Αλβέρτος Β΄ της Βρέμης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλβέρτος Β΄ της Βρέμης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1359
Θάνατος14  Απριλίου 1395[1][2]
Verden
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
ΘρησκείαΡωμαιοκαθολική Εκκλησία[3]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακαθολικός ιερέας
καθολικός επίσκοπος
Οικογένεια
ΓονείςΜάγκνους Α΄ του Βολφενμπύτελ[4] και Σοφία του Βρανδεμβούργου-Στένταλ[4]
ΑδέλφιαΜάγκνους Β΄ του Βολφενμπύτελ
Lodewijk van Brunswijk
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαRoman Catholic Archbishop of Bremen (από 1360)[5][6]
αρχιεπίσκοπος[7]

Ο Αλβέρτος Β΄ (απεβ. 14 Απριλίου 1395) από τον Οίκο των Γουέλφων του Μπράουνσβαϊγκ-Λύνεμπουργκ, ήταν αρχιεπίσκοπος της πριγκιπικής επισκοπής της Βρέμης (1360-95). Αν και τοποθετήθηκε ανορθόδοξα, επιβλήθηκε. Δυσαρέστησε τους πολίτες της Βρέμης και τους αγρότες της επαρχίας, που εξεγέρθηκαν και αυτονομήθηκαν. Η δαπανηρή ζωή του τον ανάγκασε να παραχωρεί κτήματα και τελικά μειώθηκε η ισχύς του.

Πριν γίνει αρχιεπίσκοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν ο τρίτος γιος του Μάγκνους Α' πρίγκιπα του Βολφενμπύτελ και της Σοφίας των Άνχαλτ, κόρης του Ερρίκου Α΄ μαργράβου του Βρανδεμβούργου-Στένταλ.

Ο Αλβέρτος ήταν ιερέας (canon) και ως οφικιάλιος είχε εισοδήματα (prebendaries) από την Καθολική επισκοπή του Μαγδενβούργου· επίσης ήταν υποδιοικητής (provost) της επισκοπής του Χάλμπερστατ.

Το 1348 απεβίωσε ο αρχιεπίσκοπος της Βρέμης και ο Σύλλογος των κληρικών εξέλεξε τον Μαυρίκιο του Ολδενβούργου. Όμως ο Πάπας Κλήμης ΣΤ΄, παρά το προνόμιο αυτό της Βρέμης να εκλέγει τον αρχιεπίσκοπό της, έστειλε τον Γκόντφρεϋ του Άρνσμπεργκ. Συμφωνήθηκε ο Γκόντφρεϋ να κατέχει τον τίτλο και ο Μαυρίκιος να ασκεί την εξουσία με τον τίτλο του βοηθού (coadjutor). Αργότερα όμως ο Γκόντφρεϋ έστειλε τον Γκέρχαρτ Γ' κόμη του Χόγια εναντίον του Μαυρίκιου. Όταν όμως ο Γκόντφρεϋ ισχυροποιήθηκε, απείλησε τον κόμη. Τότε ο Γκέρχαρτ Γ' προσπάθησε να εκτοπίσει τον Γκόντφρεϋ και κάλεσε σύμμαχο τον εξ ανατολών γείτονα της Βρέμης, τον Μάγκνους Α', ο οποίος ζήτησε ανταμοιβή τον διορισμό του γιου του Αλβέρτου ως νέου επισκόπου Βρέμης.

Ως επίσκοπος Βρέμης αποκτά ισχύ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δύο σύμμαχοι έπεισαν τον πάπα να διορίσει τον Αλβέρτο ως αρχιεπίσκοπο το 1360 και το επόμενο έτος ο Σύλλογος πείστηκε να τον αποδεχθεί. Αλλά ο Γκόντφρεϋ κρατούσε τη θέση του αρχιεπισκόπου, υποστηριζόμενος από τους πολίτες της Βρέμης και ο Μαυρίκιος επίσης. Το 1362 οι πολίτες της Βρέμης αναγνώρισαν τον Αλβέρτο ως αρχιεπίσκοπο και εκείνος αναγνώρισε τα προνόμιά τους. Το 1365 οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του Αλβέρτου, Μάγκνους Β' και Λουδοβίκος, πολιόρκησαν το Φόρντε (Vörde), έδρα του Μαυρίκιου, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Έτσι επιβλήθηκε ως αρχιεπίσκοπος.

Βοήθησε τον 2ο εξάδελφό του Αδόλφο Ζ' κόμη του Χόλσταϊν-Κίελ και την πόλη του Αμβούργου να εκδιώξουν τους ληστές του Έρικ Β΄ και Αλβέρτου Ελ δουκών της Σαξονίας-Λάουενμπουρκ.

Οι σχέσεις με τις πόλεις του επιδεινώνονται[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διακυβέρνησή του δεν είχε στόχους. Το 1366 συντεχνίες της Βρέμης απέλασαν μερικούς Συμβούλους της πόλης, που προσέφυγαν στον Αλβέρτο. Ο αρχιεπίσκοπος προσπάθησε να επωφεληθεί από τη διαφορά: στρατεύματά του κατέλαβαν την πόλη, που δήλωσε υποτέλεια και έκαψε το ξύλινο άγαλμα του Ρολάνδου, σύμβολο της αυτονομίας της. Ορίστηκε νέο Συμβούλιο και η πόλη του έδωσε πίστωση το τεράστιο ποσό των 20.000 μάρκων Βρέμης. Οι πρώην Σύμβουλοι κατέφυγαν και κέρδισαν την υποστήριξη του Κόνραντ Β' κόμη του Όλντενμπουγκ, που τους συνέδραμε. Κατέλαβαν την πόλη, αποκεφάλισαν τους προδότες Συμβούλους και επανέφεραν την αυτονομία της πόλης. Επίσης και η πόλη Στάντε αυτονομήθηκε. Ο Αλβέρτος Β' προσπάθησε να επιτεθεί 2η φορά στη Βρέμη, αλλά δεν είχε χρήματα και οι συγγενείς του Γουέλφοι ήταν απασχολημένοι στη διεκδίκηση του Λύνεμπουργκ από τους Άνχαλτ.

Το 1371 ο επιμελητής (bailiff) του Φόρντε έκτισε το φρούριο Ζλίκμπορχ στο στόμιο του Όστε, παραπόταμου του Έλβα. Σκοπός ήταν ο έλεγχος της γης του Κέντλιγκεν και του Χάντλεν, θύλακα της Σαξονίας-Λάουενμπουρκ. Το 1378 ο αρχιεπίσκοπος υπέγραψε ειρήνη με τον δούκα της Σαξονίας-Λάουενμπουρκ· το επόμενο έτος οι αγρότες των δύο αυτών περιοχών κατεδάφισαν το Ζλίκμπορχ, που απειλούσε την ελευθερία τους.

To 1380 οι πιστωτές του, οι Μάντελσλοχ, ήρθαν και ζητούσαν τις υποθήκες: λυμαινόταν την πόλη και την υπόλοιπη αρχιεπισκοπή της Βρέμης. Τότε οι πολίτες και οι ευγενείς της επαρχίας συνέστησαν Σώμα και έκαναν συμφωνία (pact) να πληρώνουν τους φόρους όχι στον αρχιεπίσκοπο, αλλά στο Σώμα. Η πόλη της Βρέμης και οι ευγενείς της επαρχίας κατέλαβαν κάστρα και κτήματα, μια και ο Αλβέρτος Β' ήταν πια ανίσχυρος.

Η σπάταλη ζωή και η απώλεια εξουσίας του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλβέρτος ζούσε σπάταλα. Υποσχέθηκε κτήματα της αρχιεπισκοπής για να του δοθεί πίστωση. Το 1369 δανείστηκε από την πόλη της Βρέμης με υποθήκη του μεταλλείου του και του δικαιώματός του κοπής νομίσματος· από τότε η πόλη έκοβε δικά της. Το 1375 ενεχυρίασε το Χάζελντορφ στον Αδόλφο Ζ' κόμη του Χόλσταϊν-Κίελ και το Ζτέντινγκεν στον Κόνραντ Β' κόμη του Όλντενμπουργκ· οι δύο περιοχές τελικά χάθηκαν από την αρχιεπισκοπή και απομονώθηκαν.

Υποθήκευσε το 1368 τα έσοδα του κάστρο Βόλντε και τα τέλη περιοχών νότια του Έλβα στον αδελφό του Μάγκνους Β' αντί 4.150 μάρκων Βρέμης. Το επόμενο έτος η Βρέμη, το Μπουξτεχούντε και το Στάντε εξαργύρωσαν αυτές τις υποθήκες στον Μάγκνους Α' κρατώντας τις ιδιοκτησίες για τους εαυτούς τους, κερδίζοντας έτσι ισχύ και παραμερίζοντας την εξουσία του αρχιεπισκόπου. Το 1391 αναγνώρισε τον ανιψιό του Όθωνα ως διάδοχό του και του παραχώρησε το κάστρο Φόλντε. Το 1389 έβαλε ενέχυρο τα έσοδα της περιοχής του Χάγκεν ιμ Βρέμισεν στον Κόνραντ Β' αντί 500 χρυσών γκίλντερς.

Ο Αλβέρτος ταπεινώνεται[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την Έριδα του Λύνεμπουργκ (1370-88) ο Γιόχαν φον Τσέστερφλεθ έκανε ψυχολογικό πόλεμο εναντίον του και το 1376 ισχυρίστηκε δημόσια ότι ήταν ερμαφρόδιτος. Ο Αλβέρτος έπρεπε να εξεταστεί σωματικά, ένα σκάνδαλο που τον ταπείνωσε. Απεβίωσε το 1395 αφήνοντας μεγάλα χρέη και απώλεια ιδιοκτησιών, που επέφεραν παρακμή στο πριγκιπάτο - επισκοπή.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Elke Freifrau von Boeselager, "Das Land Hadeln bis zum Beginn der frühen Neuzeit", in: Geschichte des Landes zwischen Elbe und Weser: 3 vols., Hans-Eckhard Dannenberg and Heinz-Joachim Schulze (eds.), Stade: Landschaftsverband der ehem. Herzogtümer Bremen und Verden, 1995 and 2008, vol. I 'Vor- und Frühgeschichte' (1995; ISBN 978-3-9801919-7-5), vol. II 'Mittelalter (einschl. Kunstgeschichte)' (1995; ISBN 978-3-9801919-8-2), vol. III 'Neuzeit' (2008; ISBN 978-3-9801919-9-9), (=Schriftenreihe des Landschaftsverbandes der ehem. Herzogtümer Bremen und Verden; vols. 7–9), vol. II: pp. 321–388.
  • Konrad Elmshäuser, "Die Erzbischöfe als Landesherren", in: Geschichte des Landes zwischen Elbe und Weser: 3 vols., Hans-Eckhard Dannenberg and Heinz-Joachim Schulze (eds.), Stade: Landschaftsverband der ehem. Herzogtümer Bremen und Verden, 1995 and 2008, vol. I 'Vor- und Frühgeschichte' (1995; ISBN 978-3-9801919-7-5), vol. II 'Mittelalter (einschl. Kunstgeschichte)' (1995; ISBN 978-3-9801919-8-2), vol. III 'Neuzeit' (2008; ISBN 978-3-9801919-9-9), (=Schriftenreihe des Landschaftsverbandes der ehem. Herzogtümer Bremen und Verden; vols. 7–9), vol. II: pp. 159–194.
  • Adolf Hofmeister, "Adel, Bauern und Stände", in: Geschichte des Landes zwischen Elbe und Weser: 3 vols., Hans-Eckhard Dannenberg and Heinz-Joachim Schulze (eds.), Stade: Landschaftsverband der ehem. Herzogtümer Bremen und Verden, 1995 and 2008, vol. I 'Vor- und Frühgeschichte' (1995; ISBN 978-3-9801919-7-5), vol. II 'Mittelalter (einschl. Kunstgeschichte)' (1995; ISBN 978-3-9801919-8-2), vol. III 'Neuzeit' (2008; ISBN 978-3-9801919-9-9), (=Schriftenreihe des Landschaftsverbandes der ehem. Herzogtümer Bremen und Verden; vols. 7–9), vol. II: pp. 195–240.
  • Karl Ernst Hermann Krause (1875), "Albert II., Erzbischof von Bremen", Allgemeine Deutsche Biographie (ADB) (in German), 1, Leipzig: Duncker & Humblot, pp. 180–181
  • Friedrich Prüser (1953), "Albert II. (Albrecht)", Neue Deutsche Biographie (NDB) (in German), 1, Berlin: Duncker & Humblot, pp. 126–127
  • Thomas Vogtherr, "Bistum und Hochstift Verden bis 1592", in: Geschichte des Landes zwischen Elbe und Weser: 3 vols., Hans-Eckhard Dannenberg and Heinz-Joachim Schulze (eds.), Stade: Landschaftsverband der ehem. Herzogtümer Bremen und Verden, 1995 and 2008, vol. I 'Vor- und Frühgeschichte' (1995; ISBN 978-3-9801919-7-5), vol. II 'Mittelalter (einschl. Kunstgeschichte)' (1995; ISBN 978-3-9801919-8-2), vol. III 'Neuzeit' (2008; ISBN 978-3-9801919-9-9), (=Schriftenreihe des Landschaftsverbandes der ehem. Herzogtümer Bremen und Verden; vols. 7–9), vol. II: pp. 279–320.

Aναφορές σε πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]