Ακρωτήριο Τσελιούσκιν

Το Ακρωτήριο Τσελιούσκιν (ρωσ. Мыс Челюскина), με γεωγραφικό πλάτος 77 μοίρες 43 λεπτά και 22 δευτερόλεπτα Βόρειο (και μήκος 104° 15΄ 13΄΄ Α), είναι το βορειότερο σημείο της Ευρασίας, αλλά και οποιασδήποτε ηπείρου της Γης (εκτός των νησιών τους). Είναι επίσης το βορειότερο σημείο της ηπειρωτικής Ρωσίας, αλλά όχι και το βορειότερο της ρωσικής επικράτειας, καθώς στη Ρωσία ανήκουν νησιά που βρίσκονται ακόμα βορειότερα. Αποτελεί το άκρο της Χερσονήσου Ταϊμίρ, και βρίσκεται νοτίως του αρχιπελάγους Σέβερναγια Ζεμλιά, υπαγόμενο στο Κράι Κρασνογιάρσκ. Στο ακρωτήριο έχει ανεγερθεί πρόχειρος φάρος[1] ύψους 17 μέτρων.
Το Τσελιούσκιν απέχει σε ευθεία γραμμή 1.371 χιλιόμετρα από τον Βόρειο Πόλο. Δυτικά του και λίγο νοτιότερα βρίσκεται το Ακρωτήριο Βέγκα, σχηματίζοντας μεταξύ τους τον όρμο Όσκαρ.[2]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτοι άνθρωποι που έφθασαν στο ακρωτήριο ήταν τα μέλη μιας αποστολής από την ξηρά υπό τον Σεμιόν Τσελιούσκιν, τον Μάιο του 1742, που το ονόμασαν αρχικώς «Βορειοανατολικό Ακρωτήριο». Πήρε τη σημερινή ονομασία του προς τιμή του Τσελιούσκιν από τη Ρωσική Γεωγραφική Εταιρεία το 1842, με την ευκαιρία της εκατοστής επετείου από την ανακάλυψή του.
Από τη θάλασσα, το ακρωτήριο παρέπλευσε, στις 18 Αυγούστου 1878, ο Άντολφ Έρικ Νούρντενσελντ κατά το πρώτο του ταξίδι διελεύσεως του Βορειοανατολικού Περάσματος.

Το 1919 ο Νορβηγός εξερευνητής Ρόαλντ Άμουνδσεν με το πλοίο «Μωντ» άφησε στο ακρωτήριο δύο άνδρες, τους Πέτερ Τέσεμ και Πάουλ Κνούτσεν, έχοντας κατασκευάσει για αυτούς καταλύματα διαχειμάσεως. Τους έδωσε οδηγίες να περιμένουν να παγώσει η Θάλασσα του Κάρα και τότε να ταξιδέψουν με έλκθροπρος τα νοτιοδυτικά, προς τη Νήσο Ντίκσον, μεταφέροντας την αλληλογραφία και τις σημειώσεις του Άμουντσεν. Το «Μωντ» συνέχισε την πορεία του προς τα ανατολικά, εισερχόμενο στη Θάλασσα Λάπτεφ. Ωστόσο οι δύο αυτοί άνθρωποι εξαφανίσθηκαν μυστηριωδώς. Μια σοβιετική αποστολή υπό τον Νικήφορ Μπέγκιτσεφ ανεκάλυψε ίχνη του εξοπλισμού τους και τελικώς, τον Ιούλιο του 1922, σε απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων από το Ντίκσον, έναν σκελετό που φορούσε χρυσό ρολόι με χαραγμένο το όνομα του Πέτερ Τέσεμ.
Το 1932 κατασκευάσθηκαν μετεωρολογικός σταθμός και ερευνητική βάση υδρολογίας με την ονομασία «Πολικός Σταθμός Τσελιούσκιν» και επικεφαλής τον ελληνορωσικής καταγωγής Ιβάν Παπάνιν. Μετονομάσθηκε σε «Υδρομετεωρολογικό Παρατηρητήριο Ε.Κ. Φιοντόροφ» το 1983. Ο σταθμός διαθέτει γεωμαγνητικό παρατηρητήριο και βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του ακρωτηρίου.
Το 1946-1947 ξεκίνησε μια συστηματική γεωλογική έρευνα για την εύρεση ουρανίου, με εξόρυξη κάποιων ποσοτήτων μεταξύ 1950 και 1952 από ένα βουνό 150 χιλιόμετρα νοτίως του Ακρωτηρίου Τσελιούσκιν.[3]
Το ακρωτήριο διαθέτει και μικρό αεροδρόμιο, το βορειότερο σε όλη την Ευρασία, που λειτουργεί (σε διαφορετικές θέσεις) από το 1950.
Κλίμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Ακρωτήριο Τσελιούσκιν έχει κλίμα τούνδρας (ET κατά Köppen). Δεν υπάρχει μήνας που να έχει μέση ελάχιστη θερμοκρασία πάνω από 0 °C. Ο καιρός είναι χειμερινός όλο το έτος, αλλά μπορεί να υπάρχουν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο μικρά διαστήματα θερμοκρασιών πάνω από τον μέσο όρο, με το «ρεκόρ» μέγιστης θερμοκρασίας που έχει καταγραφεί να είναι οι +23,3 °C και ελάχιστης −48,8 °C. Από την έναρξη των καταγραφών δεν έχει σημειωθεί ούτε ένας μήνας χωρίς χιονόπτωση. Η ηλιοφάνεια είναι μέγιστη τον Απρίλιο και μειώνεται απότομα μετά τις αρχές Αυγούστου.[4]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Russian Coastal explorer[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Google Earth
- ↑ С.Ларьков, Ф.Романенко. Самый северный остров Архипелага ГУЛАГ Αρχειοθετήθηκε August 27, 2010, στο Wayback Machine. (στη ρωσική γλώσσα)
- ↑ «Cape Celjuskin/Fedo Climate Normals 1961-1990». National Oceanic and Atmospheric Administration. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2012.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- William Barr: The Last Journey of Peter Tessem and Paul Knutsen, 1919