Αγγειίτιδα Βέγκενερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η κοκκιωματώδης αγγειίτιδα Βέγκενερ είναι μία σπάνιας συστηματική αγγειίτιδα των μικρού μεγέθους αγγείων του αίματος π.χ. φλεβίδια, αρτηρίδια και τριχοειδή. Προσβάλλει το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα (μύτη, στόμα, φάρυγγα, λάρυγγα, τραχεία, βρόγχοι), το κατώτερο αναπνευστικό (πνεύμονες, νεφρούς) καθώς επίσης και άλλα όργανα. Διακρίνεται σε δύο τύπους ανάλογα με την προσβολή και την εξάπλωσή τους στον οργανισμό.

Επιδημιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αγγειίτιδα Βέγκενερ μπορεί να προσβάλλει άτομα κάθε ηλικίας. Συνηθέστερη ηλικία είναι η 4η και 5η δεκαετία της ζωής. Το 82% των παιδιών που πάσχουν από αγγειίτιδα Βέγκενερ και νεφρική νόσο τελικού σταδίου ανήκουν στη λευκή φυλή. Παγκοσμίως η αναλογία ανδρών και γυναικών είναι 1:1.

Κλινικές εκδηλώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αγγειίτιδα Βέγκενερ μπορεί να εκδηλωθεί σαν κλασικό πλήρες σύνδρομο (γενικευμένη) αλλά και σαν ατελές ή εντοπισμένη αγγειίτιδα Wegener όταν δεν προσβάλλει τους νεφρούς.

Γενικευμένη αγγειίτιδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γενικευμένη αγγειίτιδα Βέγκενερ προσβάλει τόσο όργανα του ανώτερου αναπνευστικού, πνεύμονες αλλά και νεφρούς, μπορεί όμως να επεκταθεί και σε άλλα τμήματα του οργανισμού και να προσβάλλει δέρμα, αρθρώσεις, περιφερικά νεύρα, μυϊκό σύστημα, κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ), καρδιά και οφθαλμούς. Το 50% των εκδηλώσεων της γενικευμένης νόσου ξεκινάει ως κοκκιωματώδη αγγειίτιδα όπου αρχικά προσβάλλεται το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα. Στη συνέχεια μπορεί να εξελιχθεί άμεσα σε γενικευμένη νόσο ή να εξελιχθεί αργά και αθόρυβα για μήνες ή χρόνια και στη συνέχεια να προκαλέσει την εμφάνιση αγγειιτιδικών συμπτωμάτων συμπεριλαμβανομένης και της σπειραματονεφρίτιδας. Μπορεί όμως να ξεκινήσει και αντίστροφα. Δηλαδή να εκδηλωθεί αμέσως ως γενικευμένη αγγειίτιδα του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (φάρυγγας, τραχεία, παραρρινικοί κόλποι), αυτιά και οφθαλμούς χωρίς να έχει προηγηθεί κοκκιωματώδη εκδήλωση. Και στις δύο περιπτώσεις η διάγνωση τίθεται από τα κλινικά συμπτώματα, την εμφάνιση χαρακτηριστικών κοκκιωμάτων, την βιοψία ιστολογικού παρασκευάσματος και την ανίχνευση αυτοαντισωμάτων c-ANCA και PR3-ANCA στον ορό του ασθενούς.

Εντοπισμένη αγγειίτιδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «εντοπισμένη» αγγειίτιδα Βέγκενερ περιορίζεται στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα και τους πνεύμονες με ελάχιστες εκδηλώσεις αγγειίτιδας. Αυτός ο τύπος απαντάται στο ¼ περίπου των περιπτώσεων. Τα κοκκιώματα εμφανίζονται ακόμα στο δέρμα, στην καρδιά, στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στο ενδοθηλιακό σύστημα, και στις αρθρώσεις όπου προκαλεί σοβαρές και θανατηφόρες επιπλοκές.

Αιτιολογικοί παράγοντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αγγιείτιδα Βέγκενερ εμφανίζεται εξαιτίας αυτοάνοσων ή αλλεργικών αντιδράσεων ή αντιδράσεων υπερευαισθησίας σε άγνωστα αντιγόνα και ευαισθητοποίησης του αναπνευστικού συστήματος σε βακτηριδιακά παθογόνα. Με τη λοίμωξη παράγονται οι κυτταροκίνες TNF-a και IL-6 οι οποίες διεγείρουν τα πολυμορφοπύρηνα ουδετερόφιλα για να εκφράσουν τα αυτο-αντισώματα ANCA, τα οποία υπάρχουν φυσιολογικά στην επιφάνεια κυτταροπλασματικών δικτύων και αυξάνουν τα μόρια προσκόλλησης με αποτέλεσμα να προσκολληθούν στα αγγειακά ενδοθηλιακά κύτταρα.

Με τεχνικές έμμεσου ανοσοφθορισμού μπορούν να διακριθούν τρεις τύποι αντισωμάτων ANCA:

  • Τα c-ANCA (κυτταροπλασματικός ανοσοφθορισμός).
  • Τα p-ANCA (πυρηνικός φθορισμός).
  • Τα άτυπα/atypical ANCA (ούτε κυτταροπλασματικός, ούτε πυρηνικός φθορισμός).

Τα c-ANCA αντισώματα είναι υπεύθυνα για τη Βέγκενερ (95% των ασθενών αυτών έχουν c-ANCA) όμως σχετίζονται και με άλλες παθήσεις. Τα ANCA συνδέονται στα πολυμορφοπύρηνα ουδετερόφιλα οδηγώντας τα σε αποκοκκίωση και ενεργοποίηση ριζών οξυγόνου οι οποίες προκαλούν βλάβη στο ενδοθήλιο. Σε αυτό το μηχανισμό συμμετέχουν και οι υποτροπιάσεις της Βέγκενερ από αναπνευστικές λοιμώξεις κυρίως από τον σταφυλόκοκκο τον χρυσίζων.

Εργαστηριακός έλεγχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν υπάρχουν ειδικές εξετάσεις που να θέτουν με βεβαιότητα τη διάγνωση της αγγειίτιδας Βέγκενερ.

Γενική Αίματος Αναιμία, Λευκοκυττάρωση λόγω λοίμωξης ή Λευκοπενία λόγω θεραπείας, Ηωσινοφιλία
Τ.Κ.Ε. Παρουσία φλεγμονής και αυξημένη σε αγγειίτιδα Βέγκενερ
Γενική Ούρων Αιματουρία/πρωτεϊνουρία (υποδηλώνει φλεγμονή στο νεφρό)

Διαφορική διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λοιμώξεις Ενδοκαρδίτιδα, Κοκκιωματώδης νόσοι HCV/HBV/HIV, Παρβοϊός
Νεοπλασίες Λέμφωμα, Λευχαιμία εκ τριχωτών κυττάρων, Μυελοδιπλασία, Μεταστατικοί όγκοι
Αποφρακτικές αγγειακές παθήσεις Αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο TTP, Σύνδρομο Μπύργκερ, Σύνδρομο εμβολής από χοληστερόλη
Αυτοάνοσες λοιπές παθήσεις Σαρκοειδή Υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο, Συστηματικός ερυθυματώδης λύκος, Nόσος Still, Σύνδρομο Behcet, Μύξωμα κόλπου

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διάγνωση τίθεται με βιοψία ιστού από την άνω αεροφόρο οδό, σε περιπτώσεις κοκκιωματώδους φλεγμονής με νέκρωση ή και χωρίς αγγειίτιδα. Σε υποψία νεκρωτικής κοκκιωματώδους αγγειίτιδας συνιστάται η βιοψία πνεύμονα.

Θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεραπεία περιλαμβάνει φάρμακα που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα, τα συνηθέστερα είναι τα κορτικοειδή. Τα κορτικοειδή βελτιώνουν τις οφθαλμικές και δερματικές αλλοιώσεις σε αντίθεση με τους νεφρούς και τους πνεύμονες. Η κυκλοφωσφαμίδη σε μακροχρόνια θεραπεία αποδίδει σταδιακά την κλινική εκδήλωση. Υποχωρεί ο πυρετός, τα δερματικά εξανθήματα, σταθεροποιούνται οι πνευμονικές αλλοιώσεις, βελτιώνεται η νεφρική λειτουργία, μειώνονται τα ANCA και η Τ.Κ.Ε και τέλος διατηρείται ο αριθμός των λευκών > 3000 mm3. Λόγω όμως της έντονης τοξικότητας της χορηγείται αζαθειοπρίνη και πρεδνιζολόνη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]