Αγάπες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αγάπη

Αγάπες ονομάζονταν οι κοινές εστιάσεις οι οποίες τελούνταν στις Χριστιανικές κοινότητες από τον πρώτο αιώνα. Οι αγάπες αρχικά τελούνταν μαζί με τη Θεία Ευχαριστία, ενώ από τον 2ο αιώνα αποχωρίστηκαν από το ευχαριστιακό γεγονός, λόγω καταχρήσεων που παρατηρήθηκαν. Παρότι οι αγάπες αποχωρίστηκαν από την Θεία Ευχαριστία διατήρησαν κάποια εξωτερικά στοιχεία, όπως την «κλάση» του άρτου ή την «ευλογία» του ποτηρίου. Κάθε μέρα μαζεύονταν στον Ναό των Ιεροσολύμων για να ακούσουν το κήρυγμα των Αποστόλων και για να προσευχηθούν. Κάθε βράδυ μαζεύονταν σε σπίτια, έτρωγαν με απλότητα το δείπνο τους(Αγάπες)και τελούσαν την Θεία Ευχαριστεία.

Το τυπικό των αγαπών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τελούνταν κατά την εσπερινή σύναξη της Κυριακής ή και άλλες ημέρες τις οποίες η κοινότητα αποφάσιζε. Τελείτο αρχικά σε οικίες κυρίως κληρικών, ενώ με το πέρασμα των ετών πραγματοποιούνταν και σε ναούς. Ο Τερτυλλιανός στα συγγράματά του εξυμνούσε τις αγάπες οι οποίες «τόνωναν την ευσέβεια των πιστών και ενίσχυαν του φτωχούς». Η συνεστίαση άρχιζε με κοινή προσευχή, ενώ η παρουσία εδεσμάτων ήταν περιορισμένη αφού υπήρχε έντονη η αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Προ της λήξεως της εστίασης ο κάθε πιστός απήγγειλε κάποιο ύμνο από την Αγία Γραφή ή δικής του σύνθεσης. Ο εκφυλισμός των αγαπών κατά τον 2ο αιώνα αρχίζει να διαφαίνεται στη γραμματεία του Κλήμη Αλεξανδρέα ο οποίος αναφέρει ότι είχαν κατέλθει σε «δειπνάρια τίνα κνίσσης και ζωμών αποπνέοντα...την αγάπην την ηγιασμένην καθιδρίοις και ζωμού ρύσει καθυβρίζοντα».[1] Εν τέλει οι αγάπες συνδέθηκαν με την οργανωμένη μέριμνα της κοινότητας υπέρ των πτωχών, και συνδέθηκε με τον καιρό με φιλανθρωπικό έργο, χάνοντας όμως την αυστηρή πνευματική βάση με αποτέλεσμα με το πέρασμα των ετών να καταργηθούν. Τελικά η σύνοδος της Λαοδικείας το 397 μ.Χ. απαγόρευσε τις αγάπες. Σήμερα «αγάπη» αποκαλεί η Ορθόδοξη Εκκλησία τον Μέγα Εσπερινό της ημέρας του Πάσχα.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κλήμη Αλαξανδρέα Παιδαγωγός 2,1

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Εκκλησιαστική Ιστορία» - Βλασίου Φειδά, Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα, 2002