Βασιλιάς των Ρωμαίων

Βασιλιάς των Ρωμαίων (λατιν.: Rex Romanorum, Γερμαν.: ) ήταν ο τίτλος που χρησιμοποιούσε ο βασιλιάς της Ανατολικής Φραγκίας μετά την εκλογή του από τους πρίγκιπες, από τη βασιλεία του Ερρίκου Β΄ (1002–1024) και μετά.
Αρχικά, ο τίτλος αναφερόταν σε οποιονδήποτε Γερμανό βασιλιά μεταξύ της εκλογής του και της στέψης του ως Αγίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα από τον πάπα. Ο τίτλος χρησιμοποιούνταν επίσης για να δηλώσει τον διάδοχο τού θρόνου, που εκλεγόταν κατά τη διάρκεια τής ζωής ενός εν ενεργεία αυτοκράτορα. Από τον 16ο αι. και μετά, καθώς οι Γερμανοί βασιλείς υιοθέτησαν τον τίτλο του εκλεγμένου αυτοκράτορα και έπαψαν να στέφονται από τον πάπα, ο τίτλος συνέχισε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για έναν εκλεγμένο διάδοχο τού θρόνου, κατά τη διάρκεια τής ζωής τού προκατόχου του.
Ο πραγματικός τίτλος ποικίλλει με την πάροδο του χρόνου. Κατά την περίοδο των Οθωνιδών, ήταν βασιλιάς των Φράγκων (γερμανικά: König der Franken, λατινικά: Rex Francorum), από τα τέλη τής περιόδου των Σαλίων ήταν βασιλιάς των Ρωμαίων (γερμανικά: König der Römer, λατινικά: Rex Romanorum). Στη Νεότερη Περίοδο, ο τίτλος βασιλιάς στη Γερμανία (γερμανικά: König in Germanien, λατινικά: Germaniae Rex) άρχισε να χρησιμοποιείται. Τέλος, η σύγχρονη γερμανική ιστοριογραφία καθιέρωσε τον όρο Ρωμαιο-γερμανός Βασιλιάς (Römisch-deutscher König) για να τον διαφοροποιήσει από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα της κλασικής εποχής, καθώς και από τον Ρωμαιο-γερμανό αυτοκράτορα και από τον σύγχρονο Γερμανό αυτοκράτορα.
Κυβερνώντες βασιλείς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ιστορικό και χρήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η περιοχή της Ανατολικής Φραγκίας δεν αναφερόταν ως βασίλειο της Γερμανίας ή Regnum Teutonicum από σύγχρονες πηγές μέχρι τον 11ο αι. Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου, η αξίωση τού βασιλιά για στέψη αμφισβητούνταν ολοένα και περισσότερο από τον παπισμό, με αποκορύφωμα την έντονη Έριδα της Περιβολής. Όταν ο Σάλιος διάδοχος Ερρίκος Δ΄, ένας ανήλικος 6 ετών, εξελέγη για να κυβερνήσει την αυτοκρατορία το 1056, υιοθέτησε το Romanorum Rex ως τίτλο, για να τονίσει το ιερό του δικαίωμα να στεφθεί αυτοκράτορας από τον πάπα. Ο πάπας Γρηγόριος Ζ΄ επέμεινε στη χρήση του υποτιμητικού όρου Teutonicorum Rex («βασιλιάς των Γερμανών»), προκειμένου να υπονοήσει ότι η εξουσία του Ερρίκου Δ΄ ήταν απλώς τοπική, και δεν εκτεινόταν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Ο Ερρίκος Δ΄ συνέχισε να χρησιμοποιεί τακτικά τον τίτλο Romanorum Rex, μέχρι που τελικά στέφθηκε αυτοκράτορας από τον αντίπαπα Κλήμη Γ΄ το 1084. Οι διάδοχοι τού Ερρίκου Δ΄ μιμήθηκαν αυτήν την πρακτική, και ονομάζονταν επίσης Romanorum Rex πριν, και Romanorum Imperator μετά τις Ρωμαϊκές στέψεις τους.
Μεσαιωνική πρακτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αρχικά, υποψήφιοι για τη βασιλεία ήταν οι επικεφαλής των γερμανικών δουκάτων. Καθώς αυτές οι μονάδες εδιασπώντο, ηγεμόνες μικρότερων πριγκιπάτων, ακόμη και μη γερμανοί ηγεμόνες, ήταν υποψήφιοι για τη θέση. Οι μόνες απαιτήσεις που τηρούνταν γενικά, ήταν ο υποψήφιος να είναι ενήλικος άνδρας, καθολικός χριστιανός, και όχι ιερωμένος. Οι βασιλείς εκλέγονταν από διάφορες αυτοκρατορικές τάξεις (κοσμικούς πρίγκιπες, καθώς και πρίγκιπες-επισκόπους), συχνά στην αυτοκρατορική πόλη της Φρανκφούρτης μετά το 1147, ένα έθιμο που καταγράφεται στον κώδικα Καθρέπτης Σουηβίας (Schwabenspiegel) περίπου το 1275.
Αρχικά όλοι οι παρόντες ευγενείς μπορούσαν να ψηφίσουν με ομόφωνη βοή, αλλά αργότερα δόθηκε δικαίωμα ψήφου μόνο στους πιο επιφανείς επισκόπους και ευγενείς. Σύμφωνα με τη Χρυσή Βούλα του 1356 που εκδόθηκε από τον αυτοκράτορα Κάρολο Δ΄, μόνο οι επτά πρίγκιπες-εκλέκτορες είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν σε ψηφοφορία με πλειοψηφία, όπως καθορίστηκε από τη διακήρυξη του Ρένσε του 1338. Ήταν οι πρίγκιπες-αρχιεπίσκοποι του Μάιντς, του Τρηρ και της Κολωνίας, καθώς και ο βασιλιάς της Βοημίας, ο παλατινός κόμης του Ρήνου, ο δούκας της Σαξονίας και ο μάργραβος του Βρανδεμβούργου. Μετά την Έριδα της Περιβολής, ο Κάρολος Δ΄ σκόπευε να ενισχύσει το νομικό καθεστώς του Rex Romanorum πέρα από την παπική έγκριση. Κατά συνέπεια, μεταξύ των διαδόχων του, μόνο ο Σιγισμούνδος του Λουξεμβούργου και ο Φρειδερίκος Γ΄ των Αψβούργων εξακολουθούσαν να στέφονται αυτοκράτορες στη Ρώμη, και το 1530 ο Κάρολος Ε΄ των Αψβούργων ήταν ο τελευταίος βασιλιάς που έλαβε το αυτοκρατορικό στέμμα από τα χέρια του πάπα (στη Μπολόνια). Η Χρυσή Βούλα παρέμεινε σε ισχύ ως συνταγματικός νόμος, μέχρι τη διάλυση της Αυτοκρατορίας το 1806.
Μετά την εκλογή του, ο νέος βασιλιάς θα στεφόταν βύασιλιάς των Ρωμαίων (Romanorum Rex), συνήθως στον θρόνο το Καρλομάγνου στον Καθεδρικό Ναό του Άαχεν από τον αρχιεπίσκοπο της Κολωνίας, σε μία επίσημη τελετή. Οι λεπτομέρειες τής στέψης του Όθωνα το 936 περιγράφονται από τον μεσαιωνικό χρονικογράφο Βίντουκιντ του Κόρβεϋ στο έργο του Res gestae saxonicae. Οι βασιλείς έλαβαν το αυτοκρατορικό στέμμα τουλάχιστον από το 1024, κατά τη στέψη του Κορράδου Β' . Το 1198, ο υποψήφιος των Χοενστάουφεν Φίλιππος δούκας της Σουηβίας στέφθηκε Rex Romanorum στον Καθεδρικό Ναό του Μάιντς (όπως και ο βασιλιάς Ρούπερτ αιώνες αργότερα), αλλά έκανε και μία δεύτερη στέψη στο Άαχεν, όταν επικράτησε έναντι τού αντιπάλου του Όθωνα Δ' των Γουέλφων.
Κάποια στιγμή μετά την τελετή, ο βασιλιάς, αν μπορούσε, διέσχιζε τις Άλπεις, για να λάβει και τη στέψη του στην Παβία ή το Μιλάνο με το σιδηρούν στέμμα της Λομβαρδίας ως βασιλιάς της Ιταλίας. Τέλος, ταξίδευε στη Ρώμη και στεφόταν αυτοκράτορας από τον πάπα. Επειδή σπάνια ήταν δυνατό για τον εκλεγμένο βασιλιά να μεταβεί αμέσως στη Ρώμη για τη στέψη του, μπορεί να περνούσαν αρκετά χρόνια μεταξύ τής εκλογής και τής στέψης, και ορισμένοι βασιλείς δεν ολοκλήρωναν ποτέ αυτό το ταξίδι στη Ρώμη. Ως κατάλληλος τίτλος για τον βασιλιά μεταξύ τής εκλογής του και τής στέψης του ως αυτοκράτορα, ο Romanorum Rex τόνιζε την πλήρη εξουσία του επί της αυτοκρατορίας, και το δικαίωμα να είναι μελλοντικός αυτοκράτορας (Imperator futurus), χωρίς να παραβιάζει το παπικό προνόμιο.
Δεν έκαναν όλοι οι βασιλείς των Ρωμαίων αυτό το βήμα, μερικές φορές λόγω εχθρικών σχέσεων με τον πάπα, ή επειδή -είτε η πίεση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο εσωτερικό, είτε ο πόλεμος στη Γερμανία ή την Ιταλία- καθιστούσε αδύνατο για τον βασιλιά να πραγματοποιήσει το ταξίδι. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο βασιλιάς μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο «βασιλιάς των Ρωμαίων» για όλη τη βασιλεία του.
Μεταγενέστερες εξελίξεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τίτλος Romanorum Rex έπαψε να χρησιμοποιείται για τους βασιλείς μετά το 1508, όταν ο πάπας επέτρεψε στον βασιλιά Μαξιμιλιανό Α΄ να χρησιμοποιήσει τον τίτλο Electus Romanorum Imperator («εκλεγμένος αυτοκράτορας των Ρωμαίων») μετά την αποτυχία μίας με καλή πίστη προσπάθειας να ταξιδεύσει στη Ρώμη. Εκείνη την εποχή, ο Μαξιμιλιανός Α΄ έλαβε επίσης τον νέο τίτλο «βασιλιάς στη Γερμανία» (Germaniae rex, könig in Germanien), αλλά ο τελευταίος δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ως κύριος τίτλος.
Οι τίτλοι του Μαξιμιλιανού Α΄ έγραφαν εν μέρει: «Maximilian von Gots genaden erwelter Romischer Romischer kayser, zu allen zeiten merer des Reichs, in Germanien zu Hungern, Dalmatien, Croatien etc kunig» (Μαξιμιλιανός, Θεού χάριτι εκλεγμένος Ρωμαίος αυτοκράτωρ, αιώνιος Αύγουστος στη Γερμανία, βασιλιάς της Ουγγαρίας, Δαλαματίας, Κροατίας, κλπ)
Ξεκινώντας με τον Φερδινάνδο Α΄ αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι ηγεμόνες της αυτοκρατορίας δεν επεδίωκαν πλέον την αυτοκρατορική στέψη από τον πάπα, και αυτοαποκαλούνταν «αυτοκράτορες» χωρίς την παπική έγκριση, παίρνοντας τον τίτλο αμέσως μόλις στέφονταν στη Γερμανία, ή, εάν στέφονταν ζώντος τού προκατόχου τους, μετά τον θάνατο ενός εν ενεργεία αυτοκράτορα.
Διάδοχοι που έχουν οριστεί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους ήταν μία αιρετή μοναρχία. Κανένα άτομο δεν είχε αυτόματο νόμιμο δικαίωμα στη διαδοχή, απλώς και μόνο επειδή ήταν συγγενής του εκάστοτε αυτοκράτορα. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας μπορούσε, και συχνά το έκανε, να έχει έναν συγγενή (συνήθως έναν γιο), που θα τον διαδεχόταν μετά το τέλος του. Αυτός ο εκλεγμένος διάδοχος έφερε τον τίτλο «βασιλιάς των Ρωμαίων».
Κατά τον Μεσαίωνα, ένας κατώτερος βασιλιάς των Ρωμαίων εκλεγόταν συνήθως μόνο, όταν ο ανώτερος ηγεμόνας έφερε τον τίτλο του αυτοκράτορα, ώστε να αποφευχθεί η ύπαρξη δύο, θεωρητικά ίσων βασιλέων. Μόνο σε μία περίπτωση (1147–1150) υπήρξε τόσο ένας κυβερνών βασιλιάς των Ρωμαίων (ο βασιλιάς Κορράδος Γ΄ τωνΧοενστάουφεν), όσο και ένας βασιλιάς των Ρωμαίων ως διάδοχος (ο Ερρίκος Βερεγγάριος των Χοενστάουφεν). Αυτή η πρακτική συνεχίστηκε από τον 16ο αι. και μετά, καθώς οι ηγεμόνες τής αυτοκρατορίας ανέλαβαν τον τίτλο "εκλεγμένος αυτοκράτορας" χωρίς αυτοκρατορική στέψη από τον πάπα. Ο τίτλος του βασιλιά των Ρωμαίων αναφέρεται πλέον αποκλειστικά στον εκλεγμένο διάδοχο, κατά τη διάρκεια τής ζωής τού προκατόχου του.
Η εκλογή είχε την ίδια μορφή με αυτή του ανώτερου ηγεμόνα. Στην πράξη, ωστόσο, η πραγματική διοίκηση της αυτοκρατορίας διοικούνταν πάντα από τον αυτοκράτορα (ή τον εκλεγμένο αυτοκράτορα), με το πολύ ορισμένα καθήκοντα να ανατίθενται στον διάδοχο.
Βασιλιάς της Ρώμης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν ο Ναπολέων Α΄ αυτοκράτορας των Γάλλων, απέκτησε έναν γιο και διάδοχο, τον Ναπολέοντα Β΄ (1811–1832), εισήγαγε τον τίτλο βασιλιάς της Ρώμης (Roi de Rome), ονομάζοντας τον γιο του ως τέτοιο κατά τη γέννησή του. Το αγόρι ήταν συχνά γνωστό στην καθομιλουμένη με αυτόν τον τίτλο, καθ' όλη τη σύντομη ζωή του. Ωστόσο, από το 1818 και μετά, ονομάστηκε επίσημα δούκας του Ράιχσταντ από τον εκ μητρός παππού του, αυτοκράτορα Φραγκίσκο Α΄ της Αυστρίας.
Κατάλογος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ακόλουθος κατάλογος δείχνει όλα τα άτομα, που φέρουν τον τίτλο «βασιλείς των Ρωμαίων». Οι ημερομηνίες βασιλείας που δίνονται, είναι εκείνες μεταξύ της εκλογής ενός βασιλιά ως «βασιλιά των Ρωμαίων» και είτε τής ανάληψης τής θέσης τού αυτοκράτορα είτε τού τερματισμού τής βασιλείας του με καθαίρεση ή θάνατο. Οι κυβερνώντες βασιλεί χρωματίζονται με κίτρινο, ενώ εκείνοι των οποίων η διεκδίκηση τού θρόνου δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ευρεία υποστήριξη, χρωματίζονται με ροζ. Τα άτομα που έφεραν τον τίτλο «βασιλείς των Ρωμαίων» αποκλειστικά ως διάδοχοι χρωματίζονται με ασημί. Το '* ' υποδεικνύει, ότι ο εν λόγω βασιλιάς εξελέγη κατά τη διάρκεια τής ζωής τού προκατόχου του.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κατάλογος Γερμανών μοναρχών, ηγεμόνων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούσαν τίτλους διαφορετικούς από τον «βασιλιά των Ρωμαίων»
- Κατάλογος των αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
- αυτοκράτορας των Ρωμαίων
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Stollberg-Rilinger, Barbara (2018). The Holy Roman Empire: a Short History. translated and with a preface by Yair Mintzker. Princeton, New Jersey: Princeton University Press. ISBN 978-1-4008-9026-2.
- H. Beumann: Rex Romanorum, in: Lexikon des Mittelalters (Dictionary of the Middle Ages, 9 vols., Munich-Zürich 1980–98), vol. 7, col. 777 f.