε τον καλύτερο διοικητή που είχε. Το 66 π.Χ. η Ρώμη πέρασε τη Lex Manilia, διορίζοντας τον Πομπήιο, έναν "λαϊκό", ως Summus Imperator, όρος που θα έβρισκε μεγαλύτερη χρήση μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Είχε την πλήρη υποστήριξη του Ι. Καίσαρα και μετά ήρθε με τη δική του. Έπρεπε να έχει εντελώς ελεύθερο χέρι στην Μ. Ασία. Μέχρι το 64 π.Χ. όλοι οι σύμμαχοι του Μιθριδάτη ΣΤ΄ είχαν ηττηθεί ή αναγκαστεί να αλλάξουν πλευρά. Διωγμένος από τον Πόντο, κυνηγημένος μέσω της Μ.Ασίας, δολοφονήθηκε τελικά από πρώην φίλους του, που ήλπιζαν να κερδίσουν την εύνοια των Ρωμαίων.

Ο πλούτος της Μ.Ασίας ήταν πλέον στην εντολή της Ρώμης. Έργο του Πομπήιου ήταν να τη χωρίσει σε επαρχίες. Διατήρησε τις μεγαλύτερες περιοχές και συνδύασε τις μικρότερες πόλεις-κράτη. Ο Πόντος δεν έγινε ποτέ ξεχωριστή επαρχία. Απλώς προστέθηκε στην πρώην ανταγωνιστή του, τη Βιθυνία, ενώ το όνομά του ενώθηκε στο τέλος τού ονόματος της Βιθυνίας. Αυτό δεν ήταν ένα πάντρεμα διαφορετικών πολιτισμών. Η ακτή της Μαύρης Θάλασσας είχε από καιρό εξελληνιστεί, παρά τις διαφορές των παλαιών πληθυσμών. Η νέα επαρχία ξεκίνησε το 63 π.Χ. Ήταν ιστορικού πλούτου και σημασίας για τη Δημοκρατία. Ο Πομπήιος συνέχισε να βρίσκεται στην Πρώτη Τριανδρία με τους συναδέλφους του "λαϊκούς". Ήταν η κορύφωση της σταδιοδρομίας του. Είχαν μία σύγκρουση, που κορυφώθηκε με τον Ρωμαϊκό Εμφύλιο Πόλεμο. Ο τελευταίος "λαϊκός" που υπήρχε, ο Οκταβιανός, ανέλαβε τον τίτλο τού imperator (Αυτοκράτορα) σε μόνιμη βάση και τού χορηγήθηκε και ένας ακόμη από τη Σύγκλητο, ο τίτλος τού Σεβαστού (Augustus) . Η Βιθυνία και ο Πόντος συνέχισαν από εκείνη την ημερομηνία, το 27 π.Χ., ως αυτοκρατορική επαρχία, όνομα που κράτησε.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ρωμαϊκή επαρχία Bithynia et Pontus αποτελούσε μία παράκτια λωρίδα λοφώδους χώρας, που περιείχε εκτάσεις έντονα εύφορης, καλλιεργήσιμης γης, σε ήπιο και υγρό κλίμα, στη νότια ακτή τού Εύξεινου Πόντου από τον Βόσπορο έως περίπου η πόλη της Τραπεζούντας. Ακριβώς στα νότια της παράκτιας λωρίδας βρισκόταν μία εντυπωσιακή περιοχή ανατολής-δύσης, τα Ποντιακά Όρη, απομονώνοντας την ακτή από την περιοχή της Κεντρικής Μ.Ασίας, ένα εύκρατο οροπέδιο με λιβάδια και χαμηλά δάση. Η επαρχία επεκτεινόταν μέχρι τις πλαγιές μέχρι την κορυφογραμμή. Στην πίσω πλευρά του υπήρχαν κοιλάδες και οροπέδια, στα οποία βρίσκονταν πόλεις, που βρίσκονταν στην άκρη της παράκτιας επαρχίας, αλλά δεν αποτελούσαν μέρος της.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βασίλειο της Βιθυνίας έγινε σύμμαχος των Ρωμαίων γύρω στο 149 π.Χ. Το 74 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Γ΄ Μιθριδατικού Πολέμου, απεβίωσε ο βασιλιάς της Βιθυνίας Νικομήδης Δ' και, ελπίζοντας να εξασφαλίσει το βασίλειό του από περαιτέρω Ποντιακή επιθετικότητα, κληροδότησε το βασίλειό του στη Ρώμη. Η Σύγκλητος ψήφισε αμέσως την προσάρτηση τού βασιλείου ως επαρχίας, που θα διοικείται άμεσα από τη Δημοκρατία. Οι Ρωμαίοι δεν μπόρεσαν πραγματικά να εφαρμόσουν αυτήν την προσάρτηση μέχρι το 64 π.Χ., όταν ο Πομπήιος προσάρτησε επίσημα τη Βιθυνία και το δυτικό μισό του Πόντου (συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών πόλεων κατά μήκος τού Εύξεινου Πόντου) στη Δημοκρατία ως την άμεσα κυβερνώμενη επαρχία της "Βιθυνίας και Πόντου". Όσον αφορά το ανατολικό μισό του Πόντου («Μικρή Αρμενία»), ο Πομπήιος πρόσθεσε το έδαφός του σε αυτό του βασιλείου της Γαλατίας υπό τον Ρωμαίο πελάτη-βασιλιά Δειόταρο, ως ανταμοιβή για την πίστη του στη Ρώμη.

Εμφύλιοι πόλεμοι στην εποχή της Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βιθυνία και ο Πόντος έγιναν σημαντικός παίκτης κατά τη διάρκεια των Ρωμαϊκών Δημοκρατικών εμφυλίων πολέμων. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας διέσχισε τον ποταμό Ρουβίκωνα το 49 π.Χ. και ξεκίνησε τον Εμφύλιο Πόλεμό του, πολλά από τα μέλη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου υπό την ηγεσία του Πομπήιου κατέφυγαν στην Ανατολή. Ο Γαλάτης πελάτης-βασιλιάς Δειόταρος, ηγεμόνας του κρατιδίου του ανατολικού Πόντου (Μικρής Αρμενίας), τάχθηκε με τον παλαιό του προστάτη Πομπήιο εναντίον του Καίσαρα. Ωστόσο, μετά την ήττα του Πομπήιου στη μάχη των Φαρσάλων και το επακόλουθο τέλος του το 48 π.Χ., ο Δειόταρος αντιμετώπισε την εκτέλεση από τις δυνάμεις του Ι. Καίσαρα, έως ότου ο Ρωμαίος ρήτορας Μάρκος Τύλλιος Κικέρων επικαλέστηκε την υπόθεσή του και εξασφάλισε τη χάρη του από τον Ι. Καίσαρα. Ο Ι. Καίσαρας στη συνέχεια ονόμασε τον Γναίο Δομίτιο Καλβίνο ως τον επικεφαλής του υποδιοικητή στη Μικρά Ασία, ενώ ο Καίσαρας ταξίδευσε στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο.

Με τον Ι. Καίσαρα στην Αίγυπτο, ο Φαρνάκης Β', ο Ρωμαίος πελάτης-βασιλιάς του βασιλείου του Βοσπόρου και ο μικρότερος γιος τού Μιθριδάτη ΣΤ', άδραξε την ευκαιρία και κατέκτησε την Κολχίδα και τη Μικρή Αρμενία . Οι ηγεμόνες της Καππαδοκίας και της Γαλατίας, Αριοβαρζάνης Γ' και Δειόταρος αντίστοιχα, προσέφυγαν στον Γ. Δ. Καλβίνο για προστασία, και σύντομα οι ρωμαϊκές δυνάμεις αναζήτησαν μάχη με τον Φαρνάκη Β'. Συναντήθηκαν στη μάχη της Νικόπολης στην ανατολική Μ. Ασία το 48 π.Χ., όπου ο Φαρνάκης Β' νίκησε σφοδρά τον ρωμαϊκό στρατό, και κατέλαβε μεγάλο μέρος της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Βιθυνίας.

Αφού νίκησε τις Πτολεμαϊκές δυνάμεις στη μάχη του Νείλου, ο Ι. Καίσαρας έφυγε από την Αίγυπτο το 47 π.Χ. και ταξίδευσε μέσω της Συρίας, της Κιλικίας και της Καππαδοκίας, για να αντιμετωπίσει τον Φαρνάκη Β'. Καθώς ο Φαρνάκης Β' ενημερώθηκε για την προσέγγιση του Καίσαρα με τον βετεράνο στρατό του, έστειλε απεσταλμένους να αναζητήσουν ειρήνη, την οποία ο Ι. Καίσαρας αρνήθηκε. Ο Ι. Καίσαρας συνάντησε τον Φαρνάκη Β' στη μάχη της Ζέλας, νικώντας αποφασιστικά τον βασιλιά τού εναπομείναντος Πόντου και επανιδρύοντας τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Μ. Ασία. Με την επιστροφή του στο βασίλειο του Βοσπόρου, ο Φαρνάκης Β' δολοφονήθηκε από τον γαμπρό του Άσανδρο. Σε αντάλλαγμα, ο Ι. Καίσαρας ονόμασε τον Άσανδρο ως τον νέο Ρωμαίο πελάτη-βασιλιά τού Βοσπόρου. Στη συνέχεια, ο ι. Καίσαρας ενσωμάτωσε τη Μικρά Αρμενία στο -πελατειακό στη Ρώμη- βασίλειο της Καππαδοκίας, για να χρησιμεύσει ως φραγμός μεταξύ των συμφερόντων της Ρώμης στη Μ. Ασία ενάντια στη μελλοντική επιθετικότητα από τα ανατολικά βασίλεια.

Το 45 π.Χ. ο Ι. Καίσαρας, πλέον δικτάτορας της Ρώμης, διόρισε τον Κόιντο Μάρκιο Κρίσπο ως κυβερνήτη της Βιθυνίας και του Πόντου. Μετά τη δολοφονία του Ι. Καίσαρα στις 15 Μαρτίου 44 π.Χ., από τα μέλη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, ο Mάρκος Ιούνιος Βρούτος και ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος διέφυγαν από την Ιταλία και ανέλαβαν τη διοίκηση των ανατολικών επαρχιών της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης της Βιθυνίας και του Πόντου, το 43 π.Χ. Όταν ο Κ. Μ. Κρίσπος αρνήθηκε να υπηρετήσει τον δολοφόνο του προστάτη του, ο Γ. Κάσσιος τον απέλυσε από το αξίωμα, και τον ανάγκασε να αποσυρθεί. Μετά την ήττα τού Μ. Ι. Βρούτου και του Γ. Κάσιου από τη Δεύτερη Τριανδρία στη μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ., ο Μάρκος Αντώνιος, ένας της Δεύτερης Τριανδρίας, ανέλαβε τη διοίκηση των ανατολικών επαρχιών της Δημοκρατίας.

Η Δεύτερη Τριανδρία έληξε το 33 π.Χ., τερματίζοντας το νόμιμο δικαίωμα τού Μ. Αντώνιου να κυβερνά το ανατολικό μισό της Δημοκρατίας. Με την κατάργηση της Τριανδρίας, ο αγώνας για κυριαρχία μεταξύ του Αντώνιου και του Οκταβιανού εντάθηκε. Καθώς ο Οκταβιανός συγκέντρωνε την υποστήριξή του στη Δύση, ο Αντώνιος πλησίαζε όλο και περισσότερο τη βασίλισσα Κλεοπάτρα Ζ΄ της Αιγύπτου. Όταν ο Οκταβιανός κήρυξε τον πόλεμο στην Αίγυπτο, ο Αντώνιος, υποστηριζόμενος από τις ανατολικές επαρχίες (συμπεριλαμβανομένης της Βιθυνίας και του Πόντου) πήγε σε βοήθεια της Αιγύπτου, εναντίον τού Οκταβιανού. Η νίκη του Οκταβιανού επί του Αντώνιου στη μάχη του Ακτίου το 31 π.Χ. εξασφάλισε τη θέση του Οκταβιανού ως αδιαμφισβήτητου κυρίου του ρωμαϊκού κόσμου. Το 27 π.Χ., ο Οκταβιανός έγινε «Αύγουστος»: ο πρώτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας.

Μεταβατική κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μ. Ασία στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. με τον Βόσπορο τού Πόντου ως πελατειακό στη Ρώμη βασίλειο.

Το 39 π.Χ. ο Αντώνιος αφαίρεσε τον έλεγχο της Μικράς Αρμενίας (τα απομεινάρια του πρώην βασιλείου του Πόντου) από την κυριαρχία του βασιλιά Αριαράθη Ι΄ της Καππαδοκίας και έκανε τον Δαρείο του Πόντου, γιο του Φαρνάκη Β' του Πόντου, Ρωμαίο πελάτη-βασιλιά του Πόντου. Ο Αντώνιος παραχώρησε επίσης στον Δαρείο τη διακυβέρνηση του (πελατειακού στη Ρώμη) βασιλείου της Κιλικίας. Η βασιλεία του διήρκεσε μέχρι το τέλος του το 37 π.Χ., μετά το οποίο ο Αντώνιος διόρισε τον Πολέμωνα Α' του Πόντου ως πελάτη-βασιλιά της Κιλικίας και τον Αρσάκη του Πόντου ως πελάτη-βασιλιά της Μικράς Αρμενίας.

Μετά το πρόωρο τέλος τού Αρσάκη τον επόμενο χρόνο το 36 π.Χ., ο Αντώνιος διόρισε τον Πολέμωνα Α' ως πελάτη-βασιλιά του Πόντου. Χρόνια αργότερα, το 16 π.Χ., ο Πολέμων Α΄, κατόπιν αιτήματος του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και με την έγκριση του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αυγούστου, παντρεύτηκε τη Δύναμη, βασίλισσα του Βοσπόρου, και έγινε κυρίαρχος αυτού τού βασιλείου εκτός από τον Πόντο και την Κιλικία. Ο Πολέμων Α΄ αργότερα πρόσθεσε την Κολχίδα στο σύνολο των (πελατειακών) βασιλείων, που κυβερνούσε για λογαριασμό της Ρώμης.

Μετά το τέλος τού Πολέμωνα Α' το 8 π.Χ., τον διαδέχθηκε ο θετός του γιος Τιβέριος Ιούλιος Ασπούργος ως πελάτης-βασιλιάς του Βοσπόρου και η δεύτερη σύζυγός του Πυθοδωρίδα του Πόντου έγινε πελάτισσα-βασίλισσα του Πόντου, της Κιλικίας και της Κολχίδας. Έπειτα η Πυθοδωρίδα παντρεύτηκε τον τότε βασιλιά Αρχέλαο, τον (πελάτη της Ρώμης) βασιλιά της Καππαδοκίας, το 8 π.Χ., ενσωματώνοντας έτσι το αρκετό ανατολικό (πελατειακό) βασίλειο υπό μία ενιαία οικογένεια. Μετά το τέλος τού Αρχέλαου το 14 μ.Χ. και την επακόλουθη μετατροπή της Καππαδοκίας σε επαρχία, που διοικείται άμεσα το 18 μ.Χ., η Πυθοδωρίδα έχασε τον τίτλο της ως βασίλισσα της Καππαδοκίας.

Την Πυθοδωρίδα διαδέχθηκε ο θετός της γιος Πολέμων Β' του Πόντου μετά το τέλος της το 38 μ.Χ. Ο Πολέμων Β' κυβέρνησε ως (Ρωμαίος πελάτης) βασιλιάς του Πόντου και της Κιλικίας, έως ότου ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρων τον καθαίρεσε το 62 μ.Χ. Στη συνέχεια, η Κιλικία προσαρτήθηκε σε μία άμεσα διοικούμενη ρωμαϊκή επαρχία, και ο Πόντος επανενσωματώθηκε στην Καππαδοκία, που τότε ήταν μία άμεσα κυβερνώμενη ρωμαϊκή επαρχία.

Πριγκιπάτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ρωμαϊκές επαρχίες της Μ. Ασίας υπό τον Τραϊανό, συμπεριλαμβανομένης της δυτικής Μικρασιατικής συγκλητικής επαρχίας «Βιθυνίας και Πόντου».

Ως μέρος των Συνταγματικών Μεταρρυθμίσεων του Αυγούστου, που μετέτρεψαν τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία σε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα εδάφη της Ρώμης χωρίστηκαν σε αυτοκρατορικές επαρχίες και επαρχίες συγκλητικών. Οι αυτοκρατορικές επαρχίες ήταν παραμεθόριες περιοχές, που απαιτούσαν μόνιμη στρατιωτική παρουσία για την προστασία της Αυτοκρατορίας από την εισβολή. Ως εκ τούτου, μόνο ο Αυτοκράτορας (ως ανώτατος διοικητής του στρατού) είχε το δικαίωμα να διορίζει τους κυβερνήτες αυτών των επαρχιών. [1]

Οι συγκλητικές επαρχίες, αντίθετα, ήταν επικεντρωμένες κατά μήκος της Μεσογείου και δεν διέθεταν σημαντική στρατιωτική δύναμη: η επαρχία της Βιθυνίας και του Πόντου, που βρισκόταν κατά μήκος της νότιας ακτής τού Εύξεινου Πόντου, αποτελούσε εξαίρεση, αν και δεν διέθετε σημαντική φρουρά. Ο Αύγουστος επέτρεψε στη Σύγκλητο να διορίσει τους κυβερνήτες αυτών των επαρχιών, όπως είχε κάνει με όλες τις επαρχίες στο πλαίσιο του Δημοκρατικού συστήματος: χρησιμοποιήθηκε μία κλήρωση για να επιλεγεί ένας ανθύπατος, που θα είχε το imperium στην επικράτεια και θα τον βοηθούσε ένας απεσταλμένος (legatus) ως υποδιοικητής, και ένας ταμίας (quaestor) που χειριζόταν τα οικονομικά θέματα.

Ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Νεότερος ήταν κυβερνήτης της επαρχίας το 110-113 μ.Χ. Οι Επιστολές του («Εpistulae») προς τον Αυτοκράτορα Τραϊανό (βασ. 98-117) αποτελούν σημαντική πηγή για τη ρωμαϊκή επαρχιακή διοίκηση.

Οι πόλεις της Βιθυνίας προσέλαβαν πολλά χαρακτηριστικά ρωμαϊκών πόλεων (π.χ. συμβούλια decuriones) κατά την Αυτοκρατορική περίοδο, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την υπόλοιπη Ρωμαϊκή Μ. Ασία. [2]

Σύμφωνα με τον Κάσσιο Δίο, γύρω στο 134 μ.Χ. η Σύγκλητος παραχώρησε τον έλεγχο της Βιθυνίας και του Πόντου στον Αυτοκράτορα με αντάλλαγμα τη Λυκία και την Παμφυλία. [3]

Δεσποτεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάτω από τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, π. 295, η Βιθυνία-Πόντος χωρίστηκε σε 3 μικρότερες επαρχίες: τη Βιθυνία, την Ονοριάδα και την Παφλαγονία (αντικαταστάθηκε από το θέμα της Παφλαγονίας γύρω στο 820). Αυτά ανήκαν στη διοίκηση Ποντικής (ιδρύθηκε π. 314), με τη σειρά τους μέρος της πραιτωριανής επαρχίας της Ανατολής (ιδρύθηκε π. 337).

Μετέπειτα έτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τις μουσουλμανικές επιδρομές της δεκαετίας του 640 μ.Χ., η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναδιοργάνωσε την επαρχιακή της δομή σε θέματα. Η επαρχία της Βιθυνίας και του Πόντου αναδιοργανώθηκε στα θέματα Βουκελλαρίων, Οψίκιον και Οπτιμάτων.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Richard Talbert, The Senate of Imperial Rome (Princeton: University Press, 1984), p. 392
  2. Fernoux, Henri-Louis (2011). Le Demos et la cité : communautés et assemblées populaires en Asie Mineure à l'époque impériale. Rennes: Presses universitaires de Rennes. σελ. 119. ISBN 9782753514355. 
  3. Talbert, Senate, p. 395

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]