Αγαρικώδη
| Αγαρικώδη (Agaricales) | ||||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αγαρικό το πεδινό (Agaricus campestris) Αγαρικοειδή (Agaricaceae) | ||||||||||
| Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||
| ||||||||||
| Συνώνυμα | ||||||||||
|
Amanitales Jülich (1981) Cortinariales Jülich (1981) Entolomatales Jülich (1981) Fistulinales Jülich (1981) Schizophyllales Nuss (1980) |
Τα Αγαρικώδη (Agaricales) είναι μία τάξη της συνομοταξίας των Βασιδιομυκήτων. Στην αρχικό τους ορισμό συμπεριελάμβαναν όλα τα αγαρικόμορφα (μανιτάρια με ελάσματα), αλλά η μεταγενέστερη έρευνα έδειξε ότι δεν είναι όλα τα αγαρικόμορφα άμεσα συγγενή και μερικά ανήκουν σε άλλες ομοταξίες όπως τα Ρουσουλώδη (Russulales) και τα Βολιτώδη (Boletales). Αντίθετα, η μοριακή έρευνα DNA έχει δείξει ότι πολλά μη-αγαρικόμορφα, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τα ροπαλόμορφα, κοραλόμορφα και γαστερόμορφα μανιτάρια ανήκουν στα Αγαρικώδη. Η τάξη έχει 46 οικογένειες, περισσότερα από 680 γένη και περισσότερα από 25.000 καταγεγραμμένα είδη [1] μαζί με έξι γένη γνωστά από απολιθώματα[2][3][4]. Τα είδη στα Αγαρικώδη ποικίλλουν από το γνωστό Αγαρικό το δίσπορο (Agaricus bisporus), το κοινό καλλιεργούμενο "λευκό μανιτάρι", και το δηλητηριώδες Amanita virosa, μέχρι το κοραλλόμορφο Clavaria zollingeri και το πολύπορο Fistulina hepatica.
Ιστορία, ταξινόμηση και φυλετική γενεαλογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στους τρεις τόμους του Systema Mycologicum, οι οποίοι δημοσιεύτηκαν το διάστημα ανάμεσα στο 1821 και 1832, ο σημαντικός μυκητολόγος Ηλίας Μάγκνους Φρις, τοποθέτησε σχεδόν όλα τα γνωστά τότε σαρκώδη μανιτάρια με ελάσματα στο γένος Αγαρικό (Agaricus). Οργάνωσε το μεγάλο γένος σε "φυλές", τα ονόματα των οποίων ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούνται ως ονόματα συνηθισμένων γενών. Ο Φρις στη συνέχεια προήγαγε κάποιες από αυτές τις "φυλές" στο επίπεδο ξεχωριστού γένους, αλλά οι μεταγενέστεροι ταξινόμοι όπως οι Gillet, Karsten, Kummer, Quélet και Staude έκαναν περισσότερες αλλαγές. Ο Φρις βάσισε τη δική του ταξινόμηση σε μακροσκοπικά χαρακτηριστικά των καρποσωμάτων και το χρωματισμό του αποτυπώματος των σπορίων. Το σύστημα του χρησιμοποιήθηκε ευρέως, αφού είχε το πλεονέκτημα ότι πολλά από τα γένη μπορούσαν να ταυτοποιηθούν άμεσα, σύμφωνα με χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούσαν να παρατηρηθούν εύκολα στο πεδίο. Η κατάταξη του Φρις στη συνέχεια αμφισβητήθηκε χάρις στην έρευνα με μικροσκόπιο πάνω στα βασιδιοκάρπια (καρποσώματα των βασιδιομυκήτων), την οποία διεξήγαγαν οι Fayod και Patouillard, η οποία έδειξε ότι οι ομαδοποιήσεις του Φρις δεν ήταν φυσικές. [5]. Τον 20ο αιώνα, το επιδραστικό έργο του Ρολφ Ζίνγκερ "Τα Αγαρικώδη στη Σύγχρονη Ταξινομία" επανεκδόθηκε 4 φορές σε ένα διάστημα ανάμεσα στο 1951 και το 1986. Το συγκεκριμένο έργο χρησιμοποίησε τόσο τα μακροσκοπικά χαρακτηριστικά του Φρις, όσο και τα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά του Fayod, έτσι ώστε να επαναταξινομήσει τις οικογένειες και τα γένη. Η τελική ταξινόμηση του Ζίνγκερ συμπεριελάμβανε 230 γένη μέσα σε 18 οικογένειες.[6] Ο Ζίνγκερ ξεχώρισε τρεις μεγάλες ομαδοποιήσεις μέσα στα Αγαρικώδη sensu lato "με την ευρεία έννοια" : τα Αγαρικώδη sensu stricto "με την στενή έννοια", τις Βολιτίνες (Boletineae) και τα Ρουσουλώδη. Αυτές οι ομαδοποιήσεις είναι ακόμη αποδεκτές από την σύγχρονη ταξινόμηση, η οποία βασίζεται στη μοριακή ανάλυση DNA, ως οι αγαρικόμορφοι, βωλιτόμορφοι και ρουσουλόμορφοι κλάδοι. [7]
Η μοριακή φυλογενετική έρευνα έχει δείξει ότι ο αγαρικόμορφος κλάδος ταυτίζεται περίπου με τον ορισμό του Singer των Αγαρικωδών sensu stricto. [8][9][10]. Μία έρευνα μεγάλης κλίμακας του Brandon Matheny και των συνεργατών του χρησιμοποίησε τις αλληλουχίες DNA από έξι γονιδιακές περιοχές σε 238 είδη από 146 γένη για να διερευνήσει την φυλογενετική ομαδοποίηση μέσα στα Αγαρικώδη. Η ανάλυση έδειξε ότι τα περισσότερα από τα είδη που εξετάστηκαν μπορούν να ομαδοποιηθούν εντός έξι κλάδων, οι οποίοι ονομάστηκαν Agaricoid, Tricholomatoid, Marasmioid, Pluteoid, Hygrophoroid και Plicaturopsidoid. [11]

Οι μοριακές αναλύσεις έχουν δείξει ότι τα αγαρικόμορφα αποκλίνουν πολύ περισσότερο από όσο ήταν κατανοητό παλαιότερα. Τα αγαρικόμορφα στα γένη Ρουσούλα (Russula) και Λακτάριου (Lactarius), για παράδειγμα, ανήκουν στην τάξη Ρουσουλωδών, ενώ τα αγαρικόμορφα στα γένη Paxillus και Hygrophoropsis ανήκουν στα Βολιτώδη. Αντίθετα κάποια γένη με μη-αγαρικόμορφα καρποσώματα, όπως τα γαστερόμορφα, η "φωλιά των πουλιών" Cyathus striatus και πολλά ροπαλόμορφα, ανήκουν στα Αγαρικώδη.
Διασπορά και οικοτόπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα μέλη των Αγαρικωδών βρίσκονται παγκοσμίως σε όλες τις ηπείρους. Η μεγάλη πλειοψηφία βρίσκεται χερσαία, σε κάθε είδος οικοσυστήματος από τα δάση και τα λιβάδια, μέχρι και τις ερήμους και τις αμμοθίνες. Παλιά υπήρχε η πεποίθηση ότι τα αγαρικώδη βρίσκονται μόνο χερσαία, μέχρι την ανακάλυψη το 2005 της Ψαθυρέλας της υδάτινης (Psathyrella aquatica), του μόνο μανιταριού με ελάσματα, το οποίο έχει βρεθεί με καρπόσωμα μέσα σε υδάτινο σώμα (ποτάμι). [12] Τα είδη ποικίλλουν ανάμεσα σε σαπροτροφικά ή εκτομυκορριζικά, κατά περιπτώσεις παρασιτικά πάνω σε φυτές ή και άλλους μύκητες, και μερικές φορές σε συμβιωτικές μορφές (λειχήνες).
Τα Αγαρικώδη συμπεριλαμβάνουν έξι μονοτυπικά εξαφανισμένα γένη, τα οποία έχουν βρεθεί απολιθωμένα μέσα σε κεχριμπάρι. Τα παλαιότερα δείγματα προέρχονται από τρία γένη του Κρητιδικού: το είδος Gondwanagaricites magnificus από το Άπτιο (περίπου 125 με 113 εκατομμύρια χρόνια πριν) στη Βραζιλία[2], το είδος Palaeoagaracites antiquus από κεχριμπάρι της Μιανμάρ από το Άλβιο ( περίπου 100 εκατομμύρια χρόνια πριν) και το ελαφρώς νεότερο είδος από κεχριμπάρι του Νιου Τζέρσει Archaeomarasmius leggeti[3] από το Τουρόνιο (περίπου 94 με 90 εκατομμύρια χρόνια πριν). Τα υπόλοιπα τρία είδη Aureofungus yaniguaensis, Coprinites dominicana και Protomycena electra έχουν εντοπιστεί από μοναδικά δείγματα, τα οποία έχουν βρεθεί στα ορυχεία Δομινικανού κεχριμπαριού της Ισπανιόλα. [4]
Ταξινόμηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η τάξη των Αγαρικωδών σύμφωνα με στοιχεία του Σεπτεμβρίου του 2025[1] αποτελείται από 46 οικογένειες :
- Αγαρικοειδή (Agaricaceae) • περίπου 2.300 είδη
- Αμανιτοειδή (Amanitaceae) • περίπου 800 είδη
- Biannulariaceae
- Bolbitiaceae
- Broomeiaceae
- Callistosporiaceae
- Chromocyphellaceae
- Clavariaceae
- Cortinariaceae • περίπου 3.200 είδη
- Crassisporiaceae
- Crepidotaceae
- Cyphellaceae
- Cystostereaceae
- Εντολωματοειδή (Entolomataceae)• περίπου 2.200 είδη
- Galeropsidaceae
- Hemigasteraceae
- Hydnangiaceae
- Hygrophoraceae • περίπου 1.000 είδη
- Υμενογαστεροειδή (Hymenogastraceae)• περίπου 1.500 είδη
- Inocybaceae • περίπου 1.300 είδη
- Limnoperdaceae
- Λυκοπερδοειδή (Lycoperdaceae) • περίπου 400 είδη
- Lyophyllaceae
- Macrocystidiaceae
- Marasmiaceae • περίπου 1.200 είδη
- Mycenaceae • περίπου 1.800 είδη
- Mythicomycetaceae
- Niaceae
- Nidulariaceae
- Omphalotaceae
- Phyllotopsidaceae
- Physalacriaceae
- Pleurotaceae
- Pluteaceae
- Porotheleaceae
- Psathyrellaceae • περίπου 1.100 είδη
- Pseudoclitocybaceae
- Pterulaceae
- Radulomycetaceae
- Sarcomyxaceae
- Schizophyllaceae
- Stephanosporaceae
- Strophariaceae
- Tricholomataceae
- Tubariaceae
- Typhulaceae
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- 1 2 Kirk, Paul (επιμ.). «Agaricales». Catalogue of Life. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2025.
- 1 2 Heads, Sam W.; Miller, Andrew N. (2017). «The oldest fossil mushroom». PLOS ONE 12 (6): e0178327. Bibcode: 2017PLoSO..1278327H. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC5462346/.
- 1 2 «Evidence of mycoparasitism and hypermycoparasitism in Early Cretaceous amber». Mycological Research 111 (4): 503-506. 2007. doi:. PMID 17512712. https://archive.org/details/sim_fungal-biology_mycological-research_2007-04_111_4/page/502.
- 1 2 Hibbett, DS (2003). «Another Fossil Agaric from Dominican Amber». Mycologia 95 (4): 685–687. doi:. PMID 21148976.
- ↑ Kirk, PM· Cannon, PM (2008). Dictionary of the Fungi. UK: CABI: Wallingford. σελ. 12. ISBN 978-0-85199-826-8.
- ↑ Singer, Rolf (1986). The Agaricales in Modern Taxonomy (4η έκδοση). Königstein im Taunus, Germany:: Koeltz Scientific Books. ISBN 978-3-87429-254-2.
- ↑ Hibbett, DH (22 Σεπτεμβρίου 2000). McLaughlin, DJ, επιμ. «Basidiomycota: Homobasidiomycetes». The Mycota. VIIB. Systematics and Evolution (Springer-Verlag): 121–168. ISBN 978-3-540-58008-9.
- ↑ Hibbett, DS; Pine, EM; Langer, E; Langer, G; Donoghue, MJ (1997). «Evolution of gilled mushrooms and puffballs inferred from ribosomal DNA sequences». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 94 (22): 12002–12006. doi:. PMID 9342352. PMC 23683. Bibcode: 1997PNAS...9412002H. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC23683/.
- ↑ Moncalvo, JM; Lutzoni, FM; Rehner, SA; Johnson, J; Vilgalys, Vilgalys R (2000). «Phylogenetic relationships of agaric fungi based on nuclear large subunit ribosomal DNA sequences». Systematic Biology 49 (2): 278–305.. doi:. PMID 12118409. https://archive.org/details/sim_systematic-biology_2000-06_49_2/page/278.
- ↑ Moncalvo, JM; Vilgalys, R; Redhead, SA; Johnson, JE; James, TY; Catherine Aime, M; Hofstetter, V; Verduin, SJ και άλλοι. (2002). «One hundred and seventeen clades of euagarics». Molecular Phylogenetics and Evolution 23 (3): 357–400. doi:. PMID 12099793. Bibcode: 2002MolPE..23..357M. https://shibboleth.umich.edu/idp/profile/oidc/authorize?execution=e1s1.
- ↑ Matheny et al (2006). «Major clades of Agaricales: a multilocus phylogenetic overview». Mycologia 98 (6): 982–995. doi:. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2016. https://web.archive.org/web/20160303170605/http://www.clarku.edu/faculty/dhibbett/Reprints%20PDFs/Mathenyetal_Agaricales_2006.pdf.
- ↑ Frank, JL; Coffan, RA; Southworth, D (2010). «Aquatic gilled mushrooms: Psathyrella fruiting in the Rogue River in southern Oregon». Mycologia 102 (1): 93–107. doi:. PMID 20120233.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Agaricales στο Wikimedia Commons