Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ανάποδα (μυθιστόρημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανάποδα
ΣυγγραφέαςΓιόρις Καρλ Υισμάν
ΤίτλοςÀ rebours
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1884
Πολιτιστικό κίνημαΠαρακμιακό Κίνημα[1]
Μορφήμυθιστόρημα
ΧαρακτήρεςJean Des Esseintes
ΤόποςΠαρίσι
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ανάποδα (γαλλικός τίτλος: À rebours) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Ζορίς-Καρλ Υσμάν που εκδόθηκε το 1884. Η αφήγηση επικεντρώνεται κυρίως στον κεντρικό χαρακτήρα, τον Ζαν ντεζ Εσέντ, έναν εκκεντρικό και απόμακρο εστέτ. Τελευταίος γόνος μιας αριστοκρατικής οικογένειας, ο Ντεζ Εσέντ απεχθάνεται την αστική κοινωνία του 19ου αιώνα και προσπαθεί να αποσυρθεί σε έναν ιδανικό καλλιτεχνικό κόσμο που δημιουργεί ο ίδιος. Η αφήγηση είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ένας κατάλογος των αισθητικών προτιμήσεων του νευρωτικού αντι-ήρωα, των συλλογισμών του για τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη θρησκεία, καθώς και τις υπεραισθητικές εμπειρίες του.[2]

Το μυθιστόρημα περιέχει πολλά θέματα που συνδέθηκαν με τη συμβολιστική αισθητική. Αντιπροσωπεύει τη ρήξη του συγγραφέα με τον νατουραλισμό και θεωρείται το μανιφέστο του παρακμιακού πνεύματος που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, η Βίβλος της «Παρακμιακής» λογοτεχνίας.[3]

Είναι το βιβλίο που ο λόρδος Χένρι Γουότον δίνει στον Ντόριαν Γκρέυ και τελικά οδηγεί στην πλήρη διαφθορά του, στο μυθιστόρημα του Όσκαρ Ουάιλντ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ (1890).[4]

Το μυθιστόρημα μεταφράστηκε στα ελληνικά με τίτλους Ανάποδα (2000) και Ανάστροφα (2019).

Ο Ζαν ντεζ Εσέντ είναι ένας νεαρός Γάλλος, το τελευταίο μέλος μιας άλλοτε ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας. Ορφανός από την εφηβεία, οι σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω του δεν του φέρνουν παρά απογοήτευση. Ο πατέρας του ήταν πάντα απών και η μητέρα του ζούσε απομονωμένη, έρμαιο της καταθλιπτικής της διάθεσης. Έχοντας τελειώσει τις σπουδές του σε σχολείο Ιησουιτών, αρχίζει να συχνάζει στα σαλόνια της καλής παριζιάνικης κοινωνίας, όπου ανακαλύπτει ότι οι άνθρωποι τον κουράζουν πάρα πολύ. Οι συγγενείς του είναι φιλοβασιλικοί νοσταλγοί αντιδραστικοί και οι συμφοιτητές του χυδαίοι και προβλέψιμοι. Προς δυσάρεστη έκπληξή του, οι πνευματικοί κύκλοι αποτελούν πρόσφορο έδαφος για μικρότητες και στενότητα πνεύματος. Αρχίζει να συχνάζει σε οίκους ανοχής που σύντομα τον κουράζουν. Καταλήγει να μισεί τον σύγχρονο κόσμο, που είναι γεμάτος «κακούς και ανόητους».[5]

Αποφασίζει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε διανοητικό και αισθητικό στοχασμό, έτσι πουλά το οικογενειακό του κάστρο και αποφασίζει να απομονωθεί στην πόλη Φοντεναί-ω-Ροζ σε μια έπαυλη, την οποία διακοσμεί σύμφωνα με τα παρακμιακά γούστα του.[6]

Το μυθιστόρημα του Υσμάν είναι ουσιαστικά χωρίς πλοκή. Ο πρωταγωνιστής γεμίζει το σπίτι με την εκλεκτική συλλογή του έργων τέχνης, η οποία αποτελείται κυρίως από ανατυπώσεις πινάκων του Γκυστάβ Μορώ, σχέδια του Οντιλόν Ρεντόν κλ. Δοκιμάζει τις δυνάμεις του να εφεύρει αρώματα και δημιουργεί έναν κήπο με δηλητηριώδη τροπικά λουλούδια. Προτιμώντας την τέχνη έναντι της φύσης (ένα χαρακτηριστικό παρακμιακό θέμα), ο Ντεζ Εσέντ επιλέγει πραγματικά λουλούδια που εμφανώς μιμούνται τα τεχνητά.[7] Σε ένα από τα πιο περίεργα «επεισόδια» του βιβλίου, τοποθετεί πολύτιμους λίθους στο κέλυφος μιας χελώνας, όμως το επιπλέον βάρος στην πλάτη προκαλεί τον θάνατό της. Σε ένα άλλο επεισόδιο, αποφασίζει να επισκεφθεί το Λονδίνο αφού διάβασε μυθιστορήματα του Κάρολου Ντίκενς. Γευματίζει σε ένα αγγλικό εστιατόριο στο Παρίσι περιμένοντας το τρένο του και ενθουσιάζεται από την ομοιότητα της διακόσμησης με τις εικόνες που είχε σχηματίσει από τη λογοτεχνία. Στη συνέχεια, ακυρώνει το ταξίδι, πεπεισμένος ότι μόνο απογοήτευση θα τον περίμενε εάν επρόκειτο να το πραγματοποιήσει.

Σχετικά με τη λατινική και γαλλική λογοτεχνία, απορρίπτει τους ακαδημαϊκά αξιοσέβαστους Λατίνους συγγραφείς της «Χρυσής Εποχής» όπως ο Βιργίλιος και ο Κικέρωνας -τα έργα των οποίων προβάλλονταν από τους κυρίαρχους κριτικούς της εποχής του- και προτιμά τους μεταγενέστερους όπως τον Πετρώνιο (υμνεί το Σατυρικόν ) και τον Απουλήιο (Οι Μεταμορφώσεις ή Ο Χρυσός γάιδαρος) καθώς και έργα της πρωτοχριστιανικής λογοτεχνίας, των οποίων το ύφος συνήθως απορρίπτονταν ως «βάρβαρο» προϊόν των Σκοτεινών Χρόνων. Μεταξύ των Γάλλων συγγραφέων, δείχνει περιφρόνηση για τους ρομαντικούς αλλά λατρεύει την ποίηση του Μπωντλαίρ και τον Φλωμπέρ.[8]

Ο Ντεζ Εσέντ ενδιαφέρεται ελάχιστα για τους κλασικούς Γάλλους συγγραφείς όπως ο Ραμπελέ, ο Μολιέρος, ο Βολταίρος, ο Ρουσώ και ο Ντιντερό, προτιμώντας τα έργα του Φρανσουά Βιγιόν, του Λουί Μπουρνταλού, του Μποσσυέ, του Πιέρ Νικόλ και του Πασκάλ και του Γερμανού φιλοσόφου του 19ου αιώνα Άρθουρ Σοπενχάουερ. Η βιβλιοθήκη του περιλαμβάνει έργα του Πόε και συγγραφείς του εκκολαπτόμενου Συμβολιστικού κινήματος, όπως των Πωλ Βερλαίν, Σαρλ Μπωντλαίρ, Τριστάν Κορμπιέρ και Στεφάν Μαλαρμέ (τον οποίο το βιβλίο βοήθησε στην είσοδό του στον λογοτεχνικό κόσμο), καθώς και της παρακμιακής μυθοπλασίας των ανορθόδοξων καθολικών συγγραφέων Βιλιέ ντε λ'Ιλ-Αντάμ και Μπαρμπέ ντ’ Ωρεβιγύ.[9]

Τελικά, τα ξενύχτια του και η ιδιότυπη διατροφή του επηρέασαν την υγεία του, αναγκάζοντάς του να επιστρέψει στο Παρίσι. Στις τελευταίες γραμμές του βιβλίου, συγκρίνει την επιστροφή του στην ανθρώπινη κοινωνία με αυτή ενός άπιστου που προσπαθεί να ασπαστεί τη θρησκεία.

Ο Ντεζ Εσέντ εμφανίζεται ως το αρχέτυπο του νεαρού Γάλλου που πάσχει από το «κακό του αιώνα». Είναι ένας επαναστάτης δανδής και εστέτ, που χαρακτηρίζεται από ηθικό κυνισμό και ηθική διαστροφή. Βρίσκει ευχαρίστηση στην αισθητική διαστροφή, ως τρόπο αντιστροφής των κανόνων και των συμβατικών αξιών που επικρατούν στην κοινωνία της εποχής του. Επαναστατεί ενάντια στον ηθικό κομφορμισμό και την κοινωνική προκατάληψη. Πιστεύει ότι οι αξίες της ελευθερίας και της προόδου της σύγχρονης κοινωνίας είναι υποκριτικές και ψευδείς, αφού συγκαλύπτουν την εκμετάλλευση των άλλων και προάγουν την πνευματική δυσαρέσκεια και τον πόνο της ζωής. Η απαισιοδοξία του, μια αντανάκλαση του έργου του Σοπενχάουερ, συνδέεται με τη διαστροφή και τον κυνισμό ως αισθητικές μορφές ατομικής εξέγερσης ενάντια στον κοινωνικό κόσμο.[6]

Ο χαρακτήρας του Ντεζ Εσέντ βασίζεται, εν μέρει, στον Ρομπέρ ντε Μοντεσκιού, στον οποίο βασίζεται επίσης ο κόμης Σαρλύς στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ.

  • Το μυθιστόρημα είναι μια από τις πολλές πηγές για το μυθιστόρημα του Όσκαρ Ουάιλντ Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ (1890). Ο Ντόριαν διαβάζει ένα βιβλίο με κίτρινη βιβλιοδεσία, ο τίτλος του οποίου δεν αναφέρεται, που επηρεάζει βαθιά το όραμά του για τον κόσμο. Ο Ουάιλντ έγραψε επίσης ότι η ιδέα να γράψει το Πορτρέτο του είχε έρθει από το Ανάποδα.[4]
  • Το Ανάποδα ήταν ένα από τα αγαπημένα βιβλία του Σερζ Γκενσμπούρ, το μοντέλο του, η αναφορά του, μπορούσε να απαγγείλει ολόκληρα αποσπάσματα. Από αυτό εμπνεύστηκε για τη συγγραφή του μυθιστορήματος Ευγένιος Σοκόλοφ, μεταξύ άλλων έργων, όπως λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του.
  • Ο Βρετανός ρόκερ Πιτ Ντόχερτι ονόμασε ένα από τα τραγούδια του À rebours από αυτό το βιβλίο.[10]
  • Είναι επίσης το αγαπημένο έργο του ήρωα του μυθιστορήματος του Μισέλ Ουελμπέκ Υποταγή (Soumission, 2015).

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ανάποδα, μετάφραση: Συλβάνα Ζερβακάκη, εκδόσεις Τραυλός, 2000
  • Ανάστροφα, μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Στερέωμα, 2019.