Βάτναι (Μεσοποταμία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Βάτνες ήταν αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας.

Το όνομα είναι συριακό –απαντά και στην αραβική γλώσσα- και δηλώνει την κοιλάδα όπου συνατιούνται τα νερά. Οι χριστιανοί της Συρίας ονόμαζαν την πόλη Βάτνα Σαρούγκι ή Βάτνα στο Σαρούγκο. (.... Assemanni. βιβλ. Orient vol ip 285). . Στον πευτιγγεριανό πίνακα απαντά ως Μπάτνις, μεταξύ των πόλεων Δεοέρας και Καρρών, και το οδοιπορικό του Αντωνίνου την έθετε σε απόσταση 10 μιλίων από την Έδεσσα. Αυτό το μέρος αναφέρεται επίσης από τον Ιεροκλή. Βρισκόταν μεταξύ της Έδεσσας και της Ανθεμουσιάδος (από την πρώτη απείχε 46 χλμ. ΝΔ). Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο ο κάτοικος της πόλης λεγόταν Βατναίος. Σύμφωνα με τον Αμμιανό Μαρκελλίνο[1] (14.3.3) ήταν επαρχιακή πόλη στην περιοχή της Ανθεμουσιάδος, που χτίστηκε από τους Μακεδόνες σε μικρή απόσταση από τον Ευφράτη.

Η πόλη κτίστηκε στην αρχαία εποχή από τους Σουμερίους και φαίνεται ότι έλαβε αρχικά την ονομασία Σερούχ (συριακά: ܣ ܪ ܘ ܓ) που στην συριακή διάλεκτο σημαίνει υφαντό ή δικτυωτό και συνάδει με την παράδοση στην περιοχή για την κατασκευή σελών από τέτοιου είδους υλικό. Αλλιώς θα ιδρύθηκε από τον προπάππου του Αβραάμ Σερούχ (שרוג) του οποίου το όνομα αναφέρεται μερικές φορές στην Αγία Γραφή. Αργότερα στην περιοχή διαδέχθηκε ο ένας πολιτισμός τον άλλο.

Αιώνες μετά οι Μακεδόνες μετονόμασαν την πόλη σε Βάτνες (συριακά: ܒ ܛ ܢ ܢ, Baṭnān). Πολλοί πλούσιοι έμποροι κατοικούσαν εδώ, και κατά τη διάρκεια του μήνα Σεπτεμβρίου πραγματοποιείτο μια μεγάλη έκθεση εμπορικών ειδών, στην οποία συμμετείχαν έμποροι από την Ινδία και την Κίνα.

Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει ότι όταν ο Τραϊανός κατέλαβε τις Βάτνες και την Νίσιβι, έλαβε τον τίτλο του Παρθικού (Parthicus). Αργότερα ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντίνος έθεσε την πόλη υπό τον έλεγχο της Έδεσσας. Στο ίδιο μέρος ο αυτοκράτορας Ιουλιανός –κατά την εκστρατεία του κατά των Σασσανιδών Περσών- πληροφορήθηκε από τους Ετρούσκους οιωνοσκόπους του καταστροφικό οιωνό για την εκστρατεία του (Αμμιανός, 23.2.), ενώ ο Ζώσιμος (3.12) αναφέρει την πόλη σαν μέρος της πορείας του αυτοκράτορα προς τις Κάρρες. Κοντά εκεί γεννήθηκε ο περίφημος Σύρος επίσκοπος Ιάκωβος των Βατνών (451 -521). Ο βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος ( 2.12) την περιγράφει ως μια μικρή και ασήμαντη πόλη σε απόσταση μιας ημέρας ταξιδίου από την Έδεσσα που εύκολα καταλήφθηκε από τον Χοσρόη. Πάλι κατά τον ίδιο ιστορικό, ο Ιουστινιανός οχύρωσε την πόλη αργότερα και απέκτησε κάποια σημασία. Στη συνέχεια η ονομασία Βάτναι αντικαταστάθηκε από τον τύπο Σαρούγκ.

Την πόλη κατέλαβαν οι Άραβες το 639, οι Σταυροφόροι το 1098 και ξανά στους Μουσουλμάνους το 1127. Αργότερα καταστράφηκε από τις επιδρομές των Μογγόλων και το 1517 καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους του Σελίμ Α΄. Το 1918 έπεσε σε βρετανικά χέρια, ένα έτος αργότερα σε γαλλικά και απελευθερώθηκε προσωρινά από ένα τοπικό σώμα.

Ο συνταγματάρχης Τσέσνεϊ επεσήμανε ερείπια αυτής της πόλης, και περιέγραψε δύο κολοσσιαία ημιτελή λιοντάρια στο Αουλάν Ταχ, περίπου 8 μίλια νοτίως των Βατνών, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Exped. Euphrat. Vol. Ip 114.).

Σήμερα η πόλη λέγεται Σουρούτς (Suruç) και ανήκει στην Τουρκία. Η γύρω περιοχή φημίζεται για τα ρόδια της.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. municipium in Anthemusia conditum Macedonum manu priscorum, ab Euphrate flumine brevi spatio disparatur, refertum mercatoribus opulentis

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]