Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αρμέν Τζιγκαρχανιάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αρμέν Τζιγκαρχανιάν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Արմեն Բորիսի Ջիգարխանյան (Αρμενικά)
Γέννηση3  Οκτωβρίου 1935[1]
Γερεβάν
Θάνατος14  Νοεμβρίου 2020[2]
Μόσχα
Αιτία θανάτουΚαρδιακή προσβολή
ΚατοικίαΜόσχα
Χώρα πολιτογράφησηςΣοβιετική Ένωση, Ρωσία, ΗΠΑ
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΡωσικά
Aρμενικά
ΕκπαίδευσηΚρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου και Κινηματογράφου του Γερεβάν
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΗθοποιός

Θεατρικός σκηνοθέτης

Δάσκαλος δραματικής
Περίοδος ακμής1955 - 2020
Οικογένεια
ΣύζυγοςΒιταλίνα Τσιμπαλιούκ - Ρομανόφσκαγια

Τατιάνα Βλάσοβα

Άλλα Βανόσκαγια
ΤέκναΕλένα Τζιγκαρχανιάν Στεπάν Τζιγκαρχανιάν
ΑδέλφιαΜαρίνα Τζιγκαρχανιάν
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΚαλλιτέχνης του Λαού της ΕΣΣΔ (1985)
Τάγμα Διακεκριμένων Υπηρεσιών προς την Πατρίδα, Β΄ Τάξη (2010)
Τάγμα Διακεκριμένων Υπηρεσιών προς την Πατρίδα, Γ΄ Τάξη (1995)
Τάγμα Διακεκριμένων Υπηρεσιών προς την Πατρίδα, Δ΄ Τάξη (2005)
Επίτιμοι πολίτες του Γερεβάν
Τάγμα της Τιμής (2010)
Καλλιτέχνης του λαού της Αρμενικής ΣΣΔ (1977)
Honored Artist of the Armenian SSR (1966)
Καλλιτέχνης του Λαού της ΡΣΟΣΔ (1973)
medal "for outstanding service to the City of Moscow"
Μετάλλιο «10 χρόνια της Αστανά» (2008)
Χρυσή Μάσκα
Prize of the Ministry of Internal Affairs of Russia
Russian Federation Presidential Certificate of Gratitude
Icarus
Armenian SSR State Prize
d:Q16679320
Golden Eagle Awards (2009)
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο τελευταίος των μεγάλων Αρμενίων ηθοποιών της Σοβιετικής εποχής μετά τους Φρονζίκ Μκρτσιάν, Χορέν Αμπραχαμιάν και Σος Σαρκσιάν.

Γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου του 1935 στο Γερεβάν. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του συνέπεσαν με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έτσι ουσιαστικά δεν έζησε τα παιδικά του χρόνια. Ο παππούς του προερχόταν από παλιά Αρμένικη οικογένεια της Τιφλίδας και ήταν ένας επαγγελματίας συμποσίαρχος. Ο πατέρας του Τζιγκαρχανιάν τον εγκατέλειψε λίγο μετά τη γέννησή του. Τον συνάντησε πρώτη φορά όταν ήταν ήδη ενήλικος αλλά δεν επικοινωνούσαν σχεδόν καθόλου. Τον μεγάλωσαν η μητέρα του, Ελένα, και ο πατριός του. Η μητέρα του ήταν μια φανατική θεατρόφιλη που δεν έχανε καμία όπερα ή θεατρική παράσταση και ήταν εκείνη που τον εισήγαγε στον κόσμο της υψηλής τέχνης. Έτσι στη διάρκεια των σχολικών του χρόνων ο σπόρος είχε ήδη μπει και άρχισε να αναπτύσσεται το ενδιαφέρον του για το θέατρο και τον κινηματογράφο.

Τελειώνοντας το σχολείο αποφάσισε να πάει στη Μόσχα και να δώσει εξετάσεις για να εισαχθεί στο GITIS, το κορυφαίο ινστιτούτο θεατρικής τέχνης. Η πρώτη αυτή απόπειρα, όπως συμβαίνει συχνά με τους σπουδαίους ανθρώπους, απέτυχε. «Όχι με την προφορά αυτή, νεαρέ», του είπαν οι εξεταστές.

Επέστρεψε, λοιπόν, στο Γερεβάν και εργάστηκε για ένα διάστημα στο στούντιο κινηματογράφου Armenfilm ως βοηθός οπερατέρ.

Το 1954, εισήχθη στο κρατικό ινστιτούτο θεάτρου και κινηματογράφου στο Γερεβάν στο τμήμα της υποκριτικής. Ξεκίνησε, σε πρώτη φάση, στην τάξη του Βαρτάν Ατζεμιάν, που ήταν διευθυντής του θεάτρου Σουντουκιάν. Σύντομα, όμως, μεταπήδησε στην τάξη του Αρμέν Γκουλακιάν, ο οποίος ήταν σημαντικός γνώστης του συστήματος Στανισλάβσκι. Και έτσι ξεκίνησαν όλα. Ήδη από το δεύτερο έτος των σπουδών του έγινε μέλος του θιάσου του Κρατικού Ρωσικού Θεάτρου «Κονσταντίν Στανισλάβσκι» στο Γερεβάν. Η ζωή επί σκηνής είχε βρει την αφετηρία της. Η παρθενική του παράσταση πραγματοποιήθηκε με το έργο «Ιβάν Ριμπάκοφ» του Βίκτορ Γκούσεφ. Ακολούθησε μια πορεία 10 ετών με το θίασο αυτό στη διάρκεια των οποίων έπαιξε 30 διαφορετικούς ρόλους κωμικούς και δραματικούς. Ξεχώρισε ιδιαίτερα στους ρόλους που έπαιξε στα έργα «Η μπόρα» του Αλεξάντρ Οστρόφσκι, «Ιστορία του Ιρκούτσκ» του Αλεξέι Αρμπούζοφ και «Στο βυθό» του Μαξίμ Γκόρκι. Παράλληλα, έπαιξε και στο Θέατρο Νεανικού Κοινού στην παράσταση «Στο όνομα της επανάστασης» του Μιχαήλ Σατρόφ ενσαρκώνοντας το ρόλο του Λένιν. Από την αρχή της σκηνικής του πορείας ο Τζιγκαρχανιάν επέδειξε μια φοβερή ευελιξία ως ηθοποιός, καταφέρνοντας να παίξει πολλούς και διαφορετικούς ρόλους διατρέχοντας κλασικά αλλά και σύγχρονα έργα και πέραν των σύγχρονων Ρώσων συγγραφέων το ρεπερτόριό του συμπεριελάμβανε και έργα ξένων συγγραφέων όπως ο Σαίξπηρ και ο Τενεσί Ουίλιαμς.

Το 1967, ο Τζιγκαρχανιάν θα βρεθεί στη Μόσχα μετά από πρόσκληση του σκηνοθέτη Ανατόλη Έφρος για να εργαστεί στο θέατρο Λένκομ. Στο μικρό διάστημα που δουλέψανε μαζί έπαιξε το ρόλο του Μολιέρου στο έργο «Η καμπαλά των υποκριτών» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Ωστόσο, πολύ σύντομα ο Έφρος αποχώρησε από την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου και ενώ η νέα διεύθυνση παρότρυνε τον Τζιγκαρχανιάν να μείνει προσφέροντάς του νέους ρόλους στις επικείμενες παραστάσεις, εκείνος αρνήθηκε και αποχώρησε από το θέατρο.

Το 1969 ο Αντρέι Γκοντσαρόφ τον προσκαλεί στο θέατρο Μαγιακόφσκι όπου σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα καταφέρει να γίνει ο βασικός πρωταγωνιστής του θιάσου. Εκεί ο Τζιγκαρχανιάν θα βρει μια μόνιμη στέγη για τα επόμενα σχεδόν 30 χρόνια, μέχρι το 1996. Πρωτοεμφανίστηκε στο ρόλο του Λέβινσον, στο έργο «Η ήττα» του Αλεξάντρ Φαντέγιεφ. Στα μετέπειτα χρόνια εμφανίστηκε σε δύο έργα του Τενεσί Ουίλιαμς, αρχικά στο ρόλο του Στάνλει Κοβάλσκι στο έργο «Λεωφορείο ο Πόθος» και ύστερα στο ρόλο του Μπίγκ Ντάντι στη «Λυσσασμένη γάτα». Το 1975 έπαιξε τον Σωκράτη στο έργο «Συζητήσεις με τον Σωκράτη» του Έντβαρντ Ρατζίνσκι ενώ το 1980 ανέλαβε το ρόλο του στρατηγού Χλούντοφ στο έργο «Πτήση» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Η ερμηνεία του στο ρόλο του Σωκράτη αποθεώθηκε από τους κριτικούς και τον κατέταξε ως έναν από τους πιο ενδιαφέρον και δυνατούς ηθοποιούς της τότε θεατρικής σκηνής. Διέπρεψε ακόμη στους ρόλους του Άρχοντα Μπόθγουελ στο έργο «Ζήτω! Ζήτω η Βασίλισσα!» του Ρόμπερτ Μπόλτ αλλά και ως Νέρωνας στο έργο «Το θέατρο την εποχή του Νέρωνα και του Σενέκα» του Έντβαρντ Ρατζίνσκι. Τις δεκαετίες του 70 και του 80 κάθε του θεατρική εμφάνιση αποτελούσε πόλο έλξης κάθε θεατρόφιλου και οι ερμηνείες του ήταν πάντα στο επίκεντρο της συζήτησης των θεατρικών κύκλων.

Ο πρώτος του ρόλος στον κινηματογράφο ήρθε το 1960. Σε μια παραγωγή του Armenfilm θα παίξει το ρόλο του Ακόπ, ενός νεαρού εργάτη, στο έργο «Πλουζούμ» (στα ελληνικά «Κατάρρευση») σε σκηνοθεσία του Κρικόρ Σαρκίσοφ. Ωστόσο, ευρύτερα γνωστός έγινε όταν έπαιξε το ρόλο ενός νεαρού φυσικού του Αρτέμ Μανβελιάν στην ταινία «Καλησπέρα, εγώ είμαι!» σε σκηνοθεσία Φρουνζέ Ντοβλατιάν το 1966. Η εμπνευσμένη ερμηνεία του εντυπωσίασε τους θεατές και του άνοιξε την πόρτα για μια εξαιρετικά παραγωγική κινηματογραφική καριέρα. Μάλιστα την επόμενη χρονιά, ακολούθησε ακόμη μία σημαντική ερμηνεία, στο ρόλο του Ούστα Μουκούτς, ενός γέρου σιδερά, στην ταινία «Τρίγωνο» σε σκηνοθεσία του Χενρίκ Μαλιάν. Η συμμετοχή του στην κινηματογραφική παραγωγή για τις επόμενες δεκαετίες ήταν πολύ ενεργή. Με την ποικιλία των ρόλων που ενσάρκωνε αποδείκνυε συνεχώς την ευρύτητα της υποκριτικής του ικανότητας. Το 1973 στην κωμωδία του Εντμόντ Κεοσαγιάν «Οι άντρες» θα διαπρέψει ακόμη μία φορά. Η ταινία θα αποτελέσει μία από τις κορυφαίες Αρμένικες ταινίες της απώτερης Σοβιετικής εποχής αλλά και μέχρι τις μέρες μας. Στα μέσα της δεκαετίας του 70’ έχει ήδη καταφέρει να γίνει ένας από τους πιο διάσημους ηθοποιούς της Σοβιετικής Ένωσης. Συμμετέχει σε ταινίες διαφορετικών ειδών, όπως κωμωδίες καταστάσεων, ιστορικές ταινίες, περιπέτειες, θρίλερ, ψυχολογικά δράματα. Πολύ σημαντικός σταθμός στην κινηματογραφική πορεία του υπήρξε η ταινία «Τεχεράνη 43», το έτος 1981, μιας Ρωσογαλλικής παραγωγής σε σκηνοθεσία Αλεξάντρ Άλοβ και Βλαντίμιρ Νόμοφ. Παράλληλα εργάζεται και σε τηλεοπτικές παραγωγές συμμετέχοντες σε σειρές και σε μεταγλωττίσεις χαρίζοντας τη φωνή του σε διάφορα καρτούν. Μέχρι το τέλος της καριέρας του θα παίξει σε περισσότερους από 200 κινηματογραφικούς ρόλους.

Μετέπειτα χρόνια και η ίδρυση του θεάτρου του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1989 ο Τζιγκαρχανιάν ξεκίνησε να διδάσκει στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου «Γερασίμοφ», την κρατική σχολή κινηματογράφου της Ρωσίας, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1997.

Στα μέσα της δεκαετίας των 90, αποφάσισε να ιδρύσει ένα δικό του θέατρο, σκοπεύοντας να προσελκύσει σε αυτό τους μαθητές του από το Ινστιτούτο. Το θέατρο «D» όπως ονομάστηκε αρχικά και αργότερα μετονομάστηκε σε «Δραματικό Θέατρο της Μόσχας του Αρμέν Τζιγκαρχανιάν» πολύ σύντομα κατέκτησε σημαντική θέση ανάμεσα στα μικρά θέατρα της Μόσχας. Ανέλαβε φυσικά το ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή ωστόσο έκανε και δικές του παραγωγές στις οποίες συμμετείχε άλλοτε ως σκηνοθέτης και άλλοτε ως ηθοποιός. Ανάμεσα σε άλλα θα παίξει στην «Επιστροφή» του Χάρολντ Πίντερ και τον Κραπ στο έργο «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» του Σάμουελ Μπέκετ.

Παράλληλα συνεργάζεται και με το θέατρο «Λένκομ» όπου αναλαμβάνει επίσης σημαντικούς ρόλους όπως του Στρατηγού στο έργο «Ο παίκτης» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι αλλά και τον πρωταγωνιστή στο έργο «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο.

Στη διάρκεια της ζωής του ο Τζιγκαρχανιάν παντρεύτηκε τρείς φορές και απέκτησε δύο παιδιά: την Ελένα από τον πρώτο γάμο και τον Στεπάν από το δεύτερο. Η Ελένα το 1987 σε ηλικία 22 ετών πέθανε μετά από εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα.

Ο Τζιγκαρχανιάν απεβίωσε στις 14 Νοεμβρίου του 2020 στη Μόσχα σε ηλικία 85 ετών μετά από καρδιακή προσβολή.

Στις 17 Νοεμβρίου ακολούθησε η αποχαιρετιστήρια τελετή στο Δραματικό Θέατρο της Μόσχας. Ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Βαγκανκόβσκι, δίπλα στην κόρη του.

Στη διάρκεια της καριέρας του έλαβε πολλές βραβεύσεις που αναγνώριζαν την αξία του. Το 2010 μάλιστα τιμήθηκε από τη Ρωσία λαμβάνοντας βραβείο για τη συνολική του προσφορά. Ο τότε πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, του το απένειμε ο ίδιος και στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Για δεκαετίες έχεις προσφέρεις το ταλέντο σου στο κοινό και το κοινό το εκτιμά και στο ανταποδίδει με την αγάπη του. Έχεις ερμηνεύσει δεκάδες αμνημόνευτους ρόλους, αποδεικνύοντας κάθε φορά τη μαεστρία σου ως ηθοποιός».

Ο Τζιγκαρχανιάν σχεδόν μέχρι το τέλος παρέμεινε αειθαλής και ενεργός. Όπως έλεγε και ο ίδιος «καλύτερα να φθείρεται κανείς παρά να σκουριάζει».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]