Βασίλης Δίπλας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Βασίλης Δίπλας ήταν κλέφτης επί Τουρκοκρατίας.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγα είναι γνωστά για την ζωή και την δράση του. Ήταν Σαρακατσάνος στην καταγωγή. Από τους πρώτους που βγήκε στον κλεφτοπόλεμο. Έζησε στα τέλη του 18ου αιώνα και ήταν καπετάνιος στα βουνά της Ακαρνανίας, μαζί με τον Κατσαντώνη , του οποίου ήταν συγγενής και νονός, με τον οποίο συνεργαζόταν και τον εμπιστεύονταν. Ο Δίπλας βοηθούσε συχνά τον Κατσαντώνη να αντιμετωπίσουν τους Αλβανούς. Σε μια επίθεση όμως, οι Αλβανοί υπερίσχυσαν με 1500 άνδρες έναντι των 150 του Κατσαντώνη και του Δίπλα. Οι δύο οπλαρχηγοί είχαν μείνει εγκλωβισμένοι με λίγους μόνον άνδρες. Την στιγμή που οι Αλβανοί πιάσαν τον Κατσαντώνη, ο Δίπλας βγήκε μπροστά και φωνάζοντας «Εγώ είμαι ο Κατσαντώνης μωρέ!» έκανε τους Αλβανούς να αφήσουν τον Κατσαντώνη και να πιάσουν αυτόν. Ενώ ο Κατσαντώνης με αυτήν την ευκαιρία διέφυγε σίγουρη αιχμαλωσία και θάνατο, ο Δίπλας αντιστάθηκε με πείσμα σκοτώνοντας επτά από τους εχθρούς πριν πέσει.

Το δημοτικό τραγούδι εξυμνεί τον Δίπλα και συγκεκριμένα την μάχη του Δίπλα εναντίον του Αλβανού Μουχουρδάρη, ενός από τους καλύτερους στρατηγούς του Αλή πασά.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]