Όσιος

Όσιος (ελληνιστική κοινή: ὅσιος) σύμφωνα με την αρχαία σημασία της λέξης σημαίνει ευσεβής και σύμφωνος με τα Θεία. Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, όσιοι αποκαλούνται οι μοναχοί και οι μοναχές οι οποίοι ηθελημένα αρνήθηκαν κάθε κοσμική απόλαυση και αφοσιώθηκαν ψυχή και σώματι στον Θεό.
Το αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον όρο «Όσιοι» δεν κάνει κάποια διάκριση αξίας με τον όρο «Άγιοι» αλλά εννοεί ότι οι συγκεκριμένοι Άγιοι ήταν μοναχοί ή ασκητές.[1]
Η οσιότητα είναι μια αρετή που μπορεί να περιλαμβάνει θρησκευτική αφοσίωση ή πνευματικότητα. Ένα κοινό στοιχείο στις περισσότερες αντιλήψεις περί οσιότητας είναι το καθήκον σεβασμού. Σε ένα θρησκευτικό πλαίσιο, η ευσέβεια μπορεί να εκφραστεί μέσω ευσεβών δραστηριοτήτων ή αφιερώσεων, οι οποίες μπορεί να διαφέρουν μεταξύ χωρών και πολιτισμών.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Τί σημαίνει Όσιος και Οσία;». dogma.gr. 22 Αυγούστου 2017. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2025.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Piety στο Wikimedia Commons
Λεξιλογικός ορισμός του όσιος στο Βικιλεξικό
![]() |
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Θρησκεία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |