Ακανθάρια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ακανθάρια
Είδη ακανθαρίων σχεδιασμένα από τον Χέκελ
Είδη ακανθαρίων σχεδιασμένα από τον Χέκελ
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Πρωτόζωα ή Πρώτιστα
Συνομοταξία: Ακτινόζωα (Radiolaria)
Ομοταξία: Ακανθάρια
(Acantharea)
Haeckel, 1881
Mikrjukov, 2000

Τα ακανθάρια (λατινική-επιστημονική ονομασία Acantharea ή Acantharia) είναι μια ομοταξία πρωτοζώων, που ανήκουν στη συνομοταξία ακτινόζωα και διακρίνονται κυρίως από τους σκληρούς σκελετούς τους από θειικό στρόντιο. Είναι θαλάσσιοι μονοκύτταροι ετερότροφοι μικροοργανισμοί, που ανήκουν στο πλαγκτόν και έχουν διαστάσεις από 0,2 μέχρι 4 ή 5 χιλιοστόμετρα. Μερικά ακανθάρια φιλοξενούν στο εσωτερικό τους συμβιωτικούς οργανισμούς και θεωρούνται έτσι μιξότροφοι οργανισμοί.

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εξωτερικοί σκελετοί των ακανθαρίων αποτελούνται από τη χημική ένωση θειικό στρόντιο (SrSO4,[1] υπό τη μορφή του κρυσταλλικού ορυκτού σελεστίνη. Ο σελεστίνης πήρε την ονομασία του εξαιτίας της απαλής γαλάζιας αποχρώσεως των κρυστάλλων του (στη λατινική coelestis = ουράνιος, δηλ. γαλάζιο του ουρανού) και είναι το βαρύτερο ορυκτό που βρίσκεται στον ωκεανό. Αυτό το βάρος εξασφαλίζει τη χρήση του εξωσκελετού από τον οργανισμό ως έρματος και μετά τον θάνατό του την ταχεία καθίζησή του ως ιζήματος σε μεγάλα βάθη. Τα ακανθάρια είναι οι μοναδικοί θαλάσσιοι οργανισμοί, όσο τουλάχιστον είναι γνωστό, που χρησιμοποιούν αυτή την ουσία ως το κύριο υλικό των σκελετών τους.[2]

Το υλικό του σκελετού εκκρίνεται από οργανίδια (κενοτόπια) που περιβάλλουν το κάθε αγκάθι (άκανθα), από αυτά που κυριαρχούν στη μορφή τους και τους δίνουν την ονομασία τους. Αντίθετα με τα άλλα ακτινόζωα, των οποίων οι σκελετοί αποτελούνται από πυριτικά άλατα, οι σκελετοί των ακανθαρίων δεν γίνονται απολιθώματα, κυρίως επειδή το θειικό στρόντιο είναι ευδιάλυτο στο νερό και σπάνιο στο θαλάσσιο νερό, οπότε οι κρύσταλλοί του διαλύονται μετά τον θάνατο του ακανθάριου. Η διάταξη των ακάνθων είναι πολύ ακριβής και περιγράφεται από τον λεγόμενο «μυλεριανό νόμο» (Müllerian law), που μπορεί να διατυπωθεί με όρους γραμμών «πλάτους» και «μήκους» σφαίρας: οι άκανθες βρίσκονται πάνω στις διασταυρώσεις 5 εκ των πρώτων, συμμετρικά στις πλευρές ενός «ισημερινού», και 8 εκ των δεύτερων γραμμών, και οι μεταξύ τους αποστάσεις είναι αυστηρά ίσες. Η κάθε «γραμμή μήκους» φέρει είτε δύο «τροπικές» άκανθες, είτε μία «ισημερινή» συν δύο «πολικές» άκανθες, με εναλλασσόμενο τρόπο.

acantharian
Ακανθάριο τύπου F με συμβιωτικούς οργανισμούς ορατούς με ρόδινο χρώμα (αυτοφθορισμός χλωροφύλλης)

Το κυτταρόπλασμα των ακανθαρίων διακρίνεται σε δύο περιοχές: το ενδόπλασμα και το εκτόπλασμα. Το ενδόπλασμα βρίσκεται στο κέντρο του κυττάρου και περιέχει τα κυριότερα οργανίδια, μεταξύ των οποίων και τον πυρήνα ή τους πυρήνες του κυττάρου. Διαχωρίζεται από το εκτόπλασμα από ένα τείχος σαν κάψουλας, καμωμένο από ένα δίκτυο μικροϊνών. Στα συμβιωτικά είδη οι αυτότροφοι οργανισμοί (φύκη) διατηρούνται μέσα στο ενδόπλασμα.[3][4][5] Το εκτόπλασμα αποτελείται κυρίως από προεκτάσεις του κυτταροπλάσματος, που χρησιμεύουν για τη σύλληψη της τροφής, ενώ περιέχει και κενοτόπια για την πέψη της τροφής. Το εκτόπλασμα περιβάλλεται από έναν περιπλασματικό φλοιό, που αποτελείται και αυτός από μικροΐνες, διατεταγμένες σε είκοσι πλακίδια, το καθένα με μία οπή μέσα από την οποία ξεπροβάλλει η ρίζα μιας άκανθας. Ο φλοιός συνδέεται με τις άκανθες με μυονήματα που μπορούν να συστέλλονται και να εκτείνονται, όπως οι «βλεφαρίδες» των εγχυματικών, οι οποίες υποβοηθούν στον έλεγχο της ανώσεως, επάγοντας τη συστολή και τη διαστολή του εκτοπλάσματος, οπότε μειώνεται ή αυξάνεται αντιστοίχως ο συμβολικός όγκος του κυττάρου.[2]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Brass, G.W. (1980). «Trace elements in acantharian skeletons». Limnology and Oceanography 25 (1): 146-149. doi:10.4319/lo.1980.25.1.0146. Bibcode1980LimOc..25..146B. 
  2. 2,0 2,1 Decelle, Johan; Not, Fabrice (2015-11-16), Acantharia, John Wiley & Sons, Ltd, σελ. 1-10, doi:10.1002/9780470015902.a0002102.pub2, ISBN 9780470015902 
  3. Decelle, Johan; Probert, Ian; Bittner, Lucie; Desdevises, Yves; Colin, Sébastien (2012-10-30). «An original mode of symbiosis in open ocean plankton». Proceedings of the National Academy of Sciences 109 (44): 18000–18005. doi:10.1073/pnas.1212303109. ISSN 0027-8424. PMID 23071304. Bibcode2012PNAS..10918000D. 
  4. Febvre, Jean; Febvre-Chevalier, Colette (Φεβρουάριος 1979). «Ultrastructural study of zooxanthellae of three species of Acantharia (Protozoa: Actinopoda), with details of their taxonomic position in the prymnesiales (Prymnesiophyceae, Hibberd, 1976)». Journal of the Marine Biological Association of the United Kingdom 59 (1): 215–226. doi:10.1017/S0025315400046294. ISSN 1469-7769. 
  5. Mars Brisbin, Margaret; Mesrop, Lisa Y.; Grossmann, Mary M.; Mitarai, Satoshi (2018). «Intra-host Symbiont Diversity and Extended Symbiont Maintenance in Photosymbiotic Acantharea (Clade F)». Frontiers in Microbiology 9: 1998. doi:10.3389/fmicb.2018.01998. ISSN 1664-302X. PMID 30210473. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 3, σελίδα 226