Αρβανίτικα
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Αρβανίτικα | |
---|---|
Περιοχή | Αττικο-Βοιωτία, Πελοπόννησος, Αργοσαρωνικός, Άνδρος |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές
|
Σύστημα γραφής | λατινική γραφή και ελληνικό αλφάβητο |
ISO 639-1 | — |
ISO 639-2 | — |
ISO 639-3 | aat |
Τα αρβανίτικα (arvanit[1] και arbërisht) είναι μία διακριτή διάλεκτος της αλβανικής γλώσσας που ομιλείται στην Ελλάδα. Προερχόμενη από τα νοτιοδυτικά ιδιώματα της τοσκικής διαλέκτου του Μεσαίωνα και αποκομμένη[2][3] από τον κύριο κορμό και τη μετέπειτα εξέλιξη της αλβανικής γλώσσας, διατηρεί στοιχεία των μεσαιωνικών αλβανικών,[2] έχοντας παράλληλα επηρεαστεί σημαντικά από την ελληνική γλώσσα.[2][4] Λόγω αυτών των ιδιαιτεροτήτων τα αρβανίτικα παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον στον τομέα της μελέτης των ελληνοαλβανικών γλωσσικών σχέσεων[3].
Περιοχές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα αρβανίτικα, απαντώνται στον ελλαδικό χώρο (αν και όχι απαραίτητα στις ίδιες περιοχές με τη σύγχρονη εποχή) περίπου από τα μέσα του 13ου αιώνα[5]. Ως αρβανιτόφωνες ή μέχρι σχετικά πρόσφατα αρβανιτόφωνες περιοχές στην Ελλάδα μπορούν να θεωρηθούν οι παρακάτω:
- μέρος της Αττικής και της Βοιωτίας (με δυτικότερο όριο της αρβανιτοφωνίας το χωριό Στείρι Βοιωτίας)
- το ανατολικό άκρο του νομού Φθιώτιδος (Λοκρίδα)
- η νότια Εύβοια (μέχρι και το χωριό Αχλαδερή προς βορρά και με εξαιρέσεις την πόλη της Καρύστου, τον Πλατανιστό και το Μαρμάρι)
- η βόρεια Άνδρος (μέχρι και τα χωριά Βουρκωτή και Απροβάτου προς νότο)
- τα νησιά του Αργοσαρωνικού Σαλαμίνα, Αγκίστρι, Ύδρα, Σπέτσες και Πόρος
- η Τροιζηνία και τα Μέθανα
- η περιοχή των Γερανείων του νομού Κορινθίας,
- το ανατολικό τμήμα της Κορινθίας (Σοφικό και η ευρύτερη περιοχή του πρώην δήμου Σολυγείας) αλλά και το Κλημέντι και γύρω χωριά
- το μεγαλύτερο ανατολικό τμήμα του νομού Αργολίδος
- μέρος του νομού Αχαϊας (δυτικά της Πάτρας)
- μέρος της επαρχίας Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας (το Δώριο και τα γύρω χωριά, γνωστά ως Σουλιμοχώρια) που αποτελούν διοικητικά τους σημερινούς δήμους Δωρίου και Αετού
- το χωριό Δάρας Αρκαδίας καθώς και ένας μικρός θύλακας στην περιοχή του τ.δήμου Ζάρακα Λακωνίας (Χάρακας, Πιστάματα, Λαμπόκαμπος,Ρηχέα).
Τον 19ο αιώνα τα αρβανίτικα ομιλούνταν και σε χωριά της Ηλείας, της Αρκαδίας και της επαρχίας Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας.
Τα αρβανίτικα που ομιλούνται σε κάποια χωριά των νομών Θεσπρωτίας και Πρεβέζης, στον νομό Έβρου από απογόνους προσφύγων από τα αλβανόφωνα χωριά Μεγάλο Ζαλούφι, Ιμπρίκ Τεπέ, Παζάρ Δερέ, Γιλανλή, Αλτίν Τάς, Αμπαλάρ, Σουλτάνκιοϊ, Καρατζά Χαλήλ της Ανατολικής Θράκης, στις Μάνδρες Κιλκίς από τους απογόνους προσφύγων από τη Μανδρίτσα της Ανατολικής Ρωμυλίας, στο Νομό Ροδόπης (Παραδημή, Προσκυνητές κ.α.) καθώς και στα χωριά Λέχοβο, Δροσοπηγή και Φλάμπουρο Φλωρίνης, πρέπει να διακριθούν από τα αρβανίτικα της νότιας Ελλάδας, λόγω της ιδιαίτερα στενής τους συγγένειας με τη σύγχρονη νοτιοαλβανική (τοσκική) διάλεκτο. Σε σύγκριση με τις αλβανικές διαλέκτους των παραπάνω περιοχών, τα αρβανίτικα της νότιας Ελλάδας είναι σαφώς περισσότερο αρχαϊκά, κυρίως ως προς το λεξιλόγιο, και εγγύτερα προς τη μεσαιωνική μορφή της τοσκικής διαλέκτου.
Αρβανιτοχώρια του νομού Φθιώτιδας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Λιβανάτα (Λιβανάτες), η Μαλεσίνα, η Λάρυμνα, το Μαρτίνο Φθιώτιδας, το Μάζι και ο Προσκυνάς.
Αρβανιτοχώρια του νομού Βοιωτίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Στείρι, το Κυριάκι, ο Ελικώνας (Ζερίκι), η Ανάληψη (Σούρπη), η Αγία Άννα (Κούκουρα), η Αγία Τριάδα (Στεβενίκο), η Κορώνια, η Ευαγγελίστρια (Ζαγαράς), το Μαυρομάτι, το Ακραίφνιο, το Κόκκινο, το Μούλκι (συνοικισμός Αλιάρτου), τα Βάγια, η Πύλη, το Πάνακτο, το Πράσινο, η Δάφνη, τα Σκούρτα, η Στεφάνη,οι Θεσπιές, η Άσκρη,το Λιοντάρι, το Νεοχώρι, το Αμπελοχώρι, ο Ελαιώνας, το Μουρίκι, το Καστρί, τα Πλατανάκια, το Νεοχωράκι, το Ύπατο, η Δομβραίνα, ο Άγιος Νικόλαος, η Ελλοπία, η Θίσβη, η Ξηρονομή, η Αλυκή, ο Πρόδρομος, η Παραλία, η Αγία Παρασκευή, τα Οινόφυτα, το Δήλεσι, ο Άγιος Θωμάς, το Κλειδί, το Λούτσιο, ο Παύλος, το Καπαρέλλι, ο Άγιος Βασίλειος, τα Λεύκτρα, η Παραλία Λιβαδόστρας,το Λουτούφιο, το Μελισσοχώρι, οι Πλαταιές, το Σχηματάρι, η Οινόη, η Πλάκα Δήλεσι, το Άρμα, η Ασωπία, η Καλλιθέα, η Τανάγρα, η Παναγία.
Αρβανίτικες περιοχές του νομού Αττικής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα Βίλια (Ειδύλλια), η Μάνδρα, η Οινόη (Μάζι), ο Ασπρόπυργος, οι Ερυθρές (Κριεκούκι), το Πουρνάρι, το Πόρτο Γερμενό, η Ψάθα, η Μαγούλα, το Στενό, τα Αμπελάκια, ο Άγιος Σωτήρας (Αγιά Σωτήρα), τα Παλαιοκούνδουρα, η Περαχώρα, το Μούλκι, τα Μεσόγεια (Σπάτα οι απόγονοι της οικογένειας του Σπάτα), η Φυλή (Χασιά) και τα Άνω και Κάτω Λιόσια ('Ιλιον), το Γραμματικό, το Αγκίστρι, τα Μέθανα, η Τροιζηνία, το Καπανδρίτι, ο Αυλώνας, η Παιανία, το Κορωπί, η Κερατέα, ο Κουβαράς κ.α., Μαρκόπουλο Αττικής, Σαλαμίνα (Κούλουρη), Αιάντειο (Μούλκι).
Επιρροές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα αρβανίτικα έχουν δεχτεί επιρροές σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα από διαφορετικές ιστορικές γλώσσες, νεκρές και ζώσες, όπως τα ελληνικά και τα λατινικά, αλλά κυρίως από ποικίλες ελληνικές διαλέκτους διαφόρων περιοχών και εποχών. Αρχαϊκά στοιχεία που έχουν εκλείψει σε άλλες γλώσσες διατηρούνται στα Αρβανίτικα, γεγονός που τα καθιστά μια πολύτιμη πηγή για τους γλωσσολόγους. Αυτές οι επιρροές αποδεικνύουν επίσης τα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία διαβίωσαν οι ομιλητές τους, οι Αρβανίτες, στο πέρασμα των αιώνων.
Η ονομασία είναι προσαρμογή του παλαιότερου arbërisht στα ελληνικά. Η ονομασία της γλώσσας ως "αρβανίτικα" έχει πλέον καθιερωθεί και στις ίδιες τις γλωσσικές κοινότητες ως arvanite, όχι όμως σε όλες, καθώς σε αρκετές αρβανιτόφωνες κοινότητες, ειδικά μάλιστα στη Βορειοανατολική Πελοπόννησο, χρησιμοποιείται ο όρος arbërisht. Στο Κυριάκι Βοιωτίας χρησιμοποιείται ο όρος arvanite από τους σύγχρονους ομιλητές της γλώσσας, αναφέρεται όμως ότι οι παλιότερες γενιές (δηλαδή όσοι ήταν γεννημένοι μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα) χρησιμοποιούσαν τον παλιότερο όρο arbërisht. Στην Άνδρο χρησιμοποιείτο και ο όρος arbërishtiqë. Αντίθετα, οι αλβανόφωνοι ομιλητές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης που προαναφέραμε προσδιορίζουν τη γλώσσα τους με τον νεότερο όρο shqip, ο οποίος χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και είναι άγνωστος στους αρβανιτόφωνους της νότιας Ελλάδας.
Σύμφωνα με τον Κώστα Μπίρη, τα αρβανίτικα δεν είναι ομοιόμορφα. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Πολύ χαρακτηριστικό της επιμειξίας γηγενών και Αρβανιτών Ελλήνων στη διαμόρφωση των αλβανοφώνων της Ελλάδος είναι το γεγονός, ότι το αρβανίτικο γλωσσικό ιδίωμα δεν ήταν ομοιόμορφο και κοινό σε όλα τα αρβανιτοχώρια της Ελλάδος, αλλά πολύ διαφορετικό από τόπο σε τόπο. Και τούτο, γιατί άλλα στοιχεία έτυχε να παρθούν από την ελληνική γλώσσα και αλλιώς να παραμορφωθούν στον ένα τόπο και άλλα στον άλλο. Έτσι, οι αλβανόγλωσσοι της Αττικής με δυσκολία μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους αλβανόγλωσσους της Πελοποννήσου ή της Βοιωτίας, το ίδιο δε συνέβαινε και ανάμεσα στους αλβανόγλωσσους των άλλων περιοχών». Ο ίδιος ο Μπίρης, ωστόσο, δεν είχε παρά αμυδρή γνώση της αρβανίτικης γλώσσας και οι διαπιστώσεις του αυτές δεν είναι απόλυτα έγκυρες. Είναι γεγονός ότι οι ίδιοι οι αρβανιτόφωνοι έτειναν ή τείνουν να μεγιστοποιούν τις διαλεκτικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων περιοχών στις οποίες ομιλείτο ή ομιλείται η αρβανίτικη γλώσσα. Στην πραγματικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις, η συνεννόηση μεταξύ αρβανιτόφωνων ομιλητών από διαφορετικές κοινότητες, ακόμη και γεωγραφικά απομακρυσμένες μεταξύ τους, δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη.
Στην έκδοση του 2008 του λεξικού του, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης αναφέρει για τα αρβανίτικα: «Πρόκειται για µια αλβανικής προέλευσης διάλεκτο, η οποία βαθµηδόν - µια και οι Αρβανίτες ήταν πάντοτε δίγλωσσοι, αν δεν ήταν µονόγλωσσοι (οµιλητές της Ελληνικής)- υποχώρησε µπροστά στο γόητρο και στην επικοινωνιακή δύναµη της επίσηµης γλώσσας (της Ελληνικής). Σήµερα είναι πολύ λίγοι οι οµιλητές των Αρβανίτικων, µερικά µεγάλης ηλικίας άτοµα, τελευταία αποµεινάρια µιας διαλέκτου που µιλήθηκε πολύ περιορισµένα, σκόρπια και άτακτα επί πέντε και πλέον αιώνες, έχοντας διασωθεί για µακρό διάστηµα χρόνου µέσα από την προφορική παράδοση».[6]
Συστηματική κατάταξη των διαλέκτων της αρβανίτικης γλώσσας έκανε ο Γερμανός γλωσσολόγος Καθηγ. Χανς-Γιούργκεν Ζάσσε του Ινστιτούτου Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Κολωνίας (Institut für Linguistik - Universität zu Köln) στη μονογραφία Arvanitika. Die albanischen Sprachreste in Griechenland.
Όσο αφορά στην δυνατότητα κατανόησης των Αρβανιτών με τους Αλβανούς της Αλβανίας, οι εκτιμήσεις διαφέρουν. Σύμφωνα με τον Πίτερ Τράντζιλ η συνεννόηση είναι εύκολη, ενώ σύμφωνα με το Ethnologue η συνεννόηση με ομιλητές της τόσκικης διαλέκτου είναι εν μέρει δυνατή, ενώ με ομιλητές της γκέκικης διαλέκτου η συνεννόηση είναι πολύ δύσκολη. Η εκτίμηση αυτή φαίνεται να είναι και η ορθότερη. Σύμφωνα με το Ethnologue πάλι, τα αρβανίτικα ομιλούνται από 150.000 ομιλητές (εκτίμηση του 2005).
Σημερινή μορφή και κατάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σήμερα τα αρβανίτικα συγκαταλέγονται στις απειλούμενες από εξαφάνιση γλώσσες της Ευρώπης. Η συρρίκνωσή τους επιταχύνθηκε μετά τη δεκαετία του 1970, από κοινωνικοοικονομικούς και ιδεολογικούς παράγοντες. Την συρρίκνωση της αρβανίτικης γλώσσας ευνόησε έμμεσα η πολιτική του ελληνικού κράτους, η οποία ευνοούσε τη μονογλωσσία. Παράλληλα όμως υπήρξε και υπάρχει σημαντική απροθυμία των ίδιων των αρβανιτόφωνων να μεταδώσουν τη μητρική τους γλώσσα στους απογόνους τους. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι σε αρκετές επίσημες ιστοσελίδες δήμων όπου σημαντικό ποσοστό των κατοίκων είναι ομιλητές ή παθητικοί γνώστες της γλώσσας, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στα αρβανίτικα και στους Αρβανίτες, ενώ συχνά γίνεται ιδιαίτερη προβολή του αρχαιοελληνικού παρελθόντος της περιοχής.
Σήμερα, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες αρβανιτόφωνες περιοχές της Ελλάδας, τα αρβανίτικα επιβιώνουν περισσότερο ως ζωντανή γλώσσα σε χωριά της Βοιωτίας, με σημαντικότερα ίσως κέντρα αρβανιτοφωνίας το Κυριάκι και δευτερευόντως το Στείρι, την Αγία Άννα, τον Ελικώνα (Ζερίκι) και το Μαυρομμάτι στη νήσο Αγκίστρι, σε χωριά της ανατολικής Κορινθίας (Σοφικό, Αγγελόκαστρο, Κόρφος, Άγιος Ιωάννης, Αθήκια, Γαλατάκι κ.α.), στις Λίμνες και το Αραχναίο (Χέλι) της Αργολίδας, στη χερσόνησο των Μεθάνων (σε μικρότερο μάλλον βαθμό), καθώς και σε χωριά της περιοχής του Καφηρέας στην Εύβοια. Στην Άνδρο, περισσότερο από όλους τους αρβανιτόφωνους οικισμούς του νησιού, η αρβανίτικη γλώσσα επιβίωσε ως γλώσσα καθημερινής επικοινωνίας μέχρι και τη δεκαετία του 1970 στο χωριό Καλιβάρι της κοινότητας Μακροταντάλου. Σε μικρότερο βαθμό, τα αρβανίτικα ομιλούνταν σποραδικά μέχρι τη δεκαετία του 1980 στα χωριά Πάνω Γαύριο, Ψωριάρεζα, Σιδόντας, Άρνη, Βουρκωτή κ.α.
Στην Αττική, ο σημαντικότερος ίσως πυρήνας αρβανιτοφωνίας σήμερα, από την άποψη του μέσου όρου ηλικίας των ομιλητών ή όσων έχουν παθητική γνώση της γλώσσας, εντοπίζεται ενδεχομένως στη Φυλή (Χασιά) και δευτερευόντως σε άλλες πόλεις και οικισμούς της δυτικής κυρίως Αττικής, όπως η Μάνδρα, τα Βίλια και ο Ασπρόπυργος. Εντούτοις, οι παθητικοί γνώστες της αρβανίτικης γλώσσας είναι πολυάριθμοι σε ολόκληρο σχεδόν τον νομό Αττικής, ακόμα και σε περιοχές που είναι πλέον τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, όπως τα Άνω Λιόσια, οι Αχαρνές (Μενίδι), η Βάρη, ίσως μάλιστα και η Μεταμόρφωση (Κουκουβάουνες). Τα Άνω Λιόσια πήραν το όνομά τους από τον πρώτο Αρβανίτη που ήρθε και ονομαζόταν Λιόσια Πέτρου.
Αλφάβητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα αρβανίτικα σπάνια γράφονται. Αναφέρεται ότι,[7] έχουν γραφτεί τόσο με το ελληνικό αλφάβητο (με την προσθήκη των γραμμάτων b, d, e, ϳ, ȣ και διακριτικών) όσο και με το λατινικό αλφάβητο. Ορθόδοξοι Τόσκηδες Αλβανοί επίσης συνήθιζαν να γράφουν με μια παρόμοια μορφή του ελληνικού αλφάβητου.
Γλωσσικά παραδείγματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λατινικό αλφάβητο
Áti ýnë që jé ndë qiéjet, ushënjtëróft' émëri ýt.
árthtë mbëretëría jóte; ubëftë dashurími ýt
si ndë qiél, edhé mbë dhét
búkënë tónë të përdítëshimen' ép-na néve só
edhé fálj-na fájetë tóna
sikúndrë edhé néve ua fáljmë fajtórëvet tánë
edhé mos na shtiér ndë ngásie, pó shpëtó-na nga i ljígu;
sepsé jótia është mbëretëría e fuqía e ljavdía ndë jétët të jétëvet.
Ελληνικό αλφάβητο
Άτι ύνε̱ κ̇ε̱ ϳέ νdε̱ κ̇ιέϳετ, ȣσ̈ε̱ν̇τε̱ρόφτ' έμε̱ρι ύτ.
άρθτε̱ μbε̱ρετε̱ρία ϳότε; ȣbε̱φτε̱ dασ̈ȣρίμι ύτ,
σι νdε̱ κ̇ιέλ, εδέ μbε̱ δέτ;
bȣ́κε̱νε̱ τόνε̱ τε̱ πε̱ρdίτε̱σ̈ιμεν' έπ-να νέβε σότ;
εδέ φάλ̇-να φάϳετε̱ τόνα,
σικȣ́νdρε̱ εδέ νέβε ȣα φάλ̇με̱ φαϳτόρε̱βετ τάνε̱;
εδέ μοσ να σ̈τιέρ νdε̱ νγάσιε, πό σ̈πε̱τό-να νγα ι λ̇ίγȣ;
σεπσέ ϳότια ε̱σ̈τε̱ μbε̱ρετε̱ρία ε φȣκ̇ία ε λ̇αβdία νdε̱ ϳέτε̱τ τε̱ ϳέτε̱βετ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Μπαλτσιώτης, Λάμπρος (2007). Ταυτότητες και Ετερότητες. Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα (PDF). Αθήνα: ΥΠΕΠΘ - Πανεπιστήμιο Αθηνών. σελ. 21. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2019.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Μπαλτσιώτης (2007). σελ. 23.
- ↑ 3,0 3,1 Κυριαζής, Δώρης Κ. (2001). Ελληνικές επιδράσεις στην αλβανική (Ι. Φωνητική και μορφολογική προσαρμογή των ελληνικών δανείων: ΙΙ. Λεξικό των ελληνικών δανείων της αλβανικής). Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Διδακτορική Διατριβή. σελ. 15.
- ↑ Dorian, Nancy C., επιμ. (2001) [1989]. Investigating Obsolescence. Studies in Language Contraction and Death. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 199-200.
- ↑ Dorian, Nancy C., επιμ. (2001). σελ. 199.
- ↑ Γ. Μπαμπινιώτη, "Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας", 2008. Αναφέρεται στο Κυριαζής Δώρης, "Γεωγραφική κατανομή των Αλβανικών-Αρβανίτικων στοιχείων στα Νεοελληνικά ιδιώματα", Modern Greek Dialects and Linguistic Theory (MGDLT), vol. 5, No 1 (2012), σ. 166, υποσημ. 11[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ «GHM 1995». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2018.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Breu, Walter: Sprachliche Minderheiten in Italien und Griechenland. Στο: Spillner, Bernd (Επιμ.): Interkulturelle Kommunikation. (Forum angewandte Linguistik. Τμ. 21). Φρανκφούρτη / Βέρνη / N.Y. / Παρίσι (Lang). 1990. σ. 169-170.
- Ducelier, Alain: Traveaux et memoires. Τμ. 3. L’ Albanon et les Albanais au 16 siècle. σ. 354-368. Παρίσι (Κέντρο Ερευνών Βυζαντινής Ιστορίας και Πολιτισμού). 1968.
- Haebler, Claus: Grammatik der albanischen Mundart von Salamis. Albanische Forschungen. Τμ. 3. Βισμπάντεν (Harrassowitz). 1965.
- Hamp, Eric P.: «On the Arvanitika Dialects of Attica and the Megarid». Balkansko Eznikoznanie III. 2. 1961. σ. 101-106.
- Jochalas, Titos P.: Über die Einwanderung der Albaner in Griechenland. Eine zusammenfassende Betrachtung. Μόναχο (Dr. Rudolf Trofenik). 1971.
- Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων: Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα (Αρβανίτικα, Βλάχικα, Γλώσσες της μειονότητας της Δ. Θράκης, σλαβικές διάλεκτοι της Μακεδονίας). Αθήνα (Αλεξάνδρεια). 2001.
- Μπίρης, Κώστας: Αρβανίτες. Οι Δωριείς του Νεότερου Ελληνισμού. Αθήνα. 1981.
- Sasse, Hans-Jürgen: Arvanitika. Die albanischen Sprachreste in Griechenland. Βισμπάντεν. 1991.
- Stadtmueller, Georg: Forschungen zur albanischen Frühgeschichte. (Albanische Forschungen. Τμ. 2). Βισμπάντεν (Otto Harrassowitz). 1966.
- Tsitsipis, Lukas D.: Language change and language death in albanian speech communities in Greece. A sociolinguistic study. University of Wisconsin-Madison (Διατριβή). 1981.
- Τζαβάρας, Ξενοφών: "Γλωσσική επαφή και εκπαιδευτική διαδικασία (σύγκριση αρβανίτικης-αλβανικής γλώσσας)", Ήριννα 2 (Σύνδεσμος Φιλολόγων Δωδεκανήσου) 2008. σ. 67-74.
- Σαράντος Ι. Καργάκος : «Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Μελέτες)» ISBN 960-08-0172-X
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Albanesisch-Griechisch
- Περιγραφή της γλώσσας από το www.ethnologue.com
- Eleni Botsi, Die sprachliche Selbst- und Fremdkonstruktion am Beispiel eines arvanitischen Dorfes Griechenlands: eine soziolinguistische Studie[νεκρός σύνδεσμος], Dissertation Soziologische Abhandlung zur Erlangung des Doktorgrades der Sozialwissenschaften, Universität Konstanz, September 2003 (Διδακτορική Διατριβή για τα Αρβανίτικα στα γερμανικά)
- επιστασία Γρηγορίου, Αρχιεπισκόπου της Ευβοίας, Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού δίγλωττος: τουτέστι, Γραικική και Αλβανιτική, Εν τη Τυπογραφία της Διοικήσεως, Κορφοί 1827