Ανάκτορο Πένα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανάκτορο Πένα
Χάρτης
Είδοςανάκτορο[1] και πολιτιστική κληρονομιά[2]
ΑρχιτεκτονικήNeo-Manueline, εκλεκτικισμός, νεομαυριτανική αρχιτεκτονική και Manueline
Γεωγραφικές συντεταγμένες38°47′16″N 9°23′26″W
Διοικητική υπαγωγήΣίντρα[2]
ΤοποθεσίαΣαο Πέδρο ντε Πεναφέριμ
ΧώραΠορτογαλία[1][2]
Έναρξη κατασκευής1838
ΙδιοκτήτηςΦερδινάνδος Β΄ της Πορτογαλίας
ΑρχιτέκτοναςΒίλχελμ Λούντβιγκ φον Έσβεγκε
Προστασίαεθνικό μνημείο της Πορτογαλίας
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Το Ανάκτορο Πένα (πορτογαλικά: Palácio da Pena‎) είναι ένα ρομαντικού ρυθμού κάστρο στο Σαν Πέδρο ντε Πεναφέριμ, στον δήμο Σίντρα, στην πορτογαλική Ριβιέρα. Το κάστρο βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου στα βουνά Σίντρα, επάνω από την πόλη Σίντρα, και σε μια καθαρή μέρα μπορεί εύκολα να δει κανείς από τη Λισαβόνα το ανάκτορο και μεγάλο μέρος της μητροπολιτικής περιοχής του. Είναι εθνικό μνημείο και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκφράσεις του ρομαντισμού του 19ου αι. στον κόσμο. Το παλάτι είναι Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και ένα από τα Επτά Θαύματα της Πορτογαλίας. Χρησιμοποιείται επίσης για κρατικές εκδηλώσεις από τον Πρόεδρο της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μονή Πένα (η προηγούμενη κατασκευή) το 1839, από τον Τζορτζ Βίβιαν.

Η ιστορία του κάστρου ξεκίνησε τον Μεσαίωνα, όταν ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Παναγία της Πένα κτίστηκε στην κορυφή του λόφου, επάνω από τη Σίντρα. Σύμφωνα με την παράδοση, η κατασκευή έγινε μετά την εμφάνιση της Παναγίας.

Πλάγια όψη του παλατιού.

Το 1493 ο βασιλιάς Ιωάννης Β΄, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του βασίλισσα Ελεονόρα, έκανε ένα προσκύνημα στην τοποθεσία για να εκπληρώσει έναν όρκο. Ο διάδοχός του, ο βασιλιάς Εμμανουήλ Α΄, αγαπούσε επίσης πολύ αυτό το ιερό και διέταξε την ανέγερση ενός μοναστηριού σε αυτήν την τοποθεσία, το οποίο δωρήθηκε στο Τάγμα του Αγίου Ιερώνυμου . Για αιώνες η Πένα ήταν ένα μικρό, ήσυχο μέρος για διαλογισμό, όπου στεγάζονταν το πολύ δεκαοκτώ μοναχοί.

Τον 18ο αι. η μονή υπέστη σοβαρές ζημιές από κεραυνό. Ωστόσο, ήταν ο μεγάλος σεισμός της Λισαβόνας του 1755 που συνέβη λίγο αργότερα, ο οποίος επέφερε το μεγαλύτερο πλήγμα στο μοναστήρι, με αποτέλεσμα να γίνει ερείπια. Ωστόσο, το παρεκκλήσιο (και τα έργα του από μάρμαρο και αλάβαστρο που αποδίδονται στον Νικολάου Σαντερένε) σώθηκε χωρίς σημαντικές ζημιές.

Για πολλές δεκαετίες τα ερείπια παρέμειναν ανέγγιχτα, αλλά εξακολουθούσαν να εκπλήσσουν τον νεαρό πρίγκιπα Φερδινάνδο. Το 1838, ως βασιλικός σύζυγος Φερδινάνδος Β', αποφάσισε να αποκτήσει το παλαιό μοναστήρι, όλα τα γύρω εδάφη, το κοντινό κάστρο των Μαυριτανών και μερικά άλλα κτήματα στην περιοχή. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς Φερδινάνδος Β΄ ξεκίνησε να μεταμορφώσει τα ερείπια του μοναστηριού σε ένα παλάτι, που θα χρησίμευε ως θερινή κατοικία για την πορτογαλική βασιλική οικογένεια. Η ανάθεση για την ανοικοδόμηση σε ρομαντικού στυλ δόθηκε στον αντιστράτηγο και μηχανικό ορυχείων Βίλχελμ Λούντβιχ φον Έσβεγκε. Ο Έσβεγκε, ένας Γερμανός ερασιτέχνης αρχιτέκτονας, είχε ταξιδεύσει πολύ και πιθανότατα γνώριζε πολλά κάστρα κατά μήκος του ποταμού Ρήνου. Η κατασκευή πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1842 και 1854, αν και σχεδόν ολοκληρώθηκε το 1847: ο βασιλιάς Φερδινάνδος Β΄ και η βασίλισσα Μαρία Β΄ παρενέβησαν αποφασιστικά σε θέματα διακόσμησης και συμβολισμού . Μεταξύ άλλων, ο βασιλιάς πρότεινε να συμπεριληφθούν αψίδες, μεσαιωνικά και ισλαμικά στοιχεία, και σχεδίασε επίσης ένα περίτεχνο παράθυρο για την κύρια πρόσοψη (εμπνευσμένο από το παράθυρο του συλλόγου της μονής του Τάγματος του Χριστού στο Tόμαρ).

Μετά το τέλος του Φερδινάνδου Β΄ το παλάτι πέρασε στην κατοχή της δεύτερης συζύγου του Ελίζας Χένσλερ, κόμισσας της Έντλα. Στη συνέχεια, η τελευταία πώλησε το παλάτι στον Λουδοβίκο Α΄, ο οποίος ήθελε να το ανακτήσει για τη βασιλική οικογένεια, και στη συνέχεια το παλάτι χρησιμοποιήθηκε συχνά από την οικογένεια. Το 1889 αγοράστηκε από το πορτογαλικό κράτος και μετά τη Ρεπουμπλικανική Επανάσταση του 1910 χαρακτηρίστηκε ως εθνικό μνημείο και μετατράπηκε σε μουσείο. Η τελευταία βασίλισσα της Πορτογαλίας, η Αμαλία σύζυγος του Καρόλου Α΄, πέρασε το τελευταίο της βράδυ στο παλάτι, πριν φύγει από τη χώρα στην εξορία.

Το παλάτι προσέλκυσε γρήγορα επισκέπτες και έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή μνημεία της Πορτογαλίας. Με την πάροδο του χρόνου τα χρώματα των κόκκινων και κίτρινων προσόψεων ξεθώριασαν και για πολλά χρόνια το παλάτι προσδιοριζόταν οπτικά ως εντελώς γκρι. Στα τέλη του 20ου αι. το παλάτι ξαναβάφττηκε και τα αρχικά χρώματα αποκαταστάθηκαν.

Το 1995 το παλάτι και το υπόλοιπο πολιτιστικό τοπίο της Σίντρα χαρακτηρίστηκαν ως Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας συνδυασμός αρχιτεκτονικών στυλ.

Το ανάκτορο Πένα έχει μια αφθονία στυλ, σύμφωνα με την εξωτική γεύση του ρομαντισμού. Η σκόπιμη μίξη εκλεκτικών στυλ περιλαμβάνει το Νεο-Γοτθικό, το Νεο-Μανουελίνο, το Νεο-Ισλαμικό και το Νεο-Αναγεννησιακό. Πολλά από αυτά είναι εμφανή, μετά τις μεγάλες ανακαινίσεις στη δεκαετία του 1840. Υπάρχουν επίσης αναφορές σε άλλα εξέχοντα πορτογαλικά κτίρια, όπως ο Πύργος Μπελέμ

Σχεδόν ολόκληρο το παλάτι στέκεται επάνω σε βράχο στα βουνά Σίντρα. Δομικά, μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις ενότητες:

  • τα θεμέλια και οι περιβάλλοντες τοίχοι του, με δύο πύλες (η μία προστατεύεται από κινητή γέφυρα).
  • την ανακαινισμένη δομή της παλαιάς μονής και τον πύργο του ρολογιού.
  • η Αψιδωτή Αυλή μπροστά από το παρεκκλήσιο, με τον τοίχο από μαυριτανικές αψίδες.
  • η ανακτορική ζώνη και ο κυλινδρικός προμαχώνας της, με εσωτερικούς χώρους διακοσμημένους στο στυλ του καθεδρικού ναού.

Μοναστήρι και πύργος ρολογιού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τα ερείπια του μοναστηριού των Ιερωνυμιτών διατηρήθηκαν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία, όπως το μοναστήρι, η τραπεζαρία, το σκευοφυλάκιο και το παρεκκλήσιο σε στυλ Μανουελίνο-Αναγέννησης. Όλα ήταν ενσωματωμένα σε ένα νέο τμήμα, που διέθετε μια μεγάλη βεράντα και έναν πύργο ρολογιού. Η Βεράντα της Βασίλισσας είναι ίσως το καλύτερο σημείο, για να αποκτήσετε μια συνολική εικόνα της αρχιτεκτονικής του παλατιού. Η βεράντα διαθέτει ένα ηλιακό ρολόι με κανόνι, που συνήθιζε να πυροβολεί κάθε ημέρα το μεσημέρι. Ο πύργος του ρολογιού ολοκληρώθηκε το 1843.

Εσωτερικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εσωτερικοί χώροι του παλατιού Πένα προσαρμόστηκαν για να χρησιμεύουν ως η θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Έχει καταπληκτικά γύψινα, ζωγραφισμένους τοίχους σε οπτική απάτη (trompe-l'œil) και διάφορες επενδύσεις σε πλακάκια του 19ου αι., που αποτελούν μέρος των πολυάριθμων βασιλικών συλλογών.

Το πάρκο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ρέμα που διασχίζει τον Κήπο της Φτέρης της βασίλισσας.

Το Πάρκο Πένα είναι μια τεράστια δασική περιοχή, που περιβάλλει πλήρως το ανάκτορο Πένα, και εκτείνεται σε περισσότερα από 200 εκτάρια ανώμαλου εδάφους. Το πάρκο δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με το παλάτι από τον βασιλιά Φερδινάνδο Β΄, ο οποίος βοηθήθηκε στο έργο από τον βαρόνο φον Έσβεγκε και τον βαρόνο φον Κέσλερ. Η εξωτική γεύση του ρομαντισμού εφαρμόστηκε στο πάρκο, όπως και στο παλάτι. Ο βασιλιάς διέταξε να φυτευτούν εκεί δέντρα από διάφορες, μακρινές χώρες. Αυτά περιελάμβαναν τη βορειοαμερικανική σεκόγια, το κυπαρίσσι Λώσον, τη μαγνόλια και τον δυτικό κόκκινο κέδρο, το κινέζικο γκίνγκο, την ιαπωνική κρυπτομέρια και μια μεγάλη ποικιλία από φτέρες και φτέρες δενδροφτέρες από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, συγκεντρωμένες στον Κήπο της Φτέρης της Βασίλισσας (Feteira da Rainha). Το πάρκο έχει ένα λαβυρινθικό σύστημα μονοπατιών και στενών δρόμων, που συνδέουν το παλάτι με τα πολλά σημεία ενδιαφέροντος σε όλο το πάρκο, καθώς και με τις δύο πυλωτές εξόδους του.

Εκθεσιακός χώρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανάκτορο Πένα σε ομίχλη.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]