Αραβική επιδρομή εναντίον της Ρώμης
Η αραβική επιδρομή εναντίον της Ρώμης έλαβε χώρα το 846. Άραβες επιδρομείς λεηλάτησαν τα περίχωρα τής πόλης της Ρώμης, λεηλατώντας τις βασιλικές του Παλαιού Αγίου Πέτρου και του Αγίου Παύλου εκτός των Τειχών, αλλά εμποδίστηκαν να εισέλθουν στην ίδια την πόλη από τα Αυρηλιανά Τείχη.
Η εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τη δεκαετία του 820 οι Αγλαβίδες της Ιφρικίγιας (γνωστοί στους μεσαιωνικούς Ιταλούς ως Σαρακηνοί) ξεκίνησαν την κατάκτηση της Σικελίας. Το 842, αραβικές δυνάμεις υπό την κυριαρχία του Μωάμεθ Αμπούλ Αμπάς κατέλαβαν τη Μεσσήνη της Σικελίας. Περίπου την ίδια εποχή, ο Ράδελχις και ο Σικονόλφος, αντίπαλοι που ενεπλάκησαν σε εμφύλιο πόλεμο για το πριγκιπάτο του Μπενεβέντο, προσέλαβαν Άραβες μισθοφόρους. [1]
Υπάρχει διαφωνία μεταξύ των χρονικογράφων σχετικά με την προέλευση των επιδρομέων, που επιτέθηκαν στη Ρώμη, αν και οι περισσότερες πηγές τους περιγράφουν ως Σαρακηνούς. Σύμφωνα με το Liber Pontificalis και το Χρονικό του Μόντε Κασσίνο, οι επιδρομείς ήταν Σαρακηνοί από την Αφρική που λεηλάτησαν την Κορσική, πριν επιτεθούν στη Ρώμη. Τα Χρονικά της Φούλντα, από την άλλη πλευρά, περιγράφουν τους επιδρομείς ως Μαυριτανούς (Mauri), που γενικά υποδήλωνε Μουσουλμάνους από την αλ-Ανταλούς (Ισπανία) ή το Μαγκρέμπ, σε αντίθεση με την Ιφρικίγια. Ο συγγραφέας των Χρονικών του Ξάντεν δεν ήταν σίγουρος: αποκαλούσε τους επιδρομείς «είτε Μαυριτανούς είτε Σαρακηνούς». Είναι πιθανό τα Χρονικά, τα οποία προέρχονται από τα βόρεια των Άλπεων, να χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Μαυριτανοί» ως συνώνυμο των «Σαρακηνών». Καμία ιταλική πηγή δεν περιγράφει τους επιδρομείς του 846 ως Μαυριτανούς. [2]
Το 842 ή περίπου τότε, [1] σύμφωνα με τα Πεπραγμένα των Επισκόπων της Νάπολης, Σαρακηνοί από τη Σικελία κατέλαβαν τα Ποντινά Νησιά και το νησί Λικόζα, αλλά εκδιώχθηκαν από τον Σέργιο Α' δούκα της Νάπολης και έναν συνασπισμό, που είχε σχηματίσει με το Αμάλφι, τη Γκαέτα και το Σορέντο. Στερημένοι από τις βάσεις τους στα νησιά, αυτοί οι Σαρακηνοί κατέλαβαν το λιμάνι του Μιζένο κοντά στη Νάπολη. Από εκεί εξαπέλυσαν την επίθεσή τους στη Ρώμη τον επόμενο χρόνο. Αυτή η πηγή μπορεί να συμφωνήσει με εκείνες, που δίνουν στους επιδρομείς αφρικανική καταγωγή, καθώς οι Μουσουλμάνοι που κατέκτησαν τότε τη Σικελία υπό τους Αγλαβίδες ήταν αρχικά από την Αφρική. [2]
Οι αραβικές επιδρομές στη Σικελία ξεκίνησαν ήδη από το 652 με επίθεση στις Συρακούσες. Το 827 οι Αγλαβίδες εξαπέλυσαν μία ολοκληρωτική εισβολή στο νησί, σύμφωνα με πληροφορίες, προσκεκλημένοι από έναν ατιμασμένο Ρωμαίο (Βυζαντινό( κυβερνήτη, που αναζητούσε εκδίκηση. Βασικές πόλεις έπεσαν διαδοχικά -το Παλέρμο το 831, η Μεσσήνη το 843 και οι Συρακούσες το 878- με αποκορύφωμα την πλήρη κατάκτηση της Σικελίας το 902. Οι Αγλαβίδες επεκτάθηκαν επίσης στην ηπειρωτική Ιταλία, φτάνοντας στη Νάπολη το 837 κατόπιν αιτήματος του Χριστιανού δούκα της, και αργότερα εγκαθιδρύοντας παρουσία στο Μπάρι κατά μήκος των ακτών της Αδριατικής. Το 846 πραγματοποίησαν επιδρομή στη Ρώμη και στις γύρω περιοχές της. [3]
Επιδρομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μία μεγάλη δύναμη αποβιβάστηκε στο Πόρτο και την Όστια το 846, εξοντώνοντας τη φρουρά της Νέας Όστια. [4] Οι Άραβες χτύπησαν ακολουθώντας τον Τίβερη και τους δρόμους Οστιένσε και Πορτουένσε, καθώς η ρωμαϊκή πολιτοφυλακή υποχώρησε βιαστικά στην ασφάλεια των ρωμαϊκών τειχών. [1] [4]
Ταυτόχρονα, άλλες αραβικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στις Σεντουμσέλαι, βαδίζοντας προς τη Ρώμη. [4]
Ορισμένες βασιλικές, όπως η Παλαιά Εκκλησία του Αγίου Πέτρου και η Εκκλησία του Αγίου Παύλου εκτός των Τειχών, βρίσκονταν εκτός των Αυρηλιανών Τειχών, και, ως εκ τούτου, αποτελούσαν εύκολους στόχους. Ήταν «γεμάτες με πλούσια λειτουργικά σκεύη και με κοσμημένες λειψανοθήκες, που στέγαζαν όλα τα πρόσφατα συσσωρευμένα κειμήλια». Οι πιο σημαντικές ανάμεσά τους ήταν ο χρυσός σταυρός, που είχε ανεγερθεί επάνω από τον υποτιθέμενο τάφο του Αγίου Πέτρου, τον λεγόμενο Farum Hadriani, και η αργυρή τράπεζα που δωρήθηκε στην εκκλησία από τον Καρλομάγνο και ήταν στολισμένη με μία αναπαράσταση της Κωνσταντινούπολης. [5] Ως αποτέλεσμα, οι επιδρομείς λεηλάτησαν τα περίχωρα τής πόλης, και βεβήλωσαν [6] τα δύο ιερά προσκυνήματα. Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι οι επιδρομείς γνώριζαν ακριβώς, πού να αναζητήσουν τους πιο πολύτιμους θησαυρούς. [1]
Καμία σύγχρονη αναφορά δεν υπονοεί κάποια προσπάθεια διείσδυσης στην πόλη, αλλά είναι πιθανό οι Ρωμαίοι να υπερασπίστηκαν τα τείχη, ενώ γύρω από τον Άγιο Πέτρο, μέλη των Σχολών του Βατικανού (Σάξονες, Λομβαρδοί, Φρίσιοι και Φράγκοι) προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά ηττήθηκαν. [7]
Εν τω μεταξύ, ένας στρατός που ερχόταν από το Σπολέτο με επικεφαλής τον Λομβαρδό δούκα Γκυ, επιτέθηκε στους Άραβες, εμποδιζόμενους από λάφυρα και αιχμαλώτους, μπροστά από τα τείχη της πόλης, καταδιώκοντας ένα μέρος τους μέχρι τις Σεντουμσέλλες, ενώ μία άλλη ομάδα προσπάθησε να φθάσει στο Μιζένουμ από ξηράς. [8] Οι Σαρακηνοί κατάφεραν να επιβιβαστούν, αλλά μία καταιγίδα κατέστρεψε πολλά πλοία, φέρνοντας στις παραλίες πολλά πτώματα στολισμένα με κοσμήματα, τα οποία μπόρεσαν να ανακτηθούν. [8] Μετά από αυτό, ο Λομβαρδικός στρατός κατευθύνθηκε νότια, φτάνοντας στους Άραβες στη Γαέτα, όπου διεξήχθη μία άλλη μάχη. [8] Σε εκείνη την περίπτωση, μόνο η άφιξη τού Καισάριου, γιου του Σεργίου, magister militum της Νάπολης, έκρινε τη μάχη υπέρ των Χριστιανών. [8]
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αραβική επιδρομή του 846 σηματοδότησε την έναρξη αυξημένων μουσουλμανικών επιδρομών στην Ιταλική Χερσόνησο. Η επέκτασή τους στην Ιταλία επηρέαζε σοβαρά την οικονομία των Παπικών Κρατών. [9] Την εποχή του πάπα Ιωάννη Η΄ (αρχιεράτευσε 872-882 ), η απειλή είχε ενταθεί, σε σημείο που φέρεται να απέτιε φόρο υποτέλειας στους Άραβες, για να αποτρέψει περαιτέρω επιθέσεις. [3] [10] Ο πάπας Ιωάννης Η΄ ζήτησε βοήθεια από τον Κάρολο Β΄ τον Φαλακρό, τη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία και αρκετές πόλεις της νότιας Ιταλίας, σε απάντηση στις αυξημένες μουσουλμανικές ναυτικές επιδρομές κατά μήκος των ακτών του Τυρρηνικού Πελάγους, κατά τη διάρκεια του 9ου αι. Λόγω έλλειψης υποστήριξης, ο πάπας τελικά πλήρωσε 25.000 αργυρά μανκούζι στους Άραβες, για να εξασφαλίσει την ειρήνη στα εδάφη της Εκκλησίας. [11] Η απειλητική μουσουλμανική στρατιωτική παρουσία (την οποία πίστευε ότι ήταν η τιμωρία του Θεού εναντίον των «κακών Χριστιανών»), [12] σε συνδυασμό με τις συμμαχίες που σχημάτισαν με τους ντόπιους Χριστιανούς, ώθησαν τον Ιωάννη Η΄ να προωθήσει «μία νέα και ασυμβίβαστα εχθρική άποψη για τους Σαρακηνούς». Αυτό περιελάμβανε απαγόρευση σχηματισμού συμμαχιών με τους Μουσουλμάνους. Ωστόσο, οι προσπάθειές του αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς, [13]
Την άνοιξη του 847 (ή πιθανώς στα τέλη του 846), πραγματοποιήθηκε μία σημαντική σύνοδος στη Φραγκία σε απάντηση στην αραβική επιδρομή. Η τοποθεσία της είναι άγνωστη, αλλά πιθανότατα ήταν στον νότο. Σε αυτήν συμμετείχαν πολλοί επίσκοποι και οι βασιλείς Λοθάριος Α΄ της Γερμανίας και ο Λουδοβίκος Β΄ της Λομβαρδίας. Εξέδωσε ένα διοικητικό διάταγμα, το οποίο σώζεται. Με αποσπάσματα από τη Φραγκία, τη Βουργουνδία και την Προβηγκία και τις δικές του ιταλικές δυνάμεις, ο Λουδοβίκος Β΄ ξεκίνησε μία εκστρατεία εναντίον των Αράβων, που κατείχαν το Μπενεβέντο. Τα Χρονικά του Σαιν-Μπερτέν καταγράφουν την εκστρατεία ως επιτυχημένη. [14]
Λίγο μετά την πολιορκία, ο πάπας Λέων Δ΄ έχτισε το Τείχος του Λεοντίου στη δεξιά όχθη του Τίβερη, προκειμένου να προστατεύσει την εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Η περικυκλωμένη περιοχή, που υπερασπιζόταν το Καστέλ Σαντ' Άντζελο, ονομάστηκε Πόλη του Λέοντα από τον πάπα, και θεωρούνταν ξεχωριστή πόλη, με δική της διοίκηση. Εντάχθηκε στην πόλη τον 16ο αι., αποτελώντας τη 13η περιφέρεια της Ρώμης, το Μπόργκο. Το 849 μία άλλη αραβική επιδρομή εναντίον τού επίνειου της Ρώμης, της Όστια, θα αποκρουστεί. Οι επιζώντες Σαρακηνοί αιχμαλωτίστηκαν, υποδουλώθηκαν, και στάλθηκαν να εργαστούν σε αλυσοδεμένες ομάδες για την κατασκευή του Τείχους των Λεοντίου, το οποίο θα περιέκλειε τον λόφο του Βατικανού. Η Ρώμη δεν θα απειλούνταν ποτέ ξανά από αραβικό στρατό. [1]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ναυτικό του πρώιμου Χαλιφάτου
- Ιστορία του Ισλάμ στη Νότια Ιταλία
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- 1 2 3 4 5 Kreutz 1996.
- 1 2 Lankila 2013.
- 1 2 Naylor 2009, σελ. 71.
- 1 2 3 Gregorovius 1988, σελ. 99.
- ↑ Gregorovius 1988, σελ. 101.
- ↑ Partner 1972, σελ. 57: "[A]lthough it was not at this time usual for Muslims to desecrate Christian Churches for the sake of desecrating them, excavation has revealed that the tomb of the apostle was wantonly smashed."
- ↑ Gregorovius 1988, σελ. 100.
- 1 2 3 4 Gregorovius 1988, σελ. 103.
- ↑ Kreutz 1996, σελ. 57.
- ↑ Watt, W. Montgomery (1972). The Influence of Islam on Medieval Europe. Edinburgh University Press. σελ. 4.
And Pope John VIII (872–82) appears to have paid tribute to the Muslims for two years.
- ↑ Lewis, Archibald R. (1951). Naval Power and Trade in the Mediterranean, A.D. 500–1100. Princeton University Press. σελ. 138.
- ↑ John Victor Tolan· Gilles Veinstein (2013). Europe and the Islamic World: A History (illustrated έκδοση). Princeton University Press. σελ. 35. ISBN 978-0691147055.
- ↑ Andrew Shryock (2010). Islamophobia/Islamophilia: Beyond the Politics of Enemy and Friend. Indiana University Press. σελ. 32. ISBN 978-0253004543.
- ↑ Screen 2020.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Naylor, Phillip C. (2009). North Africa: A History from Antiquity to the Present. Princeton University Press. σελ. 71. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2025.