Απελευθέρωση του Λέιντισμιθ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Απελευθέρωση του Λέιντισμιθ
Δεύτερος Πόλεμος των Μπόερς
Ο ταγματάρχης Χιούμπερτ Γκοφ της απελευθερωτικής δύναμης καλωσορίζει τον στρατηγό Σερ Τζορτζ Γουάιτ στο Λέιντισμιθ. Πίνακας του Τζον Χένρι Φρέντερικ Μπέικον
Χρονολογία28 Οκτωβρίου 1899 – 27 Φεβρουαρίου 1900
ΤόποςΚουαζούλου-Νατάλ, Νότια Αφρική
ΈκβασηΕπικράτηση των Βρετανών
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Πόλεμος των Μπόερς στις 11 Οκτωβρίου 1899, οι Μπόερς είχαν αριθμητική υπεροχή εντός της Νότιας Αφρικής. Ταχέως εισέβαλαν στο βρετανικό έδαφος και πολιόρκησαν τις πόλεις Λέιντισμιθ, Κίμπερλεϊ και Μάχεκινγκ. Εν τω μεταξύ, η Μεγάλη Βρετανία μετέφερε χιλιάδες στρατιώτες, τόσο από το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και από άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, και από τη στιγμή που είχε αρθεί η πολιορκία του Λέιντισμιθ, είχε τεράστια αριθμητική υπεροχή.

Γεωγραφία της περιοχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αποικία Νατάλ χωριζόταν από τα ανατολικά προς τα δυτικά από τον ποταμό Τουγκέλα, που πηγάζει στο Ντράκενσμπεργκ (στα δυτικά) και ρέει ανατολικά προς τον Ινδικό Ωκεανό. Η αποικία διασχιζόταν από βορρά προς νότο από τη σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε το Ντέρμπαν και το Γιοχάνεσμπουργκ (ολοκληρώθηκε το 1895). Η σιδηροδρομική γραμμή διέσχιζε τον ποταμό στο Κολένσο. Κατάντη από το Κολένσο, ο Τουγκέλα εισχωρεί σε ένα φαράγγι, ενώ ανάντη, οι λόφοι που δέσποζαν του ποταμού βρισκόταν μόνο στη βόρεια όχθη του — η νότια όχθη ήταν μια σχετικά επίπεδη πεδιάδα πλάτους πολλών χιλιομέτρων.

Το Λέιντισμιθ βρίσκεται επί της σιδηροδρομικής γραμμής Ντέρμπαν-Γιοχάνεσμπουργκ, σε ένα κοίλο στον ποταμό Κλιπ, περίπου 20 χιλιόμετρα βόρεια του Κολένσο.

Τα πρώτα στάδια της εκστρατείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Πόλεμος των Μπόερς, οι δυνάμεις των Μπόερς διέθεταν 21.000 στρατιώτες υπό την καθοδήγηση του στρατηγού Πιέτ Ζούμπερτ έτοιμους να εισβάλουν στην αποικία Νατάλ. Αντίστοιχα, οι Βρετανοί είχαν 13.000 άνδρες υπό την ηγεσία του υπολοχαγού Σερ Τζορτζ Γουάιτ.[1]

Οι Μπόερς διέσχισαν τα σύνορα στην αποικία και μετά από μάχες στο Ταλάνα Χιλ, Ελαντσλάαγκτε και την παράδοση μεγάλου αριθμού βρετανικών στρατευμάτων στο Νίκολσονς Νεκ, ο Γουάιτ προτίμησε να υπερασπιστεί τη θέση του στο Λέιντισμιθ, περίπου 20 χιλιόμετρα βόρεια του ποταμού Τουγκέλα. Ο Τσόρτσιλ ισχυρίζεται ότι το σχέδιο της βρετανικής κυβέρνησης, το οποίο διατηρήθηκε κρυφό, ήταν για τον Γουάιτ να υποχωρήσει σε μια θέση νότια του ποταμού Τουγκέλα.[2]

Μετά τη μάχη του Λέιντισμιθ που ακολούθησε στις 28 Οκτωβρίου, οι Μπόερς κατάφεραν να παγιδεύσουν τον Γουάιτ και περίπου 8.000 Βρετανούς στρατιώτες στο Λέιντισμιθ. Οι υπόλοιπες βρετανικές δυνάμεις αποσύρθηκαν νότια από τον ποταμό Τουγκέλα και την πόλη Έστκορτ, 30 χιλιόμετρα νότια από το Κολένσο, μετατράπηκαν αποτελεσματικά στο βρετανικό μέτωπο και ο Ζούμπερτ, παρά τις συμβουλές για το αντίθετο από τον Μπούτα απέτυχε να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημά του και να καταλάβει την πόλη του Ντέρμπαν.[3]

Διάσχιση του Τουγκέλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την ημέρα που ολοκληρώθηκε η περικύκλωση του Λέιντισμιθ, οι ενισχύσεις με επικεφαλής τον στρατηγό Σερ Ρέντεβερς Μπούλερ έφτασαν στο Κέιπ Τάουν καθ' οδόν προς το Νατάλ. Ο Μπούλερ παρέμεινε στο Κέιπ Τάουν για τρεις εβδομάδες, προτού κινηθεί προς το Πιτερμάριτζμπεργκ.

Πίετ Ζούμπερτ, διοικητής των Μπόερς

Στις 15 Νοεμβρίου, ένα επιδρομικό άγημα έπληξε ένα θωρακισμένο τρένο στο Φρερ, 11 χιλιόμετρα νότια του Κολένσο, παίρνοντας 70 αιχμάλωτους, συμπεριλαμβανομένου του Ουίνστον Τσόρτσιλ.[3] Μετά από ένα ακόμη επιδρομικό άγημα που πραγματοποίησε αιφνιδιασμό στις 23 Νοεμβρίου στο Γουίλοου Γκρέιντζ, 10 χιλιόμετρα νότια του Έστκορτ, οι Μπόερς υποχώρησαν πίσω από τον ποταμό Τουγκέλα.

Κατά τη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων ο Ζούμπερτ έπεσε από το άλογό του και υπέστη τραυματισμούς από τους οποίους πέθανε στις 28 Μαρτίου 1900. Είχε αφήσει τον έλεγχο των δυνάμεων των Μπόερς στον Λουί Μπότοα, αλλά παρέμεινε στον έλεγχο των δυνάμεων μέχρι τον θάνατό του.[4]

Η μάχη του Κολένσο (15 Δεκεμβρίου 1899)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, βρετανικά και αυτοκρατορικά στρατεύματα βρισκόταν στην αποικία και ο Μπούλερ, ο οποίος κινούνταν με 20.000 στρατιώτες, μετέφερε την έδρα του βόρεια προς το Φρερ.

Η πρώτη προσπάθεια του Μπούλερ να διασχίσει τον ποταμό ήταν η μάχη του Κολένσο. Από βρετανικής άποψης, η μάχη ήταν αποτυχία. Στη δυτική πλευρά, οι βρετανικές δυνάμεις υπέστησαν σημαντικές απώλειες όταν η ιρλανδική ταξιαρχία ήταν παγιδευμένη σε βρόχο στον ποταμό 3 χιλιόμετρα από το Κολένσο. Στο κέντρο έχασαν δέκα πυροβόλα ενώ στην ανατολική πλευρά, ο Μπούλερ διέταξε τους άντρες του να υποχωρήσουν, παρόλο που οι Μπόερς είχαν εγκαταλείψει τον λόφο Χλανγκγουάνε. Έξι Σταυροί της Βικτώριας απονεμήθηκαν σε στρατιώτες για την ανδρεία τους κατά τη διάρκεια της μάχης.[5]

Χάρτης που αναπαριστά τις μάχες πριν την απελευθέρωση του Λέιντισμιθ

Η μάχη του Σπάιον Κοπ (20–24 Ιανουαρίου 1900)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενισχύσεις συνέχισαν να διαχύνονται στο Νατάλ και με την άφιξη του τμήματος του Σερ Τσαρλς Γουόρεν, ο Μπούλερ είχε 30.000 στρατιώτες υπό την ηγεσία του.[3]

Περίπου 30 χιλιόμετρα δυτικά του Κολένσο, το Σπάιον Κοπ, ένας λόφος υψομέτρου 430 μέτρων πάνω από τις πεδιάδες, δέσποζε του ρέματος Τρίκαρντς, ενός από τα σημεία διέλευσης του ποταμού Τουγκέλα. Ο Μπούλερ αποφάσισε να καταλάβει το λόφο και έτσι να εξασφαλίσει πρόσβαση στο Λέιντισμιθ από τα δυτικά. Η κύρια επίθεση ανατέθηκε στον Γουόρεν και ταυτόχρονα ξεκίνησε μια διατροπική επίθεση υπό τον στρατηγό Έντουαρντ Γουντγκέιτ στο ρέμα του Ποτγκίτερ, 4 χιλιόμετρα ανατολικά. Από τη θέση τους στους λόφους, οι Μπόερς ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν τις βρετανικές δύναμεις που κινούνταν προς τα πάνω στην νότια όχθη του ποταμού δημιουργώντας τις κατάλληλες άμυνες. Στις 18 Ιανουαρίου οι Βρετανοί κατασκεύασαν μια πλωτή γέφυρα στον ποταμό και άρχισαν να τον διασχίζουν. Τη νύχτα της 23ης Ιανουαρίου, μέσα σε έντονη ομίχλη, οι Βρετανοί ξεκίνησαν μια επίθεση σε αυτό που θεωρούσαν ότι ήταν το Σπάιον Κοπ, αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν ένα μικρότερο ανάχωμα περίπου 500 μέτρα από την κύρια κορυφή. Την επόμενη ημέρα υπήρξαν αιματηρές μάχες, καθώς οι Βρετανοί προσπάθησαν να κινηθούν προς την κύρια κορυφή. Μέχρι το βράδυ, και οι δύο πλευρές θεωρούσαν ότι ο αντίπαλός τους είχε καταλάβει τον λόφο, και έτσι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Ένας κατάσκοπος των Μπόερς συνειδητοποίησε την κατάσταση και οι Μπόερς κατέλαβαν και πάλι τον λόφο, ενώ οι Βρετανοί υπεχώρησαν πίσω από τον Τούγκελα.[6]

Ο Στρατηγός Σερ Ρέντβερς Μπούλερ, Διοικητής των Βρετανικών Δυνάμεων

Η μάχη του Βάαλ Κραντζ (5–7 Φεβρουαρίου 1900)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Βάαλ Κραντζ ήταν κορυφογραμμή από μικρών λόφων (kopjes) λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Σπάιον Κοπ. Ο Μπούλερ προσπάθησε να επιχειρήσει ένα προγεφύρωμα στον ποταμό Τουγκέλα. Μετά από τρεις ημέρες αψιμαχιών, ο Βρετανός στρατηγός διαπίστωσε ότι η θέση του ήταν τόσο περιορισμένη ώστε δεν υπήρχε περιθώριο να φέρει το ανώτερο πυροβολικό του για να στηρίξει τις επιθέσεις του βρετανικού πεζικού. Ο Μπούλερ συγκάλεσε ένα πολεμικό συμβούλιο και «Όλοι οι στρατηγοί του συμφώνησαν ότι δεν υπήρχε τίποτα εκτός από το να δοκιμάσουν μια νέα προσπάθεια αλλού».[7]

Η μάχη των Υψωμάτων του Τουγκέλα (14–27 Φεβρουαρίου 1900)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που τα Υψώματα του Τουγκέλα βρίσκονται στη βόρεια όχθη του ποταμού Τουγκέλα λίγα χιλιόμετρα από το Κολένσο, η μάχη έλαβε χώρα σε πολλούς λόφους και στις δύο πλευρές του Τουγκέλα.

Κατά την πρώτη φάση της συμπλοκής, οι Βρετανοί κατέλαβαν τους λόφους του Μόντε Κρίστο, περίπου πέντε χιλιόμετρα δυτικά του Κολένσο στη νότια όχθη, υπερφαλαγγίζοντας έτσι τους Μπόερς στο λόφο Χλανγκουάνε. Οι Μπόερς, υπό έντονο βομβαρδισμό των θέσεών τους, εγκατέλειψαν τον Χλανγκουάνε και υποχώρησαν βόρεια του Τουγκέλα.

Στις 21 Φεβρουαρίου κατασκευάστηκε πλωτή γέφυρα που επέτρεψε στους Βρετανούς να καταλάβουν το Ρέιλγουεϊ Χιλ και το Γουάινες Χιλ, αλλά τελικά απέτυχαν να καταλάβουν το Χιλ Χαρτς και το Γουάινες Χιλ. Στις 25 Φεβρουαρίου, οι Βρετανοί μετέφεραν την πλωτή γέφυρα κατάντη στο στόμιο του φαραγγιού Τοουγκέλα όπου θα μπορούσαν να διασχίσουν τον ποταμό χωρίς να θεαθούν και να υπερφαλαγγίσουν τις θέσεις των Μπόερς. Στις 27 Φεβρουαρίου οι Βρετανοί κατέλαβαν τόσο το Πίτερς Χιλ όσο και το Χαρτς Χιλ, όταν και κατέρρευσε η αντίσταση των Μπόερς.[8]

Η απελευθέρωση του Λέιντισμιθ (1 Μαρτίου 1900) και οι συνέπειες της[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 28 Φεβρουαρίου, οι διοικητές των Μπόερς διέταξαν τα στρατεύματά τους να αποσυρθούν στο Μπίγκαρσμπεργκ, περίπου 45 χιλιόμετρα βόρεια του Λέιντισμιθ. Η απόσυρση δεν ήταν οργανωμένη, αλλά οι βρετανικές δυνάμεις είχαν την εντολή να μην ακολουθήσουν. Οι βρετανικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Λόρδου Νταντόναλντ με τον Τσόρτσιλ δίπλα του εισήλθαν στο Λέιντισμιθ το απόγευμα της 1ης Μαρτίου 1900.[3]

Οι Μπόερς στο μεταξύ δημιούργησαν γραμμή άμυνας κατά μήκος του Μπίγκαρσμπεργκ, αλλά, εκτός από τη συνήθη περιπολία, υπήρχε μικρή κίνηση από τις δύο πλευρές για δύο μήνες: Ο Μπούλερ ανασυγκροτούσε τις δυνάμεις του ενώ ο Μπότα, ο οποίος ανέλαβε τη θέση του γενικού διοικητή των δυνάμεων των Μπόερς μετά τον θάνατο του Ζούμπερτ παρέδωσε τον έλεγχο του Νατάλ στον Λούκας Μέγιερ. Οι δυνάμεις των Μπόερς στο Νατάλ εν τω μεταξύ είχαν συρρικνωθεί μεταξύ 4.500 και 6.000 στρατιωτών. Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου, ο Μπούλερ επανέλαβε την επίθεση και πριν από το τέλος του μήνα είχε καταλάβει τις πόλεις του Βόρειου Νατάλ Νταντί, Γκλένκοου και Νιούκαστλ.[9]

Τα γεγονότα στη Νατάλ ξεπεράστηκαν σύντομα λόγω γεγονότων σε άλλες περιοχές της Νότιας Αφρικής. Στις 15 Φεβρουαρίου, πριν τη διάλυση του πολιορκίας του Λέιντισμιθ, ο Ρόμπερτς είχε άρει την πολιορκία του Κίμπερλεϊ, και την ημέρα που οι Βρετανοί ξεπέρασαν τα Υψώματα του Τουγκέλα, ο στρατηγός Κρόνιε παραδόθηκε στον Λόρδο Ρόμπερτς με 4.000 στρατιώτες στο Παάρντεμπεργκ. Στις 13 Μαρτίου, ο Ρόμπερτς κατέλαβε το Μπλουμφοντέιν, πρωτεύουσα του Ελεύθερου Κράτους της Οράγγης, και στις 5 Ιουλίου 1900 κατέλαβε την Πρετόρια, πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής.

Στο μεταξύ, στη Νατάλ, ο Μπούλερ δεν είχε ακόμη εξασφαλίσει τα περάσματα του βουνού μεταξύ της αποικίας και του Ελεύθερου Κράτους της Οράγγης – ένας στόχος που επετεύχθη στις 11 Ιουνίου 1900, που ουσιαστικά οδήγησε στην ολοκλήρωση της φάσης του Νατάλ στον πόλεμο.[9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Meredith M, Diamonds, Gold and War – The Making of South Africa; Chapter 39, Pocket Books, London 2007
  2. Churchill – My Early Life – 1930 (reprinted 2002 (ISBN 978-0-907871-62-0)
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Symons, J – Buller's Campaign: Part Four – Cresset, London 1963
  4. «Newsletter No 290 NATAL BRANCH May 1999 (Report on a video made by Ken Gillings)». The South African Military History Society. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2018. 
  5. Bourquin, S. B.· Torlage, Gilbert (2014). The Battle of Colenso: 15 December 1899. UK: 30° South Publishers. ISBN 9781928211419. 
  6. Lock, Ron (2011). Hill of Squandered Valour: The Battle for Spion Kop, 1900. Newbury: Casemate. ISBN 9781612000183. 
  7. Pakenham, σελ. 361
  8. Ash, Chris (2014). Kruger, Kommandos & Kak: Debunking the Myths of The Boer War. Princetown: 30 Degrees South Publishers. σελ. 252. ISBN 9781928211228. 
  9. 9,0 9,1 Ken Gillings. «After the Siege: The British advance and Boer retreat through Natal, March to June 1900». The South African Military History Society. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2018.