Αντιπυρικές ουσίες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χρήση επιβραδυντικού φωτιάς από πυροσβεστικό αεροπλάνο

Αντιπυρικές ουσίες (αγγλ. fire retardants)[1], ή επιβραδυντικά φωτιάς, ονομάζονται οι ενώσεις που χρησιμοποιούνται σε φυσικά ή συνθετικά οργανικά υλικά για τη βελτίωση της πυραντοχής τους, δηλ. της αντοχής τους στη φωτιά (fire retardancy).[2][3]

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ενώσεις αυτές δύναται να ψύχουν τις καύσιμες ύλες, είτε διά φυσικής δράσης ή μέσω ενδοθερμικών χημικών αντιδράσεων. Μπορεί να είναι στη μορφή πούδρας (powder), ή να γίνονται υδατοδιαλυτά διαλύματα, ή επίσης να έχουν τη μορφή του αφρού.[4]

Μπορεί να εφαρμόζονται είτε διαμέσου εμποτισμού υπό υψηλή πίεση ή διά επικάλυψης. Τέτοια υλικά που επιδέχονται προστασία είναι: πλαστικά, υφάσματα, μονωτικά ή επικαλύψεις επιφανειών, χαρτί, ξύλο και διάφορα προϊόντα του, βαφές και φινιρίσματα, καθώς και άλλα οργανικά (φυσικά) υλικά λ.χ. βαμβακερά υφάσματα και τεχνητές ίνες (βλ. κουρτίνες και ταπετσαρίες αυτοκινήτων και μέσων συγκοινωνίας)[5][6][7]. Πρωτίστως επιβάλλεται η χρήση τους από τους υφιστάμενους κανονισμούς ασφαλείας.

Χημική σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από χημικής σύνθεσης, οι αντιπυρικές ουσίες -σήμερα- δύναται να περιέχουν αλογόνα (halogens), δηλ. βρώμιο, χλώριο, κ.α., ή μπορεί να μην περιέχουν καθόλου αλογόνα και να βασίζονται στο πυρίτιο, το φώσφορο, το αργίλιο, το άζωτο, τον ψευδάργυρο, κ.α. Οι τελευταίες είναι και οι πιο οικολογικές και με βάση την Ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι οι συνιστώμενες ή επιτρεπόμενες στις περισσότερες των περιπτώσεων. Οι κυριότερες είναι το φωσφορικό διαμμώνιο (NH4H2PO4), το φωσφορικό μονοαμμώνιο [(NH4)2HPO4], το βορικό οξύ (H3BO3), ο βόρακας (Na2B4O7•10H2O), το θειικό αμμώνιο ((NH4)2SO4), το βορικό αμμώνιο ((NH4)3BO3), η ουρία (CH4N2O), η μελαμίνη (C3H6N6), η φωσφορική διμελαμίνη (C3H9N6PO4) και αρκετές άλλες ενώσεις. Η πρώτη κατηγορία περιέχει πολλές ενώσεις του βρωμίου (Br) ή του χλωρίου, λ.χ. βρωμιούχο αμμώνιο και χλωριούχο αμμώνιο, ή χλωριούχο ψευδάργυρο (ZnCl2).

Οι αντιπυρικές ουσίες, που συνήθως είναι υδατοδιαλυτές ενώσεις, εφαρμόζονται με πίεση και έτσι είναι δραστικά αποτελεσματικές, γιατί με μεθόδους εφαρμογής χωρίς πίεση (λ.χ. επάλειψη, ψεκασμό, εμβάπτιση) δεν επιτυγχάνεται ικανοποιητικός βαθμός εμποτισμού της δραστικής ουσίας μέσα στη μάζα του υλικού, λ.χ. ξύλου. Κατά το πρότυπο DIN 4102, για την πυροπροστασία του ξύλου χρησιμοποιούνται υδατοδιαλυτά προστατευτικά μέσα. Αυτά σχηματίζουν ένα στρώμα αφρού και χρησιμοποιούνται με επίχριση ή εκτόξευση και τα οποία σχηματίζουν επικαλυπτικά στρώματα από μια λεπτή μεμβράνη.[8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Flame Retardants». National Institute of Environmental Health Sciences. 5 Μαρτίου 2020. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2021. 
  2. «BLM Wyoming Wildland Fire Glossary». Blm.gov. 18 Ιουνίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαΐου 2014. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2012. 
  3. Coford Glossary "Fire Retardant" Αρχειοθετήθηκε February 8, 2009, στο Wayback Machine.
  4. «Zinsser Glossary». Zinsser.com. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2012. 
  5. https://eclass.upatras.gr/modules/document/file.php/ARCH104/%CE%94%CE%99%CE%91%CE%9B%CE%95%CE%9E%CE%97%20x1/prostasia.pdf[νεκρός σύνδεσμος]
  6. https://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/9987
  7. «Αντοχή του ξύλου στη φωτιά - ppt κατέβασμα». SlidePlayer. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2021. 
  8. Καραστεργίου, Σωτήριος (31 Οκτωβρίου 2011). «Μελέτη μεθόδων και υλικών βελτίωσης της αντοχής σε φωτιά σθγκολλημένων προϊόντων ξύλου». Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2021.