Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ακάνθινος στέφανος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Χριστός φέρων τον Σταυρό και τον ακάνθινο στέφανο, όπως τον ζωγράφισε ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, περί το 1580-1589.

Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ένας πλεγμένος <ακάνθινος στέφανος (αρχ. ελλ. στέφανος ἐξ ἀκανθῶν, ἀκάνθινος στέφανος), δηλαδή ένα στεφάνι ή στέμμα από αγκάθια, τοποθετήθηκε πάνω στην κεφαλή του Ιησού Χριστού κατά τη διάρκεια των Αγίων Παθών, που καρυφώθηκαν με τη Σταύρωση. Είναι ένα από τα «αντικείμενα των Παθών» (λατ. Arma Christi), που χρησιμοποιήθηκε από όσους συνέλαβαν τον Χριστό, τόσο για να του προκαλέσουν πόνο όσο και για να εμπαίξουν τους ισχυρισμούς εξουσίας. Το αγκάθινο στεφάνι αναφέρεται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου (στίχος κζ΄ 29), του Μάρκου (ιε΄ 17) και του Ιωάννη (στίχοι ιθ΄ 2 και ιθ΄ 5), ενώ το υπαινίσσονται συχνά οι αρχαιότεροι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης και άλλοι. Επίσης αναφέρεται στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Πέτρου.[1]

Το κειμήλιο αυτό, που θρυλείται ότι είναι ο ακάνθινος στέφανος του Ιησού, δωρήθηκε στον βασιλέα Λουδοβίκο Θ΄ της Γαλλίας από τον Βαλδουίνο Β΄ του Κουρτεναί.[2]

Από το 400 μ.Χ. περίπου ένα στεφάνι προσκυνείται ως το πραγματικό ακάνθινο στεφάνι του Χριστού. Το έτος 1238 ο Λατίνος Αυτοκράτορας της φραγκοκρατούμενης Κωνσταντινουπόλεως Βαλδουίνος Β΄ παρέδωσε το αντικείμενο αυτό στον βασιλέα Λουδοβίκο Θ΄ της Γαλλίας. Από τότε και επί αιώνες φυλασσόταν στον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων, μέχρι τις 15 Απριλίου 2019, οπότε φυγαδεύθηκε κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς και έκτοτε φυλασσόταν στο Μουσείο του Λούβρου.[3] Στις 12 Δεκεμβρίου 2024 μια τελετή και πομπή συνόδευσαν την επιστροφή του ακάνθινου στεφάνου στον αποκατεστημένο πλέον ναό.

Αναζητώντας τον ακάνθινο στέφανο ως κειμήλιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κανένα από τα Ευαγγέλια που μνημονεύουν τον ακάνθινο στέφανο δεν πληροφορεί ως προς το τι απέγινε το αντικείμενο αυτό μετά τη Σταύρωση και την αποκαθήλωση. Η αρχαιότερη γνωστή μνεία του στεφάνου να προσκυνείται ήδη από τους πιστούς ως θρησκευτικό κειμήλιο είναι εκείνη του Παυλίνου της Νόλας, ο οποίος γράφει μετά το 409 μ.Χ.[4] και το σχετικό κείμενό του είναι μία Επιστολή προς Μακάριον, που εκδόθηκε στην Patrologia Latina του Ζακ Πολ Μιν (Migne, τόμος LXI, σελ. 407). Ο Κασσιόδωρος περί το 570 μ.Χ. ομιλεί περί του ακάνθινου στεφάνου και άλλων κειμηλίων και λειψάνων, τα οποία ήταν «η δόξα» της πόλεως της Ιερουσαλήμ. «Εκεί», γράφει, «μπορούμε να αντικρίσουμε τον ακάνθινο στέφανο…» (Migne, LXX, 621). Ο Γρηγόριος της Τουρ στο De gloria martyri (= «Περί της δόξης των μαρτύρων»)[5] διαβεβαιώνει ότι τα αγκάθια στο στεφάνι ήταν ακόμα πρασινωπά, με τη «φρεσκάδα» τους να ανανεώνεται θαυματουργικώς κάθε ημέρα, πράγμα που δεν ενισχύει ασφαλώς την αυθεντικότητα ενός κειμηλίου που δεν είχε ποτέ δει ο ίδιος, αλλά το Breviarius de Hierosolyma[6]:16 (ένα σύντομο κείμενο που χρονολογείται περί το 530)[6]:iv[7]:18 γράφει σαφώς ότι το ακάνθινο στεφάνι επιδεικνυόταν στους προσκυνητές στη «Βασιλική του Mount Zion» (της οποίας όμως ταυτότητα και η θέση δεν έχουν διακριβωθεί μέχρι σήμερα).[7]:42 et seq. Από τις παραπάνω γραπτές πηγές και από άλλες μεταγενέστερες (για παράδειγμα το «Προσκύνημα» του μοναχού Βερνάρδου δηλώνει ότι το στεφάνι βρισκόταν ακόμα στην ίδια Βασιλική το έτος 870), φανερώνεται ότι υπήρχε ένας ακάνθινος στέφανος που ήταν αντικείμενο προσκυνήματος στην Ιερουσαλήμ κατά τους αρκετούς πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.

Μετά ωστόσο φαίνεται ότι αυτός ο ακάνθινος στέφανος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, τότε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Φρανσουά ντε Μελύ υπέθεσε ότι το όλο στεφάνι μεταφέρθηκε εκεί όχι πολύ ενωρίτερα από το 1063. Πάντως είναι καταγεγραμμένο ότι ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α´ είχε δώσει τον 6ο αιώνα ένα μεμονωμένο αγκάθι του στεφάνου στον Επίσκοπο Παρισίων Γερμανό, το οποίο διατηρήθηκε επί αιώνες στον ναό του Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε. Επιπροσθέτως, η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία απέστειλε το 798 ή το 802 στον Καρλομάγνο αρκετά αγκάθια, τα οποία εκείνος εναπέθεσε στον καθεδρικό ναό του Άαχεν. Οκτώ εξ αυτών λέγεται ότι ήταν παρόντα κατά τα θυρανοίξια της βασιλικής του Άαχεν και η μετέπειτα πορεία των περισσότερων από αυτά μπορεί να ακολουθηθεί χωρίς δυσκολία: Τα τέσσερα δόθηκαν στον Άγιο Κορνήλιο της Κομπιένης το 877 από τον Κάρολο τον Φαλακρό. Ο Δούκας των Φράγκων Ούγος ο Μέγας, απέστειλε ένα στον βασιλιά των Αγγλοσαξόνων Έθελσταν της Αγγλίας το 927, στα πλαίσια διαπραγματεύσεων για κάποιο γάμο και τελικώς κατέληξε στο Αββαείο του Μάλμσμπερυ. Ακόμα ένα δωρήθηκε σε μια Ισπανίδα πριγκίπισσα περί το 1160. Τέλος ένα έβδομο αγκάθι μεταφέρθηκε στο Αββαείο του Άντεχς στη Γερμανία[8] το έτος 1200.

Το 1238 ο Βαλδουίνος Β΄ της Κωνσταντινουπόλεως, που ανυπομονούσε να αποκτήσει στήριξη από τη Δύση για την παραπαίουσα Λατινική Αυτοκρατορία του, προσέφερε ολόκληρο τον ακάνθινο στέφανο στον βασιλέα Λουδοβίκο Θ΄ της Γαλλίας. Εκείνη την εποχή το κειμήλιο βρισκόταν στα χέρια των Βενετών ως ενέχυρο για ένα μεγάλο δάνειο (13.134 χρυσών νομισμάτων), ωστόσο ξεπληρώθηκε και μεταφέρθηκε στο Παρίσι, όπου ο Λουδοβίκος έκτισε έναν νέο ιερό ναό ειδικά για να το στεγάσει, τη Σαιντ-Σαπέλ, που ολοκληρώθηκε το 1248. Ο ακάνθινος στέφανος παρέμεινε εκεί μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, οπότε, αφού βρήκε στέγη για λίγο στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, πέρασε στην ιδιοκτησία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (πιθανώς με το Κονκορδάτο του 1801) και εναποτέθηκε στην Παναγία των Παρισίων, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα.[9]


  1. Walter Richard (1894). The Gospel According to Peter: A Study. Longmans, Green. σελ. 7. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2022. 
  2. Davisson, Darrell D. (2004). Kleinhenz, Christopher, επιμ. Medieval Italy: An Encyclopedia. 1. Abingdon, England: Routledge. σελ. 955. ISBN 9780415939294. 
  3. Clicquot, Athénaïs (9 Σεπτεμβρίου 2019). «Notre-Dame: la couronne d'épines à nouveau présentée à la vénération des fidèles» (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2020. 
  4. Wall, J. Charles (2016). lic+earliest+mention&pg=PA95 Relics from the Crucifixion: Where They Went and How They Got There Check |url= value (βοήθεια). Sophia Institute Press. σελ. 95. ISBN 9781622823277. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2019. 
  5. Εκδόθηκε στο Monumenta Germaniae Historica: Scriptores Merovingenses, I, 492
  6. 6,0 6,1 The Epitome of S. Eucherius About Certain Holy Places: And the Breviary or Short Description of Jerusalem. Λονδίνο: Palestine Pilgrims' Text Society. 1896. 
  7. 7,0 7,1 Stewart, Aubrey· Wilson, C.W., επιμ. (1896). Of the Holy Places Visited by Antoninus Martyr (Circ. 560-570 A.D.). Λονδίνο: Palestine Pilgrims' Text Society. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2019. 
  8. John Sanidopoulos: «History and Authenticity of the Relic of the Crown of Thorns» (2019), Mystogogy Resource Center
  9. «France: Kissing the original Crown of Thorns worn by Jesus». Minor Sights. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2016. 
  • Cherry, John (2010). The Holy Thorn reliquary. Λονδίνο: British Museum Press. ISBN 978-0714128207. 
  • Westerson, Jeri (2009). Serpent in the Thorns; A Medieval Noir. Νέα Υόρκη: Minotaur Books. ISBN 978-0312649449.  (έργο μυθοπλασίας σχετικό με τον ακάνθινο στέφανο)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]