Ανθρώπινο κεφάλαιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικολάου (2008) επισημαίνει πως το Ανθρώπινο Κεφάλαιο, «κατ’ αντιστοιχία προς το οικονομικό κεφάλαιο, περιγράφει το προσωπικό μιας Επιχείρησης και τα χαρακτηριστικά του (π.χ. Εκπαίδευση, εμπειρία, γνώση του αντικειμένου, προθυμία κλπ) που μπορούν να προσθέσουν οικονομική αξία στην Επιχείρηση». Έτσι, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και γνώσεις των εργαζομένων συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα μιας επιχείρησης. Συνεπώς οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται πια ως πηγή δημιουργίας και διατήρησης ή και επιβίωσης ενός οργανισμού και όχι ως «αναλώσιμα» στοιχεία ενός συστήματος. Μια δεκαετία πριν ο ορισμός που δινόταν για το ανθρώπινο κεφάλαιο ήταν: Όρος που χρησιμοποιείται για την έξαρση της σημασίας του «ανθρώπινου παράγοντα» στην επιχείρηση και για τον τονισμό της κυριαρχικής θέσης του εργαζόμενου ανθρώπου (με οποιαδήποτε ιδιότητα και οποιαδήποτε θέση) μέσα σε αυτή. Επειδή τελευταία έχει διαδοθεί ευρύτατα η χρησιμοποίηση των κομπιούτερ και για να μην υποτιμάται η σημασία του ανθρώπου στην κατασκευή και στο χειρισμό τους, διατυπώθηκε η άποψη ότι, εκτός από τον τεχνολογικό (hardware) και το «λογισμικό» μέρος (software), υπάρχει και ένα τρίτο και σημαντικότερο μέρος, το wetware, που αντιστοιχεί στον άνθρωπο, χειριστή και τροφοδότη με στοιχεία, επομένως και εξουσιαστή του κομπιούτερ. Αυτή η έννοια έχει το ανθρώπινο κεφάλαιο. ( εγκυκλοπαίδεια ΥΔΡΙΑ)

Κάποιοι ερευνητές ωστόσο επικεντρώνονται περισσότερο στο άτομο και στα χαρακτηριστικά του, όπως η Φώκιαλη (ΧΧ, σελ 29) που αναφέρει πως «ανθρώπινο κεφάλαιο για το άτομο ορίζεται ως το σύνολο των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των εμπειριών που διαθέτει το άτομο», ενώ για την κοινωνία/οικονομία ορίζεται ως «το σύνολο των γνώσεων και των εμπειριών που διαθέτει η κοινωνία/οικονομία». Όταν το άτομο αυξάνει τις γνώσεις και τις εμπειρίες του πραγματώνει επένδυση σε ατομικό ανθρώπινο κεφάλαιο και το αντίστοιχο συμβαίνει όταν τα άτομα μιας κοινωνίας αυξάνουν τις γνώσεις και της εμπειρίες τους ή/και όταν μια χώρα επενδύει στην εκπαίδευση. Οι κύριες ιδιότητες του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι:

  • Είναι ενσωματωμένο στον άνθρωπο και δεν μπορεί να διαχωριστεί από το άτομο που το κατέχει (Schultz, 1972:13)
  • Είναι κεφάλαιο γιατί αποτελεί πηγή μελλοντικών ικανοποιήσεων ή/και μελλοντικών κερδών (όπως και οι υπόλοιπες μορφές κεφαλαίου)
  • Όταν το άτομο αυξάνει,/αναβαθμίζει το ανθρώπινο κεφάλαιό του, με προοπτική να αυξήσει τα μελλοντικά του κέρδη, πραγματοποιεί επένδυση.

«Αναλυτικά, είναι το σύνολο της σοφίας, των γνώσεων, των δεξιοτήτων των ταλέντων, των εμπνεύσεων που οδηγούν σε καινοτομίες ή/και καθιστούν δυνατή την ανταπόκριση σε μεγάλους στόχους (Ψαχαρόπουλος, 1999). Αποτελεί «προσόν» και κατά μία έννοια «περιουσιακό στοιχείο» που δεν μεταβιβάζεται και συνοδεύει πάντα το άτομο που το κατέχει (Malhorta, 2000)» .

Αυτοί που ασχολούνται λοιπόν με τον ανθρώπινο παράγοντα της επιχείρησης, μιλούν για την Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων, έναν ταχέως αναπτυσσόμενο κλάδο της Διοικητικής Επιστήμης, που ορίζεται ως το σύνολο εκείνων των λειτουργιών, πολιτικών πρακτικών και συστημάτων που στοχεύουν στην αποτελεσματική διοίκηση του Προσωπικού μιας Επιχείρησης. Έχει αποδειχτεί ότι ένας οργανισμός είναι πιο αποδοτικός όταν δίνεται η απαιτούμενη προσοχή στην αποτελεσματική διοίκηση του προσωπικού. «Ένας τέτοιος οργανισμός χαρακτηρίζεται από ικανοποιημένους εργαζόμενους και πελάτες, είναι καινοτόμος και παραγωγικός, δημιουργώντας την εικόνα ενός ελκυστικού εργοδότη στην ευρύτερη κοινότητα.» (Νικολάου, 2008)

Στην Ελλάδα η Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια αρκετά μεγάλη ανάπτυξη. Έρευνες έχουν δείξει ότι (Νικολάου, 2008):

  • Η Διεύθυνση Ανθρωπίνων Πόρων έχει αναβαθμιστεί στις περισσότερες επιχειρήσεις και εξειδικευμένα στελέχη εργάζονται σε αντίστοιχα τμήματα, αν και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ο Δημόσιος Τομέας δεν φαίνεται να ακολουθούν την ίδια τάση.
  • Έχει αυξηθεί ο ρόλος των Συμβούλων Επιχειρήσεων.
  • Έχει αυξηθεί η συμμετοχή και ο ρόλος των στελεχών της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων στον προσδιορισμό της στρατηγικής των επιχειρήσεων όπου εργάζονται.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν, όπως αναφέρει ο Νικολάου (2008), αρκετές ελλείψεις ακόμα στην συνεργασία και διασύνδεση της στρατηγικής της επιχείρηση με τη στρατηγική Ανθρωπίνων Πόρων. Η πρόκληση για τη σύγχρονη Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων είναι λοιπόν η «μετεξέλιξή» της σε στρατηγική Διοίκηση του Ανθρώπινου Κεφαλαίου, με έμφαση στον Προσδιορισμό και την Ανάπτυξη της στρατηγικής της επιχείρησης και μέσω της ανάπτυξης του Ανθρώπινου Δυναμικού της. Για την επιτυχή πραγματοποίηση αυτού θα πρέπει οι διοικήσεις των Επιχειρήσεων και των Οργανισμών να υιοθετήσουν στην διοικητική πολιτική τους τις αρχές της Διοίκησης Ανθρωπίνων Πόρων.

Ερευνητές που θεωρούν το ανθρώπινο κεφάλαιο ανθρώπινο στοιχείο, πιστεύουν πως οι άνθρωποι μπορούν να επενδύσουν σ’ αυτό. Έτσι και η Στεργίου (2007) εξηγεί πως ο όρος του ανθρώπινου κεφαλαίου αναφέρθηκε το 18ο αιώνα από τον οικονομολόγο Άνταμ Σμιθ, όμως η ανάδειξή του ως οικονομικής έννοιας έγινε στα τέλη της δεκαετίας του’50 και του ’60 όπου οικονομολόγοι όπως ο Τέοντορ Σουλτζ άρχισαν να χρησιμοποιούν το «κεφάλαιο» για να επισημάνουν το ρόλο της εκπαίδευσης και της εξειδικευμένης γνώσης στην ανάπτυξη της ευημερίας και της οικονομίας. Οι άνθρωποι, για να επενδύσουν μέσω της εκπαίδευσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο, αναμένουν να αποδώσει, δηλαδή να αποκτήσουν δεξιότητες και ικανότητες που θα τους προσφέρουν αποδοτικότητα και οφέλη.

Εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικονομία της γνώσης:

Σύμφωνα με τον Δρακόπουλο (2006), «οικονομία της γνώσης σημαίνει ότι οι κλασικοί παραγωγικοί συντελεστές (γη, κεφάλαιο, εργασία) έχουν πια μικρότερη αξία στην παραγωγή και τη δημιουργία κερδών σε σχέση με του άυλους συντελεστές (πληροφορία, γνώση, ειδικότητες, δηλαδή συνοπτικά το ανθρώπινο κεφάλαιο)». Όσο περισσότερες και καλύτερες πληροφορίες και γνώσεις παράγουν οι κοινωνίες, τόσο πιο πλούσιες, παραγωγικές και ανταγωνιστικές γίνονται. Η άνοδος τη οικονομίας της γνώσης η οποία βασίζεται περισσότερο στην παραγωγή και διαχείριση δεδομένων κα πληροφοριών από ότι στην παραγωγή αντικειμένων, φαίνεται από τη δημιουργία εταιριών όπως η «Google» και με την αλλαγή του είδους της εργασίας των ανθρώπων. Έτσι, στο μέλλον, υποστηρίζει η Στεργίου (2007) θα δίνεται σημασία στην βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης για την αύξηση της προσφοράς του ανθρώπινου κεφαλαίου και άρα η κοινωνία θα πρέπει να τους φροντίζει ώστε να έχουν τη δυνατότητα οι άνθρωποι να αναπτύσσουν τις ικανότητες και τα ταλέντα τους δια βίου. «Η ικανότητα των ατόμων και των χωρών να επωφεληθούν από την αναδυόμενη οικονομία της γνώσης εξαρτάται κυρίως από το εργατικό δυναμικό και συγκεκριμένα την εκπαίδευση, τις δεξιότητες, τα ταλέντα και τις ικανότητές του.» (Στεργίου,2007) Η βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού επιτυγχάνεται μέσα από την εκπαίδευση και την κατάρτιση, οι οποίες θεωρούνται σημαντικοί παράγοντες ενίσχυσης της οικονομικής ανάπτυξης. Άλλωστε, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ για το Ανθρώπινο Κεφάλαιο και τη γνώση, τα οφέλη από αυτό το συνδυασμό σε οικονομικό επίπεδο, σχετίζονται όχι μόνο με την ευημερία του ατόμου, όπου οι αποδοχές τείνουν να αυξάνονται καθώς αυξάνεται το εκπαιδευτικό επίπεδο του ατόμου, αλλά και με την εθνική οικονομία.(Στεργίου, 2007 ) Καθώς το ανθρώπινο κεφάλαιο σχετίζεται με το φυσικό, ο Δρακόπουλος (2006) επισημαίνει πως κάθε αύξηση στο ανθρώπινο κεφάλαιο είναι ανάλογη με την αύξηση των αποδόσεων του φυσικού (παγίου) κεφαλαίου, γι' αυτό είναι απαραίτητη η συσσώρευση και των δύο ειδών κεφαλαίου παράλληλα. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο όταν οι χώρες έχουν καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα όπου οι κυβερνήσεις δεν αρκούνται μόνο στο να χρηματοδοτούν την παιδεία, αφού χρειάζεται επιπλέον σωστή οργάνωση, κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο κ.λπ. για να γίνει ποιοτική. «Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, αυτό προϋποθέτει μεταξύ άλλων πολιτική και κοινωνική συναίνεση, ευελιξία, αυτονομία (και χρηματοδοτική) των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά και ποικιλία εκπαιδευτικών φορέων, δηλαδή την ύπαρξη και, γιατί όχι, τον ανταγωνισμό μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών ΑΕΙ.» (Δρακόπουλος,2006)


Αποτελεσματική εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς λοιπόν όσο πιο μορφωμένο είναι το άτομο, τόσο πιο παραγωγικό είναι, τόσο πιο υψηλή θα είναι και η αμοιβή του και το αντίστοιχο ισχύει και για το εισόδημα μιας κοινωνίας με μορφωμένα μέλη. Ωστόσο η μεταβολή της παραγωγικότητας αυτή είναι φθίνουσα. Δηλαδή η διαφορά είναι μεγαλύτερη ανάμεσα στον παντελώς αγράμματο και στον απόφοιτο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από ότι ανάμεσα στον απόφοιτο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και σε αυτόν της δευτεροβάθμιας. Εφόσον λοιπόν το άτομο γνωρίζει όλα αυτά, αποφασίζει να επενδύσει σε μόρφωση, να κάνει μια θυσία επιδιώκοντας μελλοντικά οφέλη. Η εκπαίδευση λοιπόν για πολλούς, αποτελεί επένδυση που θα αποφέρει κέρδη στο άτομο αλλά και στην κοινωνία. Καθώς λοιπόν γίνεται φανερή η σχέση του ανθρωπίνου κεφαλαίου με τη μόρφωση, οποιασδήποτε μορφής, κυρίως όμως με αυτή που αποκτάται από την εκπαίδευση κάθε επιπέδου και βαθμίδας, μετά τους παραπάνω προβληματισμούς φαίνεται πως η εκπαίδευση είναι πιο αποτελεσματική όταν αποτελεί δια βίου μάθηση. (Φώκιαλη, ΧΧ) Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σημαντικότερη από την ποσότητα είναι η ποιότητα της εκπαίδευσης. Ακόμη, σημαντικός παράγοντας για την σωστή εκπαίδευση όπως αναφέρει η Στεργίου (2007) είναι η αυτονομία, όπου σύμφωνα με μερικά στοιχεία από το πρόγραμμα εξέτασης PISA του ΟΟΣΑ, τα σχολεία που έχουν μεγαλύτερη ελευθερία στην εσωτερική τους οργάνωση, έχουν και καλύτερα αποτελέσματα. Μέσω της εκπαίδευσης βελτιώνεται η ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου, αυξάνεται ο ρυθμός ανάπτυξης και βελτιώνεται με διάφορους τρόπους η οικονομία και η δημιουργία εισοδημάτων για όλη την παραγωγή. Η εκπαίδευση δεν φέρνει μόνο στα μορφωμένα άτομα μεγαλύτερες αποδόσεις αλλά και στο σύνολο της κοινωνίας, αυξάνοντας τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ διαχρονικά, το ΑΕΠ ανά κεφαλή και γενικότερα το επίπεδο διαβίωσης. (Δρακόπουλος, 2006)

Ανθρώπινο Κεφάλαιο και Οικονομική Μεγέθυνση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανθρώπινο κεφάλαιο και η οικονομική μεγέθυνση αποτελούν έννοιες, οι οποίες έχουν μελετηθεί μαζί από τα χρόνια των κλασσικών οικονομολόγων. Η σχέση του ανθρώπινου κεφαλαίου με την οικονομία απέκτησε μεγαλύτερη προσοχή, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με αναφορές από πληθώρα οικονομολόγων.

Σπουδαίες παρατηρήσεις διατυπώθηκαν από τους εξής οικονομολόγους:

Adam Smith (1776)

Malthus (1798)

Edwin Chadwick (1800-1890)

Karl Marx (1818-1883)

Mincer (1958)

Theodore Schultz (1961)

Gary Becker (1964, 1975)

David Romer (1991)

Lucas (1998)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Malhorta Y., (2000), “Knowledge Assertw in the Global Economy: Assessment of National Intellectoual Capital, Journal of Global Information Management, July-Sep, 8(3), p. 5-15
  • Schultz T.W., (1961), Investment in Human Capital, American Economic Review, 51, May, p. 1-17
  • Δρακόπουλος Π., (2006), «Η εκπαίδευση αποδίδει τον καλύτερο τόκο», Ελευθεροτυπία

http://www.physics4u.gr/news/2006/scnews2585.html

  • Νικολάου Ι., (2008), «Διοικώντας το ανθρώπινο κεφάλαιο», Δεκέμβριος
  • Στεργίου Ε., (2007), «Πώς η γνώση καθορίζει τη ζωή μας», Καθημερινή, https://web.archive.org/web/20120202151327/http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathextra_1_13/09/2007_203355
  • Φώκιαλη Περσεφόνη, (ΧΧ), σημειώσεις στο μάθημα «Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη και Εκπαίδευση» του ΤΕΠΑΕΣ, σελ. 35-36, 47-49
  • Ψαχαρόπουλος Γ., (1999), «Οικονομική της Εκπαίδευσης», Παπαζήσης, Αθήνα
  • ΜΠΟΥΡΑΝΤΑΣ Κ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ "ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ ΠΛΗΡΕΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ - ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ - ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΓΕΤΙΚΕΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ", ISBN 9789603591184, ΜΠΕΝΟΥ, 2015