Αιγίθαλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αιγίθαλος
Ενήλικος αιγίθαλος (υποείδος A. c. caudatus)
Ενήλικος αιγίθαλος (υποείδος A. c. caudatus)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [2]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Αιγιθαλίδες (Aegithalidae)
Γένος: Αιγίθαλος (Aegithalos) Hermann, 1804 Μ
Είδος: A. caudatus
Διώνυμο
Aegithalos caudatus (Αιγίθαλος ο μακρόουρος) [1]
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Aegithalos caudatus alpinus
Aegithalos caudatus aremoricus
Aegithalos caudatus caudatus
Aegithalos caudatus europaeus
Aegithalos caudatus irbii
Aegithalos caudatus italiae
Aegithalos caudatus kiusiuensis
Aegithalos caudatus macedonicus
Aegithalos caudatus magnus
Aegithalos caudatus major
Aegithalos caudatus passekii
Aegithalos caudatus rosaceus
Aegithalos caudatus siculus
Aegithalos caudatus taiti
Aegithalos caudatus tauricus
Aegithalos caudatus tephronotus
Aegithalos caudatus trivirgatus

Ο Αιγίθαλος [i] είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Αιγιθαλιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Aegithalos caudatus και περιλαμβάνει 17 υποείδη.[3]

  • Στην Ελλάδα απαντούν κυρίως τα υποείδη Aegithalos caudatus macedonicus (Dresser, 1892) και Aegithalos caudatus tephronotus (Gunther, 1865) και, σπανιότερα, τα Aegithalos caudatus europaeus (Hermann, 1804) και Aegithalos caudatus caudatus (Linnaeus, 1758).[4][5][6]
  • Οι αιγίθαλοι είναι γνωστοί για τις ακροβατικές τους ικανότητες, όταν κινούνται στις άκρες των κλαδιών και για την εξαιρετική φωλιά που κατασκευάζουν.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σταθερή → [7]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, είναι ελληνική, πιθανότατα συγγενική με τη λέξη αίγιθος, «=(αρχ). αδιευκρίνιστο πτηνό» άγνωστης λοιπής ετυμολογίας.[8] Υπάρχει και σχετική αναφορά στον Αριστοτέλη, («...πτηνόν τι της μελίσσης πολέμιον... ), αλλά παραμένει άγνωστη η ταυτότητα του πτηνού.[9]

Ο όρος caudatus στην επιστημονική ονομασία του είδους, είναι λατινική και προέρχεται από τη λέξη cauda «ουρά», με σαφή αναφορά στη μακριά ουρά του πτηνού.[10] Το ίδιο ισχύει και για την αγγλική του ονομασία (Long-Tailed Tit).

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αιγίθαλος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Parus caudatus (Σουηδία, 1758).[11] Άλλωστε, μέχρι πριν κάποια χρόνια, ανήκε στην οικογένεια Παρίδες (Paridae). Το παλαιότερο υποείδος A. c. glaucogularis αναβαθμίστηκε σε διακριτό είδος A. glaucogularis και συμπεριέλαβε το, επίσης, παλαιότερο υποείδος A. c. vinaceous, vw A. g. vinaceus, πλέον.

Τα υποείδη διαχωρίζονται σε 3 μεγάλες ταξινομικές ομάδες (groups), που διακρίνονται μεταξύ τους από επί μέρους διαφορές σε χρωματισμούς και μορφολογικά στοιχεία των μελών τους:

  • Ομάδα caudatus, Β. Ευρώπη και Ασία, περιλαμβάνει το υποείδος 3
  • Ομάδα europaeus, Ν. και Δ. Ευρώπη, ΒΑ. Κίνα και Ιαπωνία, περιλαμβάνει τα υποείδη 2, 4, 8, 9, 10, 13, 15 και 16
  • Ομάδα alpinus, Μεσόγειος και ΝΔ Ασία, περιλαμβάνει τα υποείδη 1, 6, 7, 11, 12, 14 και 17

Τα υποείδη, ενώ σε μεμονωμένες μόνον περιπτώσεις υβριδίζονται, εν τούτοις διαβαθμίζονται εξελικτικά (intergradation) σε μεγάλο ποσοστό, δηλαδή περνάει το ένα στο άλλο με όχι σαφώς οριοθετημένους χαρακτήρες, αλλά σταδιακά. Αυτό, δημιουργεί επιπρόσθετες δυσκολίες στο διαχωρισμό τους, ιδιαίτερα στις περιοχές όπου υπάρχει αλληλοεπικάλυψη των υποειδών.[11]

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωγραφική κατανομή των διαφόρων υποειδών του Aegithalos caudatus

Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής στον Παλαιό Κόσμο (οικοζώνες: Παλαιαρκτική και Ινδομαλαϊκή), ως αποκλειστικά επιδημητικό (καθιστικό) πτηνό, εκτός κάποιων μικρών μη-αναπαραγομένων πληθυσμών. Απαντά στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης θαλάσσιας και ηπειρωτικής κλιματικής ζώνης, ενώ επεκτείνεται και σε κάποιες αρκτικές και υπο -τροπικές ζώνες.

Στην Ευρώπη, απουσιάζει μόνον από την Ισλανδία, τη Β. Φιννοσκανδιναβία, τα βόρεια νησιά της Σκωτίας, τις Βαλεαρίδες Νήσους -πλην Μαγιόρκας, τη Σαρδηνία και την Κρήτη. Μικροί, μη-αναπαραγόμενοι πληθυσμοί απαντούν στη Σκανδιναβία και τιε Δαλματικές ακτές. Δια μέσου της Σιβηρίας, τα βόρεια όρια της επικράτειας βρίσκονται περίπου στις 60-61° N γεωγραφικό πλάτος, στη θάλασσα του Οχότσκ, ανατολικά μέχρι το νότιο τμήμα της Καμτσάτκας και τις Ν. Κουρίλες. Άλλες μεγάλες θέσεις, αποτελούν οι περιοχές ανατολικά της Μεσογείου, στη Μικρά Ασία, τον Καύκασο και την Υπερκαυκασία, το Β. Ιράκ, τα όρη Ζάγκρος και Ελμπούρτζ. Βόρεια της Μαύρης Θάλασσας «τρέχει» μία συμπαγής ζώνη, στις 49-53° Β, από τη Ν. Ουκρανία, στο νότιο Βόλγα και κατά μήκος των Ουραλίων και του Β. Καζακστάν προς τα όρη Αλτάι και Σαγιάν της Μογολίας. Στη συνέχεια, η επικράτεια περνά μέσα από τη Μαντζουρία προς νότο, με τα απώτερα ανατολικά όρια στην Κορέα και την Ιαπωνία.[12]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Aegithalos caudatus alpinus ΝΑ Αζερμπαϊτζάν (όρη Τάλις, βαθύπεδα Λενκοράν), Β Ιράν (όρη Ελμπούρτζ και περιοχές νότια της Κασπίας) και ΝΔ Τουρκμενιστάν (όρη Κοπέτ Νταγ)
2 Aegithalos caudatus aremoricus Δ, ΒΔ Γαλλία (ανατολικά και κεντρικά μέχρι νότια του Πουατού (Poitou), νήσος Ιε (Île d'Yeu), Νησιά Μάγχης (Channel Islands)) Ενδημικό στην περιοχή
3 Aegithalos caudatus caudatus Β και Α ΕυρώπηΝορβηγία από τις 70° περίπου και Κ Φινλανδία από τις 66° περίπου, Α, ΝΑ προς Πολωνία), ανατολικά προς Ασία, δια μέσου της Κ Σιβηρίας μέχρι την Καμτσάτκα, τη Σαχαλίνη, Ν Κουρίλες και Β Ιαπωνία, νότια μέχρι Β Καζακστάν, Β Μογγολία, ΒΑ Κίνα και Β Κορέα Ν και Α Κίνα (Χεμπέι) και Κ Ιαπωνία (ΝΚ Χονσού) Είναι το πολυπληθέστερο ασιατικό υποείδος
4 Aegithalos caudatus europaeus ΒΑ και Α Γαλλία ανατολικά προς Κ και Α Ευρώπη, νότια μέχρι τις νότιες παρυφές των Άλπεων, Β Ιταλία, ΒΑ Κροατία, πρώην Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Β Βουλγαρία ΒΔ ΤουρκίαΘράκη) Υπάρχει ανάμιξη πληθυσμών με το 17 στην Α. Θράκη
5 Aegithalos caudatus irbii Ν Ιβηρική χερσόνησος (Κ και Ν Ισπανία, Ν Πορτογαλία (Ν του Τάγου)), Κορσική Ενδημικό στην περιοχή
6 Aegithalos caudatus italiae Κ και Ν ηπειρωτική Ιταλία, ΝΔ Σλοβενία
7 Aegithalos caudatus kiusiuensis Ιαπωνία (Κιούσου, Σικόκου και Γιακουσίμα) Ενδημικό στην περιοχή
8 Aegithalos caudatus macedonicus ΝΔ Κροατία, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Ν Βουλγαρία, ηπειρωτική Ελλάδα
9 Aegithalos caudatus magnus Κ και Ν Κορέα, Ιαπωνία (Τσουσίμα) Ευρυενδημικό στην περιοχή
10 Aegithalos caudatus major ΒΑ Τουρκία (ανατολικά του Σεμπίν Καραχισάρ), Κάυκασος (από τους βόρειους πρόποδες του Μεγάλου Καυκάσου), Γεωργία, Αρμενία, Β και Κ Αζερμπαϊτζάν
11 Aegithalos caudatus passekii ΝΑ Τουρκία, ΝΔ Ιράν (όρη Ζάγκρος ΝΔ προς Φαρς
12 Aegithalos caudatus rosaceus Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία Ενδημικό στα νησιά
13 Aegithalos caudatus siculus Σικελία Ενδημικό στη νήσο
14 Aegithalos caudatus taiti Κ και Β Πορτογαλία (βόρεια του Τάγου), Ν και ΝΔ Γαλλία (συμπεριλαμβανομένου του νησιού Ολερόν), ΒΔ Ισπανία, Πυρηναία, Μαγιόρκα
16 Aegithalos caudatus tauricus Κριμαία, κυρίως στα νότια Ενδημικό στη χερσόνησο
17 Aegithalos caudatus tephronotus Α Ελλάδα (Λέσβος, Σάμος), ΒΔ (Α Θράκη), Δ και Κ Τουρκία, Συρία και Β Ιράκ Υπάρχει ανάμιξη πληθυσμών με το 4 στην Α. Θράκη
18 Aegithalos caudatus trivirgatus Κ Ιαπωνία, (Χονσού, Αβάι Σίμα, Σάντο, Όκι), Νότια Κορέα (νήσος Τσέγιου)

Πηγές:[3][11][12]

(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος αιγίθαλος (υποείδος A. c. caudatus)

Ο αιγίθαλος είναι καθιστικό είδος και, στη συντριπτική πλειονότητα του φάσματος κατανομής του, παραμένει όλο το έτος ως επιδημητικό πτηνό. Λίγες είναι οι περιπτώσεις που μεταναστεύει, αν και κατ’ ουσίαν πρόκειται για τοπικές μετακινήσεις που δεν ξεπερνούν σε απόσταση τα 100 χιλιόμετρα.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Γιβραλτάρ, το Μαρόκο και την Τυνησία.[13]

  • Στην Ελλάδα, ο αιγίθαλος απαντά ως επιδημητικό αλλά και ως διαβατικό πτηνό, ανάλογα με το υποείδος (τα υπ’ αριθ. 9, 17 βρίσκονται μόνιμα στη χώρα και τα 3, 4 είναι μεταναστευτικά) [14][15][16]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αιγίθαλοι προτιμούν οικοτόπους με πλούσιο υπόστρωμα και συχνές, εναλλαγές μεταξύ ανοικτών και δασωδών ή θαμνωδών περιοχών. Θέσεις με υγρό έδαφος ή κοντά σε νερό γίνονται επίσης δεκτές. Για την κατασκευή της φωλιάς τους, απαιτούν την παρουσία πυκνής βλάστησης, όπως καλά ανεπτυγμένα στρώματα θάμνων, βάτους ή μικρά κωνοφόρα. Ως εκ τούτου, στην Κ. Ευρώπη εγκαθίστανται σε φωτεινά φυλλοβόλα και μικτά δάση σε υγρά ενδιαιτήματα, αλλά και σε δενδροστοιχίες και θαμνώδεις εκτάσεις σε υποβαθμισμένες θέσεις. Απαντώνται επίσης σε αστικά ενδιαιτήματα, όπως πάρκα, κήπους, νεκροταφεία και κατάφυτους κήπους, αλλά αποφεύγουν αρκετά το εσωτερικό ενός κλειστού, συνεχούς δάσους, χωρίς ξέφωτα.[17]

Στη Β. Ευρώπη, το είδος φωλιάζει συχνά σε βάλτους, τυρφώδη όξινα εδάφη (bogs), ή στις παρυφές μεγάλων τεχνητών χώρων αναψυχής. Επίσης, έχει προσαρμοστεί καλά στη ζώνη της σημύδας, στα δάση των βορεινών περιοχών της επικρατείας του [18] Στη Δ. Ευρώπη, όλο και περισσότερο απαντά εκτός των δασών, σε δενδροστοιχίες, ζώνες αρκεύθου και χέρσα εδάφη με ακανθώδεις θάμνους και ξερές πλαγιές. Κατά τα τελευταία χρόνια έχει ολοένα και περισσότερο την τάση να κινείται σε πάρκα και κήπους.[19] Στην περιοχή της Μεσογείου συχνά βρίσκεται σε ζώνες πυκνής μακίας, ενώ στη Μικρά Ασία, σε σχετικά ξηρά δάση από πεύκα και ελαιώνες, επίσης.[20]

Σε γενικές γραμμές, ο αιγίθαλος μπορεί να αποφεύγει εκτεταμένες περιοχές με αμιγή δάση κωνοφόρων, αλλά στην Κ. Σιβηρία εμφανίζεται σε μικτά δάση ερυθρελάτης, ελάτης και πεύκου και, κατά πάσα πιθανότητα, σε δασικά ενδιαιτήματα με δένδρα σκληρού ξύλου. Στη νοτιοδυτική Κίνα (επαρχία Γιουνάν), δημιουργεί αποικίες μέσα σε πευκοδάση.[21]

Στα δυτικά τμήματα της επικρατείας του, το είδος εμφανίζεται συνήθως μέχρι τα 1000 μ., αλλά μερικές φορές φθάνει έως τα 1300 μέτρα (Τουρκία ), τα 1500 μ. (Καύκασος), τα 1800 μ. (Άλπεις) ή και τα 1830μ. ( Ιράν). Στην Α. Ασία, ζει κυρίως στα ορεινά ενδιαιτήματα άνω των 500 μέτρων. Στην Ιαπωνία, μπορεί να παρατηρηθεί έως τα 1600 μ., ενώ σε ορισμένες επαρχίες της Κίνας (Jilin, Shaanxi, Gansu, Qinghai, Sichuan και βόρειο Yunnan), έως τα 3050 μέτρα. Αυτοί οι πληθυσμοί, βέβαια, συνήθως μετακινούνται το χειμώνα σε μικρότερα υψόμετρα, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις, στους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο, που παρατηρούνται σε τέτοια υψόμετρα.[21]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα πέντε πρώτα προτιμώμενα οικοσυστήματα, στατιστικά, είναι κατά σειράν τα εξής: Πλατύφυλλα δένδρα, Θαμνώδεις περιοχές, Χωριά, Κωμοπόλεις και Αρόσιμες εκτάσεις.[22]

  • Στην Ελλάδα, ο αιγίθαλος απαντά σε πλατύφυλλα δάση και θαμνώδεις περιοχές,[15] δάση κωνοφόρων και μικτά, συνήθως με πλουσιο υποόροφο, καθώς και σε μακία γη.[6]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μακριά ουρά του αιγίθαλου είναι από τα κύρια διαγνωστικά του στοιχεία

Ο αιγίθαλος ξεχωρίζει εύκολα λόγω του ότι έχει μικρό μέγεθος και, συγκριτικά, πολύ μεγάλη ουρά. Γενικά, οι χρωματισμοί του ποικίλλουν ανάλογα με το υποείδος και τη γεωγραφική κατανομή, ενώ είναι χαρακτηριστική η ποικιλομορφία στα επί μέρους μορφολογικά στοιχεία, γεγονός που εν μέρει δικαιολογεί την ύπαρξη ενδιαμέσων εξελικτικών μορφών (intergradation). Ο γενικότερος χρωματισμός που επικρατεί στο πτέρωμα είναι ροζ-γκρι, σε ένα ασυνήθιστο συνδυασμό, ενώ είναι από τα μικρότερα σε βάρος ευρωπαϊκά πουλιά.

Έτσι, ένα από τα κύρια ευρωπαϊκά υποείδη, το Aegithalos caudatus caudatus έχει άσπρο κεφάλι, ενώ το Aegithalos caudatus europaeus, διαθέτει μία χαρακτηριστική μαύρη λωρίδα σε κάθε πλευρά του κεφαλιού, που ξεκινάει μπροστά από τον οφθαλμό και, διαγράφοντας ένα τόξο παράλληλο με την κορυφή του κεφαλιού, καταλήγει στον τράχηλο όπου ενώνεται με τη σκούρα ράχη. Ωστόσο, αυτή η λωρίδα μπορεί να ποικίλει σε πλάτος και χρωματική ένταση, ενώ δεν είναι ασυνήθιστο να είναι ανεπαίσθητα διακριτή. Μπορεί να παρατηρείται επίσης, ένα σκοτεινό «μπάλωμα» στην περιοχή του λαιμού.

Τα μάγουλα, ο λαιμός και οι πλευρές του λαιμού έχουν ένα «βρώμικο» λευκό χρώμα καθώς και το κάτω μέρος, ενώ στις πλευρές και στην κοιλιά διακρίνεται ένα κοκκινωπό χρώμα που αναμιγνύεται με το άσπρο και, μπορεί να ποικίλλει από κοκκινο-καφέ έως βυσινί. Η πάνω επιφάνεια είναι μαύρη σε μεγάλο ποσοστό, αλλά με έναν ευρύ ροζ τομέα στην περιοχή των ώμων. Οι πτέρυγες έχουν σκούρο γκρι-καφέ χρώμα, αλλά διαθέτουν ανοικτόχρωμα άκρα. Η ασπρόμαυρη ουρά είναι στενή και πολύ μεγάλη σε μήκος σε σχέση με το μέγεθος του πτηνού και, αποτελεί το κύριο γνώρισμά του. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν σκούρο καφέ χρώμα. Οι οφθαλμοί είναι πολύ μικροί και φέρουν χαρακτηριστικό έγχρωμο δακτύλιο, ελαφρώς παχύτερο στο βλέφαρο, με το χρώμα του να ποικίλλει ανάλογα με το υποείδος (στο Α. c. europaeus είναι κίτρινο-λεμονί, για παράδειγμα). Η ίριδα είναι σκούρα καφέ.

Τα φύλα είναι όμοια, αλλά τα νεαρά άτομα έχουν σκούρα κεφάλια με μια ανοιχτόχρωμη οβάλ περιοχή στην κορυφή, πολύ καφέ στην άνω επιφάνεια χωρίς ροζ χρώμα στους ώμους. Το κεντρικό ζεύγος των πηδαλιωδών πτερών είναι μικρότερο από τα υπόλοιπα και ο οφθαλμικός δακτύλιος είναι κόκκινος.

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (13-) 14 (-16) εκατοστά, από τα οποία, 6-7 (-10) εκατοστά ανήκουν στην ουρά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 18 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 6,2 ± 0,2 εκατοστά [Εύρος 6,0 – 6,4 εκατοστά (σε δείγμα Ν=961 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 6,0 ± 0,2 εκατοστά [Εύρος 5,8 – 6,3 εκατοστά (Ν=1.668)]
  • Βάρος: ♂ 7,2 – 8,7 γραμμάρια (Ν=730), ♀ 7,1 – 9,3 γραμμάρια (Ν=1.340) [22]

(Πηγές:[15][23][24][25][26][27][28][29][30][31][32][33])

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διατροφή του αιγίθαλου αποτελείται κυρίως από μικρά έντομα ή άλλα αρθρόποδα μαζί με τις προνύμφες και τα αυγά τους. Ιδιαίτερη προτίμηση δείχνει στα μικρά και πολύ μικρά έντομα όπως οι αφίδες και τα συναφή σε μέγεθος. Αυτά συλλέγονται κυρίως από τα εξωτερικά κλαδιά των δέντρων, χωρίς να γίνονται διακρίσεις, αν και ανάλογα με την εποχή και τις τοπικές συνθήκες, μπορεί ορισμένα είδη να είναι η αποκλειστική πηγή τροφής.

Φυτική ύλη, όπως μπουμπούκια, σπέρματα, μικρά σωροκάρπια (berries), χυμοί από το φλοιό δέντρων, λειχήνες ή φύκια από τα κλαδιά παίζουν γενικά δευτερεύοντα ρόλο, ωστόσο, ιδιαίτερα κατά τις ψυχρές περιόδους αποτελούν πολύτιμη προσθήκη στη διατροφή του. Στις αστικές περιοχές όπου συχνάζουν, οι αιγίθαλοι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να δεχθούν «ανθρωπογενή» τροφή, όπως μικρά κομμάτια ξηρών καρπών, ψίχουλα, τυρί, κ.ο.κ. Πάντως, σπάνια αναζητούν την τροφή τους σε τεχνητές ταϊστρες, όπως κάνουν τα συγγενικά τους πτηνά (λ.χ. οι παπαδίτσες) [29], όμως συχνά κρέμονται από τεχνητά δίχτυα με τροφή για πουλιά. Η διατροφή των νεοσσών δεν είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των ενηλίκων, αλλά τροφοδοτούνται κατά προτίμηση με μεγαλύτερα θηράματα, όπως είναι οι κάμπιες των πεταλούδων ή των νυχτοπεταλούδων.

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακροβατικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος αιγίθαλος στην αγαπημένη του στάση

Οι αιγίθαλοι, διαθέτουν συνδυασμό πολύ ελαφρού σώματος και μακριάς ουράς, την οποία χρησιμοποιούν για την ακριβή εξισορρόπηση του σώματός τους, στην αναζήτηση τροφής στά ακραία σημεία των κλαδιών, όπου κινούνται αδιάκοπα και σχεδόν ποτέ δεν μένουν ακίνητοι σε ένα σημείο.[19] Περίπου το 80 % της αναζήτησης τροφής τους πραγματοποιείται στο συγκεκριμένο οικολογικό θώκο.[34] Πειράματα έχουν δείξει ότι, ακόμη και αν κάποια συγγενικά πτηνά, όπως η γαλαζοπαπαδίτσα είχαν το συγκεκριμένο μήκος ουράς, δεν θα είχαν τις ίδιες «ακροβατικές» ικανότητες.[35]

Πράγματι, οι αιγίθαλοι διαθέτουν εκπληκτικές δυνατότητες, στο να ισορροπούν άψογα, ακόμη και στα απώτατα άκρα των πιο λεπτών κλαδιών. Μπορούν άνετα να κρέμονται ανάποδα, ακόμη και στο ένα πόδι και, μάλιστα, εκτελούν μικρά άλματα από κλαδί σε κλαδί σε αυτή ακριβώς τη στάση. Επίσης, μπορούν εύκολα να «στρίβουν» το σώμα τους κατά γωνίες 90° και, να μεταπηδούν στη νέα θέση, πάντοτε σε τέλεια ισορροπία.

Πάντως, παρά τις εξαιρετικές τους ικανότητες να κινούνται στα κλαδιά, διαθέτουν μάλλον «αδύναμη», αδέξια και περιορισμένη πτήση από δένδρο σε δένδρο. Αντίθετα με τις συγγενικές παπαδίτσες, η πτήση τους δεν είναι «κυματιστή» (undulating).[19][23][24][25]

Κοινωνική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αιγίθαλος είναι από εκείνα τα είδη πτηνών που έχουν μελετηθεί επισταμένως, ως προς την κοινωνική τους συμεπιριφορά, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κοινωνική «ζωή» του αιγίθαλου είναι αρκετά έντονη. Εκτός αναπαραγωγικής εποχής, απαντά σε μικρές ομάδες των 3 έως 30 ατόμων, που αποτελούνται από οικογένειες και «φιλικά» άτομα, που έχουν βοηθήσει στην ανατροφή των νεοσσών (βλ. Θέσεις).[36]

Έτσι δείχνουν ισχυρή συνοχή και ικανότητα να διεκδικήσουν μια συγκεκριμένη περιοχή, από άλλα αντίστοιχα σμήνη.[37] Τα όρια αυτών των περιοχών καθορίζονται συνήθως από φυσικά ή τεχνητά «σύνορα», όπως είναι οι δασικές άκρες ή οι δρόμοι. Το μέγεθος της εκάστοτε περιοχής σχετίζεται με το μέγεθος του σμήνους.[38]

Λόγω υψηλού μεταβολισμού, ο οποίος κατά κανόνα συμβαδίζει με το μικρό σωματικό μέγεθος, ο αιγίθαλος αφιερώνει στην αναζήτηση της τροφής του μεγάλο μέρος της ημέρας, περίπου 50% υπό κανονικές συνθήκες, αλλά μερικές φορές το χειμώνα, φθάνει το 90-96% (!) [34] Κάποιες φορές διανύει μεγάλες -για το μέγεθός του- αποστάσεις σε μια ημέρα (συνήθως 3-5, μερικές φορές έως και 11 χιλιόμετρα). Συνήθως, κάθε στάση για τροφή διαρκεί 2-15 λεπτά, για να επαναληφθεί η μετακίνηση, κατόπιν.

Στα χειμερινά σμήνη, οι αιγίθαλοι κοιμούνται έχοντας στενή σωματική επαφή μεταξύ τους, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο μεγαλύτερη αντοχή στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.[39] Οι θέσεις κουρνιάσματος βρίσκονται συνήθως σε πυκνούς θάμνους 1-10 μέτρων ύψους και, οι χώροι προετοιμάζονται επιμελώς, με τα άτομα του σμήνους να συγκεντρώνονται σταδιακά. Φαίνεται, μάλιστα, ότι υπάρχει ιεραρχία στη διάταξη των ατόμων, με τα «ισχυρότερα» μέλη να αθροίζονται στο μέσον της αγέλης. Μερικές φορές, η διαδικασία αυτή διαταράσσεται από κάποια άτομα που αμφισβητούν την εγκατεστημένη ιεραρχική δομή, επικρατεί ένα μικρό πανδαιμόνιο έως και 30 λεπτά και, κατόπιν η ισορροπία αποκαθίσταται. Οι ουρές των πουλιών που παρατάσσονται στα άκρα «βλέπουν» σε διαφορετικές κατευθύνσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αίσθηση ενός σφαιρικού σχηματισμού, με μυτερές άκρες. Το πρωί, η συνάθροιση διαλύεται χωρίς περαιτέρω «τελετουργικά».

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

[*http://www.xeno-canto.org/species/Aegithalos-caudatus Δείγματα φωνής] (εξωτερικός σύνδεσμος)

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αιγίθαλοι αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα, ήδη από το πρώτο έτος της ζωής τους και, φαίνεται να είναι μονογαμικοί, αλλά εάν δεν έχουν ακόμη κατοχυρωθεί οι θέσεις φωλιάσματος, μπορεί να υπάρξει αλλαγή συντρόφου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύο φορές [40] σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο και, εάν καταστραφεί, σε πολλές περιπτώσεις οι εταίροι που είχαν την απώλεια, βοηθούν άλλα ζευγάρια να μεγαλώσουν τα μικρά τους, μία συμπεριφορά που δεν παρατηρείται συχνά στον κόσμο των ωδικών πτηνών. Συχνά, μάλιστα, δύο ζευγάρια ενώνουν τις δυνάμεις τους και μεγαλώνουν όλα τα μικρά, όλοι μαζί.[40], ενώ έχουν παρατηρηθεί μέχρι και 8 άτομα να συνεργάζονται.[38]

Ενήλικος αιγίθαλος

Ο χώρος φωλιάσματος καταλαμβάνεται από μικρά σμήνη που συρρέουν, ήδη από τα μέσα Ιανουαρίου - μερικές φορές, σε κακές καιρικές συνθήκες τον Μάρτιο. Σχηματίζονται ζευγάρια μέσα στο σμήνος, που υπερασπίζονται το έδαφός τους από μέλη άλλων σμηνών. Μάλιστα, τα αρσενικά τείνουν να αναζητούν τα θηλυκά μέσα στο πρωταρχικό σμήνος, ενώ τα θηλυκά τείνουν να αναζητούν τα αρσενικά σε γειτονικά σμήνη.[37]

Στην αρχή, οι διεκδικήσεις γίνονται ακόμη μερικώς ανεκτές, αργότερα όμως και ειδικά μετά την ολοκλήρωση της φωλιάς, υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις, ειδικά όταν οι φωλιές είναι δομημένες ανά πυκνά διαστήματα.[41] Σε γενικές γραμμές, έρχεται κατόπιν ο διαχωρισμός των ζευγαριών μέσα στο σμήνος, αλλά μπορεί σε κρύο καιρό να επανέλθει ο αρχικός συγχρωτισμός. Αυτό μπορεί να σημαίνει μια σκληρή εργασία στη δόμηση των φωλιών, που αποτελούν πανέμορφες κατασκευές και, όταν φωλιά έχει ολοκληρωθεί, το ζευγάρι παραμένει μαζί μέχρι τα νεαρά να την εγκαταλείψουν.

Το αρσενικό επιλέγει διάφορες θέσεις κατασκευής της φωλιάς και τις «προτείνει» στο θηλυκό, κρατώντας κάτι χαρακτηριστικό στο ράμφος του, όπως ένα μεγάλο φτερό λ.χ., και κελαηδάει στο θηλυκό με τρεμάμενες πτέρυγες. Μετά την επιλογή της θέσης, αρχίζει η κατασκευή της περίτεχνης φωλιάς.

Στις περιοχές όπου αναπαράγεται (βλ. Βιότοπος), ο αιγίθαλος κατασκευάζει τη φωλιά του πάνω σε μεγάλους και πυκνούς θάμνους, συνήθως αγκαθωτούς, 1,5-6 μέτρα από το έδαφος, προς την άκρη του φυτού, ωστόσο καλά κρυμμένη (Singer). Μπορεί όμως να φωλιάσει και σε κωνοφόρα ή φυλλοβόλα δένδρα, στη διχάλα ενός κλάδου ή κοντά στον κορμό, αρκετά ψηλά, μέχρι 22-25 μέτρα από το έδαφος [42] και, με την είσοδο της φωλιάς να βλέπει προς την ηλιόλουστη πλευρά του φυτού. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η φωλιά κατασκευάζεται σε τρύπες ή είναι τεχνητή.

Φωλιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η φωλιά του αιγίθαλου είναι ένα μικρό έργο τέχνης, υπόδειγμα αλληλοΰφανσης των υλικών και ανθεκτικότητας. Αποτελεί μια πολύ χαρακτηριστική, σφαιρική-οβάλ κατασκευή, συμπαγή και μεγάλη σε διάμετρο, κλειστή και με παχύ τοίχωμα, οι διαστάσεις της οποίας κυμαίνονται από 11-25 εκατοστά σε μάκρος και από 9-18 εκατοστά σε φάρδος, είναι δηλαδή, ελαφρά στενόμακρη και πλευρικά πεπλατυσμένη, με ένα μικρό «παραθυράκι» περίπου 3 εκατοστών διαμέτρου για είσοδο, σχεδόν πάντα στο άνω ήμισυ. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν δύο είσοδοι. Με την ανάπτυξη των νεαρών πτηνών, η συνολική κατασκευή μπορεί να επεκταθεί λίγο.[43] Η εσωτερική διάμετρος είναι μεταξύ 5 και 6 εκατοστών, ενώ το πάχος τοιχώματος 1-3 εκατοστά. Η φωλιά είναι συχνά μόνιμα πακτωμένη με τους γύρω τομείς και, ως εκ τούτου, ανθεκτική στους δυνατούς ανέμους. Ακόμη και κάτω από συνεχή βροχή και κρύο, με την ισχυρή επένδυση που έχει προσφέρει καλή προστασία.

Αιγίθαλος στη φωλιά του
Aegithalos caudatus

Η φωλιά είναι δομημένη με βρύα, λειχήνες και ιστούς αράχνης, αλλά επίσης μπορεί να ενσωματώνονται, ίνες και άλλο φυτικό υλικό, φτερά, μαλλί και τρίχες.

  • Τα κομμάτια ιστού της αράχνης, λειτουργούν εξαιρετικά ως στερεωτικά της όλης δομής, λόγω της υψηλής τους ανθεκτικότητας. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: πρώτον, ο ιστός που χρησιμοποιείται, είναι εκείνο το είδος ιστού που χρησιμοποιούν οι αράχνες για να στερεώνουν και να προφυλάσσουν τα αυγά τους (egg cocoon silk), που είναι το ανθεκτικότερο που παράγουν οι αδένες τους. Και δεύτερον, τα μικρά θάλλια των βρύων λειτουργούν ως άγκιστρα που πλέκονται περίτεχνα με τον ιστό της αράχνης, ο οποίος εφοδιάζει την όλη δομή με μικρές θηλιές. Η όλη κατασκευή θυμίζει έντονα τη προηγμένη τεχνολογία στα συνθετικά υφάσματα βέλκρο (velcro)! [44]

Το εξωτερικό συνήθως επικαλύπτεται με λειχήνες, με αποτέλεσμα μια πολύ καλή κάλυψη παραλλαγής. Το υλικό επίστρωσης του εσωτερικού της φωλιάς, αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από φτερά. Όλα τα υλικά επιλέγονται από τη γύρω περιοχή, αλλά μπορούν επίσης, να διανυθούν αποστάσεις έως και 600 μέτρα, για τη συλλογή τους.

  • Τα νούμερα είναι, κάποιες φορές, εντυπωσιακά: έχουν καταμετρηθεί μέχρι και 3000 κομμάτια από λειχήνες στην επικάλυψη και, μέχρι 2600 κομμάτια από φτερά στην εσωτερική επίστρωση της φωλιάς! [45]

Η φωλιά, κατασκευάζεται και από τα δύο φύλα, και παίρνει συχνά μέχρι και 33 ημέρες για να ολοκληρωθεί, αλλά σε κακές καιρικές συνθήκες μπορεί να πάρει 5-6 εβδομάδες.[38][46] Σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, η κατασκευή μπορεί να οδηγηθεί στην πλήρη ματαίωση, αλλά από το Μάρτιο και μετά, η περίπτωση αυτή εμφανίζεται λιγότερο συχνά. Εάν η φωλιά καταστραφεί και χρειαστεί αντικατάσταση, τότε συνήθως μία νέα ολοκληρώνεται μέσα σε 5-6 ημέρες, αλλά το τίμημα είναι μια κακή κατασκευή που μπορεί στη συνέχεια να καταπέσει και, συχνά είναι επίσης λιγότερο συμπαγής και κακοεπιστρωμένη.

Η φωλιά κατασκευάζεται από τη βάση προς την είσοδο. Πρώτα, μια πλατφόρμα από μαλακό υλικό διαμορφώνεται, με περιστροφικές κινήσεις του σώματος και, στη συνέχεια, «πλέκονται» τα τοιχώματα με ταχύτητα 1 έως 3,5 εκατοστών ανά ημέρα. Ταυτόχρονα, ο άλλος γονέας δουλεύει το εσωτερικό της φωλιάς, μέχρις ότου ολοκληρωθούν τα τοιχώματα και η φυσιολογική δημιουργία της οπής εισόδου-εξόδου, η οποία όμως στο τέλος ενισχύεται στο κατώτερο άκρο της. Το εξωτερικό «σοβάτισμα» με τους λειχήνες διαρκεί περίπου 9 ημέρες για να ολοκληρωθεί, για να ακολουθήσει κατόπιν το τελικό στάδιο, της επίστρωσης δηλαδή του εσωτερικού της φωλιάς.[47]

Η γέννα πραγματοποιείται αργά το Μάρτιο ή στις αρχές Απριλίου, συνήθως 1-7 ημέρες μετά την ολοκλήρωση της φωλιάς. Αποτελείται από 8-12, περιστασιακά από 5-16 πολύ μικρά αυγά, διαστάσεων 14,2 Χ 10,8 χιλιοστών και βάρους 0,9 γραμμαρίων, περίπου, από τα οποία το 6% είναι κέλυφος.[22][40] Η εναπόθεση των αυγών γίνεται μέρα παρά μέρα. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό την εφοδιάζει με τροφή και, η διάρκειά της είναι 12-14 ημέρες, περίπου.[40]

Νεαροί αιγίθαλοι

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται δηλαδή γυμνοί και ανήμποροι και, χρειάζονται άμεση προστασία από τους γονείς τους. Σιτίζονται και από τους δύο γονείς, ή άλλους «βοηθούς» (βλ. Θέσεις), ενώ παραμένουν στη φωλιά για 14-18 ημέρες, οπότε αποκτούν κανονικό πτέρωμα και είναι ικανά να πετάξουν. Αφού εγκαταλείψουν τη φωλιά, τρέφονται από τους γονείς τους για ακόμη 10-14 ημέρες.[22][40] Πάντως το ποσοστό επιτυχίας της γέννας είναι μικρό, περίπου 17%, διότι οι φωλιές των αιγιθάλων, συχνά λεηλατούνται από φυσικούς θηρευτές.[48] Στο τέλος της αναπαραγωγικής περιόδου, κατά τους μήνες Ιούνιο-Ιούλιο, τα πουλιά επανασχηματίζουν τα χειμερινά σμήνη στις χειμερινές επικράτειες.[37]

  • Στην Ελλάδα, ο αιγίθαλος παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με τα υποείδη 9 και 17 να φωλιάζουν, κυρίως στη βόρεια και κεντρική χώρα, ενώ τα υποείδη 3 και 4 απαντώνται ως διαβατικά (βλ. Πίνακα υποειδών).[14][15]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε παγκόσμιο επίπεδο, το είδος παραμένει αρκετά κοινό, εκτός από τα άκρα της κατανομής του (Harrap &Quinn, 1996). Η IUCN, η Birdlife International και η British Trust για την Ορνιθολογία (BTO), κατατάσσουν το είδος ως «Ελαχίστης Ανησυχίας» (LC), χωρίς ιδιαίτερες απειλές.[49]

Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Γαλλία, η Ρωσία και η Ισπανία.[50]

Ωστόσο, λόγω του μικρού μεγέθους τους, οι αιγίθαλοι είναι ευάλωτοι σε ακραίες χαμηλές θερμοκρασίες, με απώλειες πληθυσμού έως και 80% που καταγράφεται σε περιόδους παρατεταμένου ψύχους. Πάντως, θεωρείται ότι οι πληθυσμοί γρήγορα επιστρέφουν στα προηγούμενα επίπεδα λόγω του υψηλού δυναμικού αναπαραγωγής τους.[51] Στην Ευρώπη, οι τάσεις από το 1980 δείχνουν ότι οι πληθυσμοί έχουν υποστεί μια μέτρια μείωση (p <0,01), με βάση τα προσωρινά στοιχεία για 21 χώρες από την Πανευρωπαϊκή Προγράμματος Παρακολούθησης Κοινών Πουλιών (EBCC / RSPB / BirdLife / Στατιστική Ολλανδία? Π. Voříšek in litt. 2008). Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης.

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που, στην ηπειρωτική Ελλάδα (κυρίως το υποείδος A. c. macedonicus), ο αιγίθαλος έχει ευρεία εξάπλωση, δεν παρατηρείται συχνά, αν και είναι πιο διαδεδομένος στη βόρεια χώρα. Αντίθετα, από τα νησιά, απαντά μόνο στη Λέσβο και τη Σάμο (υποείδος A. c. tephronotus) αλλά, και πάλι, δεν είναι κοινό πτηνό.[6]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο ο Αιγίθαλος απαντά και με τις ονομασίες Μακρονούρης, Ορίτης, ενώ είναι πιθανόν η Ακανθυλίς του Αριστοτέλη.[1]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Η λέξη απαντά και με την εκδοχή Αιγίθαλλος.[52]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Απαλοδήμος, σ. 41
  2. BirdLife International (2012). Aegithalos caudatus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 28 Μαρτίου 2014.
  3. 3,0 3,1 Howard and Moore, p. 538-9
  4. Howard and Moore, p. 538
  5. Α. Κανέλλης
  6. 6,0 6,1 6,2 Handrinos & Akriotis, p. 267
  7. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2015. 
  8. ΠΛΜ, 4:200
  9. Λεξικό Lindell-Scott, λέξη αιγίθαλλος
  10. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=cauda
  11. 11,0 11,1 11,2 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2013. 
  12. 12,0 12,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22712004
  13. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2015. 
  14. 14,0 14,1 Κανέλλης
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 Όντρια, σ. 180
  16. RDB, p. 160
  17. Glutz v. Blotzheim, S. 337f
  18. Glutz v. Blotzheim, S. 337f, s. Literatur
  19. 19,0 19,1 19,2 Scott & Forest, σ. 166
  20. Nilsson
  21. 21,0 21,1 Harrap / Quinn (1995), S. 421
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob14370.htm
  23. 23,0 23,1 Harrison & Greensmith, p. 319
  24. 24,0 24,1 Avon & Tilford, p. 130
  25. 25,0 25,1 Heinzel et al, p. 306
  26. Singer, p. 319
  27. Flegg, p. 122
  28. Mullarney et al. p. 346
  29. 29,0 29,1 Bruun, p. 270
  30. Perrins, p. 182
  31. Scott & Forrest, p. 166
  32. http://www.ibercajalav.net
  33. planetofbirds.com
  34. 34,0 34,1 Glutz v. Blotzheim, S. 348
  35. Riehm (1970) in Glutz v. Blotzheim, S. 327
  36. Cramp & Perrins
  37. 37,0 37,1 37,2 Gaston
  38. 38,0 38,1 38,2 Harrap/Quinn, S. 422
  39. Glen & Perrins
  40. 40,0 40,1 40,2 40,3 40,4 Harrison, p. 280
  41. Glutz v. Blotzheim, S. 351
  42. Harrison, p. 279
  43. Glutz v. Blotzheim, S. 342
  44. Hansell
  45. Harrap/Quinn
  46. Glutz v. Blotzheim, S. 343
  47. Glutz v. Blotzheim, S. 342f
  48. Hatchwell et al
  49. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2013. 
  50. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2013. 
  51. Harrap & Quinn
  52. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 4, σ. 220

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Cramp, S. and Perrins, C. (1993) Handbook of the birds of Europe, the Middle East and North Africa: the birds of the Western Palearctic: Flycatchers to Shrikes. Volume 8. Oxford, Oxford University Press.
  • Crick, H. Q. P.; Dudley, C.; Glue, D.E.; Thomson, D.L. 1997. UK birds are laying earlier.Nature 388: 526.
  • Crick, H. Q. P.; Sparks, T.H. 1999. Climate change related to egg-laying trends. Nature399: 423-424.
  • del Hoyo, J., Elliott, A., and Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Gaston, A. J. (1973) The ecology and behaviour of the Long-tailed Tit. Ibis, 115(3), pp.330-351
  • Glen, N. W. and Perrins, C. M. (1988) Cooperative breeding by long-tailed tits. British Birds, 81(12), pp.630-641
  • Hansell, Michael Henry (2007). Built by animals: the natural history of animal architecture. Oxford University Press. pp. 76, 77. ISBN 978-0-19-920556-1. Retrieved 1 July 2011
  • Harrap S., D. Quinn: Chickadees, Tits, Nuthatches and Treecreepers, Princeton University Press, Princeton/New Jersey 1995. ISBN 0-691-01083-8
  • Hatchwell, B. J., et al. (1999) Reproductive success and nest-site selection in a cooperative breeder: effect of experience and a direct benefit of helping. The Auk, 116(2), pp.355-363
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: September, 2015).
  • Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
  • Nilsson J.-Å.: Long-tailed Tit (Aegithalos caudatus) in W. J. M. Hagemeijer, M. J. Blair: The EBCC Atlas of European Breeding Birds – their distribution and abundance, T & A D Poyser, London 1997, ISBN 0-85661-091-7
  • U. N. Glutz von Blotzheim, K. M. Bauer: Handbuch der Vögel Mitteleuropas (HBV). Band 13/I, Passeriformes (4. Teil): Muscicapidae – Paridae, AULA-Verlag 1993/2001, ISBN 3-923527-00-4
  • Α. Κανέλλης στην Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 4, λήμμα «Αιγίθαλος»

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Χανδρινός Γ. και Δημητρόπουλος Α.: Τα Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδ. Ευσταθιάδης, Αθήνα, 1982
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Long-tailed Tit της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Schwanzmeise της Γερμανικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).