Βασίλειος Δούρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλειος Δούρας
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Βασίλειος Δούρας (Ελληνικά)
Γέννηση1  Ιανουαρίου 1904[1]
Βόλος[1]
Θάνατος1981 και 1976[1]
Αθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
ΣπουδέςΕιδική Σχολή Αρχιτεκτονικής, Παρίσι (1926, 1930) και Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1923, 1925)
Ιδιότητααρχιτέκτονας[1]

Ο Βασίλειος Δούρας ήταν Έλληνας αρχιτέκτονας (1904, Βόλος - 1981).

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βασίλειος Δούρας γεννήθηκε στο Βόλο το 1904. Ήταν γιος του Σταμέλη Δούρα, καπνέμπορου από την Μακρυνίτσα Πηλίου, και της Έλενας Παπαγιαννίδη από την Πορταριά. Είχε τέσσερα αδέρφια.

Από μικρός φανέρωσε την καλλιτεχνική του φύση με αγάπη για την λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Ωστόσο, οι προτροπές και οι παροτρύνσεις του πατέρα του ήταν αυτές που τον οδήγησαν να στραφεί προς την αρχιτεκτονική. Σπούδασε επτά χρόνια από το 1923 έως το 1930 στις αρχιτεκτονικές σχολές του Μονάχου και του Παρισιού για να πάρει από την École Spécial d' Architecture το δίπλωμά του στις 30 Ιανουαρίου 1930.

Με τον ερχομό του στην Ελλάδα εργάζεται στο Υπουργείο Παιδείας για την κατασκευή νέων σχολικών κτηρίων σε συνεργασία με τους Μητσάκη, Πικιώνη, Δεσποτόπουλο, Ζάχο κ.α. Έπειτα από τρία χρόνια, το 1933, διορίζεται στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ ως επιμελητής αρχικά στην έδρα της Κτηριολογίας του καθηγητή Αλεξάνδρου Νικολούδη κι έπειτα στην έδρα της Οικοδομικής του καθηγητή Εμμανουήλ Κριεζή.

Το 1940 εγκαταλείπει το Πολυτεχνείο για να διατηρήσει τη θέση του στο Υπουργείο Παιδείας.

Η γνώση ξένων γλωσσών (αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά) θα του επιτρέψει να συμμετάσχει ενεργά στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (C.I.A.M.) και θα αποτελέσει ιδρυτικό μέλος της ελληνικής ομάδας της C.I.A.M.. Ως αρχιτέκτων μελετητής, μεταξύ των ετών 1933 και 1934, συμμετέχει στην αναστήλωση του ναού της Απτέρου Νίκης στην Ακρόπολη υπό τον Νικόλαο Μπαλάνο αρχικά και υπό τον Αναστάσιο Ορλάνδο αργότερα. Επίσης σχεδιάζει διάφορα ιδιωτικά κτήρια.

Σχετικά με την προσωπική του ζωή αγαπάει τα ταξίδια, τη μουσική και την ποίηση, ενώ παράλληλα ασχολείται με τη συλλογή έργων τέχνης.

Πέθανε το 1981 στην Αθήνα.

Έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο του Βασιλείου Δούρα μπορεί να χωριστεί σε δυο κύριες περιόδους: τη μεσοπολεμική (1930-1941) και τη μεταπολεμική (1941-1981).

Η πρώτη, που θεωρείται και η σημαντικότερη, θα αφήσει έργα, που αρχίζουν αποφασιστικά να διαμορφώνουν το μοντερνισμό στην Ελλάδα, ενώ αντίθετα η δεύτερη εμφανίζει πιο συντηρητικό χαρακτήρα με μικρότερο ποιοτικό ενδιαφέρον.

Στην μεσοπολεμική περίοδο περιλαμβάνονται τόσο δημόσιες όσο ιδιωτικές μελέτες, με τις πρώτες να αφορούν σχολεία στα πλαίσια της εργασίας του αρχιτέκτονα στο Υπουργείο Παιδείας. Χαρακτηριστικά από τα σχολεία αυτά είναι το διώροφο δημοτικό σχολείο στο Νιοχώρι Λέσβου (1931), όπου χρησιμοποιεί οπλισμένο σκυρόδεμα και έχει επιρροές από το Bauhaus, και το επίσης διώροφο Δημοτικό σχολείο στην Πάτρα (1938), το οποίο αν και μοντέρνο έχει στεγή από κεραμίδια.

Όσον αφορά στα ιδιωτικά έργα, η αρχιτεκτονική του παραγωγή την περίοδο αυτή περιορίζεται σε τέσσερα έργα. Μεταξύ αυτών είναι η πολυκατοικία της Ελένης Μπραδράβου στην οδό Κ. Σταυροπούλου 30 (1935), όπου τα τρία οροφοδιαμερίσματα προβάλλουν εξωτερικά με ξεκάθαρη όψη μέσω της επεξεργασίας των επιχρισμάτων με αρτιφισιέλ και άλλες μορφολογικές λεπτομέρειες, και η λιθόκτιστη εξοχική κατοικία του Νίκου Καζαντζάκη στην Αίγινα με την ελεύθερη κάτοψη και την ασκητική λιτότητα που εμφανίζουν οι όγκοι πλάι στο βραχώδες τοπίο, ένα δείγμα υψηλού αρχιτεκτονικού ύφους.

Η μεταπολεμική περίοδος επιδεικνύει περισσότερα έργα από την προηγούμενη, τα οποία όμως διακατέχονται από συντηρητισμό, όπως συνέβη και με άλλους αρχιτέκτονες της περιόδου. Ο Δούρας συνέχισε να μελετά σχολικά κτήρια εργαζόμενος στην Τεχνική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας, αλλά ακόμα εκπόνησε μελέτες για το Νέο Χημείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (1950) (πενταώροφο κτήριο σχήματος Π επί των οδών Χαριλάου Τρικούπη, Ναυαρίνου και Μαυρομιχάλη), την επέκταση του Βυζαντινού Μουσείου (1949-1952)(αίθουσες λαογραφικών εκθεμάτων με σχολαστική διαχείριση του φωτός) και την επέκταση του Εθνικού Θεάτρου (1959-1963), όπου μιμήθηκε το ύφος του υπάρχοντος κτηρίου του Ερνέστου Τσίλλερ. Επιπλέον μελετά το Ναό του Αγίου Θωμά στο Γουδί (1948), ένα έργο, στο οποίο διαφαίνεται η νέα ακαδημαϊκή προσέγγισή του για την αρχιτεκτονική, καθώς επίσης κατοικίες σε Εκάλη (1966), Νέα Ερυθραία (1948) και Εύβοια (1965).

Ο Βασίλειος Δούρας σχεδίασε επίσης και το κτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κέρκυρας ,η ανέγερση του οποίου ξεκίνησε το 1962 και ολοκληρώθηκε το 1965 .Το κτήριο του Μουσείου, δείγμα του μοντερνισμού, χαρακτηρίζεται από λιτές αυστηρές γεωμετρικές γραμμές και αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 engineers.ims.forth.gr/engineer/view?id=9260. Ανακτήθηκε στις 9  Νοεμβρίου 2022.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δημήτρης Φιλιππίδης ,Νεοελληνική Αρχιτεκτονική , αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη (1830-1980) σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας,Αθήνα: εκδοτικός οίκος Μέλισσα,1984
  • Νίκος Χολέβας , Αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου στα Βαλκάνια, Αθήνα: εκδόσεις Φιλιππότης,1994
  • Ελένη Φέσσα-Εμμανουήλ - Εμμανουήλ Μαρμαράς ,12 Έλληνες αρχιτέκτονες του Μεσοπολέμου, Ηράκλειο: πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης,2005
  • Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, λήμμα Βασίλης Δούρας, τόμος 3, Αθήνα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]