Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Βησσαρίων
Μητροπολίτης Βησσαρίων | |
---|---|
Μητροπολίτης Δυρραχίου και Αρχιεπίσκοπος πάσης Αλβανίας | |
![]() | |
Εκκλησία | Εκκλησία της Αλβανίας |
Έδρα | Τίρανα |
Από | 18 Φεβρουαρίου 1929 |
Έως | 27 Μαΐου 1936 |
Διάδοχος | Χριστοφόρος (Κίσσι) |
Ιεροσύνη | |
Χειροτονία | 3 Μαΐου 1925 ως Επίσκοπος από Επισκόπους Ακσάι Ερμογένη και Βλαδιβοστόκ Μιχαήλ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Κοσμικό Όνομα | Βησσαρίων Τζουβάνη (Visar Xhuvani) |
Γέννηση | 14 Δεκεμβρίου 1890 Ελβασάν, Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Θάνατος | 15 Δεκεμβρίου 1965 (75 ετών) Ελβασάν, ΛΣΔ της Αλβανίας |
Εθνικότητα | ![]() |
Υπογραφή | ![]() |
Δόγμα | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Ο Μητροπολίτης Βησσαρίων (κατά κόσμον Βησσαρίων Τζουβάνη, αλβανικά: Visar Xhuvani, Ελβασάν, 14 Δεκεμβρίου 1890 - Ελβασάν, 15 Δεκεμβρίου 1965) ήταν Αλβανός επίσκοπος της τότε μη αναγνωρισμένης ως Αυτοκέφαλης, Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας και προκαθήμενός της, από τις 18 Φεβρουαρίου 1929 μέχρι τις 27 Μαΐου 1936, ως «Μητροπολίτης Δυρραχίου και Αρχιεπίσκοπος πάσης Αλβανίας».
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε στο Κάστρο του Ελβασάν του Βιλαετίου του Μοναστηρίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σημερινή Αλβανία). Ήταν γιος του Ιωάννη και της Ευθυμίας,[1] μέλους της εξέχουσας οικογένειας Τζουβάνη, όπως και ο λόγιος και γλωσσολόγος Αλέξανδρος Τζουβάνης. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά του και ακολούθως, εισήλθε στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή στην Αθήνα. Στη συνέχεια, αποφοίτησε από την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου αποφοίτησε με το θρησκευτικό πτυχίο του κληρικού.
Διορίστηκε ιερέας της ελληνικής κοινότητας στη Σόφια από το 1919 έως το 1923 και στη συνέχεια για ένα μικρό διάστημα στο Τσέτινιε. Όταν έφτασε το 1919 στο Ελμπασάν, οι πολίτες τον υποδέχτηκαν θερμά και έκαναν την πρώτη θρησκευτική λειτουργία, ευλογώντας την πόλη του.[2] Το 1920 συμμετείχε στο Συνέδριο της Λούσνια, όπου εξελέγη γερουσιαστής του Νομού Ελμπασάν και βουλευτής στα νομοθετικά σώματα του 1921 και του 1923 του νομού Δυρραχίου.[3]
Ανακήρυξη μονομερούς Αυτοκεφαλίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1922, ο Αρχιμανδρίτης Βησσαρίων συμμετείχε στην Σύνοδο του Βερατίου ως εκπρόσωπος του Δυρραχίου,[4] όπου κηρύχθηκε μονομερώς η Αυτοκεφαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας. Μετά το Κίνημα του Ιουνίου, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Με το κενό που άφησε ο Θεοφάνης (Νόλι) στη Μητρόπολη του Δυρραχίου, το Ανώτατο Συμβούλιο της Εκκλησίας ανέθεσε στον Βησσαρίωνα να ηγηθεί της Μητρόπολης.[5] Τελικά, στις 3 Μαΐου 1925, στο μοναστήρι Σαβίνα στον Κόλπο του Κότορ στο Μαυροβούνιο, χειροτονήθηκε επίσκοπος από δύο Ρώσους επισκόπους που βρίσκονταν στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας τον Επίσκοπο Γερμογένη (Μαξίμωφ) του Ακσάι και τον Επίσκοπο Μιχαήλ (Μπογκντάνωφ) του Βλαδιβοστόκ. Αμέσως μετά, επέστρεψε στην Αλβανία.[6]. U dorëzua peshkop në Kotorr të Mbretërisë Jugosllave nga Peshkopi Viktor i Pejës dhe Kryepeshkopi Dhimitër i Kishës Ruse në mërgim[7][8]
Τον Φεβρουάριο του 1929, ο Επίσκοπος Βησσαρίων, μαζί με τον Σέρβο επίσκοπο Σκόδρας, Βίκτωρ (Μιχαήλοβιτς), χωρίς προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διόρισε τρεις Αλβανούς επισκόπους: στις 11 Φεβρουαρίου τον Αγαθάγγελο (Τσάμτση) στον καθεδρικό ναό Βερατίου, στις 12 Φεβρουαρίου τον Ευγένειο (Κόστεβα) ως βοηθό επίσκοπο, 17 Φεβρουαρίου τον Αμβρόσιος (Οικονόμου) στην Μητρόπολη Αργυροκάστρου. Στις 18 Φεβρουαρίου συγκροτήθηκε από αυτούς η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, η οποία εξέλεξε τον Επίσκοπο Βησσαρίωνα ως πρόεδρό της, με τίτλο Μητροπολίτης Δυρραχίου και Αρχιεπίσκοπος πάσης Αλβανίας. Μετά την έγκριση της Συνόδου από τον βασιλιά Ζογ Α΄, στις 26 Φεβρουαρίου 1929, ανακήρυξε και πάλι την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας ως Αυτοκέφαλη, απόφαση την οποία γνωστοποίησε γραπτώς σε όλες τις Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αντιδρώντας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, έστειλε μήνυμα στο Ορθόδοξο ποίμνιο της χώρας, καλώντας τους να αποφύγουν κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με τους έκπτωτους επισκόπους, οι πράξεις των οποίων πλέον «στερούνται πνευματικής δύναμης».[9] Την μονομερή ανακήρυξη Αυτοκεφαλίας έσπευσε να αναγνωρίσει ο επικεφαλής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός Ρωσίας, Αντώνιος (Χραποβίτσκι), με τη σύμφωνη γνώμη του Σερβικού Πατριαρχείου. Ο Πατριάρχης των Σέρβων απέφυγε, επισήμως, να αναγνωρίσει και να επικοινωνήσει με τους ιεράρχες του, αλλά με κάθε τρόπο διευκόλυνε την παραχώρηση Αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.[9]
Παραίτηση και δύσκολα τελευταία χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μη αναγνώριση από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, η αυξημένη ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα και η εχθρική στάση της κυβέρνησης απέναντι στην Ορθοδοξία έφεραν την αλβανική Εκκλησία σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Στις 24 Ιανουαρίου 1935 με τηλεγράφημά του στον βασιλιά, στο οποίο έγραφε για τη συστηματική καταπίεση της Εκκλησίας και τα εμπόδια που βρίσκονταν στη συλλογή των δωρεών της, ο Βησσαρίων έγινε δεκτός από τον βασιλιά, ο οποίος υποσχέθηκε να βελτιώσει την κατάσταση της Εκκλησίας. Άλλες τοπικές Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένου του Πατριαρχείου Μόσχας, με επικεφαλής τον αναπληρωτή του Πατριάρχη, Μητροπολίτη Σέργιο (Στραγκορόντσκι), δεν αναγνώρισαν αυτή την Αυτοκεφαλία. Στις 27 Μαΐου 1936, επιθυμώντας με την αποχώρησή του να διευκολύνει την ταχεία αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συνταξιοδοτήθηκε, συμφωνώντας έτσι με τις απαιτήσεις του τελευταίου. Αμέσως μετά την ανακήρυξη του κανονικού Αυτοκεφάλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, στις 16 Απριλίου 1937, μετανόησε και έλαβε συγχώρεση από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βενιαμίν, μετά την οποία αποσύρθηκε στη Μονή Αγίου Ιωάννη Βλαδίμηρου στο Ελμπασάν.
Στις αρχές του 1942 υπήρξε πρόεδρος του αλβανικού παραρτήματος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών. Στις 8 Φεβρουαρίου 1942, με τη σύμφωνη γνώμη της κατοχικής διοίκησης, διορίστηκε Επίσκοπος Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης.
Μετά την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, εξέπεσε από τη θέση του επισκόπου Βερατίου και πέρασε αρκετά χρόνια στη φυλακή. Πέθανε στις 15 Δεκεμβρίου 1965. Αρχικά ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ιωάννη Βλαδίμηρου, όπου είχε περάσει τα τελευταία του χρόνια και στη συνέχεια, μετά την έναρξη μιας μαζικής αντιθρησκευτικής εκστρατείας, ενταφιάστηκε στο τοπικό νεκροταφείο του χωριού.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Hyqmet Zane (26 Ιουνίου 2012), Visarion Xhuvani, Kryepeshkopi i parë i KOAKSH-it, Gazeta Republika, http://www.gazetarepublika.al/2012/06/visarion-xhuvani-kryepeshkopi-i-pare-i-koaksh-it/, ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2025
- ↑ Zane H., Visarion Xhuvani, Kryepeshkopi i parë i KOAKSH-it Αρχειοθετήθηκε 2014-01-16[Date mismatch] στο Wayback Machine., Republika, 26 Ιουνίου 2012.
- ↑ Estrefi, D., Ligjvënësit shqiptarë 1920-2005Αρχειοθετήθηκε 2011-05-14 στο Wayback Machine. - Kuvendi i Shqipërisë, Tiranë 2005.
- ↑ Statuti i Kishës Ortodokse Autoqefale Kombëtare të Shqipërisë, shtyp. Dhori Koti, Korçë 1923.
- ↑ Dekretit Nr. 686 të datës 28.3.1925
- ↑ Xhuvani N. & Haxhillazi P., Kur krijohej Kisha Ortodokse Shqiptare, Gazeta shqiptare. - Nr. 2922, 15 tetor, 2004, f. 14 - 15.
- ↑ Agolli R., Raporti Britanik i 8 marsit 1946, 1 mars 2014.
- ↑ Simon C. SJ, Albania, un mosaico di religioni, La Civiltà cattolica, Issues 3727-3732 IV (3730), Nov 19, 2005, p. 343, ISSN 0009-8167.
- ↑ 9,0 9,1 Шкаровский М. В. Албанская православная церковь в годы Второй мировой войны Αρχειοθετήθηκε Δεκέμβριος 3, 2013 στη Wayback Machine του Internet Archive // Вестник ПСТГУ. Серия II: История. История Русской Православной Церкви. 2007. — Вып. 3 (24). — С. 132—140.