Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!
η πρώτη έκδοση (384 σελ.)
ΣυγγραφέαςΓουίλιαμ Φώκνερ
ΜεταφραστήςΈλλη Μαρμαρά
ΤίτλοςAbsalom, Absalom!
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1936
ΜορφήΜυθιστόρημα - ιστορικό μυθιστόρημα - οικογενειακό έπος
ΘέμαΔουλεία στις ΗΠΑ
ΧαρακτήρεςThomas Sutpen
ΒραβείαΟι μεγαλύτερες επιτυχίες του 20ου αιώνα: 100 αγγλόφωνα βιβλία μυθοπλασίας[1]
LC ClassOL82928W[2]
ΠροηγούμενοPylon
ΕπόμενοThe Unvanquished

Το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ ! (Absalom, Absalom!) είναι μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα, Γουίλιαμ Φώκνερ, που εκδόθηκε τον εκδοτικό οίκο "Random House", το 1936. Είναι το ένατο (9) στη σειρά μυθιστόρημά του, και θεωρείται αυτό που μαζί με το «Η βουή και η μανία», ("The Sound and the Fury") οδήγησαν την κριτική επιτροπή του βραβείου Νόμπελ, να του απομείνει το αντίστοιχο βραβείο το 1949.

Ο τίτλος του έργου ανακαλεί στη μνήμη μας, την βιβλική ιστορία του Αβεσσαλώμ, του γιου που επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά πατέρα του Δαβίδ και σκοτώθηκε από τον αδερφό του, με τον ίδιο τρόπο που ο Τόμας Σάτπεν (ο ήρωας του έργου) δημιουργεί περιουσία και οικογένεια, οι οποίες θα εξαφανιστούν εξαιτίας των οικογενειακών παθών και παθημάτων.

Για το βιβλίο έχει γραφτεί ότι ...είναι μαζί με τον «Χάκλμπερι Φιν» και το «Μόμπυ Ντικ» οι απάτητες κορυφές της Αμερικανικής λογοτεχνίας.[3] Το βιβλίο από το έτος έκδοσής του και μέχρι το 2017 έχει κάνει 460 διαφορετικές εκδόσεις σε 24 γλώσσες.[4], και υπάρχει σε όλες σχεδόν τις λίστες με τα καλύτερα βιβλία. Ενδεικτικά αναφέρεται: ότι καταγράφεται ανάμεσα στα 100 καλύτερα βιβλία, καθώς και πρώτο στη λίστα με τα «Καλύτερα μυθιστορήματα του Αμερικανικού νότου όλων των εποχών».[5]
Στην Ελλάδα το βιβλίο το έχει μεταφράσει η Έλλη Μαρμαρά και έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις "Οδυσσέας", το 1980 και σε επανέκδοση το 1997.

Υπόθεση του έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1833, ο Τόμας Σάτπεν (Thomas Sutpen), ένας νεαρός άντρας από τη δυτική Βιρτζίνια, φτάνει στο Τζέφερσον (Jefferson) της κομητείας Γιοναπατόφα (Yoknapatawpha County = φανταστική κομητεία, έδρα του λογοτεχνικού κόσμου του Φώκνερ) της πολιτείας του Μισσισσίππι (Mississippi) . Αφού αγοράσει μια έκταση 100 εκταρίων από μια φυλή Ινδιάνων της περιοχής και χτίσει μια πολυτελέστατη έπαυλη, δημιουργεί μια μεγάλη φυτεία και παντρεύεται την Έλεν Κόλντφιλντ, (Ellen Coldfield), κόρη ενός ντόπιου εμπόρου και με το πέρασμα των χρόνων γίνεται μέλος της τοπικής αριστοκρατίας. Από αυτόν τον γάμο, θα αποκτήσει ένα γιο , τον Χένρυ Σάτπεν (Henry Sutpen) -και μια κόρη- την Τζούντιθ Σάπτεν (Judith Sutpen) . Η κόρη του δημιουργεί δεσμό με έναν νέο της περιοχής και φίλο του αδερφού της, ο Τόμας Σάτπεν ανακαλύπτει ότι αυτός ο νέος, ο Τσαρλς Μπον (Charles Bon), είναι γιός του από έναν προηγούμενο κρυφό γάμο του με την Ευλαλία Μπον (Eulalia Bon), τον οποίο διέλυσε μόλις έμαθε ότι η γυναίκα του ήταν μιγάς. Όταν ο Σατπεν πληροφορεί τον γιό του Χένρυ για το γεγονός εκείνος οργίζεται με τον πατέρα του και φεύγει για την Νέα Ορλεάνη, μαζί με τον φίλο του, Τσαρλς Μπον. Όταν ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος, ο Χένρυ Σατπεν θα πολεμήσει με τα στρατεύματα του Νότου. Όταν ξανασμίξει με τον πατέρα του, θα μάθει ότι ο Μπον όχι μόνο είναι ετεροθαλή αδερφός του, όπως και της Τζούντιθ της αδερφής του που σκοπεύει να παντρευτεί, αλλά και κατά το ήμισυ και με νέγρικο αίμα, ο Χένρυ Σάτπεν θα σκοτώσει τον Μπον,μπροστά στην πόρτα της έπαυλης των Σάτπεν, για να μην γίνει ποτέ ο γάμος. Ο Τόμας Σάτπεν, συντετριμμένος από τα γεγονότα, θα βυθιστεί στην κατάθλιψη και το αλκοόλ, ενώ παράλληλα θα συνάψει ερωτικό δεσμό με ένα 15-χρονο κορίτσι που το λένε Μίλλυ Τζόουνς(Milly Jones). Από τη Μίλλυ θα αποκτήσει μια κόρη, και θα τελειώσει τη ζωή του, δολοφονημένος από τον παππού της Μίλλυ, τον Γουώς Τζόουνς (Wash Jones) το 1869, ο οποίος στην μανία της οργής του θα σκοτώσει και την εγγονή του Μίλλυ, αλλά και το νεογέννητο μωρό της.
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το 1909, ο 20χρονος Κουέντιν Κόμπσον (Quentin Compson) εγγονός του καλύτερου φίλου του Τόμας Σάτπεν (του συνταγματάρχη Κόμπσον - (General Compson)) και ενώ ετοιμάζεται να φύγει από το Τζέφερσον για σπουδές στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, καλείται από την κυρία Ρόζα Κόλντφιλντ (Rosa Coldfield) (αδερφή της γυναίκας του Τόμας Σάτπεν, Έλλεν) να μάθει την ιστορία των Σάτπεν. Για βδομάδες ολόκληρες ο Κόμπσον ακούει μαγεμένος την ιστορία αυτής της οικογένειας, και στο τέλος την διηγείται στον συμφοιτητή του στο Χάρβαρντ, Σρηήβ. Μια μέρα θα επισκεφτεί μαζί με την Ρόζα Κολφιλντ, την φυτεία των Σάτπεν για να συναντήσει τον τελευταίο Σάτπεν, τον Χένρυ, ετοιμοθάνατο. Η Ρόζα Κόλντφιλντ θα γυρίσει μερικούς μήνες μετά για να πάρει τον Χένρυ Σάτπεν στο νοσοκομείο αλλά η Κλύτη "Clytemnestra Sutpen" ("Clytie"), κόρη του Τόμας Σάτπεν και μαύρης σκλάβας του, και υπηρέρτρια του σπιτιού - δεν θα την αφήσει. Θα βάλει φωτιά και θα κάψει τον Χένρυ Σάτπεν και τον εαυτό της, εξαφανίζοντας οριστικά την οικογένεια.[6]

κεφάλαιο 1[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

πρώτος αφηγητής: ο νεαρός Κουέντιν Κόμπσον που διηγείται στον πατέρα του
Το μυθιστόρημα ανοίγει στο σπίτι της μις Ρόζα Κόλντφιλντ (ντυμένη «στα αιώνια μαύρα που φορούσε σαραντατρία χρόνια τώρα, αν ήταν γι' αδερφή, πατέρα ή μη σύζυγο κανείς δεν ήξερε...») και συγκεκριμένα στο γραφείο του πεθαμένου εδώ και πολλά χρόνια πατέρα της. Η μις Κόλντφιλντ είχε καλέσει τον 20 χρονο Κουέντιν Κόμπσον για να του διηγηθεί την ιστορία του Τόμας Σάπτεν :(«...φαίνεται πως αυτός ο δαίμονας - τον λέγανε Σάτπεν - (Συνταγματάρχη Σάτπεν) - Συνταγματάρχη Σάτπεν. Που ξεφύτρωσε ξαφνικά και απροειδοποίητα σ' αυτά τα μέρη με μια συμμορία παράξενους αράπηδες και έφτιαξε μια φυτεία - (ξάρπαξε βίαια μια φυτεία, λέει η μις Ρόζα Κόλντφιλντ. Και παντρεύτηκε την αδερφή της Έλεν και γέννησε και ένα γιό και μια κόρη που (χωρίς τρυφεράδα γέννησε, λέει η μις Ρόζα Κόλντφιλντ). Που θα ' πρέπε να είναι τ' ακριβά καμάρια του και οι προστάτες κι η παρηγοριά των γηρατειών του, μόνο που - ( - μόνο που τον κατάστρεψαν ή κάπως έτσι ή τα κατάστρεψε εκείνος ή κάπως έτσι. Και πέθανε) - και πέθανε. Χωρίς κανένας να τον κλάψει, λέει η μις Ρόζα Κόλντφιλντ - (εκτός από την ίδια) Ναι, εκτός από την ίδια. (Κι απ' τον Κουέντιν Κόμπσον ) Ναι. Κι απ' τον Κουέντιν Κόμπσον.»).
Αν και δεν είναι ξεκάθαρο στον νεαρό Κόμπσον γιατί η μις Κόλντφιλντ του τα διηγείται όλα αυτά, ωστόσο την ακούει με μεγάλο ενδιαφέρον. Φεύγοντας της υπόσχεται να ξαναγυρίσει για να την πάρει με το μόνιππο, και διηγείται στο πατέρα του (και στους αναγνώστες), τον κύριο Κόμπσον, γιό του συνταγματάρχη Κόμπσον, τα όσα του είπε.

κεφάλαιο 2[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτό το κεφάλαιο κύριος αφηγητής είναι ο κύριος Κόμπσον, ο πατέρας του Κουέντιν, και γιός του στρατηγού Κόμπσον:
Μια Κυριακή του Ιουνίου του 1833 θα φτάσει στο Τζέφερσον(που τότε ήταν ακόμα χωριό) ένας άντρας γύρω στα 25, καβάλα πάνω σε ένα κοκκινόψαρο άλογο. Το πρώτο και το μόνο που θα μαθαίνανε οι κάτοικοι μέσα στο επόμενο μήνα ήταν το επώνυμο του: Σ ά τ π ε ν. Ο Σάτπεν έπιασε δωμάτιο στο ξενοδοχείο της πόλης, και (όπως έμαθαν αργότερα) διαπραγματευόταν με έναν μεσίτη, την πώληση της γης των Ινδιάνων της περιοχής (που ανήκανε στη φυλή Τσικάσο). Όταν τα κατάφερε και πήρε τον τίτλο ιδιοκτησίας στα χέρια του, εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όσο ξαφνικά είχε έρθει.
Ξαναγύρισε έπειτα από δυο μήνες. Αυτή τη φορά, έφερνε μαζί του και μια άμαξα γεμάτη νέγρους δούλους καθώς και έναν (όπως θα μαθαίνανε αργότερα) Γάλλο αρχιτέκτονα. Αυτή η περίεργη ομάδα βάλθηκε να χτίζει - με δέντρα από τα γύρω δάση και πηλό από το ποτάμι - την έπαυλη που θα έμενε ο Σάτπεν, στη γη που αμέσως ονόμασε «Τα 100 του Σάτπεν». Επί δυο ολόκληρα χρόνια οι 20 δούλοι και ο Σάτπεν έχτιζα ένα μεγάλο και πολυτελές σπίτι, μένοντας όμως σε συνθήκες σχεδόν πρωτόγονες (μέσα σε σκηνές και ζούσαν από το κυνήγι ελαφιού). Στα 1835 όταν το σπίτι ολοκληρώθηκε, ο αρχιτέκτονας έφυγε και δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Τα επόμενα τρία χρόνια, το σπίτι παρέμενε χωρίς έπιπλα, χωρίς παράθυρα και χωρίς τζάμια. Ο Σάτπεν όμως άρχισε να έχει κάποιες επαφές με τους κατοίκους της πόλης και μάλιστα συχνά τους καλούσε να περάσουν τη μέρα και τη νύχτα τους εκεί, κυνηγώντας, τρώγοντας και πίνοντας. Η γη γύρω από το σπίτι είχε διαμορφωθεί σε βαμβακοφυτεία και τους πρώτους σπόρους βαμβάκι, ο Σάτπεν τους είχε δανειστεί από τον στρατηγό Κόμπσον. Και πάλι ξαφνικά, η πόλη βλέπει τον Σάτπεν να επισκέπτεται μια Κυριακή πρωί, την εκκλησία των Μεθοδιστών της περιοχής, εφημέριος της οποίας ήταν ο κύριος Κόλντφιλντ (μικρομαγαζάτορας της πόλης και άνθρωπος αμέμπτου ηθικής) αλλά και το μαγαζί του κυρίου Κόλντφιλντ. Ύστερα, εξαφανίστηκε και πάλι.
Επέστρεψε ύστερα από τρεις μήνες με τέσσερεις μεγάλες άμαξες να φέρνουν την επίπλωση του σπιτιού. Οι φήμες για το που έβρισκε τα λεφτά ο Σάτπεν φούντωσαν και πάλι. Όλοι ήταν σχεδόν σίγουροι ότι ο Σάτπεν στα διαστήματα της απουσίας του, έκανε ληστείες και μάζευε τα χρήματα που του χρειάζονταν κάθε φορά. Έτσι όταν γύρισε με τέτοια λεία, κανένας στην περιοχή δεν ήθελε να έχει σχέσεις μαζί του. Και όχι μόνο αυτό: συγκλήθηκε και μια επιτροπή με επικεφαλής τον σερίφη της πόλης για να τον συλλάβουν και να τον ανακρίνουν. Όμως, η παρουσία του κυρίου Κόλντφιλντ και του στρατηγού Κόμπσον (οι μόνο δύο άνθρωποι που επέτρεψε να τον πλησιάσουν λίγο περισσότερο), και η εγγύηση που έδωσαν για τον ποιόν του Σάτπεν, διέκοψαν τη διαδικασία. Όμως η κοινωνία του Τζέφερσον δεν τον εκτιμούσε, και δεν θα τον εκτιμούσε ποτέ. Τον Ιούνιο του 1838, ο Σάτπεν τάραξε ακόμα μια φορά την τοπική κοινωνία με τον γάμο του με την κόρη του πάστορα Κόλντφιλντ, την 20χρονη Έλεν Κλόντφιλντ.

κεφάλαιο 3[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνεχίζει ο κύριος Κόμπσον:
Σε αυτό το κεφάλαιο διηγείται την ιστορία της Ρόζας Κόλντφιλντ, της αδερφής της Έλεν και παραλίγο συζύγου του Τόμας Σάτπεν. Η Ρόζα Κόλντφιλντ γεννήθηκε σχεδόν 20 χρόνια μετά την αδερφή της Έλεν (το 1845), με αποτέλεσμα να είναι στην ηλικία των παιδιών του ζευγαριού. Η μητέρα τους πέθανε στη γέννα (ήδη ηλικιωμένη γυναίκα) και η μικρή Ρόζα ανατράφηκε από τη θεία της σε ένα περιβάλλον πουριτανικό, και ποτίστηκε από το μίσος της θείας προς τον Τόμας Σάτπεν. Τα πρώτα 16 χρόνια της ζωής της τα έζησε απομονωμένη σε αυτό το ερμητικά κλειστό σπίτι, βλέποντας την αδερφή της και τα ανίψια της τρεις ή τέσσερεις φορές το χρόνο. Όταν το 1861 ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, ο πατέρας της αντίθετος με τον πόλεμο, κλείστηκε στο σπίτι του, ανέβηκε στη σοφίτα, κάρφωσε την πόρτα και έμενε συνέχεια εκεί, αρνούμενος να δει οποιονδήποτε. Το 1864 θα πεθάνει, άγνωστο πως. Αφού μια μέρα δεν άπλωσε το χέρι να σηκώσει το σκοινί με το οποίο ανέβαζε το φαγητό που του έφερνε η κόρη του, η Ρόζα φώναξε μερικούς άντρες, σπάσανε την πόρτα και βρήκαν τον κύριο Κόλντφιλντ νεκρό. Η Ρόζα ήταν πλέον, ορφανή (είχε θεία της το είχε σκάσει κρυφά μια νύχτα πριν χρόνια, με έναν έμπορο αλόγων), και άπορη.
Τα παιδιά του Σάτπεν, ο Χένρυ και η Τζούντιθ είχαν μεγαλώσει πλέον κα μάλιστα ο Χένρυ βρισκόταν στο πρώτο έτος των σπουδών του σε ένα κοντινό Κολλέγιο. Ο Χένρυ φέρνει σπίτι στις διακοπές τον φίλο του από το Κολλέγιο, Τσαρλς Μπον, ο οποίος γνωρίζεται με τη Τζούντιθ. Η Έλλεν Κόλντφιλντ διαπίστωσε ότι τα δυο παιδιά ήταν ερωτευμένα και άρχισε να κάνει μάλιστα και προετοιμασίες για τον επικείμενο γάμο τους. Όμως, ξαφνικά και αδικαιολόγητα, η πόλη πληροφορήθηκε ότι άγριος καυγάς ξέσπασε ανάμεσα στον πατέρα και τον γιό. Ο Χένρυ οργίστηκε τόσο που αποκήρυξε τον πατέρα του, απαρνήθηκε τα δικαιώματα στην κληρονομιά και εξαφανίστηκε μαζί με τον φίλο του, από την πόλη για πάντα. Αυτό το γεγονός θα συντρίψει την μητέρα του, η οποία θα πέσει στο κρεβάτι και θα πεθάνει δυο χρόνια αργότερα. Τελικά και αναπόφευκτα, εξαναγκασμένη από τη φτώχια της, θα πάει να μείνει στα «100 του Σάτπεν».

κεφάλαιο 4[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσο ο Κουέντιν περιμένει να φτάσει η προκαθορισμένη ώρα για να περάσει να πάρει την μις Κόλντφιλντ, για μια (άγνωστη ακόμα) επίσκεψη, ο κύριος Κόμπσον συνεχίζει να θυμάται:
Ο Χένρυ Σάτπεν γνώρισε τον Τσαρλς Μπον κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους στο Κολλέγιο του Μισισιπή, και αμέσως οι δυο άντρες ανέπτυξαν μια δυνατή φιλία (και κάτι περισσότερο ακόμα: Ο Χένρυ ξελογιάστηκε από τους τρόπους και τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του Μπον) και έγιναν αμέσως αχώριστοι. Στις πρώτες χριστουγεννιάτικες διακοπές, ο Χένρυ πηγαίνει τον Μπον, στα «100 του Σάτπεν» και όλη η οικογένεια - εξαιρουμένου του πατέρα Σάτπεν- γοητεύεται το ίδιο από αυτόν. Ο Χένρυ, υποβάλλει στην αδερφή του Τζούντιθ την ιδέα ενός αρραβώνα μεταξύ αυτής και του Μπον, κάτι στο οποίο τόσο η νεαρή όσο, ακόμα περισσότερο η μητέρα της, συναινεί με μεγάλη ευχαρίστηση. Στις επόμενες Χριστουγεννιάτικες διακοπές, όταν και πάλι ο Μπον είναι καλεσμένος στο σπίτι, πατέρας και γιος τσακώνονται εξαιτίας του. Ο Τόμας Σάτπεν, υποψιασμένος από την αρχή, είχε κάνει ένα ταξίδι μέχρι τη Νέα Ορλεάνη, και είχε μάθει ότι ο Μπον ήταν ήδη παντρεμένος με μια μιγάδα πόρνη και μάλιστα είχε και ένα παιδί μαζί της. Ο Χένρυ - αρνούμενος να πιστέψει αυτό που του έλεγε ο πατέρας του - καβγαδίζει βίαια μαζί του και αφού του ανακοινώνσει ότι δεν θέλει πια να είναι γιος του και απαρνιέται οτιδήποτε κληρονόμησε ή δέχτηκε από αυτόν - φεύγει μες τη νύχτα μαζί με τον Μπον. «...Γιατί ο Χένρυ αγαπούσε τον Μπον. Απαρνήθηκε αίμα, κληρονομιά και οικονομική ασφάλεια για χάρη του, για χάρη αυτουνού του ανθρώπου που τουλάχιστον σχεδίαζε να διαπράξει διγαμία έστω και αν δεν ήταν εντελώς παλιάνθρωπος, και που πάνω στο πτώμα του τέσσερα χρόνια αργότερα η Τζούντιθ θα 'βρισκε τη φωτογραφία της άλλης και του παιδιού. Τόσο πολύ μάλιστα, ώστε μπόρεσε (ο Χένρυ) να διαψεύσει τον πατέρα του σε κάτι που θα πρέπει να ΄χε καταλάβει πως ο πατέρας του δεν θα μπορούσε να ΄χει πει και δεν θα' λεγε χωρίς βάση και απόδειξη....»Οι δυό τους φτάνουν στη Νέα Ορλεάνη, όπου ο Μπον του αποκαλύπτει ότι όλα όσα του είπε ο πατέρας του είναι αλήθεια, και μάλιστα τον πηγαίνει να δει και την οικογένειά του. Ο Σάτπεν ωστόσο, συνεχίζει ελπίζει ότι ο Μπον θα χωρίσει από την μιγάδα και θα παντρευτεί την αδερφή του, και περιμένει να γίνει αυτό. Όταν ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος οι δυο νέοι κατατάσονται αμέσως στο λόχο που δημιούργησε το κολλέγιο του Μισισιπή και φεύγουν για τον πόλεμο. Με το τέλος του πολέμου, ο Μπον μαζί με τον Χένρυ, εμφανίζονται ξαφνικά στην έπαυλη του Σάτπεν, με τον Μπον αποφασισμένο να ζητήσει σε γάμο την Τζούντιθ, -διαπράττοντας κατά τον Χένρυ διγαμία-.
«...(«Μην περάσεις τη σκιά αυτού του στύλου, αυτού του κλαδιού, Τσαρλς» και «θα τηνε περάσω, Χένρυ)» - κι έπειτα ο Γουός Τζόουνς καβάλα στο ξεσαμάρωτο μουλάρι μπρος στην αυλόπορτα της μις Ρόζας, να φωνάζει τ' όνομά της μέσα στην ηλιόλουστη και ειρηνική σιωπή του δρόμου, λέγοντας «Ελόγου είσαι η Ρόζη Κόλντφιλντ; Τότε καλά θα κάνεις να΄ρθεις πέρα. Ο Χένρυ ντουφέκισε εκείνον τον καταραμένο τον φραντσέζο. Τον ξέκανε σαν το ζαγάρι».»

κεφάλαιο 5[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτό το κεφάλαιο - γραμμένο όλο με πλάγια γράμματα - η διήγηση ξαναγυρίζει σε κείνο το απόγευμα που η Ρόζα Κόλντφιλντ είχε καλέσει τον νεαρό Κόμπσον σπίτι της και του εκμυστηρευόταν την ιστορία της:
Έτσι η Ρόζα Κόλντφιλντ εγκαταστάθηκε στο αρχοντικό του Σάτπεν. Ο Χένρυ εξαφανίστηκε αμέσως μετά τον φόνο, και η Τζούντιθ έθαψε τον Τσαρλς δίπλα στον τάφο της μητέρας της, μαθαίνοντας για πρώτη φορά (από μια φωτογραφία που βρήκε στα ρούχα του Τσαρλς) το λόγο που ο αδερφός της τον σκότωσε. Στο σπίτι έμειναν τώρα, οι τρεις γυναίκες - η Τζούντιθ, η Ρόζα και η Κλύτη - προσπαθώντας μέσα από χίλιες δυσκολίες να επιβιώσουν σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ακολούθησαν για τους Νότιους, του εμφύλιου πολέμου. Ο πόλεμος είχει βυθίσει όλο τον Νότο σε απέραντη φτώχια, τα παλιά πλούτη και μεγαλεία είχαν εξαφανιστεί, όλος ο κόσμος έτσι όπως τον ήξεραν, είχε καταρρεύσει. Οι γυναίκες έσπερναν μόνες τους τα περιβόλια, όργωναν μόνες τους τη γη, ύφαιναν μόνες τους τα ρούχα τους, και περίμεναν ή έλπιζαν στην εμφάνιση του Τόμας Σάτπεν. Και πραγματικά, ο πατριάρχης, συνταγματάρχης τώρα πια Σάτπεν, έφτασε εξαθλιωμένος μια μέρα στο σπίτι του. Το πείσμα του Σάτπεν και η άρνηση να αποδεχτεί την ήττα, τον ρίχνουν σε μια προσπάθεια να αναστήσει όλα όσα έχασε. Προσπαθεί να ξανα-δημιουργήσει την φυτεία και μάλιστα κάνει πρόταση γάμου στην Ρόζα Κόλντφιλντ - τη μόνη διαθέσιμη γι' αυτόν γυναίκα - να τον παντρευτεί. Και η Ρόζα δεν λέει όχι.
Η προσπάθεια να ξανα-δημιουργήσει τη φυτεία αποτυγχάνει και έτσι ο Σάτπεν ανοίγει στην άκρη του δρόμου, ένα μικρό εμπορικό, και προσπαθεί να επιβιώσει πουλώντας χάντρες, κορδέλες και ζαχαρωτά. Την Ρόζα την θέλει για να του γεννήσει ένα ακόμα παιδί, έναν γιό που δεν θα εξαφανιστεί σαν τον Χένρυ, και όταν της δηλώνει την πρόθεσή του να την παντρευτεί μόνο αν μείνει έγκυος και μάλιστα του γεννήσει αγόρι - η Ρόζα Κόλντφιλντ, προσβεβλημένη φεύγει οριστικά από το αρχοντικό. Για τα επόμενα 43 χρόνια δεν θα ξαναεπισκεπτεί το σπίτι, ούτε θα ξαναδεί κανέναν τους.

κεφάλαια 6, 7, 8, και 9[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το κεφάλαιο 6 και μετά, ξεκαθαρίζεται η πλοκή της αφήγησης και επανερχόμαστε στον πραγματικό χρόνο που όλα αυτά συμβαίνουν: Ένα χειμωνιάτικο βράδυ του Ιανουαρίου του 1910, ο Κουέντιν Κόμπσον - πρωτοετής φοιτητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ της Μασσαχουσέτης- λαμβάνει ένα γράμμα από τον πατέρα του. Ο κύριος Κόμπσον, πληροφορεί τον γιό του, ότι στις 9 Ιανουαρίου πέθανε η μις Ρόζα Κόλντφιλντ. Με αφορμή αυτό το γράμμα, ο Κουέντιν αρχίζει να διηγείται την ιστορία των Σάτπεν αλλά και της εμπλοκής του σε αυτήν, στον συμφοιτητή και συγκάτοικο στο δωμάτιο του Πανεπιστημίου Σρήβλιν (Σρηβ) Μακάνον, έναν Βόρειο 20χρονο νεαρό, που δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον στο να καταλάβει τον τρόπο σκέψης και ζωής των Νοτίων. Έτσι ο Κουέντιν αρχίζει να του διηγείται αυτό που αποτελεί το κεφάλαιο 1 του βιβλίου - δηλαδή την επίσκεψή του στην μις Ρόζα Κόλντφιλντ που έγινε μερικούς μήνες πριν, τον Σεπτέμβριο του 1909. Στο κεφάλαιο 7 η αφήγηση εμπλουτίζεται από την ενεργή συμμετοχή του Σρηβ, στη διαμόρφωση της ιστορίας, αφού αναλαμβάνει να βγάλει συμπεράσματα, να κάνει υποθέσεις για τα κίνητρα, και καίριες παρατηρήσεις για τους χαρακτήρες της ιστορίας. Σε αυτό το κεφάλαιο εξιστορείται η σχέση του Τόμας Σάτπεν με τον Γουώς Τζόουνς και οι περιστάσεις που οδήγησαν στη δολοφονία του Σάτπεν από τον φίλο του και συνεταίρο του, στην έπαυλή του, στις 12 Αυγούστου του 1869.
Στο κεφάλαιο 8 εξιστορείται η προηγούμενη ζωή (πριν έρθει στο Τζέφερσον) του Σάτπεν, έτσι όπως τη διηγήθηκε ο ίδιος ο Σάτπεν, στον παππού του Κουέντιν, καθώς και η ιστορία και αληθινή καταγωγή του Τσαρλς Μπον (ήταν γιός του Σάτπεν, από μια μιγάδα, που με δόλο την πάντρεψαν μαζί του).
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου,το 9, η διήγηση επιστρέφει στον Σεπτέμβριο του 1909 και η Κουέντιν εξιστορεί στον Σρηβ, πως πήγε το ίδιο βραδάκι και πήρε την μις Ρόζα Κόντφιλντ για να την πάει στην έπαυλη (που κάποιος ή κάτι κρυβόταν μέσα της...). Και πραγματικά οι δυό τους βρίσκουν την ογδοντάχρονη πλεόν Κλύτη, τον Τζιμ Μποντ (εγγονό του Τσαρλς Μπον) και τον άρρωστο και ετοιμοθάνατο Χένρυ να ζουν εκεί.
Ο Κουέντιν θα φύγει αμέσως μετά για το Πανεπιστήμιο ενώ από τα γράμματα του πατέρα του θα μάθει ότι τον Δεκέμβριο του 1909 η Ρόζα Κόλντφιλντ θα πάει με ένα ασθενοφόρο στο σπίτι για να πάρει τον Χένρυ και να τον φροντίσει. Όμως η Κλύτη, που δεν κατάλαβε τις προθέσεις της - και υπέθεσε ότι ήθελαν να τον πάρουν για να τον φυλακίσουν για το φόνο του Μπον, βάζει φωτιά στο σπίτι, και έτσι πεθαίνει αυτή και ο Χένρυ..
Αυτό που απόμεινε από το αίμα των Σάτπεν - ο Τζιμ Μποντ - εξαφανίστηκε. Η μις Κόλντφιλντ μετά το συμβάν θα πέσει άρρωστη στο κρεβάτι, όπου και θα πεθάνει στις 9 Ιανουαρίου, όντας σε κώμα τις τελευταίες εβδομάδες.

Ανάλυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φώκνερ άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα του τον Φεβρουάριο του 1934, - (αν και με διακοπές γιατί ταυτόχρονα εξέδωσε μια συλλογή διηγημάτων, ένα άλλο μυθιστόρημα και έγραφε τις ιστορίες που θα αποτελούσαν το επόμενο βιβλίο του. Επίσης, δούλεψε και στην σύνθεση τεσσάρων σεναρίων) - αλλά η γραφή του δεν ήταν εύκολη: παίρνοντας σαν βάση κάποια προηγούμενα σχεδιάσματά του και διηγήματα, άρχισε να συνθέτει το έργο αναζητώντας ακόμα τονν τρόπο γραψίματος και το ύφος που χρειαζόταν. Την άνοιξη του 1935 άρχισε να βρίσκει τον ρυθμό του και του χρειάστηκαν ακόμα οχτώ ή εννιά μήνες μέχρι να το ολοκληρώσει. Το χειρόγραφο είχε ολοκληρωθεί τον Ιανουάριο του 1936 και μάλιστα ο Φώκνερ ο ίδιος -απόλυτα ικανοποιημένος από το δημιούργημά του είπε, ότι το θεωρώ το καλύτερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ από Αμερικανό[7] Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1936 αλλά δεν συνάντησε την απήχηση που ο Φώκνερ περίμενε ότι θα είχε. Κάποιες κριτικές εμφανίστηκαν σε κάποια περιοδικά όχι πολύ ευνοϊκές. Ο εκδοτικός οίκος εξάλλου, είχε τυπώσει λιγότερα από 10000 αντίτυπα και το βιβλίο ουσιαστικά σταμάτησε να κυκλοφορεί στις αρχές του 1940, χωρίς να γίνει καμμία ανατύπωση. Η αναγνώριση της αξίας του ήρθε περίπου δέκα χρόνια αργότερα, κυρίως με την απονομή του βραβείου Νόμπελ, τότε που όλα του τα έργα ήρθαν στο φώς και προσέλκυσαν το ενδιαφέρον.
Σύμφωνα με τον μελετητή του έργου του, τον Αμερικανό φιλόλογο και λογοτεχνικό κριτικό Fred Hobson, τα έργα του Φώκνερ «Η βουή και η μανία», που γράφτηκε στην αρχή της δημιουργικότερης περιόδου του Φώκνερ, το 1929, και το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» που γράφτηκε προς το τέλος της, συνδέονται από πολλές απόψεις. Και στα δύο έργα ο μύθος απηχεί την αρχαιοελληνική τραγωδία, με την περιγραφή της ανόδου και της πτώσης μιας αριστοκρατικής οικογένειας, αλλά το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ !» ξεχωρίζει όχι μόνο για την πλούτο της ιστορίας σε λεπτομέρειες, και την πολυπλοκότητα των αφηγήσεων, αλλά κυρίως γιατί αναφέρεται και συνδιαλέγεται με αυτό που αποκαλούν το κέντρο βάρους της ιστορίας του Νότου , που δεν είναι άλλο από τον ρατσισμό σε όλες σχεδόν τις μορφές του και τον έντονο διαχωρισμό των κοινωνικών τάξεων. Το έργο μελετά τη γένεση της αριστοκρατίας του Νότου πριν τον αμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο και το που και πως αυτή θεμελίωσε τα προνόμια της. [8]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 20th Century's Greatest Hits: 100 English-Language Books of Fiction - Wikipedia
  2. «Absalom, Absalom! by William Faulkner | Open Library». Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2023.
  3. Fred C. Hobson : "William Faulkner's Absalom, Absalom!: A Casebook" ,Oxford University Press, 2003. σελ. 3
  4. https://www.worldcat.org/identities/lccn-n79003304/
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2018. 
  6. Η αφήγηση στο βιβλίο δεν ακολουθεί την παραπάνω ευθύγραμμη πορεία. Το βιβλίο θεωρείται απαιτητικό στην ανάγνωση, πρώτον γιατί ο Φώκνερ χρησιμοποιεί συχνά μεγάλες προτάσεις χωρίς τελείες, δεύτερον γιατί ο αφηγητής αλλάζει συχνά χωρίς ξεκάθαρο τρόπο και τρίτον γιατί ο Φώκνερ ξετυλίγει την υπόθεση βήμα - βήμα, όσο προχωράει η ανάγνωση. Βοηθητικό υλικό παρέχεται στο http://www.sparknotes.com/lit/absalom/context.html
  7. Carolyn Porter : "William Faulkner: Lives and Legacies", Oxford University Press, 2007, σελ. 108
  8. "William Faulkner's Absalom, Absalom!: A Casebook" ,Oxford University Press, 2003. σελ. 4

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]