Βασίλειο της Ιταλίας (Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περίπου το 1000, με τις Ιταλικές περιοχές σε σκιές του ροζ.

Το Βασίλειο της Ιταλίας (λατινικά: Regnum Italiae ή Regnum Italicum, ιταλικά: Regno d'Italia) ήταν ένα από τα συστατικά Βασίλεια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (800–1806), μαζί με τα Βασίλεια της Γερμανίας και της Βουργουνδίας. Αποτελούταν από όλη σχεδόν τη Βόρειο και Κεντρική Ιταλία, εκτός της Δημοκρατίας της Βενετίας. Η αρχική του πρωτεύουσα ήταν η Παβία μέχρι τον 11ο αιώνα.

Το 773 ο Βασιλιάς των Φράγκων Καρλομάγνος (πέθανε το 814), διέσχισε τις Άλπεις και εισέβαλε στο Βασίλειο των Λομβαρδών, το οποίο περιείχε όλη την Ιταλία εκτός από το Δουκάτο της Ρώμης και κάποιες Βυζαντινές κτήσεις στο νότο. Τον Ιούνιο του 773 το Λομβαρδικό Βασίλειο κατέρρευσε και οι Φράγκοι έγιναν κύριοι της βόρειας Ιταλίας. Η νοτιότερες περιοχές παρέμειναν υπό τον έλεγχο των Λομβαρδών. Ο Καρλομάγνος υιοθέτησε τον τίτλο "Βασιλιάς των Λομβαρδών" και το 800 στέφτηκε "Αυτοκράτορας των Ρωμαίων" στη Ρώμη. Το 781 έδωσε την Ιταλία στο γιο του, Πεπίνο το Βραχύ (ή Πεπίνος της Ιταλίας, πέθανε το 810). Όταν η γραμμή διαδοχής του Πεπίνου εξέλιπε το 818, το βασίλειο πέρασε στον ξάδελφό του, Λοθάριο Α΄. Τα μέλη της Δυναστείας των Καρολιδών συνέχισαν να κυβερνούνε την Ιταλία μέχρι την εκθρόνιση του Κάρολου του Παχύ το 887, μετά την οποία ανέκτησαν για λίγο πάλι το θρόνο το 894–96. Μέχρι το 961 η ηγεμονία της Ιταλίας ήταν συνεχές αντικείμενο διεκδίκησης από διάφορες αριστοκρατικές οικογένειες, από αλλά και εκτός του βασιλείου.

Το 961 ο Βασιλιάς Όθων Α΄, ήδη παντρεμένος με την Αδελαΐδα της Ιταλίας, χήρα προηγούμενου Βασιλιά της Ιταλίας, εισέβαλε στο βασίλειο και στέφτηκε στην Παβία στις 25 Δεκεμβρίου. Συνέχισε προς τη Ρώμη, όπου στέφτηκε αυτοκράτορας στις 7 Φεβρουαρίου 962. Η ένωση των στεμμάτων της Ιταλίας και της Γερμανίας με εκείνο της αποκαλούμενης "Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων", δημιούργησε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην οποία προστέθηκε και η Βουργουνδία το 1032. Από αυτό το σημείο και μετά, ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα ήταν συνήθως και Βασιλιάς της Ιταλίας και Γερμανίας, αν και οι αυτοκράτορες κάποιες φορές διόριζαν τους διαδόχους τους ως ηγεμόνες της Ιταλίας, ενώ κάποιες φορές οι Ιταλοί επίσκοποι και αριστοκρατία εξέλεγαν δικό τους βασιλιά σε αντιπαραβολή με εκείνον της Γερμανίας. Αυτή η απουσία Ιταλού μονάρχη οδήγησε στην εξάλειψη της κεντρικής εξουσίας κατά την περίοδο του Ύστερου Μεσαίωνα, αλλά η ιδέα ότι η Ιταλία ήταν ένα βασίλειο μέσα στους κόλπους της Αυτοκρατορίας παρέμενε, και οι αυτοκράτορες συχνά επεδίωκαν να επιβάλουν τη θέλησή τους στις αναπτυσσόμενες Ιταλικές πόλεις-κράτη. Οι πόλεμοι που προέκυψαν μεταξύ Γουέλφων και Γιβελλίνων, της αντιμοναρχικής και μοναρχικής πλευράς αντίστοιχα, ήταν χαρακτηριστικοί της Ιταλικής πολιτικής κατάστασης κατά τους 12ο–14ο αιώνες. Η Λομβαρδική Λέγκα (Συνασπισμός) ήταν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης. Δεν είχε αυτοανακηρυχθεί ως αυτονομιστικό κίνημα, αλλά αψηφούσε ανοιχτά το δικαίωμα του Αυτοκράτορα στην εξουσία της Ιταλίας.

Μέχρι το 15ο αιώνα η δύναμη των πόλεων-κρατών καταλυθεί κατά πολύ. Μια σειρά από πολέμους στη Λομβαρδία μεταξύ 1423 και 1454 μείωσαν παραπάνω τον αριθμό των δυνατών κρατών στην Ιταλία. Τα επόμενα σαράντα χρόνια ήταν ειρηνικά σχετικά, αλλά το 1494 η Γαλλία εισέβαλε στην ιταλική χερσόνησο. Οι Μεγάλοι Ιταλικοί Πόλεμοι που προέκυψαν κράτησαν μέχρι το 1559, όταν και ο έλεγχος των περισσότερων ιταλικών κρατών πέρασε στο Βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Β΄. Ο Ισπανικός κλάδος της Δυναστείας των Αψβούργων—η ίδια δυναστεία από άλλο κλάδο της οποίας προέρχονταν οι Αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας—συνέχισαν να κυβερνάνε το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορικής Ιταλίας μέχρι και τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής (1701–14). Μετά την Αυτοκρατορική Μεταρρύθμιση του 1495–1512, το ιταλικό βασίλειο αντιστοιχούσε στις εκτός Διοικητικών Περιοχών (Reichskreise) νότια των Άλπεων. Από νομικής άποψης ο αυτοκράτορας διατηρούσε το ενδιαφέρον ως ο τυπικός βασιλιάς και ηγεμόνας τους, αλλά η διακυβέρνηση του βασιλείου δεν ήταν τίποτα παραπάνω από πληρεξούσιους του αυτοκράτορα διορισμένους για να τον αντιπροσωπεύουν, και τους κυβερνήτες που διόριζε για να εξουσιάζουν τα δικά του Ιταλικά κράτη. Ο Αυτοκρατορικός έλεγχος στην Ιταλία τελείωσε με τις εκστρατείες στην Ιταλία των Γάλλων Επαναστατών το 1792–97, όταν και δημιουργήθηκαν μια σειρά από Γαλλικά κράτη-μαριονέτες. Το 1806 η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαλύθηκε από τον τελευταίο αυτοκράτορα, Φραγκίσκο Β´, μετά την ήττα του από τον Ναπολέοντα στη Μάχη του Άουστερλιτς.

Λομβαρδικό Βασίλειο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη Μάχη των Ταγινών, στην οποία σκοτώθηκε ο βασιλιάς των Οστρογότθων Τωτίλας, ο Βυζαντινός στρατηγός Ναρσής κατέλαβε τη Ρώμη και πολιόρκησε την Κύμη. Ο νέος Οστρογότθος βασιλιάς Τεΐας αναδιοργάνωσε τα απομεινάρια του Οστρογοτθικού στρατού και προέλασε για να σηκώσει την πολιορκία, αλλά τον Οκτώβριο του 552 ο Ναρσής του έστησε ενέδρα στην τοποθεσία Mons Lactarius (τα σύγχρονα Όρη Λαττάρι) στην Καμπανία, κοντά στο Βεζούβιο και την πόλη Nuceria Alfaterna (η σύγχρονη Νοτσέρα Ινφεριόρε). Η μάχη κράτησε δύο μέρες και ο Τεΐας σκοτώθηκε σε αυτήν. Η Οστρογοτθική εξουσία στην Ιταλία εξαλείφθηκε, αλλά ο Ναρσής επέτρεψε σε λίγους επιζήσαντες να επιστρέψουν στις πατρίδες τους ως υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η απουσία κάποιας επίσημης εξουσίας στην Ιταλία αμέσως μετά τη μάχη, οδήγησε σε εισβολή από τους Φράγκους, αλλά και εκείνοι ηττήθηκαν επίσης και η Ιταλική χερσόνησος επανεντάχθηκε, για σύντομο διάστημα, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Το Σιδηρούν Στέμμα της Λομβαρδίας, σήμερα στον Καθεδρικό της Μόντσα.

Οι Βασιλείς των Λομβαρδών (λατινικά: reges Langobardorum‎‎, ενικός rex Langobardorum) εξουσίασαν αυτά τα Γερμανικά φύλα από την εισβολή τους στην Ιταλίας το 567–68 μέχρι που η Λομβαρδική ταυτότητα χάθηκε κατά τους 9ο και 10ο αιώνες. Μετά το 568, οι Λομβαρδοί Βασιλείς κάποιες φορές υιοθετούσαν τον τίτλο Βασιλιάς της Ιταλίας (λατινικά: rex totius Italiæ‎‎). Με τη Λομβαρδική ήττα στην Πολιορκία της Παβία του 773–774, το βασίλειο πέρασε σε Φραγκική ηγεμονία του Καρλομάγνου. Το Σιδηρούν Στέμμα της Λομβαρδίας (Corona Ferrea) χρησιμοποιούταν για τη στέψη των Λομβαρδών βασιλέων, και μετέπειτα για τους Βασιλείς της Ιταλίας, για αιώνες.

Οι κυριότερες πηγές για τους Λομβαρδούς βασιλείς πριν τη Φραγκική κατάκτηση είναι το Origo Gentis Langobardorum, ανώνυμου του 7ου αιώνα, και το Historia Langobardorum του 8ου αιώνα του Παύλους του Διακόνου. Οι πρώτοι βασιλείς που καταγράφονται Origo είναι σχεδόν σίγουρα μυθικοί. Υποτίθεται ότι βασίλεψαν κατά την περίοδο των μεγάλων μεταναστεύσεων. Ο πρώτος βασιλιάς που μνημονεύεται εκτός από τη Λομβαρδική παράδοση είναι ο Τάτο.

Κατά τη δύο αιώνων διάρκεια του Λομβαρδικού Βασιλείου, ο πραγματικός έλεγχος των περιοχών του — Langobardia Major στα κεντρικά-βόρεια (που με τη σειρά της χωριζόταν σε μία δυτική, τη Νευστρία, και μία ανατολική περιοχή, τη Αυστρία και Τοσκάνη-Tuskia) και Langobardia Minor στα κεντρικά-νότια— δεν ήταν συνεχόμενος. Με τον καιρό αναπτύχθηκε μια αρχική φάση ισχυρής αυτονομίας των πολλών συστατικών δουκάτων με αυξανόμενη εξουσία του βασιλιά, ακόμα κι αν η επιθυμία των δουκών για αυτονομία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ εντελώς.

Το Βασίλειο των Λομβαρδών αποδείχθηκε πιο σταθερό από τον προκάτοχό του, το Βασίλειο των Οστρογότθων, αλλά το 774 με το πρόσχημα της υπεράσπισης του Παπισμού κατακτήθηκε από τους Φράγκους υπό τον Καρλομάγνο. Κράτησαν το Ιταλό-Λομβαρδικό βασίλειο ξεχωριστό από το δικό τους, αλλά είχε όλες τους διαμοιρασμούς, διασπάσεις, εμφυλίους πολέμους και κρίσεις διαδοχής της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών της οποίας έγινε μέρος, μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα, το Ιταλικό βασίλειο ήταν ένα ανεξάρτητο αλλά πολύ αποκεντρωμένο κράτος.

Συστατικό κράτος της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θάνατος του Αυτοκράτορα Λοθάριου Α΄ το 855 οδήγησε στη διάσπαση του βασιλείου του της Μέσης Φραγκίας στους τρεις γιους του. Ο μεγαλύτερος, Λουδοβίκος Β΄, κληρονόμησε τα εδάφη στην Ιταλία, τα οποία για πρώτη φορά τώρα (εκτός από τη σύντομη περίοδο εξουσίας του γιου του Καρλομάγνου Πεπίνου την πρώτη δεκαετία του αιώνα) διοικούνταν ως ξεχωριστή περιοχή. Το Βασίλειο περιελάμβανε όλη τη βόρεια Ιταλία μέχρι τη Ρώμη και το Σπολέτο, αλλά η υπόλοιπη Ιταλία προς το νότο ήταν υπό τον έλεγχο του Λομβαρδικού Πριγκιπάτου του Μπενεβέντο ή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Μετά που πέθανε ο Λουδοβίκος Β΄ χωρίς διαδόχους, ακολούθησαν αρκετές δεκαετίες σύγχυσης. Το Αυτοκρατορικό στέμμα ήταν αρχικά αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των Καρολίγγειων ηγεμόνων της Δυτικής και της Ανατολικής Φραγκίας, με τον βασιλιά της Δυτικής Κάρολο τον Φαλακρό πρώτο και κατόπιν τον βασιλιά της Ανατολικής Κάρολο τον Παχύ να το αποκτάνε. Μετά την εκθρόνιση του Κάρολου του Παχύ, τοπικοί ηγεμόνες — Γουίδων Γ΄ του Σπολέτο και Βερεγγάριος Α΄ — άρχισαν διαμάχη για το στέμμα, ενώ και δεν σταμάτησε και η εξωτερική παρέμβαση, με τον Αρνούλφο της Ανατολικής Φραγκίας και τον Λουδοβίκο τον Τυφλό του Βασιλείου της Προβηγκίας να διεκδικούν για λίγο καιρό τον αυτοκρατορικό θρόνο. Το βασίλειο της Ιταλίας υπέστη επίσης επιδρομές Αράβων από τη Σικελία και τη Βόρεια Αφρική, με την κεντρική εξουσία να είναι στην καλύτερη περίπτωση ελάχιστη.

Κατά το 10ο αιώνα η κατάσταση δεν βελτιώθηκε, καθώς διάφοροί Βουργουνδοί και ντόπιοι αριστοκράτες συνέχιζαν να μάχονται για το στέμμα. Η τάξη επιβλήθηκε από έξω, όταν ο Γερμανός βασιλιάς Όθων Α΄ εισέβαλε στην Ιταλία και πήρε τον Αυτοκρατορικό και Ιταλικό θρόνο γι’ αυτόν το 962.

Αυτοκρατορική Ιταλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 951 ο Όθων παντρεύτηκε τη χήρα του προηγούμενου βασιλιά, Λοθάριου Β΄ Αδελαΐδα της Βουργουνδίας. Ο Όθων πήρε το Σιδηρούν Στέμμα της Λομβαρδίας παρά τον αντίπαλό του Βερεγγάριος Β΄. Όταν ο Βερεγγάριος επιτέθηκε το 960 στα Παπικά Κράτη, ο Όθων καλεσμένος από τον Πάπα Ιωάννη ΙΒ΄, κατέκτησε το Ιταλικό Βασίλειο και στις 2 Φεβρουαρίου 962 στέφτηκε Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Ρώμη. Από εκείνο το σημείο και μετά, οι Βασιλείς της Ιταλίας ήταν επίσης και Βασιλείς της Γερμανίας, και η Ιταλία έγινε συστατικό βασίλειο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μαζί με το Βασίλειο της Γερμανίας (regnum Teutonicorum) και—από το 1032—τη Βουργουνδία. Ο Γερμανός Βασιλιάς (Βασιλιάς των Ρωμαίων, Rex Romanorum) θα στεφόταν από τον Αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου με το Σιδηρούν Στέμμα στην Παβία, ως προοίμιο της έλευσης στη Ρώμη για τη στέψη ως Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Πάπα.

Σε γενικές γραμμές, ο μονάρχης ήταν απών, περνώντας τον περισσότερο χρόνο στη Γερμανία και αφήνοντας το Βασίλειο της Ιταλίας με λίγη κεντρική εξουσία. Υπήρχε επίσης έλλειψη ισχυρών μαρκιωνιών, με τη μόνη αξιόλογη τη Μαρκιωνία της Τοσκάνης, η οποία είχε πολλή γη στην Τοσκάνη, Λομβαρδία και Αιμιλία, η οποία όμως εξαλείφθηκε λόγω της απουσίας διαδόχων με το θάνατο της Ματθίλδης της Κανόσσα το 1115. Αυτό άφησε ένα κενό εξουσίας, που γέμισαν σταδιακά ο Πάπας και οι επίσκοποι, καθώς και πλούσιες Ιταλικές πόλεις, που σταδιακά κυριάρχησαν στη γύρω επαρχία. Με το θάνατο του Όθωνα Γ΄ το 1002, ένας από τους διαδόχους του Βερεγγάριου, ο Αρδουΐνος της Ιβρέας, κατάφερε ακόμα και να πάρει το Ιταλικό στέμμα και να νικήσει τις Αυτοκρατορικές δυνάμεις που είχαν επικεφαλής τον Δούκα Όθωνα Α΄ της Καρινθίας. Δεν ήταν παρά μόνο το 1004 όταν ο Γερμανός Βασιλιάς Ερρίκος Β΄ που με τη βοήθεια του Επίσκοπου Λέοντα του Βερτσέλι μπόρεσε να εισέλθει στην Ιταλία και να στεφθεί εκείνος rex Italiae, Βασιλιάς της Ιταλίας. Ο Αρδουΐνος καταλογίζεται ως ο τελευταίος ντόπιος "Βασιλιάς της Ιταλίας" πριν την ενθρόνιση του Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄ του 1861.

Ο διάδοχος του Ερρίκου από τη Δυναστεία των Σαλίων Κορράδος Β΄ προσπάθησε να εδραιώσει την κυριαρχία του εναντίον του Αριβέρτου, Αρχιεπίσκοπου του Μιλάνου, και άλλων Ιταλών αριστοκρατών (seniores). Ενώ πολιορκούσε το Μιλάνο το 1037, εξέδωσε το έδικτο Constitutio de feudis προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξη των vasvassores, μικρών ευγενών, τα φέουδα των οποίων ανακήρυξε κληρονομικά. Όντως ο Κορράδος πέτυχε στο να σταθεροποιήσει την εξουσία του, αλλά η Αυτοκρατορική υπεροχή στην Ιταλία παρέμεινε αντικείμενο διαμάχης.

Χοενστάουφερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αυτοκρατορική Ιταλία (με κόκκινα όρια) κατά το 12ο και 13ο αιώνα.

Οι πόλεις επέδειξαν για πρώτη φορά την αυξανόμενη δύναμή τους κατά τη βασιλεία του Αυτοκράτορα της Δυναστείας των Χοενστάουφερ Φρειδερίκου Α΄ Μπαρμπαρόσσα (1152–1190), του οποίου οι προσπάθειες να αποκαταστήσει την αυτοκρατορική εξουσία στην Ιταλία οδήγησαν σε μια σειρά πολέμους με τη Λομβαρδική Λέγκα, και τελικά σε αποφασιστική νίκη της στη Μάχη του Λενιάνο το 1176, η οποία ανάγκασε τον Φρειδερίκο να αναγνωρίσει την αυτονομία των Ιταλικών πόλεων.

Ο γιος του Φρειδερίκου Ερρίκος ΣΤ΄ μπόρεσε να επεκτείνει την κυριαρχία των Χοενστάουφερ στην Ιταλία με την κατάκτηση του Νορμανδικού Βασιλείου της Σικελίας, που αποτελούταν από τη Σικελία και όλη τη Νότια Ιταλία. Ο γιος του, Φρειδερίκος Β΄ — ο πρώτος αυτοκράτορας από το 10ο αιώνα που είχε όντως την έδρα του στην Ιταλία— προσπάθησε να συνεχίσει την προσπάθεια του πατέρα του για την ανόρθωση της αυτοκρατορικής εξουσίας στο βόρειο Βασίλειο της Ιταλίας, η οποία οδήγησε σε σθεναρή αντίδραση όχι μόνο από τη Λομβαρδική Λέγκα, αλλά και τους Πάπες, οι οποίοι είχαν αρχίσει να ζηλοφθονούν το κοσμικό βασίλειο της κεντρικής Ιταλίας, και να ανησυχούν για τις ηγεμονικές φιλοδοξίες των αυτοκρατόρων των Χοενστάουφερ.

Η προσπάθειες του Φρειδερίκου Β΄ να θέσει όλη την Ιταλία υπό τον έλεγχό του απέτυχαν όπως αυτές του παππού του, και ο θάνατός του το 1250 σηματοδότησε το ουσιαστικό τέλος του Βασιλείου της Ιταλίας ως πολιτικής οντότητας. Οι διαμάχες μεταξύ Γουέλφων και Γιβελλίνων συνέχισαν στις Ιταλικές πόλεις, αλλά αυτές οι διαμάχες είχαν όλο και λιγότερη σχέση με τις απαρχές αυτών των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Παρακμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ιταλικές εκστρατείες των Αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ελαττώθηκαν, αλλά το Βασίλειο δεν έχασε εντελώς τη σημασία του. Το 1310 ο Βασιλιάς της Δυναστείας του Λουξεμβούργου Ερρίκος Ζ΄ πέρασε τις Άλπεις με 5.000 άντρες, προέλασε στο Μιλάνο, και στέφθηκε με το Σιδηρούν Στέμμα της Λομβαρδίας, πυροδοτώντας εξέγερση Γουέλφων εναντίον υπό το Γκουΐντο ντελλά Τόρρε. Ο Ερρίκος αποκατάστησε την εξουσία του Ματτέο Α΄ Βισκόντι και προέλασε στη Ρώμη, όπου στέφθηκε Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τρεις καρδιναλίους στη θέση του Πάπα Κλήμη Ε΄ το 1312. Τα επόμενα σχέδιά του να αποκαταστήσει τον αυτοκρατορικό έλεγχο και να εισβάλει στο Βασίλειο της Νάπολης ανακόπηκαν από τον ξαφνικό θάνατό του τον επόμενο χρόνο.

Επόμενοι αυτοκράτορες του 14ου και 15ου αιώνα ήταν ανάμεσα στη διαμάχη των αντίπαλων Δυναστειών του Λουξεμβούργου Αψβούργων και Βίττελσμπαχ. Στη διαμάχη με το Φρειδερίκο του Ωραίου, ο Λουδοβίκος Δ΄ (βασίλευσε μέχρι το 1347), στέφθηκε Αυτοκράτορας στη Ρώμη από τον Αντιπάπα Νικόλαο Ε΄ το 1328. Ο διάδοχός του Κάρολος Δ΄ επίσης επέστρεψε στη Ρώμη για να στεφθεί το 1355. Κανένας από τους Αυτοκράτορες δεν είχε ξεχάσει το θεωρητικό του δικαίωμα να εξουσιάζουν ως Βασιλείς της Ιταλίας. Ούτε οι ίδιοι οι Ιταλοί δεν ξέχασαν τη διεκδίκηση αυτή των Αυτοκρατόρων για καθολική επικράτηση: συγγραφείς όπως ο Δάντης (πέθανε το 1321) και ο Μαρσίλιος της Πάδοβας (Marsiglio da Padova) (περ. 1275 – περ.1342) εξέφρασαν τη δέσμευσή τους στην αρχή της καθολικής μοναρχίας, και στις καθεαυτό βλέψεις του Αυτοκράτορα Ερρίκου Η΄ και Λουδοβίκου Δ΄ αντίστοιχα.

Οι Αυτοκρατορικές αξιώσεις κυριαρχίας στην Ιταλία εκδηλώνονταν κυρίως από τους ίδιους του αυτοκράτορες, αλλά με την παραχώρηση τίτλων σε διάφορους ισχυρούς άντρες που είχαν αρχίσει να εδραιώνουν τον έλεγχό τους σε πρώην δημοκρατίες πόλεις-κράτη. Κυρίως, οι Αυτοκράτορες στήριζαν τον Οίκο των Βισκόντι στο Μιλάνο, και ο Βασιλιάς Βεντσεσλάβος Δ΄ έχρισε τον Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι Δούκα του Μιλάνου το 1395. Στις οικογένειες που έλαβαν νέους τίτλους από τους αυτοκράτορες, περιλαμβάνονται οι Γκονζάγκα της Μάντουα και ο Οίκος του Εστέ της Φερράρα και Μόντενα.

Απόηχος: σκιώδες βασίλειο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Βασίλειο της Ιταλίας υπήρχε ως και την αρχή της σύγχρονης εποχής, αλλά ήταν απλά μια σκιά του παλιού. Η επικράτειά του είχε μειωθεί σημαντικά — οι κατακτήσεις Δημοκρατία της Βενετίας, που θεωρούσε τον εαυτό της ανεξάρτητο από την Αυτοκρατορία, που περιλαμβάνονταν στις “ηπειρωτικές κτήσεις” της (domini di Terraferma), περιείχαν το μεγαλύτερο μέρος της βορειοανατολικής Ιταλίας που ήταν εκτός της δικαιοδοσίας της Αυτοκρατορίας, ενώ οι Πάπες διεκδικούσαν πλήρη επικυριαρχία και ανεξαρτησία για τα Παπικά Κράτη στην κεντρική Ιταλία. Έτσι κι αλλιώς, ο Αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ που είχε μεγαλύτερο χρέος στην κληρονομιά της Ισπανίας και της Νάπολης απ’ ό, τι ως Αυτοκράτορας, μπόρεσε να εδραιώσει την κυριαρχία του στην Ιταλία περισσότερο από κάθε άλλον αυτοκράτορα από την εποχή του Φρειδερίκου Β΄. Έδιωξε τους Γάλλους από το Μιλάνο, απέτρεψε μια προσπάθεια των Ιταλών πριγκίπων που είχαν Γαλλική βοήθεια να επαναφέρουν την ανεξαρτησία τους με τη Λέγκα του Κονιάκ[σ 1], λεηλάτησε τη Ρώμη (1527), και υπέταξε των Πάπα των Μεδίκων Κλήμη Ζ΄, κατέκτησε τη Φλωρεντία (όπου αποκατέστησε τους Μεδίκους ως Δολυκες της Φλωρεντίας και αργότερα ως Μεγάλους Δούκες της Τοσκάνης), και με την εξάλειψη της γραμμής των Σφόρτσα στο Μιλάνο, ενσωμάτωσε την περιοχή ως αυτοκρατορικό φέουδο και διόρισε τον γιο του Φίλιππο Β΄ ως το νέο Δούκα.

Όμως, αυτή η νέα Αυτοκρατορική κυριάρχηση, δεν παρέμεινε στην Αυτοκρατορία, καθώς τον Κάρολο διαδέχτηκε ο αδελφός του, Φερδινάνδος Α΄, αλλά μεταφέρθηκε από τον Κάρολο στο γιο του, ο οποίος έγινε Βασιλιάς της Ισπανίας.

Ακόμα κι έτσι οι αυτοκρατορικές αξιώσεις για κυριαρχία παρέμειναν, και επικαλέστηκαν, όταν το 1627 το Δουκάτο της Μάντοβας χήρεψε. Ο Αυτοκράτορας Φερδινάνδος Β΄ έκανε χρήση των φεουδαρχικών επικυριαρχικών του δικαιωμάτων, για να αποτρέψει το διάδοχο, το Γάλλο δούκα του Νεβέρ να πάρει το Δουκάτο, κάτι που οδήγησε στον Πόλεμο για τη Διαδοχή της Μάντοβας, μέρος του πολύ μεγαλύτερου Τριακονταετούς Πολέμου. Κατά το 18ο αιώνα στη διάρκεια του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής, οι αυτοκρατορικές αξιώσεις χρησιμοποιήθηκαν ξανά για την κατάληψη της Μάντοβας το 1708, που τώρα ήταν μέρος της Αυστρίας των Αψβούργων ως μέρος του πρόσφατα κατακτηθέντος Δουκάτου του Μιλάνου.

Αυτή ήταν η τελευταία αξιοσημείωτη χρήση της Αυτοκρατορικής ισχύς ως τέτοιας στην Ιταλία. Οι Αυστριακοί διατήρησαν τον έλεγχο του Μιλάνου και της Μάντοβας, και με διαλείμματα και άλλων περιοχών (κυρίως της Τοσκάνης μετά το 1737), αλλά οι αξιώσεις φεουδαρχικής επικυριαρχίας είχαν πρακτικά άνευ σημασίας. Οι αυτοκρατορικές αξιώσεις στην Ιταλία παρέμειναν μόνο ως δευτερεύων τίτλος του Αρχιεπισκόπου της Κολονίας ως "Αρχί-Καγκελάριος της Ιταλίας" και στην επίσημη τήρηση από τον Αυτοκράτορα και τη Δίαιτα διαφόρων συνθηκών που διευθετούσαν τη διαδοχή διαφόρων κρατών της βόρειας Ιταλίας, τα οποία ακόμα θεωρούνταν τυπικά αυτοκρατορικά φέουδα. Κατά τη διάρκεια των Πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης οι Αυστριακοί εκδιώχθηκαν από την Ιταλία από τον Ναπολέοντα, που εγκαθίδρυσε δημοκρατίες στη βόρειο Ιταλία, και με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο ο Φραγκίσκος Β´ παραιτούνταν κάθε αξίωσης από τα εδάφη που απάρτιζαν το Βασίλειο της Ιταλίας. Η αυτοκρατορική αναδιοργάνωση του 1799–803 δεν άφησε κανένα περιθώριο για αυτοκρατορικές αξιώσεις στην Ιταλία— αποχώρισε ακόμα και ο Αρχιεπίσκοπος της Κολονίας, η επικράτεια του οποίου ακολούθησε την εκκοσμίκευση άλλων εκκλησιαστικών πριγκίπων. Το 1805, ενώ υπήρχε ακόμα η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο Ναπολέων, τώρα Αυτοκράτορας Ναπολέων Α΄, στέφθηκε με Σιδηρούν Στέμμα της Λομβαρδίας στο Μιλάνο στις 26 Μαΐου 1805. Την επόμενη χρονιά η Αυτοκρατορία καταργήθηκε.


Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η Λέγκα (Συνασπισμός) του Κονιάκ απαρτιζόταν από τη Γαλλία, τον Πάπα Κλήμη Ζ΄, τη Δημοκρατία της Βενετίας, την Αγγλία, το Δουκάτο του Μιλάνου και τη Δημοκρατία της Φλωρεντίας, και είχε σκοπό την αποτίναξη της Αυτοκρατορικής εξουσίας. Οδήγησε στο Πόλεμο της Λέγκας του Κονιάκ (1526-1530) ως οποίος είχε αντιπάλους της κτήσεις των Αψβούργων, κυρίως Ισπανία και Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και τη Λέγκα. Κατέληξε με ισπανό-αυτοκρατορική νίκη του Καρόλου Ε΄

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Λιουτπράνδος, Antapodoseos sive rerum per Europam gestarum libri VI.
  • Liutprand, Liber de rebus gestis Ottonis imperatoris.
  • Anonymous, Panegyricus Berengarii imperatoris (10th century) [Mon.Germ.Hist., Script., V, p. 196].
  • Anonymous, Widonis regis electio [Mon.Germ.Hist., Script., III, p. 554].
  • Anonymous, Gesta Berengarii imperatoris [ed. Dumueler, Halle 1871].