Αβέρσειοι σωλήνες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι αβέρσειοι σωλήνες είναι μικροσκοπικοί σχηματισμοί των συμπαγών οστών του ανθρώπου και των θηλαστικών. Είναι ουσιαστικά μικρά σωληνάρια, δια των οποίων διέρχονται τα αιμοφόρα αγγεία που αιματώνουν τον οστίτη ιστό, αλλά και νευρικές ίνες. Οι αβέρσειοι σωλήνες διατρέχουν κυρίως το εξωτερικό μέρος των οστών (οστικός φλοιός).

Δομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κάθε αβέρσειος σωλήνας περιέχει γενικώς ένα ή δύο τριχοειδή αγγεία και πολλές νευρικές ίνες. Τα τοιχώματα των σωλήνων αποτελούνται από ομόκεντρα στρώματα, που μοιάζουν στην όψη με λέπια ψαριού και έχουν διάμετρο της τάξεως των 50 µm (εκατομμυριοστών του μέτρου). Επικοινωνούν με τα οστεοκύτταρα ακτινικώς, μέσα από συνδέσμους που ονομάζονται canaliculi. Αυτή η μοναδική δομή επιτρέπει την εναπόθεση και αποθήκευση ορυκτών αλάτων, που προσδίδουν στα κόκκαλα την ακαμψία και την αντοχή τους. Με ενεργό μεταφορά οι θρεπτικές ουσίες μεταφέρονται από τα αιμοφόρα αγγεία των αβέρσειων σωλήνων προς τα οστεοκύτταρα, ενώ τα προϊόντα του μεταβολισμού των κυττάρων παραλαμβάνονται από το αίμα.[1]

Οι αβέρσειοι σωλήνες εμπεριέχονται στους οστεώνες, οι οποίοι είναι συνήθως διατεταγμένοι κατά μήκος του μεγάλου άξονα του κάθε οστού και παραλλήλως προς την επιφάνειά του. Ο κάθε σωλήνας μαζί με τον περιβάλλοντα ιστό σχηματίζει μια δομική μονάδα του οστού, που είναι ο οστεώνας ή αλλιώς αβέρσειο σύστημα ή «Σύστημα Havers».

Στην ιατρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε περίπτωση κατάγματος του οστού, τα αιμοφόρα αγγεία στο εσωτερικό των αβέρσειων σωλήνων σχίζονται μόνο όταν υπάρξει μακροσκοπική απομάκρυνση των τμημάτων του οστού.[2] Αυτή η διάρρηξη των αγγείων μπορεί να προκαλέσει αιμάτωμα.[2]

Σε πολλούς ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα οι αβέρσειοι σωλήνες είναι διευρυμένοι.[3] Επίσης είναι πιθανότερο να περιέχουν οστεοκλάστες, δηλαδή κύτταρα που διασπούν τη δομή των οστών.[3] Αυτές οι διαφοροποιήσεις μελετώνται με μικροσκόπια.[3]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αβέρσειοι σωλήνες περιγράφηκαν για πρώτη φορά (και πιθανώς ανακαλύφθηκαν) από τον Βρετανό ιατρό Κλόπτον Χάβερς, και για αυτό φέρουν το όνομά του.[4] Τους περιέγραψε το 1691 στο έργο του Osteologica Nova.[5]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Dahl, A.C.E.; Thompson, M.S. (2011-01-01), Moo-Young, Murray, επιμ., 5.18 - Mechanobiology of Bone, Burlington: Academic Press, σελ. 217-236, ISBN 978-0-08-088504-9, http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/B9780080885049004190, ανακτήθηκε στις 2021-01-15 
  2. 2,0 2,1 White, Tim D.; Folkens, Pieter A. (2005-01-01), White, Tim D.; Folkens, Pieter A., επιμ., Chapter 4 - BONE BIOLOGY & VARIATION, San Diego: Academic Press, σελ. 31-48, ISBN 978-0-12-088467-4, http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/B9780120884674500077, ανακτήθηκε στις 2021-01-15 
  3. 3,0 3,1 3,2 Aeberli, D. (2014-01-01), Skeleton, Inflammatory Diseases of, Elsevier, ISBN 978-0-12-801238-3, http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/B978012801238300026X, ανακτήθηκε στις 2021-01-15 
  4. Sparks, David S.; Saleh, Daniel B.; Rozen, Warren M.; Hutmacher, Dietmar W.; Schuetz, Michael A.; Wagels, Michael (2017-01-01). «Vascularised bone transfer: History, blood supply and contemporary problems». Journal of Plastic, Reconstructive & Aesthetic Surgery 70 (1): 1-11. doi:10.1016/j.bjps.2016.07.012. ISSN 1748-6815. PMID 27843061. http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1748681516301723. 
  5. Havers, Clopton (1729). Osteologia Nova: Or, Some New Observations of the Bones, and the Parts Belonging to Them; with the Manner of Their Accretion and Nutrition: Communicated to the Royal Society in Several Discourses ... To which is Added, a Fifth Discourse, of the Cartilages. The Second Edition. By Clopton Havers . W. Innys.