Αυτοκρατορικό Δικαστικό Επιμελητήριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 50°33′12″N 8°30′07″E / 50.553416°N 8.501809°E / 50.553416; 8.501809

Άποψη της έδρας του Αυτοκρατορικού Δικαστικού Επιμελητηρίου, στο Βέτσλαρ.

Το Αυτοκρατορικό Δικαστικό Επιμελητήριο (γερμανικά: Reichskammergericht) ήταν θεσμός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1495[1], κατά τη διάρκεια της περιόδου βασιλείας του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄, ενώ έπαυσε να υφίσταται, ταυτόχρονα με την ίδια την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το 1806. Είχε ως αρμοδιότητα την επίλυση των διενέξεων μέσω της δικαστικής, αντί της στρατιωτικής, οδού[1]. Ο Δικαστής του Επιμελητηρίου (γερμανικά: Kammerrichter) οριζόταν από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα[1], ενώ η επιλογή του, έως τα τέλη του 17ου αιώνα, γινόταν μέσω των πριγκίπων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[1].

Έπειτα από την ίδρυσή του, το επιμελητήριο είχε ως έδρα την Φρανκφούρτη επί του Μάιν, ενώ, στη συνέχεια, το Βορμς, το Άουγκσμπουργκ, τη Νυρεμβέργη, το Ρέγκενσμπουργκ, το Σπάγιερ και το Έσσλινγκεν αμ Νέκαρ.

Η έδρα του παρέμεινε στο Σπάγιερ από το 1527 έως την καταστροφή της πόλεως από τα γαλλικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ενώσεως του Άουγκσμπουργκ (1689). Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκε στο Βέτσλαρ, όπου και παρέμεινε έως την διάλυσή του, το 1806[2] · [3].

Το Αυτοκρατορικό Δικαστικό Επιμελητήριο ήταν ιδιαιτέρως γνωστό για την βραδύτητα της λήψεως των αποφάσεών του: ορισμένες διαδικασίες μεταξύ Κρατών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν δυνατό να διαρκέσουν για αριθμό αιώνων, ενώ άλλες, κατά τη διάλυσή του, ακόμη δεν είχαν διευθετηθεί[4]. Ωστόσο, κατεδήχθη πως η αιτία της συγκεκριμένης βραδύτητας, στις περισσότερες εκ των περιπτώσεων, ήταν η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους των εμπλεκόμενων πλευρών, ενώ, επίσης, πως ήταν δυνατό να εκδώσει δικαστικές αποφάσεις και εντός χρονικού διαστήματος ολίγων ημερών.

Το ζήτημα των συγκρούσεων αρμοδιοτήτων μεταξύ του Αυτοκρατορικού Δικαστικού Επιμελητηρίου και του Αυλικού Συμβουλίου[1], το οποίο, επίσης, διατελούσε δικαστικό ρόλο, δεν επιλύθηκε παρά μόνον το 1648, μέσω της Συνθήκης της Βεστφαλίας, σύμφωνα με την οποία η καθεμία εκ των συγκεκριμένων αρχών θα ασχολείτο με τις υποθέσεις για την επίλυση των οποίων θα ήταν η πρώτη η οποία θα καλείτο[4].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 (Γαλλικά) Duhamelle, Christophe (29 Οκτωβρίου 2012). «Reichskammergericht». Histoire du Saint-Empire – regards franco-allemands. Hypothèses. ISSN 2265-6103. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2019. 
  2. (Γαλλικά) Robinet, Jean-Baptiste-René· De Pommereul, François René Jean· De Sacy, Claude-Louis-Michel· Castilhon, Jean-Louis (1779). Dictionnaire universel des sciences morale, économique, politique et diplomatique; ou Bibliotheque de l'homme-d'état et du citoyen. Λονδίνο: Chez les libraires associés. 
  3. (Γαλλικά) Vaissète, Joseph (1755). Géographie historique, ecclésiastique et civile. Desaint et Saillant. 
  4. 4,0 4,1 (Αγγλικά)  Το παρόν λήμμα ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμαChisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Imperial Chamber» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 14 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σσ. 341–342 

}