Αρχή της επαλήθευσης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η αρχή της επαλήθευσης είναι θεωρία των φιλοσόφων του κύκλου της Βιέννης την οποία πρώτος εξέφρασε ο Τζουλς Άλφρεντ Αίερ, όπου «μια πρόταση θεωρείται ότι κυριολεκτικά έχει νόημα, εάν, και μόνον εάν, είναι αναλυτική ή είναι εμπειρικώς επαληθεύσιμη». Η αρχή της επαλήθευσης έχει δύο εναλλακτικές (ή τον συνδυασμό τους) τον εμπειρισμό (βιωματικότητα ή μη) και τον αναλυτικό στοχασμό ο οποίος στις μέρες μας είναι σχεδόν πάντα επιστημονικός (η ρητορική πειθώ δεν είναι επαρκώς αναλυτική).

Η Αρχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζουλς Άλφρεντ Αίερ έκανε σαφές ότι η αρχή της επαληθευσιμότητας, αφορά μόνον σε προτάσεις γνωστικού περιεχομένου, δηλαδή σε προτάσεις που προβάλλονται ως αληθείς ή ως ψευδείς, γιατί υπάρχουν και εκφράσεις με τις οποίες ο ομιλητής δεν υποστηρίζει κάτι που είναι αλήθεια ή ψέμα, αλλά κάτι άλλο π.χ συναισθήματα.

Κατά τους εισηγητές της στοχεύει στη διασφάλιση του κύρους των προτάσεων της επιστήμης καθώς στόχος της επιστήμης είναι η κατοχύρωση της αλήθειας και η απεμπόληση του ψεύδους. Με την εισαγωγή της αρχής της επαληθευσιμότητας οι φιλόσοφοι του κύκλου της Βιέννης ήταν να προστατεύσουν τις προτάσεις της επιστήμης από άλλες προτάσεις που προβάλλονται ως αληθείς ή ψευδείς χωρίς να πληρούν το κριτήριο της αναλυτικότητας ή της εμπειρικής διαπιστευσιμότητας.

Η πρόταση π.χ «Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο» που προβάλλεται από τους θεϊστές ως αληθής, βάσει της αρχής της επαληθευσιμότητας στερείται νοήματος, επειδή ούτε ως αναλυτική μπορεί να θεωρηθεί καθώς η άρνησή της «Ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο» δεν είναι αντιφατική, όπως απαιτεί μια αναλυτική πρόταση, ούτε ως εμπειρικώς επαληθεύσιμη μιας και κανείς ποτέ δεν παρατήρησε τον Θεό να δημιουργεί τον κόσμο.

Όλες οι προτάσεις που χωρίς να είναι αναλυτικές ή εμπειρικώς επαληθεύσιμες προβάλλονται ως αληθείς συγκροτούν την κατηγορία των μεταφυσικών προτάσεων οι οποίες στερούνται νοήματος. Αυτές τις προτάσεις θέλησαν οι εισηγητές της επαληθευσιμότητας να απομακρύνουν από το πεδίο της επιστήμης.

Οι επιφυλάξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ωστόσο, μεταξύ των επιφυλάξεων που έχουν διατυπωθεί εν σχέση προς την ισχύ της αρχής της επαληθευσιμότητας, είναι το γεγονός ότι τόσο οι φυσικοί νόμοι, πάνω στους οποίους στηρίζονται οι επιστήμες, όσο και η ίδια η διατύπωση της αρχής της επαληθευσιμότητας δεν πληρούν το κριτήριο της αρχής της επαληθευσιμότητας.

Οι φυσικοί νόμοι αποτελούν αφενός συμπυκνωμένες περιγραφές της εμπειρίας του παρελθόντος αφετέρου προβλέψεις του μέλλοντος. Έτσι ο φυσικός νόμος π.χ. ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί, από τη μια πλευρά μεν περικλείει ό,τι ο εκάστοτε ομιλητής και κάθε άλλος άνθρωπος έχει παρατηρήσει έως τώρα – ότι δηλαδή κατά το παρελθόν ο ήλιος ανέτειλε κάθε πρωί- από την άλλη δε πλευρά σημαίνει ότι και στο μέλλον ο ήλιος θα πρέπει να συνεχίσει να ανατέλλει κάθε πρωί.

Η πρόβλεψη αυτή όμως έχει ισχύ υπό την προϋπόθεση ότι είναι αληθής η αρχή της ομοιομορφίας της φύσης, ωστόσο, κατά τους εισηγητές του κριτηρίου της επαληθευσιμότητας θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια μεταφυσική και ως εκ τούτου στερουμένου νοήματος αφού ούτε αναλυτική ούτε εμπειρικά επαληθεύσιμη είναι.

Η ίδια διατύπωση εξάλλου, της αρχής της επαληθευσιμότητας σύμφωνα με την οποία «μια πρόταση θεωρείται ότι κυριολεκτικά έχει νόημα, εάν, και μόνον εάν, είναι αναλυτική ή είναι εμπειρικώς επαληθεύσιμη» δεν μπορεί να θεωρηθεί αναλυτική ή εμπειρικώς επαληθεύσιμη και ως εκ τούτου βάσει του ίδιου του κριτηρίου της επαληθευσιμότητας που εισηγήθηκαν οι φιλόσοφοι του κύκλου της Βιέννης, στερείται νοήματος.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]