Ακρόχορδο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ακρόχορδο
Το είδος Acrochordus arafurae
Το είδος Acrochordus arafurae
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Ερπετά (Reptilia)
Τάξη: Φολιδωτά (Squamata)
Υποτάξη: Φίδια (Serpentes)
Οικογένεια: Ακροχορδίδες (Acrochordidae)
Bonaparte, 1831

Γένος: Ακρόχορδο
(Acrochordus)
Hornst., 1787

Το ακρόχορδο (λατινική-επιστημονική ονομασία Acrochordus) είναι γένος από πρωτόγονα φίδια χωρίς δηλητήριο, που ζουν στη φύση στην Αυστραλία και στην τροπική Ασία. Ανήκει στην ομώνυμη οικογένεια ακροχορδίδες (Acrochordidae), της οποίας αποτελεί το μοναδικό γένος (μονοτυπική οικογένεια). Σήμερα αναγνωρίζονται τρία είδη ακρόχορδου.[1]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεφαλή του είδους Acrochordus arafurae

Τα ακρόχορδα είναι εντελώς υδρόβια ζώα. Εξ αυτού, δεν έχουν τις ευρείες κοιλιακές φολίδες που διαθέτουν τα περισσότερα άλλα φίδια, ενώ τα μάτια τους βρίσκονται στην επάνω πλευρά της κεφαλής («ραχιαίοι» οφθαλμοί). Η κεφαλή ξεχωρίζει πολύ λίγο από τον θώρακα. Τα δόντια τους είναι μικρά αλλά δυνατά, και εκφύονται όχι μόνο από τις σιαγόνες, αλλά και από τον ουρανίσκο. Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των ακρόχορδων είναι το δέρμα και οι φολίδες τους. Το δέρμα είναι χαλαρό και «σακκουλιάζει», δίνοντας την εντύπωση ότι είναι υπερβολικά μεγάλου μεγέθους για το φίδι. Οι φολίδες δεν αλληλοεπικαλύπτονται και φέρουν πολύ μικρές πυραμιδοειδείς προεξοχές.

Τα ακρόχορδα είναι ενεδρεύοντες θηρευτές, που κρύβονται στους πυθμένες ρυακιών, ποταμιών και εκβολών, περιμένοντας να πλησιάσουν ψαράκια, τα οποία συλλαμβάνουν με το σώμα τους, που τυλίγεται γύρω τους. Χάρη στην τραχιά επιφάνεια των φολίδων τους, μπορούν να συγκρατούν τα ψάρια, παρά τη γλιστερή επιφάνεια των τελευταίων. Τα ενήλικα ακρόχορδα έχουν μήκος που ξεκινά από 60 εκατοστά του μέτρου και μπορεί να φθάσει τα 2,43 μέτρα.

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φίδια αυτά βρίσκονται στη δυτική Ινδία, στη Σρι Λάνκα, την τροπική Νοτιοανατολική Ασία, τις Φιλιππίνες, την Ινδονησία, μέχρι ανατολικά στο Τιμόρ, στη Νέα Γουινέα, στο Αρχιπέλαγος του Μπίσμαρκ (ιδίως στη Νήσο Μουσάου) και στο Γκουανταλκανάλ.[2]. Στα νότια συναντώνται στη βόρεια ακτή της Αυστραλίας.

Εμπορική εκμετάλλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μολονότι μέχρι στιγμής κανένα από τα τρία είδη δεν κατατάσσεται στα «κινδυνεύοντα με εξαφάνιση», οι αριθμοί τους στη φύση μειώνονται με ταχύ ρυθμό, καθώς κυνηγιούνται από τον άνθρωπο για το δέρμα τους, που χρησιμεύει στην κατασκευή τσαντών χειρός και άλλων δερμάτινων προϊόντων (μετά βέβαια από την αφαίρεση των φολίδων). Πολλές φορές έχει επιχειρηθεί να ανατραφούν και να αναπαραχθούν ακρόχορδα στην αιχμαλωσία, τόσο από ζωολογικούς κήπους όσο και από ιδιώτες συλλέκτες ερπετών, όμως σε όλες τις περιπτώσεις αρνούνται να λάβουν τροφή και είναι επιρρεπή σε μολύνσεις του δέρματος.

Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν αρκετά συνώνυμα για την οικογένεια Acrochordidae, όπως[2]: Acrochordina (Bonaparte, 1831), Acrochordidae (Bonaparte, 1840 και Jan, 1863), Acrochorniens (A.M.C. Duméril, 1853), Acrochordinae (Boulenger, 1893), Acrochordoidae (McDowell, 1975) και Acrochordini (Dowling & Duellman, 1978).

Υπάρχουν επίσης αρκετά συνώνυμα για το γένος Acrochordus, μεταξύ των οποίων και τα εξής[2]: Acrochordus (Hornst., 1787), Chersydrus (Cuvier, 1817), Chersidrus (Oken, 1817), Chersydreas (Gray, 1825), Chersydraeus (Duméril, Bibron & Duméril, 1854), Chersydraeas (Gray, 1849), Chershydrus (Bonaparte, 1831), Verrucator (Schlegel, 1837) και Potamophis (Schmidt, 1852)

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Acrochordus» στο Integrated Taxonomic Information System (ITIS)
  2. 2,0 2,1 2,2 McDiarmid R.W., Campbell J.A., Touré T.: Snake Species of the World: A Taxonomic and Geographic Reference, τόμ. 1, εκδ. Herpetologists' League, 1999, 511 σελίδες

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το λήμμα «ακρόχορδον» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 3, σελ. 462

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]