Αβεντουρίνης
Ο αβεντουρίνης (αγγλ. και γαλλ. aventurine) ή αβαντουρίνης είναι μια ποικιλία του ορυκτού χαλαζίας, δηλαδή αποτελείται κυρίως από διοξείδιο του πυριτίου. Χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος για την κατασκευή κοσμημάτων και άλλων διακοσμητικών αντικειμένων, όπως κυπέλλων. Χαρακτηρίζεται από τη σχετική ημιδιαφάνειά του και τον σελαγισμό του, δηλαδή μικρή λάμψη που οφείλεται στην παρουσία προσμίξεων (εγκλεισμάτων) άλλων ορυκτών.
Το συνηθέστερο χρώμα του αβεντουρίνη είναι το πρασινωπό, αλλά μπορεί να είναι και πορτοκαλί, καστανό, κίτρινο, κυανό, γκρι ή κοκκινωπό. Το σύνηθες έγκλεισμα είναι ο πλούσιος σε χρώμιο φουχσίτης (μια ποικιλία μοσχοβίτη), που προσδίδει στον αβεντουρίνη μια αργυρώδη πράσινη ή μπλε απόχρωση. Το πορτοκαλί, καστανό και κοκκινωπό χρώμα οφείλονται σε γαιώδη εγκλείσματα αιματίτη ή γκαιτίτη. Εξαιτίας των διαφορετικών εγκλεισμάτων, οι φυσικές ιδιότητες του αβεντουρίνη παρουσιάζουν διακυμάνσεις από δείγμα σε δείγμα: Η πυκνότητα μπορεί να είναι από 2,64 έως 2,69 γραμμάρια ανά κυβ. εκατοστόμετρο, ενώ η σκληρότητά του είναι κάπως μικρότερη από εκείνη του καθαρού μονοκρυσταλλικού χαλαζία, περίπου 6,5 στην κλίμακα Μος.
Οι ορυκτολόγοι διακρίνουν δύο είδη αβεντουρίνη ανάλογα με τη σύστασή του: τον γνήσιο, χαλαζιακό αβεντουρίνη, και τον αστριακό αβεντουρίνη. Ο πρώτος εμπεριέχει εγκλείσματα από λεπτά φυλλίδια μαρμαρυγία ή αιματίτη. Ανευρίσκεται σε λεπτόκοκκους ψαμμίτες ή χαλαζίτες, στα Ουράλια και τα Αλτάια Όρη της Ασίας, στην Ινδία (πολιτεία Ταμίλ Ναντού), στην Κίνα, τη Βραζιλία και τη Μαδαγασκάρη. Πιο συγκεκριμένα, ο περισσότερος πράσινος και γαλαζοπράσινος αβεντουρίνης εξορύσσεται στην Ινδία (ιδίως γύρω από τις πόλεις Μαϊσόρ και Τσεννάι), όπου τον κατεργάζονται παραγωγικότατοι τεχνίτες. Από την άλλη, κρεμ, γκρίζος και πορτοκαλί αβεντουρίνης βρίσκεται και στη Χιλή και την Ισπανία.
Ο αστριακός αβεντουρίνης όταν έχει, όπως συνήθως, ρόδινο χρώμα, αποκαλείται και ηλιόλιθος, και μπορεί να εκληφθεί λανθασμένα ως πορτοκαλί ή κοκκινωπός χαλαζιακός αβεντουρίνης, μολονότι ο ηλιόλιθος έχει γενικώς μεγαλύτερη διαφάνεια.
Ο αβεντουρίνης είναι συχνά ταινιωτός και τυχόν υπεραφθονία του φουχσίτη μπορεί να τον καταστήσει αδιαφανή. Χρησιμοποιούνται και τεχνητοί αβεντουρίνες, που παρασκευάζονται με τη συγκράτηση σε αιώρηση ψηγμάτων χαλκού μέσα σε λιωμένο γυαλί. Ο τεχνητός αβαντουρίνης δημιουργήθηκε για πρώτη φορά, όπως και άλλα είδη γυαλιού που είναι απομιμήσεις πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, από υαλουργούς της Βενετίας κατά την Αναγέννηση. Σε αυτό το γεγονός οφείλεται και το όνομα «αβεντουρίνης», που προέρχεται από την ιταλική φράση «a ventura», που σημαίνει «κατά τύχη». Η αιτία είναι η τυχαία ανακάλυψη του τεχνητού γυαλιού αβεντουρίνη ή χρυσόπετρας τον 18ο αιώνα, σύμφωνα με έναν θρύλο κατά τον οποίο ένας εργάτης σε υαλουργείο του Μουράνο έρριξε κατά λάθος ρινίσματα χαλκού στο λιωμένο γυαλί, οπότε το προϊόν αποκλήθηκε avventurino. Από αυτό, η ονομασία πέρασε στο ορυκτό που είχε μια παρόμοια εμφάνιση.[1] Η «χρυσόπετρα» παραμένει μια συνηθισμένη απομίμηση του ορυκτού αβεντουρίνη και του ηλιόλιθου.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Μία ή περισσότερες προτάσεις από το προηγούμενο κείμενο ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμα: Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Aventurine» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 3 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 54
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το λήμμα «αβαντουρίνης» στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, έκδ. 2006, τόμος 1, σσ. 67-68
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ο αβεντουρίνης στο Mindat.org