Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βασίλειο της Κροατίας (925-1102)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλειο της Κροατίας (και Δαλματίας)

Σημαία

Σύμβολο
Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
Η Κροατία κατά τη βασιλεία του Τόμισλαβ με μωβ και τα υποτελή κράτη με ανοιχτό μωβ
διάφορες ανά το πέρασμα των χρόνων
Νιν
Μπίογκραντ
Σόλιν
Κνιν
παλαιά κροατικά
παλαιά εκκλησιαστικά σλαβονικά
λατινικά

Το Βασίλειο της Κροατίας (σύγχρονα κροατικά: Kraljevina Hrvatska, Hrvatsko Kraljevstvo, λατινικά: Regnum Croatiæ) και από το 1060 γνωστό ως Βασίλειο της Κροατίας και της Δαλματίας (λατινικά: Regnum Croatiae et Dalmatiae) ήταν ένα μεσαιωνικό βασίλειο στη Νότια Ευρώπη, που περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Κροατίας (χωρίς τη δυτική Ίστρια, μερικές δαλματικές παράκτιες πόλεις και το τμήμα της Δαλματίας νότια του ποταμού Νερέτβα), καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.

Το Κροατικό Βασίλειο διοικούνταν για ένα μέρος της ύπαρξής του από εθνοτικές δυναστείες και το Βασίλειο υπήρχε ως κυρίαρχο κράτος για σχεδόν δύο αιώνες. Η ύπαρξή του χαρακτηρίστηκε από διάφορες συγκρούσεις και περιόδους ειρήνης ή συμμαχίας με Βούλγαρους, Βυζαντινούς, Ούγγρους και ανταγωνισμό με τη Βενετία για τον έλεγχο των ακτών της ανατολικής Αδριατικής. Ο στόχος της προώθησης της κροατικής γλώσσας στη θρησκευτική λειτουργία εισήχθη αρχικά από τον επίσκοπο του 10ου αιώνα Γρηγόριο της Νιν, που κατέληξε σε μια σύγκρουση με τον Πάπα, που αργότερα καταργήθηκε από τον ίδιο[1]. Στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα η Κροατία κατάφερε να εξασφαλίσει τις περισσότερες παράκτιες πόλεις της Δαλματίας με την κατάρρευση του βυζαντινού ελέγχου πάνω τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου το βασίλειο έφτασε στο απόγειό του υπό την κυριαρχία των βασιλιάδων Πέτρου Κρέσιμιρ Δ' (1058–1074) και Δημήτριου Ζβόνιμιρ (1075–1089).

Το κράτος διοικούνταν κυρίως από τη δυναστεία Τρπιμίροβιτς μέχρι το 1091. Σε εκείνο το σημείο το βασίλειο γνώρισε μια κρίση διαδοχής και μετά από μια δεκαετία συγκρούσεων για τον θρόνο και τα επακόλουθα της μάχης του όρους Γκβοζντ, το στέμμα πέρασε στη δυναστεία Άρπαντ με τη στέψη του βασιλιά Κολομάν της Ουγγαρίας ως «Βασιλιά της Κροατίας και της Δαλματίας» στο Μπίογκραντ να Μόρου στο 1102, ενώνοντας τα δυο βασίλεια υπό ένα στέμμα[2][3][4][5].

Οι ακριβείς όροι της σχέσης μεταξύ των δύο βασιλείων έγιναν αντικείμενο διαφωνίας τον 19ο αιώνα[6][7][8]. Η φύση της σχέσης διέφερε με την πάροδο του χρόνου, με την Κροατία να διατηρεί μεγάλο βαθμό εσωτερικής αυτονομίας συνολικά, ενώ η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των τοπικών ευγενών[6][9][10]. Οι σύγχρονες κροατικές και ουγγρικές ιστοριογραφίες θεωρούν κυρίως τις σχέσεις μεταξύ του Βασιλείου της Κροατίας και του Βασιλείου της Ουγγαρίας από το 1102 ως μια μορφή άνισης προσωπικής ένωσης δύο εσωτερικά αυτόνομων βασιλείων, που ενώνονται από έναν κοινό Ούγγρο βασιλιά[11].

Το πρώτο επίσημο όνομα της χώρας ήταν "Βασίλειο των Κροατών" (λατινικά: Regnum Croatorum, κροατικά: Kraljevstvo Hrvata)[12], αλλά με την πάροδο του χρόνου επικράτησε το όνομα «Βασίλειο της Κροατίας» (Regnum Croatiae[13], Kraljevina Hrvatska)[12]. Αν και ήδη ο Τόμισλαβ, βασιλιάς της Κροατίας το 925 «κυβερνούσε στην επαρχία των Κροατών και στις περιοχές της Δαλματίας» (in provincia Croatorum et Dalmatiarum finibus)[14], μόλις από το 1060, όταν ο βασιλιάς Πέτρος Κρέσιμιρ Δ' απέκτησε τον έλεγχο των Δαλματικών πόλεων του Θέματος της Δαλματίας, πρώην εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το επίσημο και διπλωματικό όνομα του βασιλείου έγινε «Βασίλειο της Κροατίας και της Δαλματίας» (Regnum Croatiae et Dalmatiae, Kraljevina Hrvatska i Dalmacija), με τον οποίο τίτλο στέφθηκε το 1075-6 ο Δημήτριος Ζβόνιμιρ[15]. Ένα άλλο συχνά ουγγρικό συνώνυμο, όπως χρησιμοποιήθηκε από τον Λαδίσλαο Α΄ της Ουγγαρίας στη διπλωματική του επιστολή του 1091, ήταν το Sclavoniam iam fere totam (acquisivi) ("Ολόκληρη η Σ(κ)λαβηνία")[16][17].

Ιστορικό υπόβαθρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Σλάβοι έφτασαν στη νοτιοανατολική Ευρώπη στις αρχές του 7ου αιώνα και ίδρυσαν πολλά κράτη, συμπεριλαμβανομένου του Δουκάτου της Κροατίας. Ο εκχριστιανισμός των Κροατών άρχισε αμέσως μετά την άφιξή τους και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 9ου αιώνα. Η κυριαρχία στο δουκάτο εναλλάσσονταν μεταξύ των αντίπαλων δυναστειών Ντομαγκόγεβιτς και Τρπιμίροβιτς. Το δουκάτο συναγωνίστηκε τη γειτονική Δημοκρατία της Βενετίας, πολέμησε και συμμάχησε με την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία και πέρασε από περιόδους υποτέλειας στην Καρολίγγεια και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 879, ο Πάπας Ιωάννης Η' αναγνώρισε τον Δούκα Μπράνιμιρ ως ανεξάρτητο ηγεμόνα.

Στέψη του βασιλιά Τόμισλαβ (σύγχρονος πίνακας του Ότον Ιβέκοβιτς)

Η Κροατία έγινε βασίλειο κάπου γύρω στο 925. Ο Τόμισλαβ ήταν ο πρώτος Κροάτης ηγεμόνας, τον οποίο η παπική καγκελαρία τίμησε με τον τίτλο «βασιλιάς»[18]. Λέγεται γενικά ότι ο Τόμισλαβ στέφθηκε το 925, αλλά δεν είναι γνωστό πότε και από ποιον στέφθηκε, ή, μάλιστα, αν στέφθηκε καν. Ο Τόμισλαβ αναφέρεται ως βασιλιάς σε δύο διασωθέντα έγγραφα, που δημοσιεύθηκαν στην Ιστορία των Σαλώνων. Πρώτα σε ένα σημείωμα που προηγείται του κειμένου των συμπερασμάτων της Συνόδου του Σπλιτ το 925, όπου γράφεται ότι ο Τόμισλαβ είναι ο «βασιλιάς» που κυβερνά «στην επαρχία των Κροατών και στις περιοχές της Δαλματίας» ( in prouintia Croatorum et Dalmatiarum finibus Tamisclao rege)[19][20][21], ενώ στον 12ο κανόνα του Συμβουλίου ο ηγεμόνας των Κροατών ονομάζεται «βασιλιάς» (rex et proceres Chroatorum)[21]. Σε μια επιστολή που έστειλε ο Πάπας Ιωάννης Ι', ο Τόμισλαβ ονομάζεται «Βασιλιάς των Κροατών» (Tamisclao, regi Crouatorum)[19][21]. Το Χρονικό του Ιερέα της Ντούκλια τιτλοφόρησε τον Τόμισλαβ ως βασιλιά και προσδιόρισε την κυριαρχία του σε 13 χρόνια[19]. Αν και δεν υπάρχουν επιγραφές του Τόμισλαβ που να επιβεβαιώνουν τον τίτλο, μεταγενέστερες επιγραφές και χάρτες επιβεβαιώνουν ότι οι διάδοχοί του του 10ου αιώνα αυτοαποκαλούνταν «βασιλείς»[20]. Υπό την κυριαρχία του, η Κροατία έγινε ένα από τα ισχυρότερα βασίλεια στα Βαλκάνια[22][23].

Χάρτης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης τον 10ο αιώνα
Πηγή με γλυπτό ενός Κροάτη ηγεμόνα, χρονολογείται από τον 11ο αιώνα.

Ο Τόμισλαβ, απόγονος του Τρπιμίρ Α', θεωρείται ένα από τα πιο εξέχοντα μέλη της δυναστείας των Τρπιμίροβιτς. Κάπου μεταξύ 923 και 928, ο Τόμισλαβ πέτυχε να ενώσει τους Κροάτες της Παννονίας και της Δαλματίας, καθεμία εκ των οποίων διοικούνταν χωριστά από δούκες. Αν και η ακριβής γεωγραφική έκταση του βασιλείου του Τόμισλαβ δεν είναι πλήρως γνωστή, η Κροατία πιθανότατα κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Δαλματίας, της Παννονίας και της βόρειας και δυτικής Βοσνίας[24]. Η Κροατία εκείνη την εποχή διοικούνταν ως ομάδα έντεκα επαρχιών (ζουπάνιγια) και ενός μπανάτου (Μπανόβινα). Κάθε μια από αυτές τις περιοχές είχε μια οχυρή βασιλική πόλη.

Σύντομα η Κροατία ήρθε σε σύγκρουση με τη Βουλγαρική Αυτοκρατορία υπό τον Συμεών Α' (ονομαζόταν Μέγας Συμεών στη Βουλγαρία), ο οποίος βρισκόταν ήδη σε πόλεμο με τους Βυζαντινούς. Ο Τόμισλαβ συνήψε σύμφωνο με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, για τo οποίο μπορεί να ανταμείφθηκε από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ρωμανό Α΄ Λεκαπηνό με κάποια μορφή ελέγχου στις παράκτιες πόλεις του Βυζαντινού Θέματος της Δαλματίας και με ένα μερίδιο του φόρου τιμής που συγκεντρώθηκε από αυτές[20]. Αφού ο Συμεών κατέκτησε το Πριγκιπάτο της Σερβίας το 924, η Κροατία δέχθηκε και προστάτευσε τους εκδιωμένους Σέρβους με τον αρχηγό τους, Ζαχαρία της Σερβίας[25]. Το 926, ο Συμεών προσπάθησε να σπάσει το κροατοβυζαντινό σύμφωνο και στη συνέχεια να κατακτήσει το ασθενώς αμυνόμενο Βυζαντινό Θέμα της Δαλματίας[19] στέλνοντας τον Δούκα Αλογοβότουρο με έναν τρομερό στρατό εναντίον του Τόμισλαβ, αλλά ο στρατός του Συμεών ηττήθηκε στη Μάχη των Βοσνιακών Υψίπεδων. Μετά τον θάνατο του Συμεών το 927 αποκαταστάθηκε η ειρήνη μεταξύ της Κροατίας και της Βουλγαρίας με τη μεσολάβηση των λεγάτων του Πάπα Ιωάννη Ι'[26]. Σύμφωνα με το σύγχρονο Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, ο κροατικός στρατός και το ναυτικό εκείνη την εποχή μπορεί να αποτελούνταν από περίπου 100.000 μονάδες πεζικού, 60.000 ιππείς και 80 μεγαλύτερα και 100 μικρότερα πολεμικά πλοία[27], αλλά ο αριθμός αυτός θεωρείται γενικά υπερβολικός. Σύμφωνα με την παλαιογραφική ανάλυση του αρχικού χειρογράφου του Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, ο πληθυσμός της μεσαιωνικής Κροατίας υπολογίστηκε μεταξύ 440.000 και 880.000 κατοίκων, ενώ η στρατιωτική δύναμη πιθανότατα αποτελούταν από 20.000–100.000 πεζούς και 3.000 ιππείς οργανωμένους σε 60 αλλάγια[28][29].

Η κροατική κοινωνία υπέστη σημαντικές αλλαγές τον 10ο αιώνα. Οι τοπικοί ηγέτες, οι župani, αντικαταστάθηκαν από υποστηρικτές του βασιλιά, οι οποίοι πήραν γη από τους προηγούμενους γαιοκτήμονες, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα φεουδαρχικό σύστημα. Οι προηγουμένως ελεύθεροι αγρότες έγιναν δουλοπάροικοι και έπαψαν να είναι στρατιώτες προκαλώντας την εξασθένιση της στρατιωτικής ισχύος της Κροατίας.

Τον Τόμισλαβ διαδέχθηκε ο Τρπιμίρ Β' (928-935) και έπειτα ο Κρέσιμιρ Α' (935-945). Καθένας κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία του και να διατηρήσει καλές σχέσεις τόσο με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία όσο και με τον Πάπα. Αυτή η περίοδος, στο σύνολό της, όμως, είναι σκοτεινή. Η κυριαρχία του γιου του Κρέσιμιρ, Μίροσλαβ, χαρακτηρίστηκε από μια σταδιακή αποδυνάμωση της Κροατίας[30]. Διάφορες περιφερειακές περιοχές εκμεταλλεύτηκαν τις άστατες συνθήκες για να αποσχιστούν[31]. Ο Μίροσλαβ κυβέρνησε για 4 χρόνια όταν σκοτώθηκε από τον μπάνο του, τον Πρίμπινα, κατά τη διάρκεια μιας εσωτερικής διαμάχης για την εξουσία. Ο Πρίμπινα εξασφάλισε τον θρόνο στον Μιχαήλ Κρέσιμιρ Β' (949–969), ο οποίος αποκατέστησε την τάξη σε όλο το μεγαλύτερο μέρος της πολιτείας. Διατηρούσε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τις πόλεις-κράτη της Δαλματίας και με τη σύζυγό του, Ελένη, δώρισαν γη και εκκλησίες στο Ζαντάρ και στο Σόλιν. Η σύζυγος του, Ελένη, έχτισε τις εκκλησίες της Αγίας Μαρίας και του Αγίου Στεφάνου στο Σόλιν, που αποτέλεσαν σημείο ταφής των Κροατών ηγεμόνων. Η Ελένη πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 976 και θάφτηκε σε εκείνη την εκκλησία, όπου βρέθηκε μια βασιλική επιγραφή στη σαρκοφάγο της που την αποκαλούσε «Μητέρα του Βασιλείου»[32][33].

Τον Μιχαήλ Κρέσιμιρ Β' διαδέχθηκε ο γιος του, Στέφανος Ντρζίσλαβ (969–997), ο οποίος δημιούργησε καλύτερες σχέσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το Θέμα της Δαλματίας. Σύμφωνα με την Ιστορία των Σαλώνων, έλαβε βασιλικά διακριτικά από τους Βυζαντινούς, μαζί με τον τίτλο του επάρχου και του πατρικίου. Επίσης, σύμφωνα με αυτό το έργο, από την εποχή της βασιλείας του Ντρζίσλαβ, οι διάδοχοί του αυτοαποκαλούνταν «βασιλείς της Κροατίας και της Δαλματίας». Πέτρινες πλάκες από το βωμό μιας εκκλησίας του 10ου αιώνα στο Κνιν με την επιγραφή του Ντρζίσλαβ, πιθανώς όταν ήταν ο διάδοχος του θρόνου, δείχνουν ότι υπήρχε μια επακριβώς καθορισμένη ιεραρχία, που ρύθμιζε τα ζητήματα της διαδοχής στο θρόνο[33].

Μόλις ο Ντρζίσλαβ πέθανε το 997, οι τρεις γιοι του, Σβέτοσλαβ (997–1000), Κρέσιμιρ Γ' (1000–1030) και Γκόισλαβ (1000–1020), ξεκίνησαν μια βίαιη διαμάχη για το θρόνο αποδυναμώνοντας το κράτος και επιτρέποντας στους Βενετούς υπό τον Πιέτρο Β' Ορσεόλο και τους Βουλγάρους υπό τον Σαμουήλ να βάλλουν εναντίον των κροατικών κτήσεων κατά μήκος της Αδριατικής. Το 1000, ο Ορσέολο οδήγησε τον βενετικό στόλο στην ανατολική Αδριατική και σταδιακά πήρε τον έλεγχό της[34], πρώτα τα νησιά του Κόλπου του Κβάρνερ και του Ζαντάρ, μετά το Τρογκίρ και το Σπλιτ, ακολούθησε μια επιτυχημένη ναυμαχία με τους Ναρεντίνους, κατά την οποία ανέλαβε τον έλεγχο της Κορτσούλα και του Λάστοβο και διεκδίκησε τον τίτλο του Δούκα της Δαλματίας. Ο Κρέσιμιρ Γ' προσπάθησε να αποκαταστήσει τις πόλεις της Δαλματίας και είχε κάποια επιτυχία μέχρι το 1018, όταν ηττήθηκε από τη Βενετία που συμμάχησε με τους Λομβαρδούς. Την ίδια χρονιά το βασίλειό του έγινε για λίγο υποτελές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1025 και τον θάνατο του Βασιλείου Β'. Ο γιος του, Στέφανος Α' (1030–1058), έφτασε στο σημείο να κάνει τον Ναρεντίνο δούκα υποτελή του το 1050.

Βασίλειο της Κροατίας και της Δαλματίας επί βασιλείας του Πέτρου Κρέσιμιρ (1058-1074)

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πέτρου Κρέσιμιρ Δ' (1058–1074), το μεσαιωνικό κροατικό βασίλειο έφτασε στην εδαφική του ακμή. Ο Κρέσιμιρ κατάφερε να πείσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να τον επιβεβαιώσει ως τον ανώτατο άρχοντα των Δαλματικών πόλεων, δηλαδή στο Θέμα της Δαλματίας, εξαιρουμένου του θέματος της Ραγούσας και του Δουκάτου του Δυρραχίου[35]. Επίσης, επέτρεψε στη ρωμαϊκή κουρία να αναμειχθεί περισσότερο στις θρησκευτικές υποθέσεις της Κροατίας, γεγονός που εδραίωσε την εξουσία του, αλλά διέκοψε την κυριαρχία του επί του γλαγολιτικού κλήρου σε μέρη της Ίστριας μετά το 1060. Η Κροατία υπό τον Κρέσιμιρ Δ' αποτελούνταν από δώδεκα επαρχίες και ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από την εποχή του Τόμισλαβ. Περιλάμβανε το πλησιέστερο νότιο δουκάτο της Δαλματίας της Παγανίας και η επιρροή του εκτεινόταν στις περιοχές Ζαχλουμίας, Τερβουνίας και Διόκλειας. Οι ζουπάνοι (αρχηγοί επαρχιών) είχαν τους δικούς τους ιδιωτικούς στρατούς. Τα ονόματα των αυλικών τίτλων στη δημοτική τους μορφή εμφανίζονται για πρώτη φορά κατά τη βασιλεία του, όπως vratar («θυροφύλακας»), postelnik («θαλαμοφύλακας») κ.ο.κ.[20]

Οι μεταρρυθμίσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, οι οποίες επέβαλαν απαγόρευση στη χρήση της σλαβονικής τελετουργίας και καθιέρωσαν τα λατινικά ως υποχρεωτικά, επιβεβαιώθηκαν από τον Πάπα Αλέξανδρο Β' το 1063. Αυτό οδήγησε σε μια εξέγερση στο βασίλειο από το στρατόπεδο αντιμεταρρύθμισης, κυρίως στην περιοχή Κβάρνερ. Ενώ ο βασιλιάς Κρέσιμιρ Δ' τάχθηκε στο πλευρό του Πάπα, αναμένοντας μια νίκη του φιλολατινικού κλήρου, υποστήριξη στον αντιμεταρρυθμιστικό κλήρο παρείχε ο Αντίπαπας Ονώριος Β' . Η εξέγερση ηγήθηκε από έναν ιερέα ονόματι Βούλφο στο νησί Κρκ. Αν και οι επαναστάτες κατεστάλησαν γρήγορα, η σλαβονική τελετουργία πραγματοποιήθηκε στην περιοχή του Κβάρνερ, καθώς και η χρήση της γλαγολιτικής γραφής[36].

Ωστόσο, το 1072, ο Κρέσιμιρ βοήθησε την εξέγερση των Βουλγάρων και των Σέρβων εναντίον των Βυζαντινών κυρίων τους. Οι Βυζαντινοί αντεπιτέθηκαν το 1074 στέλνοντας τον Νορμανδό κόμη Αμίκο του Τζοβινάτσο να πολιορκήσει το Ραμπ. Δεν κατάφεραν να καταλάβουν το νησί, αλλά κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τον ίδιο τον βασιλιά και οι Κροάτες αναγκάστηκαν στη συνέχεια να εγκατασταθούν και να δώσουν το Σπλιτ, το Τρόγκιρ, το Ζαντάρ, το Μπίογκραντ και τη Νιν στους Νορμανδούς. Το 1075, η Βενετία έδιωξε τους Νορμανδούς και εξασφάλισε τις πόλεις για τον εαυτό της. Το τέλος του Κρέσιμιρ Δ' το 1074 σηματοδότησε επίσης το de facto τέλος της δυναστείας Τρπιμίροβιτς, που κυβέρνησε τα κροατικά εδάφη για πάνω από δύο αιώνες.

Τον Κρέσιμιρ διαδέχθηκε ο Δημήτριος Ζβόνιμιρ (1075–1089) του κλάδου Σβετοσλάβιτς του Οίκου Τρπιμίροβιτς. Προηγουμένως ήταν μπάνος της Κροατίας στην υπηρεσία του Πέτρου Κρέσιμιρ Δ' και αργότερα Δούκας της Κροατίας. Κέρδισε τον τίτλο του βασιλιά με την υποστήριξη του Πάπα Γρηγορίου Ζ' και στέφθηκε στο Σόλιν ως Βασιλιάς της Κροατίας στις 8 Οκτωβρίου 1075. Ο Ζβόνιμιρ βοήθησε τους Νορμανδούς υπό τον Ροβέρτο Γυισκάρδο στον αγώνα τους ενάντια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη Βενετία μεταξύ 1081 και 1085. Ο Ζβόνιμιρ βοήθησε στη μεταφορά των στρατευμάτων τους μέσω του στενού του Οτράντο και στην κατάληψη της πόλης του Δυρραχίου. Τα στρατεύματά του βοήθησαν τους Νορμανδούς σε πολλές μάχες κατά μήκος των αλβανικών και ελληνικών ακτών. Εξαιτίας αυτού, το 1085, οι Βυζαντινοί μεταβίβασαν τα δικαιώματά τους στη Δαλματία στη Βενετία.

Βασίλειο της Κροατίας και της Δαλματίας επί Δημήτριου Ζβονιμίρ (1075-1089)

Η βασιλεία του Ζβόνιμιρ είναι λαξευμένη σε πέτρα στην πλάκα της Μπάσκα, που διατηρείται μέχρι σήμερα ως ένα από τα παλαιότερα γραπτά κροατικά κείμενα, που φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο στο Ζάγκρεμπ. Η βασιλεία του Ζβόνιμιρ μνημονεύεται ως μια ειρηνική και ευημερούσα περίοδος, κατά την οποία επιβεβαιώθηκε περαιτέρω η σύνδεση των Κροατών με την Αγία Έδρα, τόσο πολύ που ο καθολικισμός θα παραμείνει μεταξύ των Κροατών μέχρι σήμερα. Εκείνη την εποχή, οι τίτλοι ευγενών στην Κροατία έγιναν ανάλογοι με εκείνους που χρησιμοποιήθηκαν σε άλλα μέρη της Ευρώπης εκείνη την εποχή, με τους τίτλους του κόμη και του βαρόνου να χρησιμοποιούνται για τους ζουπάνους και τους ευγενείς της βασιλικής αυλής και ο τίτλος vlastelin για τους ευγενείς. Το κροατικό κράτος πλησίαζε πιο κοντά στη δυτική Ευρώπη και πιο μακριά από τα ανατολικά. Ο Δημήτριος Ζβόνιμιρ παντρεύτηκε την Ελένη της Ουγγαρίας το 1063. Η βασίλισσα Ελένη ήταν μια Ούγγρα πριγκίπισσα, κόρη του βασιλιά Μπέλα Α' της ουγγρικής δυναστείας Άρπαντ και ήταν αδελφή του μελλοντικού Ούγγρου βασιλιά Λαδίσλαου Α'. Ο Ζβόνιμιρ και η Ελένη είχαν έναν γιο, τον Ράντοβαν, ο οποίος πέθανε στα τέλη της εφηβείας του ή στα είκοσί του. Ο βασιλιάς Δημήτριος Ζβόνιμιρ πέθανε το 1089. Οι ακριβείς συνθήκες του θανάτου του είναι αβέβαιες. Σύμφωνα με έναν μεταγενέστερο, πιθανό αβάσιμο μύθο, σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης το 1089.

Δεν υπήρχε μόνιμη πρωτεύουσα του κράτους, καθώς η βασιλική κατοικία διέφερε από τον ένα ηγεμόνα στον άλλο. Πέντε συνολικά πόλεις φέρεται να έλαβαν τον τίτλο της βασιλικής έδρας: Νιν (Κρέσιμιρ Δ'), Μπίογκραντ (Στέφανος Ντρζίσλαβ, Κρέσιμιρ Δ'), Κνιν (Ζβόνιμιρ, Πέτρος Σνάτσιτς), Σίμπενικ (Κρέσιμιρ Δ') και Σόλιν (Κρέσιμιρ Β').[37]

Σύμφωνα με το Provinciale Vetus (δημοσιεύθηκε στα τέλη του 12ου αιώνα), στο Βασίλειο της Κροατίας και της Δαλματίας γύρω στο 1075 υπήρχαν 20 επισκοπικές κίβιτας, συμπεριλαμβανομένων των Σαλώνων (Σόλιν - Σπλιτ), Ζαδέρας (Ζαντάρ), Σκάνδωνας (Σκράντιν), Τραγούριου (Tρόγκιρ), Βελιγραδίου, Άμπσαρας ( Όσορ), Βέκλα (Κρκ), Σίσιας (Σίσακ), Ραγούσιου (Ντουμπρόβνικ), Κατάρας (Κότορ), Στάγνου (Στον), Μουκρόνας (Μούκουρ, Μακάρσκα), Μπόσνας (Βίσοκο), Δουλκίνιου (Ούλτσιν), Σουάκιου (Σβατς), Αντιβάρου (Μπαρ), Δελμένιας (Όμις) και Νόνα (Νιν)[38]. Περίπου παρόμοια όρια αναπαράγονται στην Κροατική έκδοση του 14ου αιώνα του Χρονικού του Ιερέα της Ντούκλια (ο Ούγγρος βασιλιάς «απέκτησε στην κατοχή του όλα τα μέρη του [κροατικού] βασιλείου: Βοσνία, Κροατία, Δαλματία, Ναρώνα. Αλλά τους Κροάτες, ως επαναστάτες, τους καταπίεζε με έργα και υποτέλεια. Επιπλέον, όταν μετά από αυτό το βασίλειο χωρίστηκε σε μέρη, οι Βόσνιοι απέκτησαν τον κύριό τους, οι Ναρεντινοί τον δικό τους, μόνο οι Κροάτες ξένο»)[39] και στον Κατάλογο δουκών και βασιλέων Δαλματίας και Κροατίας («μετά από αυτό, όπως είχε προφητεύσει ο ιερός βασιλιάς, οι Κροάτες διοικούνταν επίσης από τους Ούγγρους και οι Ούγγροι διοικούνταν από τους Νέρετβα, που υπακούν στον δικό τους πρίγκιπα»)[40].

Ο Στέφανος Β' (1089–1091) από την κύρια γραμμή Τρπιμίροβιτς ανέβηκε στον θρόνο σε μεγάλη ηλικία. Ο Στέφανος Β' επρόκειτο να είναι ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου των Τρπιμίροβιτς. Η διακυβέρνησή του ήταν σχετικά αναποτελεσματική και διήρκεσε λιγότερο από δύο χρόνια. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος αυτού του χρόνου στην ηρεμία του μοναστηριού του Αγίου Στεφάνου κάτω από τα Πεύκα κοντά στο Σπλιτ. Πέθανε στις αρχές του 1091 χωρίς να αφήσει κληρονόμο. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε εν ζωή αρσενικό μέλος του Οίκου, λίγο αργότερα ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος[41].

Η χήρα του αείμνηστου βασιλιά Ζβόνιμιρ, Ελένη, πιθανότατα προσπάθησε να διατηρήσει την εξουσία στην Κροατία κατά τη διάρκεια της κρίσης της διαδοχής[42][43]. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, αρκετές πόλεις της Δαλματίας ζήτησαν επίσης βοήθεια από τον βασιλιά Λαδίσλαο και ο Πέταρ Γκούσιτς με τον Petar de genere Cacautonem παρουσιάστηκαν ως «Λευκοί Κροάτες» (Creates Albi), στην αυλή του[44]. Έτσι η εκστρατεία που ξεκίνησε ο Λαδίσλαος δεν ήταν καθαρά μια ξένη επιθετικότητα[45] ούτε εμφανίστηκε στον κροατικό θρόνο ως κατακτητής, αλλά μάλλον ως κληρονομικός διάδοχος[46]. Το 1091 ο Λαδίσλαος διέσχισε τον ποταμό Ντράβα και κατέκτησε ολόκληρη την επαρχία της Σλαβονίας (Μέση, ενώ η Σκλαβηνία σήμαινε Βασίλειο της Κροατίας και της Δαλματίας[47] ) χωρίς να συναντήσει αντίθεση, αλλά η εκστρατεία του σταμάτησε κοντά στο όρος Γκβοζντ (Μάλα Κάπελα)[48]. Δεδομένου ότι οι Κροάτες ευγενείς ήταν διχασμένοι, ο Λαδίσλαος είχε κάποια επιτυχία στην εκστρατεία του, ωστόσο δεν μπόρεσε να θέσει τον έλεγχό του σε ολόκληρη την Κροατία, αν και η ακριβής έκταση της κατάκτησής του δεν είναι γνωστή[45][49].

Εκείνη την εποχή το Βασίλειο της Ουγγαρίας δέχτηκε επίθεση από τους Κουμάνους, οι οποίοι πιθανότατα στάλθηκαν από το Βυζάντιο, οπότε ο Λαδίσλαος αναγκάστηκε να υποχωρήσει από την εκστρατεία του στην Κροατία[49]. Ο Λαδίσλαος διόρισε τον ανιψιό του, Πρίγκιπα Άλμος, να διαχειρίζεται την ελεγχόμενη περιοχή της Κροατίας, ίδρυσε τη Μητρόπολη του Ζάγκρεμπ ως σύμβολο της νέας του εξουσίας και επέστρεψε στην Ουγγαρία. Εν μέσω του πολέμου, ο Πέταρ Σνάτσιτς εξελέγη βασιλιάς από Κροάτες φεουδάρχες το 1093. Η έδρα της εξουσίας του Πέταρ βρισκόταν στο Κνιν. Η κυριαρχία του σημαδεύτηκε από έναν αγώνα για τον έλεγχο της χώρας με τον Άλμο, ο οποίος δεν μπόρεσε να εγκαταστήσει την κυριαρχία του και αναγκάστηκε να αποσυρθεί στην Ουγγαρία το 1095.

Ο Λαδίσλαος πέθανε το 1095 αφήνοντας τον ανιψιό του, Κολομάν, να συνεχίσει την εκστρατεία. Ο Κολομάν, όπως και ο Λαδίσλαος πριν από αυτόν, δεν θεωρούνταν κατακτητής, αλλά μάλλον διεκδικητής του κροατικού θρόνου[50]. Συγκέντρωσε έναν μεγάλο στρατό για να διεκδικήσει τον θρόνο και το 1097 νίκησε τα στρατεύματα του βασιλιά Πέταρ στη μάχη του όρους Γκβοζντ, όπου ο τελευταίος σκοτώθηκε. Δεδομένου ότι οι Κροάτες δεν είχαν πια ηγέτη και η Δαλματία είχε πολλές οχυρωμένες πόλεις που θα ήταν δύσκολο να νικηθούν, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του Κολομάν και των Κροατών φεουδαρχών. Χρειάστηκαν πολλά ακόμη χρόνια πριν οι Κροάτες ευγενείς αναγνωρίσουν τον Κολομάν ως βασιλιά. Ο Κολομάν στέφθηκε στο Μπίογκραντ το 1102 και ο τίτλος που διεκδικούσε πλέον ήταν «Βασιλιάς της Ουγγαρίας, της Δαλματίας και της Κροατίας». Μερικοί από τους όρους της στέψης του συνοψίζονται στην Πάκτα Κονβέντα, με την οποία οι Κροάτες ευγενείς συμφώνησαν να αναγνωρίσουν τον Κολομάν ως βασιλιά. Σε αντάλλαγμα, οι 12 Κροάτες ευγενείς, που υπέγραψαν τη συμφωνία, διατήρησαν τα εδάφη και τις περιουσίες τους και τους χορηγήθηκε απαλλαγή από φόρους. Οι ευγενείς έπρεπε να στείλουν τουλάχιστον δέκα οπλισμένους ιππείς ο καθένας πέρα από τον ποταμό Ντράβα με έξοδα του βασιλιά, αν τα σύνορά του δέχονταν επίθεση[51]. Παρά το γεγονός ότι η Πάκτα Κονβέντα δεν είναι αυθεντικό έγγραφο του 1102, σχεδόν σίγουρα υπήρχε κάποιο είδος σύμβασης ή συμφωνίας μεταξύ των Κροατών ευγενών και του Κολομάν, που ρύθμιζε τις σχέσεις με τον ίδιο τρόπο[52].

Ένα αντίγραφο του 14ου αιώνα της Pacta conventa, που διατηρείται στο Εθνικό Μουσείο της Ουγγαρίας. Οι περισσότεροι ιστορικοί το θεωρούν πλαστό, αλλά ότι το περιεχόμενό της αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της κυριαρχίας στην Κροατία.[53]

Το 1102, μετά την κρίση της διαδοχής, το στέμμα πέρασε στα χέρια της δυναστείας Άρπαντ, με τη στέψη του βασιλιά Κολομάν της Ουγγαρίας ως «Βασιλιά της Κροατίας και της Δαλματίας». Οι ακριβείς όροι της ένωσης μεταξύ των δύο βασιλείων έγιναν αντικείμενο διαφωνίας τον 19ο αιώνα[8]. Τα δύο βασίλεια ενώθηκαν υπό τη δυναστεία Άρπαντ είτε με την επιλογή των Κροατών ευγενών είτε με την ουγγρική δύναμη[54]. Οι Κροάτες ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η ένωση ήταν προσωπική με τη μορφή ενός κοινού βασιλιά, μια άποψη επίσης αποδεκτή από αρκετούς Ούγγρους ιστορικούς[46][50][55][56], ενώ Σέρβοι και Ούγγροι εθνικιστές ιστορικοί προτιμούσαν να τη δουν ως μια μορφή προσάρτησης[7][8][57]. Ο ισχυρισμός της ουγγρικής κατοχής έγινε τον 19ο αιώνα κατά την ουγγρική εθνική αφύπνιση[57]. Έτσι, στην παλαιότερη ουγγρική ιστοριογραφία η στέψη του Κολομάν στο Μπίογκραντ ήταν αντικείμενο διαμάχης και η στάση τους ήταν ότι η Κροατία κατακτήθηκε. Αν και αυτού του είδους οι αξιώσεις εντοπίζονται και σήμερα, αφού οι κροατοουγγρικές εντάσεις έχουν φύγει, είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Κολομάν στέφθηκε βασιλιάς στο Μπίογκραντ[58].

Σήμερα, οι Ούγγροι νομικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η σχέση της Ουγγαρίας με την περιοχή της Κροατίας και της Δαλματίας την περίοδο μέχρι το 1526 και τον θάνατο του Λουδοβίκου Β' έμοιαζε περισσότερο με μια προσωπική ένωση[11][59], που έμοιαζε με τη σχέση της Σκωτίας με την Αγγλία[60][61].

Σύμφωνα με την Worldmark Encyclopedia of Nations και την εγκυκλοπαίδεια Grand Larousse, η Κροατία εισήλθε σε μια προσωπική ένωση με την Ουγγαρία το 1102, η οποία παρέμεινε η βάση της Ουγγρο-Κροατικής σχέσης μέχρι το 1918[2][62], ενώ η Encyclopædia Britannica προσδιόρισε τη δυναστική ένωση. Σύμφωνα με την έρευνα της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου, ο Κολομάν συνέτριψε την αντιπολίτευση μετά το θάνατο του Λαδίσλαου[63] και κέρδισε το στέμμα της Δαλματίας και της Κροατίας το 1102, δημιουργώντας έτσι μια σύνδεση μεταξύ του κροατικού και του ουγγρικού στέμματος που κράτησε μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κροατία είχε τον δικό της τοπικό κυβερνήτη ή μπάνο, προνομιούχο ευγενή γαιοκτήμονας, και μια συνέλευση ευγενών, το Σαμπόρ[63].

Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, η Κροατία έγινε μέρος της Ουγγαρίας στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα[64], ωστόσο η πραγματική φύση της σχέσης είναι δύσκολο να προσδιοριστεί[57]. Μερικές φορές η Κροατία ενεργούσε ως ανεξάρτητος πράκτορας και άλλες ως υποτελής της Ουγγαρίας[57]. Ωστόσο, η Κροατία διατήρησε μεγάλο βαθμό εσωτερικής ανεξαρτησίας[57]. Ο βαθμός της κροατικής αυτονομίας κυμάνθηκε ανά τους αιώνες, όπως και τα σύνορά της[9].

Η επίσημη είσοδος της Κροατίας σε προσωπική ένωση με την Ουγγαρία, η οποία αργότερα έγινε μέρος των Χωρών του Στέμματος του Αγίου Στεφάνου[65] είχε αρκετές σημαντικές συνέπειες. Οι θεσμοί χωριστού κροατικού κράτους διατηρήθηκαν με το Σαμπόρ (κοινοβούλιο) και τον μπάνο (αντιβασιλέας) [66] στο όνομα του βασιλιά. Ένας μπάνος κυβερνούσε όλες τις επαρχίες της Κροατίας μέχρι το 1225, όταν η εξουσία μοιράστηκε μεταξύ του μπάνου της Σλαβονίας και του μπάνου της Κροατίας και Δαλματίας. Οι θέσεις κρατήθηκαν κατά διαστήματα από το ίδιο άτομο μετά το 1345 και επισήμως συγχωνεύτηκαν σε μία μέχρι το 1476.

Ένωση με την Ουγγαρία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ένωση με την Ουγγαρία, το στέμμα κατείχε η δυναστεία Άρπαντ και μετά την εξαφάνισή της, υπό τη δυναστεία Ανζού. Οι διάδοχοι του Κολομάν συνέχισαν να στέφονται ως Βασιλιάδες της Κροατίας ξεχωριστά στο Μπίογκραντ να Μόρου μέχρι την εποχή του Μπέλα Δ'[67]. Τον 14ο αιώνα προέκυψε ένας νέος όρος για να περιγράψει τη συλλογή των de jure ανεξάρτητων κρατών υπό την κυριαρχία του Ούγγρου βασιλιά: Archiregnum Hungaricum (Εδάφη του Στέμματος του Αγίου Στεφάνου)[68]. Η Κροατία παρέμεινε ένα ξεχωριστό στέμμα συνδεδεμένο με αυτό της Ουγγαρίας μέχρι την κατάργηση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας το 1918.

  1. «Who were Bogomils». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαΐου 2001. Ανακτήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2009. 
  2. 2,0 2,1 Larousse, Éditions. «Croatie en croate Hrvatska République de Croatie - LAROUSSE». www.larousse.fr (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2025. 
  3. Rogers, Clifford J. (2010). The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology. Oxford University Press. σελ. 293. ISBN 978-0-19-533403-6. 
  4. Luscombe and Riley-Smith, David and Jonathan (2004). New Cambridge Medieval History: C.1024-c.1198, Volume 4. Cambridge University Press. σελίδες 273–274. ISBN 0-521-41411-3. 
  5. Kristó Gyula: A magyar–horvát perszonálunió kialakulása [The formation of Croatian-Hungarian personal union]
  6. 6,0 6,1 Bellamy, Alex J. (2003). The Formation of Croatian National Identity. Manchester University Press. σελίδες 36–39. ISBN 9780719065026. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2014. 
  7. 7,0 7,1 Jeffries, Ian (1998). A History of Eastern Europe. Psychology Press. σελ. 195. ISBN 0415161126. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2014. 
  8. 8,0 8,1 8,2 Sedlar, Jean W. (2011). East Central Europe in the Middle Ages. University of Washington Press. σελ. 280. ISBN 978-0295800646. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2014. 
  9. 9,0 9,1 Singleton, Frederick Bernard (1985). A Short History of the Yugoslav Peoples. Cambridge University Press. σελ. 29. ISBN 978-0-521-27485-2. 
  10. John Van Antwerp Fine: The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century, 1991, σελ. 288
  11. 11,0 11,1 Barna Mezey: Magyar alkotmánytörténet, Budapest, 1995, σελ. 66
  12. 12,0 12,1 Šišić, Ferdo (1990). Povijest Hrvata u vrijeme narodnih vladara. Nakladni zavod Matice hrvatske. σελ. 651. ISBN 978-86-401-0080-9. 
  13. Monumenta spectantia historiam Slavorum meridionalium, Edidit Academia Scienciarum et Artium Slavorum Meridionalium vol VIII, Zagreb, 1877, p. 199
  14. Margetić 1999, σελ. 204.
  15. Margetić 1999, σελ. 205–206.
  16. Margetić 1999, σελ. 211–212.
  17. Margetić, Lujo (1996). «Regnum Croatiae et Dalmatiae u doba Stjepana II.» (στα hr). Radovi (Zagreb: Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών): 11–20. https://hrcak.srce.hr/en/clanak/76963. 
  18. Budak, Neven (1994). Prva stoljeća Hrvatske. Hrvatska sveučilišna naklada. ISBN 978-953-169-032-4. 
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 Goldstein, Ivo (1995). Hrvatski rani srednji vijek. Novi Liber. σελ. 274-275. ISBN 978-953-6045-02-0. 
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Curta, Florin (31 Αυγούστου 2006). Southeastern Europe in the Middle Ages, 500-1250. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-81539-0. 
  21. 21,0 21,1 21,2 Codex Diplomaticus Regni Croatiæ, Dalamatiæ et Slavoniæ, Α' τόμος, σελ. 32
  22. Opća enciklopedija JLZ. Ζάγκρεμπ: Γιουγκοσλαβικό Λεξικογραφικό Ινστιτούτο. 1982. 
  23. «Zoran Lukić – Hrvatska Povijest». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2009. 
  24. John Van Antwerp Fine: The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century, 1991, σελ. 262
  25. De Administrando Imperio: 32.
  26. Rogers, Clifford J. (2010). The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology. Oxford University Press. σελ. 162. ISBN 978-0-19-533403-6. 
  27. De Administrando Imperio: 31.
  28. Vedriš, Trpimir (2007). «Povodom novog tumačenja vijesti Konstantina VII. Porfirogeneta o snazi hrvatske vojske [On the occasion of the new interpretation of Constantine VII Porphyrogenitus'report concerning the strength of the Croatian army]» (στα hr). Historijski zbornik 60: 1–33. https://www.academia.edu/34978219. Ανακτήθηκε στις 29 July 2020. 
  29. Budak, Neven (2018). Hrvatska povijest od 550. do 1100. Leykam international. σελίδες 223–224. ISBN 978-953-340-061-7. 
  30. Goldstein, Ivo (1995). Hrvatski rani srednji vijek. Historiae. Zagreb: Novi Liber [u.a.] σελ. 302. ISBN 978-953-6045-02-0. 
  31. John Van Antwerp Fine: The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century, 1991, σελ. 265
  32. Goldstein, Ivo (1995). Hrvatski rani srednji vijek. Historiae. Zagreb: Novi Liber [u.a.] σελ. 314-15. ISBN 978-953-6045-02-0.
  33. 33,0 33,1 Budak 1994, σελ. 24-25.
  34. «festa della sensa – Veniceworld.com». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2007. 
  35. Fine 1991, σελ. 279.
  36. Budak 1994.
  37. Ferdo Šišić, Povijest Hrvata, pregled povijesti hrvatskog naroda 600.
  38. Škegro, Ante (2005). Stari pokrajinski katalog ili Katalog provincija Opće Crkve = Provinciale vetus sive Ecclesiae Universae provinciarum notitia (στα Κροατικά). Zagreb: Croatian Institute of History. σελ. 10, 21–25, 52–53. ISBN 953-6324-50-4. 
  39. Marulić, Marko (2009). «Regvm Delmatię atqve Croatię gesta a Marco Marvlo Spalatensi Patritio latinitate donata» (στα la). Colloquia Maruliana: 58–59. https://hrcak.srce.hr/en/35384. 
  40. Nemet, Dražen (2006). «Smrt hrvatskoga kralja Zvonimira - problem, izvori i tumačenja [Death of Croatian king Zvonimir – problem, sources and interpretation]». Radovi (Zagreb) 38: 83. https://hrcak.srce.hr/51814. 
  41. Budak 1994, σελ. 77.
  42. Budak 1994, σελ. 80.
  43. Margetić 1999, σελ. 209.
  44. Pavičić, Ivana Prijatelj; Karbić, Damir (2000). «Prikazi vladarskog dostojanstva: likovi vladara u dalmatinskoj umjetnosti 13. i 14. stoljeća [Presentation of the rulers' dignity: images of rulers in dalmatian art of the 13th and 14th centuries]» (στα hr). Acta Histriae 8 (2): 416–418. https://www.dlib.si/stream/URN:NBN:SI:DOC-GLGQZL9X/fcd48a43-5153-4e34-9534-ae77f9528b22/PDF. 
  45. 45,0 45,1 Bárány, Attila (2012)
  46. 46,0 46,1 Márta Font – Ugarsko Kraljevstvo i Hrvatska u srednjem vijeku (Hungarian Kingdom and Croatia in the Middlea Ages), σελ. 8-9
  47. Margetić 1999, σελ. 213.
  48. Archdeacon Thomas of Split: History of the Bishops of Salona and Split (κεφ. 17.), σελ. 93.
  49. 49,0 49,1 Nada Klaić: Povijest Hrvata u ranom srednjem vijeku, II Izdanje, Zagreb 1975., σελ 492(Κροατικά)
  50. 50,0 50,1 Ladislav Heka (October 2008). «Hrvatsko-ugarski odnosi od sredinjega vijeka do nagodbe iz 1868. s posebnim osvrtom na pitanja Slavonije [Croatian-Hungarian relations from the Middle Ages to the Compromise of 1868, with a special survey of the Slavonian issue]» (στα hr). Scrinia Slavonica (Hrvatski institut za povijest – Podružnica za povijest Slavonije, Srijema i Baranje) 8 (1): 152–173. ISSN 1332-4853. http://hrcak.srce.hr/index.php?show=clanak&id_clanak_jezik=68144. 
  51. Trpimir Macan: Povijest hrvatskog naroda, 1971, σελ. 71
  52. Neven Budak – Prva stoljeća Hrvatske, Ζάγκρεμπ, 1994.
  53. Engel, Pál (22 Ιουλίου 2005). The Realm of St Stephen: A History of Medieval Hungary, 895-1526. Bloomsbury Academic. σελ. 35-36. ISBN 978-1-85043-977-6. 
  54. . 
  55. «Wayback Machine» (PDF). www.lib.jgytf.u-szeged.hu. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2025. 
  56. «Szláv civilizáció». szlavintezet.elte.hu. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2025. 
  57. 57,0 57,1 57,2 57,3 57,4 Bellamy, Alex J. (2003). The Formation of Croatian National Identity. Manchester University Press. σελίδες 37–38. ISBN 9780719065026. 
  58. Klaić, Nada (1975). Povijest Hrvata u ranom srednjem vijeku. σελ. 513. 
  59. Heka, László (October 2008). «Hrvatsko-ugarski odnosi od sredinjega vijeka do nagodbe iz 1868. s posebnim osvrtom na pitanja Slavonije [Croatian-Hungarian relations from the Middle Ages to the Compromise of 1868, with a special survey of the Slavonian issue]» (στα hr). Scrinia Slavonica 8 (1): 155. http://hrcak.srce.hr/index.php?show=clanak&id_clanak_jezik=68144. 
  60. Jeszenszky, Géza. «Hungary and the Break-up of Yugoslavia: A Documentary History, Part I.». Hungarian Review II (2). http://www.hungarianreview.com/article/hungary_and_the_break-up_of_yugoslavia. 
  61. «COSTA7». www.rmki.kfki.hu. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2025. 
  62. «Croatia | Encyclopedia.com». encyclopedia.com. 
  63. 63,0 63,1 Curtis, Glenn E. (1992). «A Country Study: Yugoslavia (Former) – The Croats and Their Territories». Library of Congress. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2009. 
  64. Power, Daniel (2006). The Central Middle Ages: Europe 950-1320. Oxford University Press. σελίδες 186. ISBN 978-0-19-925312-8. 
  65. Ančić, Mladen (1998-01-01). «Desetljeće od godine 1091. do 1102. u zrcalu vrela. Summary: The decade between 1091 and 1102 according to the sources. Povij, pril., 17, Zagreb 1998 …». Povijesni prilozi. https://www.academia.edu/1803382/Desetlje%C4%87e_od_godine_1091_do_1102_u_zrcalu_vrela_Summary_The_decade_between_1091_and_1102_according_to_the_sources_Povij_pril_17_Zagreb_1998_. 
  66. «Croatia (History)». Encyclopædia Britannica. 26 March 2024. https://www.britannica.com/EBchecked/topic/143561/Croatia/223953/History. 
  67. Curta, Stephenson, σελ. 267
  68. Ana S. Trbovich (2008). A Legal Geography of Yugoslavia's Disintegration. Oxford University Press. σελ. 87. ISBN 978-0-19-533343-5.