Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αβανγκάρντ μέταλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Avant-garde metal
ΚαταγωγήHeavy metal, avant-garde, experimental, extreme metal, progressive rock
Τόπος γέννησηςΤέλος δεκαετίας '80
Σκανδιναβία
Ελβετία
Ιαπωνία
και ΗΠΑ
Μουσικά όργαναΗλεκτρική κιθάρα, μπάσο, ντραμς, πλήκτρα, Ηλεκτρονικό, Κρουστά μουσικά όργανα, Πνευστά μουσικά όργανα (περιστασιακά)
Είδη
alternative metal, industrial metal, mathcore, neoclassical metal, progressive metal

Το αβανγκάρντ μέταλ (επίσης γνωστό ως αβαν-μέταλ και πειραματική μέταλ) είναι υποείδος της χέβι μέταλ η οποία χαρακτηρίζεται χαλαρά από τον πειραματισμό και καινοτόμα στοιχεία αβανγκάρ, συμπεριλαμβανομένων μη τυπικών και μη συμβατικών ήχων, οργάνων, δομές τραγουδιών, είδη παιξίματος και φωνητικές τεχνικές. Το είδος επηρεάζεται από την προοδευτική ροκ και το ακραίο μέταλ, και ιδιαίτερα το ντεθ μέταλ. Επίσης συνδέεται στενά με το προοδευτικό μέταλ. Μερικές τοπικές σκηνές είναι αυτές του Λος Άντζελες, του Σαν Φρανσίσκο, του Σιάτλ, της Βοστώνης, του Όσλο στη Νορβηγία, και του Τόκιο στην Ιαπωνία.

Το είδος της αβανγκάρντ μέταλ είναι συνώνυμο με το πειραματικό μέταλ[1] και το αβάν-μέταλ, αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε ξεχωριστό είδος της ατμοσφαιρικής μέταλ ή της μετα-μέταλ, η οποία ονομάστηκε με αναφορά για τη μετα-ροκ.[2] Το αβανγκάρντ συνδέεται με το προοδευτικό μέταλ, αλλά το αβανγκάρντ μέταλ έχει συχνά πιο πολύ πειραματισμό, ενώ το προοδευτικό μέταλ έχει μεταξύ άλλων υψηλότερα επίπεδα τεχνικής πολυπλοκότητας.[3] Το αβανγκάρντ μέταλ χρησιμοποιεί ασυνήθιστους ήχους, σπάει τις συμβάσεις και συχνά προσθέτει νέα στοιχεία. Οι στίχοι και η οπτική παρουσίαση του είδους είναι επίσης εκλεκτική.[3] Σύμφωνα με τον Τζεφ Βάγκνερ του Mean Deviation, η ηλεκτρονική κρούση και τα μηχανήματα τυμπάνων χρησιμοποιούνται ευρέως από συγκροτήματα αβανγκάρντ-μέταλ, μαζί με γυναικεία φωνητικά και οπερατικά στοιχεία, στοιχεία τα οποία αποδίδει στην επιρροή των Celtic Frost.[4] Το καναδικό συγκρότημα Voivod επίσης επηρέασε τα μελλοντικά συγκροτήματα της περιοχής, πρωτοπορώντας, αφού δημιούργησε ρομποτικά φωνητικά εφέ, ασυνήθιστες υπογραφές χρόνου και ανορθόδοξους ήχους κιθάρας.[4]

Ο Ατσούο των Μπόρις (Boris) σε συναυλία στο Βανκούβερ του Καναδά, το 2011

Σύμφωνα με τον Ίαν Κριστ, το αβανγκάρντ μέταλ κατάγεται από το ντεθ μέταλ.[5] Το προοδευτικό ροκ καταλογίζεται ως επιρροή στο νέο είδος.[6] Μερικά πρώτα παραδείγματα είναι τα άλμπουμ των King Crimson με τίτλο Larks' Tongues in Aspic και Red τα οποία κυκλοφόρησαν το 1973 και το 1974 αντίστοιχα,[7][8] με το ομότιτλο τραγούδι του δεύτερου άλμπουμ να ορίζει ένα στυλ αβάν-μέταλ κατά τον Ρόμπερτ Φριπ.[8] Άλλο ένα πρώιμο παράδειγμα αβανγκάρντ μέταλ είναι το άλμπουμ των Led Zeppelin με τίτλο Presence.[9] Επίσης, οι πρωτοπόροι του είδους περιλαμβάνουν τους Celtic Frost,[10] Gorguts, Boris,[11] Earth,[12] Helmet,[13] Mayhem,[14] maudlin of the Well,[15] Neurosis,[16] Sunn O))),[17] Mr. Bungle,[18] Today is the Day, και Voivod.[10] Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, εμφανίστηκε η Misanthropy Records η οποία προωθούσε το νορβηγικό αβανγκάρντ μέχρι το κλείσιμο της το 2000,[19] ενώ σύμφωνα με τον Τζεφ Βάγκνερ, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η The End Records συνέβαλε σε μια άνθηση της βιομηχανίας της αβανγκάρντ μέταλ.[19] Ο Βάγκνερ δηλώνει ότι "με την υποστήριξη τους [εννοεί τις Misanthropy και The End Records] και άλλες εξειδικευμένες δισκογραφικές εταιρείες, έχει καταφθάσει το νέο αβανγκάρντ της μέταλ."[19] Μερικές δσκογραφικές εταιρείες που προωθούν το είδος είναι οι Aurora Borealis,[20] The Flenser,[21] Holy Records,[22] Hydra Head Records,[23] Ipecac Recordings,[24] Napalm Records,[25] Relapse Records,[26] Seventh Rule Recordings,[27] και Southern Lord Records.[28] Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δημιουργηθεί στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο διάφορα συγκροτήματα της αβανγκάρντ μέταλ, όπως τα Giant Squid, Grayceon, και Ludicra.[29] Στη Βοστώνη, η τοπική σκηνή εκφράζεται από συγκροτήματα όπως τα Isis, Kayo Dot, και maudlin of the Well. Τοπική σκηνή υπάρχει και στο Σιάτλ.[30] Σύμφωνα με τους Τάιμς της Νέας Υόρκης, τη δεκαετία του 1990 δημιουργήθηκαν τοπικές σκηνές στο Τόκιο, στο Λος Άντζελες, το Όσλο και άλλες πόλεις.[11]

  1. Bowar, Chad. «What Is Heavy Metal?». About.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Φεβρουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2016. 
  2. Buts, Jeroen. «5.1». The Thematical and Stylistic Evolution of Heavy Metal Lyrics and Imagery from the 70s to Present Day (PDF). σελ. 81. 
  3. 3,0 3,1 Freeborn, Robert (Ιουνίου 2010). «A Selective Discography of Scandinavian Heavy Metal Music» (PDF). Sound Recording Reviews. σελ. 842. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 31 Μαρτίου 2012. 
  4. 4,0 4,1 Wagner 2010, pg. 124.
  5. Christe, Ian (2004). Sound of the Beast: The Complete Headbanging History of Heavy Metal. Harper Paperbacks. p. 253. (ISBN 0380811278). Retrieved 6 August 2011.
  6. Peterik, Jim· Austin, Dave· Austin, Cathy & Lynn, Cathy (2 Αυγούστου 2010). Songwriting for Dummies (2nd έκδοση). John Wiley & Sons. σελ. 37. ISBN 0470615141. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2012. 
  7. Fricke, David (29 Μαρτίου 2010). «Alternate Take: King Crimson's Royal Remix Treatment». Rolling Stone. Jann Wenner. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2012. ...later turned up on the 1973 avant-metal killer Larks' Tongues in Aspic. 
  8. 8,0 8,1 Mojo (1 Νοεμβρίου 2007). «4». The Mojo Collection (4th έκδοση). Canongate Books. σελ. 337. ISBN 184767643X. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2012. 
  9. Fricke, David (5 Δεκεμβρίου 1996). «Aenima». Rolling Stone. Jann Wenner. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2012. Still, the best parts of Ænima come when Tool just let the music rip and dip with the broiling, avant-metal ferocity of Led Zeppelin's Presence. 
  10. 10,0 10,1 Wagner 2010, pg. 109, 117.
  11. 11,0 11,1 Wray, John (28 Μαΐου 2006). «Heady Metal». New York Times. The New York Times Company. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2012. 
  12. Cummins, Johnson (1 Μαρτίου 2012). «Album of the Week». Montreal Mirror. Quebecor. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2012. 
  13. Senft, Michael (6 Ιουλίου 2006). «Warped Tour a hit in new digs». The Arizona Republic. Gannett Company. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2012. Early arrivals were able to see experimental metal pioneers Helmet as well as retro punks the Casualties. 
  14. Wagner 2010, pg. 252.
  15. Wagner 2010, pg. 308.
  16. Guyre, Jen (8 Φεβρουαρίου 2008). «Exclusive: Neurosis Q&A». Rhapsody. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Δεκεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2012. 
  17. Yuan, Henry (17 Απριλίου 2010). «Sunn O))) to Curate Roadburn Festival 2011». Revolver. Future US. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2011. Their metal-based drone experiments have proved groundbreaking and hugely influential for an entire new generation of musicians practicing the art of avant-garde metal, drone, post rock and psychedelia. 
  18. Deiterman, Corey (28 Ιουλίου 2015). «Faith No More is Back...Could Mr. Bungle Be Next?». Houston Press. Voice Media Group. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Νοεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. 
  19. 19,0 19,1 19,2 Wagner 2010, pg. 124, 301-302.
  20. Wilson, Richard. «The Haxan Cloak». Allmusic. Rovi Corporation. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2013. Distributed by experimental metal label Aurora Borealis, the release earned Krlic a recording deal with the London-based company. 
  21. «THE FLENSER to Release Debut from Animate Metal Sorcerers SEIDR». Blabbermouth.net. Roadrunner Records. 27 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2012. 
  22. Wagner 2010, pg. 344.
  23. Brown, August (26 Αυγούστου 2009). «In a digital age, vinyl's making a comeback». Los Angeles Times. Tribune Company. σελ. 2. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2012. ...said co-owner Mark Thompson, who also co-founded and runs the experimental-metal label Hydra Head Records. 
  24. Ruggiero, Bob (14 Ιουνίου 2007). «Unsane». Houston Press. Voice Media Group. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2013. 
  25. Palmerston, Sean (Δεκεμβρίου 2003). «Draconian Where Lovers Mourn». Exclaim!. Ian Danzig. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2012. 
  26. Reesman, Brian (1 December 2001). «Hard Music Billboard Spotlight: Indies vs. Majors: Surviving in a Nu-Metal World». Billboard (Nielsen Business Media) 113 (48): 23. ISSN 0006-2510. https://books.google.com/books?id=JRIEAAAAMBAJ&printsec=frontcover#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις 27 April 2012. 
  27. Bowar, Chad. «5 Questions with Wizard Rifle». About.com. The New York Times Company. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2013. We'd like to give a shout out to Seventh Rule and the striking, experimental metal acts coming from this label 
  28. Martens, Todd (6 January 2007). «Indies on the Verge». Billboard (Nielsen Business Media) 119 (1). ISSN 0006-2510. https://books.google.com/books?id=mBIEAAAAMBAJ&printsec=frontcover#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις November 29, 2016. 
  29. Smith, Chris (Ιουλίου 2011). «Rehab of a strung-out musical scene». San Francisco Magazine. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2011. ; Smith, Chris (6 Ιουλίου 2011). «Our avant-garde metal scene». ca-smith.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2011. 
  30. Maerz, Jennifer (18–24 Δεκεμβρίου 2003). «Metal Magicians». The Stranger. Index Newspapers. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2013. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]