Απεργίες στο Λοτζ το 1971

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στις 10 Φεβρουαρίου 1971, εργάτες κλωστοϋφαντουργίας στην πόλη Λοτζ της κεντρικής Πολωνίας (γνωστή ως «Μάντσεστερ της Πολωνίας»)[1] ξεκίνησαν μια απεργία, στην οποία η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες.[2] Αυτά τα γεγονότα έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί επειδή λίγες εβδομάδες νωρίτερα, μεγάλες διαδηλώσεις και οδομαχίες είχαν λάβει χώρα στις πόλεις της βόρειας Πολωνίας. Ωστόσο, οι γυναίκες του Λοτζ πέτυχαν αυτό που δεν κατάφεραν οι εργαζόμενοι στα ναυπηγεία της ακτής της Βαλτικής Θάλασσας - ακύρωση της αύξησης των τιμών των τροφίμων, που είχε εισαχθεί από την κυβέρνηση της κομμουνιστικής Πολωνίας το Δεκέμβριο του 1970. Κατά συνέπεια, ήταν η μόνη βιομηχανική δράση στην κομμουνιστική Πολωνία πριν από το 1980 που έληξε με επιτυχία.[3]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κομμουνιστική κυβέρνηση ανακοίνωσε αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων στις 12 Δεκεμβρίου 1970. Για παράδειγμα, οι τιμές για τα προϊόντα κρέατος αυξήθηκαν έως και 100%.[4] Απεργίες και διαδηλώσεις στους δρόμους πραγματοποιήθηκαν στα λιμάνια της Βαλτικής Θάλασσας, Γκντανσκ, Γκντίνια, Στσέτσιν και Έλμπλονγκ. Οι δυνάμεις ασφαλείας, μαζί με μονάδες του Πολωνικού Στρατού σκότωσαν τουλάχιστον 42 διαδηλωτές εργάτες το Δεκέμβριο. Περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι τραυματίστηκαν.[5] Τα νέα για αυτά τα γεγονότα έφτασαν γρήγορα στο Λοτζ παρά τη λογοκρισία της κυβέρνησης και τον αποκλεισμό των μέσων ενημέρωσης.[5] Μια τεταμένη ατμόσφαιρα ήταν αισθητή στην πόλη που ήταν το πολωνικό κέντρο της κλωστοϋφαντουργίας, όπου η πλειονότητα των εργαζομένων ήταν γυναίκες. Όπως ανέφεραν πληροφοριοδότες των κομμουνιστικών μυστικών υπηρεσιών, οι υπάλληλοι των κύριων εργοστασίων μιλούσαν μεταξύ τους για υψηλές τιμές τροφίμων, απελπιστικές συνθήκες διαβίωσης και χαμηλούς μισθούς. Κάποιοι ανέφεραν το ενδεχόμενο απεργίας, αλλά το Δεκέμβριο του 1970 δεν έγιναν ανοιχτές διαδηλώσεις. Αυτό οφειλόταν σε δύο παράγοντες - τα πρόσφατα νέα για το λουτρό αίματος στις παράκτιες πόλεις και την αλλαγή στο Πολιτικό Γραφείο του Ενιαίου Εργατικού Κόμματος Πολωνίας, όπου στις 20 Δεκεμβρίου, ο Έντβαρντ Γκιέρεκ διορίστηκε Γενικός Γραμματέας.[6] Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν έκανε πίσω για την αύξηση των τιμών των τροφίμων.[2]

Τον Ιανουάριο του 1971, η κατάσταση στο Λοτζ έγινε ακόμη πιο τεταμένη.[2] Η κυβέρνηση και το Κομμουνιστικό Κόμμα επικρίθηκαν ανοιχτά και οι εργαζόμενοι στα κλωστοϋφαντουργεία της πόλης μίλησαν μεταξύ τους ότι οι αλλαγές στο Πολωνικό Πολιτικό Γραφείο δεν ήταν αρκετές και ότι αυτές δεν εγγυώνται ότι τα αιματηρά γεγονότα των διαδηλώσεων του Δεκεμβρίου του 1970 δεν θα επαναλαμβάνονταν στο μέλλον. Πράκτορες των υπηρεσιών ασφαλείας ανέφεραν ότι οι εργαζόμενοι στο Λοτζ ανέφεραν συχνά μια απεργία - όρος που σύμφωνα με την επίσημη προπαγάνδα δεν υποτίθεται ότι υπήρχε καν στις κομμουνιστικές χώρες.[2] Οι τοπικές αρχές εξασφάλισαν βασικά κτίρια της πόλης, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγείου του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο φρουρούσαν 70 αξιωματικοί της Πολιτοφυλακής, 70 στρατιώτες και 50 αξιωματικοί της παραστρατιωτικής αστυνομίας ORMO.[7] Στους δρόμους του Λοτζ περιπολούσαν 1.400 αστυνομικοί, αρκετές εκατοντάδες άτομα συνελήφθησαν προληπτικά και εκπονήθηκε ειδικό σχέδιο για αποκλεισμό κεντρικών δρόμων. Ξεκινώντας από τα μέσα Δεκεμβρίου 1970, μοιράστηκαν φυλλάδια στον πληθυσμό, με τα εξής: «Εργάτες! Γυναίκες του Λοτζ! Νεολαία του Λοτζ! Σας προτρέπουμε να διατηρήσετε την ψυχραιμία, την ειρήνη και την πειθαρχία σας! Η αποδιοργάνωση της ζωής σας θα βλάψει τα συμφέροντά σας! Μόνο η δουλειά, η ειρήνη και η τάξη θα σας βοηθήσουν να ξεπεράσετε τις τρέχουσες δυσκολίες!».[7]

Απεργίες Φεβρουαρίου 1971[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες απεργίες στο Λοτζ άρχισαν στις 10 Φεβρουαρίου 1971 και παρά τις εκτεταμένες προετοιμασίες, η τοπική κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε. Το Λοτζ θεωρούνταν στην Πολωνία μια πόλη γυναικών - το 77% των γυναικών κατοίκων του εργάζονταν με πλήρη απασχόληση.[6] Η πλειονότητα των εργαζομένων στην τοπική κλωστοϋφαντουργία ήταν γυναίκες και η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με απαρχαιωμένες μηχανές (40% όλων των μηχανημάτων είχαν κατασκευαστεί πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιπλέον το 20% - πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[7]), ερειπωμένα κτίρια, κακές υπηρεσίες υγείας, ελάχιστη ξεκούραση, τρεις βάρδιες, υψηλή θερμοκρασία, θόρυβος και χαμηλούς μισθούς. Οι γυναίκες υφίσταντο διακρίσεις, είχαν ελάχιστες πιθανότητες προαγωγής και οι προϊστάμενοί τους ήταν σχεδόν αποκλειστικά άνδρες, οι οποίοι συχνά τις ταπείνωναν. Το 1971, οι μισθοί στο Λοτζ ήταν 20% χαμηλότεροι από τους μισθούς στην πολωνική βαριά βιομηχανία, έτσι η αύξηση των τιμών των τροφίμων, που ανακοινώθηκε το Δεκέμβριο του 1970, επηρέασε τους ντόπιους εργάτες σε μεγαλύτερο βαθμό από τους εργάτες σε άλλες περιοχές.[2]

Την πρώτη ημέρα της απεργίας σημειώθηκαν στάσεις εργασίας σε δύο μεγάλα εργοστάσια - το εργοστάσιο βαμβακιού του Γιούλιαν Μαρχλέφσκι (το οποίο εκείνη την εποχή απασχολούσε 9.000 άτομα) και το εργοστάσιο παπουτσιών Στόμιλ. Στο εργοστάσιο Μαρχλέφσκι, η απεργία ξεκίνησε γύρω στο μεσημέρι από περίπου 400 εργάτες, ενώ στο Στόμιλ, 180 εργάτες σταμάτησαν τις μηχανές τους. Ένας από τους λόγους που επέσπευσαν τη δράση ήταν μια τηλεοπτική συνέντευξη με εργάτες ναυπηγείων από τις ακτές της Βαλτικής, οι οποίοι είπαν ότι ως αποτέλεσμα των διαμαρτυριών τους είχαν λάβει αύξηση μισθού κατά 25%.[6]

Παρόλο που τα επίσημα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν ανέφεραν τις διαμαρτυρίες, στις 12 και 13 Φεβρουαρίου, άλλα εργοστάσια βαμβακιού συμμετείχαν στην απεργία. Συνολικά, περίπου 12.000 εργαζόμενοι σταμάτησαν την εργασία τους, το 80% από αυτούς γυναίκες. Τα αιτήματά τους ήταν απλά - αυξήσεις μισθών και επιστροφή στις τιμές των τροφίμων προ της 12ης Δεκεμβρίου 1970.[2] Οι τοπικές αρχές προσπάθησαν να διαπραγματευτούν, λέγοντας στους απεργούς ότι τα αιτήματά τους ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν, αλλά οι συνομιλίες απέβησαν άκαρπες. Την Κυριακή 14 Φεβρουαρίου, η ατμόσφαιρα στο εργοστάσιο Μαρχλέφσκι ήταν πολύ τεταμένη. Οι εργάτες απαίτησαν από τον Πρώτο Γραμματέα του Κόμματος, Έντβαρντ Γκιέρεκ, να έρθει στο εργοστάσιό τους. Ωστόσο, αντί για το νούμερο ένα άτομο στην Πολωνία, αργά το βράδυ εκείνης της ημέρας ήρθε στο Λοτζ μια αντιπροσωπεία από τη Βαρσοβία, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Πιοτρ Γιαροσέβιτς. Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν μέχρι το βράδυ. Όταν ο Γιαροσέβιτς και οι δικοί του προσπάθησαν να παρακινήσουν τις γυναίκες να επιστρέψουν στη δουλειά, απάντησαν με δραματικές ομιλίες και κάποιες έκλαψαν.

Φοβάμαι, καθώς θέλω να γυρίσω σπίτι με ασφάλεια, αλλά υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα να κάνω. Πηγαίνω σε ένα κρεοπωλείο με 100 ζλότι, αγοράζω μισό κιλό κρέας, λίγο λουκάνικο και μου έχουν φύγει τα λεφτά. Όταν είμαι εξαντλημένη, πηγαίνω στον ιατρό του εργοστασίου μας, αλλά ο προϊστάμενος του τηλεφωνεί πριν φτάσω στο ιατρείο του και λέει στον ιατρό να μην με αφήσει να πάω σπίτι, γιατί χρειάζονται ανθρώπους για να δουλέψουν τα μηχανήματα.- είπε μια γυναίκα από το εργοστάσιο Μαρχλέφσκι.[2]

Πλήρωσα το νοίκι μου, πλήρωσα το νηπιαγωγείο και δεν μου μένουν αρκετά χρήματα για να αγοράσω μια καραμέλα για το παιδί μου. Τα παιδιά μας τρώνε μαύρο ψωμί, ενώ η γυναίκα σου τρώει σάντουιτς.- είπε μια εργάτρια ενός εργοστασίου βαμβακιού.[2]

Μια άλλη γυναίκα από το εργοστάσιο Μαρχλέφσκι, θυμωμένη με τα λόγια του Βουοντζίμιες Κρούτσεκ των επίσημων συνδικαλιστικών οργανώσεων, κατέβασε το παντελόνι της και του έδειξε τους γλουτούς της.[7] Κάποια στιγμή, ο Γιαροσέβιτς είπε: «Θέλω να σας στείλω ειλικρινείς εργατικούς χαιρετισμούς από τον σύντροφο Γκιέρεκ. Εμπιστευτείτε μας, βοηθήστε μας!». Σε απάντηση, άκουσε: «Έχουμε τα χαιρετίσματα, αλλά δεν έχουμε λεφτά».[7]

Οι απεργίες έφθασαν στο αποκορύφωμά τους στις 15 Φεβρουαρίου.[8] Οι εργαζόμενοι είχαν ενεργήσει αυθόρμητα, χωρίς να δημιουργήσουν επίσημες επιτροπές. Υπήρχαν κάποιες ελαφρά οργανωμένες ομάδες ακτιβιστών που διαπραγματεύονταν με τις αρχές. Μόνο στο εργοστάσιο Μαρχλέφσκι δημιουργήθηκε ένα ανεπίσημο απεργιακό συμβούλιο, με 26 μέλη. Οι διαπραγματεύσεις με τον Γιαροσέβιτς δεν οδήγησαν σε συμφωνία, αλλά σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, μια επίσκεψη στο Λοτζ και μια έρευνα για τις συνθήκες διαβίωσης εκεί προκάλεσε σοκ στους κομμουνιστές αξιωματούχους (ο ίδιος ο Γιαροσέβιτς παραδέχτηκε ότι δεν γνώριζε ότι η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη[7]). Στο μεταξύ, η απεργία εξαπλώθηκε. Τη Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου, άλλα τρία εργοστάσια συμμετείχαν στη διαμαρτυρία και ο αριθμός των απεργών αυξήθηκε σε 55.000. Σε αντίθεση με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1970, οι εργάτες του Λοτζ δεν βγήκαν στους δρόμους και αποφάσισαν να παραμείνουν στα εργοστάσιά τους, οπότε δεν έγιναν οδομαχίες. Οι γυναίκες υπάλληλοι χρησιμοποίησαν ένα ισχυρό επιχείρημα κατά τη διαπραγμάτευση με τις αρχές - ανέφεραν συχνά τα παιδιά τους και την αδυναμία να τα ταΐσουν και να τα ντύσουν σωστά. Σε μια περίπτωση, υπήρξε μια προσπάθεια φράγματος στους δρόμους γύρω από το εργοστάσιο Μαρχλέφσκι. Εκεί συγκεντρώθηκαν 500 - 1.000 άτομα, διέκοψαν την κυκλοφορία και ανέτρεψαν σκουπιδοτενεκέδες και παγκάκια. Ακολούθησαν μερικές αψιμαχίες με την αστυνομία και αμέσως μετά, οι μάχες μεταφέρθηκαν στην Οδό Πιοτρκόφσκα. Η αστυνομία επιτέθηκε στους διαδηλωτές με κανόνια νερού, ρόπαλα και δακρυγόνα, συλλαμβάνοντας 30 άτομα.[7] Σε αντίθετη περίπτωση, συνεργεία εργοστασίων προσπάθησαν να τηρήσουν την τάξη, ελέγχοντας όλους τους ανθρώπους που έμπαιναν από τις πύλες.

Επακόλουθα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την επίσκεψη του Γιαροσέβιτς και μια επακόλουθη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου, στις 15 Φεβρουαρίου 1971, η κυβέρνηση αποφάσισε να ακυρώσει την αύξηση των τιμών των τροφίμων,[3] η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 1971.[9] Στο άκουσμα αυτής της απόφασης έληξαν οι περισσότερες απεργίες στο Λοτζ. Παρόλα αυτά, οι εργαζόμενοι ήταν δύσπιστοι προς την κυβέρνηση, ζητώντας γραπτή επιβεβαίωση της απόφασης. Τελικά, όλες οι απεργίες έληξαν το πρωί της 17ης Φεβρουαρίου, με τα δύο τελευταία εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, Υπερασπιστές της Ειρήνης και Φέλιξ Ντζερζίνσκι, να ξεκινούν πάλι την παραγωγή.[7] Μετά το τέλος των απεργιών, οι αρχές προσπάθησαν να βρουν και να τιμωρήσουν τους αρχηγούς. Μέχρι τις 5 Μαρτίου 1971, 26 εργάτες του Μαρχλέφσκι και 11 των Υπερασπιστών της Ειρήνης αναγνωρίστηκαν και αναγκάστηκαν να παραιτηθούν. Επιπλέον, οι κομμουνιστές ηγέτες εξοργίστηκαν όταν ανακάλυψαν ότι οι εργάτες του Μαρχλέφσκι συγκέντρωσαν χρήματα για μια αναμνηστική σημαία, με την επιγραφή: Σε ευχαριστώ, Παναγία, για την προστασία σου στις 10–15 Φεβρουαρίου 1971. Η σημαία φυλάσσεται τώρα στην Εκκλησία του Αγίου Ιωσήφ στο Λοτζ.[7]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]