Έλινορ Όστρομ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Έλινορ Όστρομ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Elinor Ostrom (Αγγλικά)
Γέννηση7  Αυγούστου 1933[1][2][3]
Λος Άντζελες[4]
Θάνατος12  Ιουνίου 2012[1][2][3]
Μπλούμιγκτον[5]
Αιτία θανάτουκαρκίνος στο πάγκρεας
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά[6]
Εκπαίδευσηδιδάκτωρ της Φιλοσοφίας
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Λος Άντζελες
Beverly Hills High School[7]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταοικονομολόγος
πολιτικός επιστήμονας
καθηγήτρια πανεπιστημίου
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο της Ιντιάνα (1965–2012)[8]
Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Αριζόνα (2006–2012)[8]
Cabot Corporation (1955–1957)[8]
Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Λος Άντζελες (1957–1961)[8]
Οικογένεια
ΣύζυγοςVincent Ostrom[9]
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαπρόεδρος (1996–1997, American Political Science Association)[10]
ΒραβεύσειςΒραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών (2009)[11]
Johan Skytte Prize in Political Science (1999)[12]
επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Χούμπολτ του Βερολίνου (1  Ιουνίου 2007)[13]
John J. Carty Award for the Advancement of Science (2004)
επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ουψάλα
επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης
μέλος στην Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Έλινορ Κλαιρ Όστρομ (7 Αυγούστου 1933 - 12 Ιουνίου 2012) ήταν Αμερικανίδα κοινωνική επιστήμονας, της οποίας η έρευνα συνδέθηκε με την Νέα Θεσμική Οικονομία (New institutional economics) και την αναζωπύρωση της πολιτικής οικονομίας. Το 2009 μοιράστηκε το Βραβείο Νόμπελ στις οικονομικές επιστήμες μαζί με τον Όλιβερ Γουίλιαμσον για την "ανάλυση της οικονομικής διακυβέρνησης, ιδίως των κοινών πόρων"[14]. Ήταν η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ στις Οικονομικές Επιστήμες.

Μετά την αποφοίτησή της με πτυχίο και διδακτορικό από το UCLA, η Όστρομ έζησε στο Μπλούμινγκτον της Ιντιάνα όπου υπηρέτησε στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και έλαβε αργότερα μια καριέρα στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα. Διετέλεσε διακεκριμένη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Άρθουρ Μπέντλεϋ καθώς και διευθύντρια του εργαστηρίου πολιτικών θεωριών και πολιτικής ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και ιδρυτική διευθύντρια του Κέντρου Μελέτης της Θεσμικής Ποικιλομορφίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αριζόνα. Διετέλεσε επικεφαλής ερευνήτρια στο Πρόγραμμα Στήριξης της Συνεχούς Έρευνας για τη Βιώσιμη Γεωργία και τη Διαχείριση των Φυσικών Πόρων, το οποίο διαχειρίζεται η Virginia Tech και χρηματοδοτείται από την USAID. Ξεκινώντας από το 2008, η ίδια και ο σύζυγός της, Βίνσεντ Όστρομ, συμβούλευαν το περιοδικό Transnational Corporations Review.

Η Έλινορ Όστρομ μέσα από πολυετή εμπειρική έρευνα, κατάφερε να αποδείξει, πως η αυτοδιαχείριση ενός φυσικού πόρου από τα μέλη μιας ομάδας - κοινότητας με προσδιορισμένο αριθμό μελών και με κανόνες που τα ίδια μέλη θεσπίζουν, τροποποιούν και επιτηρούν, μπορεί να αποτελέσει την βέλτιστη επιλογή στην αειφόρο διαχείριση του φυσικού πόρου.

Ειδικότερα, η Όστρομ ανατέμνει τα βασικά χαρακτηριστικά που συναντάμε εξετάζοντας επιτυχημένα εγχειρήματα που αυτο-διαχειρίζονται τα κοινά. Στόχος της ανάλυσης της οικονομολόγου είναι να αποδείξει με βάσει πιστοποιημένα στοιχεία πως η αποτελεσματικότητα δεν αποτελεί προνόμιο των δύο κυριάρχων συστημάτων διαχείρισης, αλλά πως ανά τους αιώνες η ανθρωπότητα κατάφερε όχι μόνο να διαχειριστεί με σύνεση αλλά και να διατηρήσει μακροπρόθεσμα συλλογικούς πόρους χωρίς να αναζητήσει την παρέμβαση του κράτους ή της αγοράς.

Η θεωρία της Έλινορ Όστρομ αποτέλεσε την εναλλακτική απάντηση στη θεωρία του Xάρντιν σύμφωνα με την οποία ο μόνος τρόπος για τη παραγωγική και βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων είναι είτε μέσω του κατακερματισμού τους και της παραχώρησης τους στην ατομική ιδιοκτησία, είτε μέσω της επιβολής ενός ισχυρού εξωτερικού  θεσμικού πλαισίου από δημόσια κρατική ή διεθνή αρχή.

Σύμφωνα με την Έλινορ Όστρομ οκτώ είναι τα βήματα για να είναι αποτελεσματική η αυτοδιαχείριση των κοινών πόρων:

α. Προσδιορισμένα όρια της κοινότητας που διαχειρίζεται το πόρο.

β. Σεβασμός του θεσμικού πλαισίου που θέτει η κοινότητα από τις εξωτερικές αρχές.

γ. Το θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης του πόρου συνδιαμορφώνεται από όλους όσους  αυτό επηρεάζει.

δ. Ο έλεγχος τήρησης των κανόνων γίνεται από τα μέλη της κοινότητας.

ε. Ποινές και διαπόμπευση για όσους δεν τηρούν τους κανόνες.

στ. Οι κανόνες πρέπει να συμβαδίζουν  με τα τοπικά χαρακτηριστικά της κοινότητας και τις τοπικές ανάγκες.

ζ. Χαμηλού κόστους θεσμικό πλαίσιο και εύκολος τρόπος διευθέτησης των διαφορών.

η. Η δομή αυτοδιαχείρισης να ξεκινάει από τη βάση και να ανεβαίνει προς τη κορυφή και όχι το αντίστροφο.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Έλινορ Κλαιρ Άϊβαν γεννήθηκε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια ως το μοναδικό παιδί της μουσικού Λέα Χόπκινς και του σχεδιαστή Έντριαν Άϊβαν. Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν σε νεαρή ηλικία και η Έλινορ έζησε με την μητέρα της τις περισσότερες φορές. Φοίτησε σε μια προτεσταντική εκκλησία με την μητέρα της και συχνά περνούσε τα σαββατοκύριακα με την εβραϊκή οικογένεια του πατέρα της. Μεγαλώνοντας σε μια καταθλιπτική εποχή εξαιτίας του διαζυγίου των γονιών της, η Όστρομ περιέγραψε τον εαυτό της ως ένα "κακό παιδί".

Η Όστρομ μεγάλωσε στον ίδιο δρόμο με το γυμνάσιο του Μπέβερλυ Χιλς, από το οποίο αποφοίτησε το 1951. Αυτό το θεώρησε τύχη, γιατί αυτό το σχολείο είχε ένα πολύ υψηλό ποσοστό αποδοχής στο κολέγιο. Ως μαθήτρια γυμνασίου η Έλινορ Όστρομ αποθαρρύνθηκε από την μελέτη της τριγωνομετρίας καθώς τα κορίτσια που δεν είχαν υψηλούς βαθμούς στην Άλγεβρα και την Γεωμετρία δεν είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν αυτό το μάθημα. Η μητέρα της δεν ήθελε να πάει η κόρη της στο κολέγιο καθώς δεν έβλεπε τον λόγο αυτού του γεγονότος.

Φοίτησε στο UCLA όπου έλαβε πτυχίο με τιμητική διάκριση πάνω στις πολιτικές επιστήμες το 1954 μετά από τριετή φοίτηση. Παντρεύτηκε έναν συμμαθητή της, τον Τσαρλς Σκοττ, και εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ της Μασσαχουσέτης ενώ ο Σκοττ φοίτησε στην Νομική Σχολή του Χάρβαρντ. Πήραν διαζύγιο αρκετά χρόνια αργότερα όταν η Όστρομ ξεκίνησε το διδακτορικό της.

Απορρίφθηκε η αίτησή της να εκπονήσει διδακτορικό στα οικονομικά στο UCLA αλλά έγινε δεκτή στο μεταπτυχιακό των πολιτικών επιστημών στο ίδιο πανεπιστήμιο όπου της απονεμήθηκε το μεταπτυχιακό δίπλωμα το 1962 και το διδακτορικό δίπλωμα το 1965. Το 1963 παντρεύτηκε τον πολιτικό επιστήμονα Βίνσεντ Όστρομ, τον οποίο γνώρισε ενώ συμμετείχε στην μελέτη του για την διαχείριση των υδάτινων πόρων στην νότια Καλιφόρνια.

Το 1961 ο Βίνσεντ Όστρομ, μαζί με τον Charles Tiebout και τον Robert Warren, δημοσίευσε την "Οργάνωση της κυβέρνησης σε μητροπολιτικές περιοχές", η οποία αποτέλεσε σημαντικό άρθρο και παρουσίασε θέματα τα οποία υπήρξαν κεντρικά για το συνολικό έργο του Όστρομ. Ωστόσο το άρθρο προκάλεσε σύγκρουση με το Γραφείο Κυβερνητικών Ερευνών του UCLA επειδή, σε αντίθεση με τα συμφέροντα του προεδρείου, πρότεινε τον πολυκεντρισμό ενάντια στον συγκεντρωτισμό των μητροπολιτικών περιοχών. Αυτή η σύγκρουση ώθησε το ζεύγος Όστρομ να εγκαταλείψει το UCLA. Μετακόμισαν στο Μπλούμινγκτον της Ιντιάνα το 1965, όταν ο Βίνσεντ δέχθηκε μια θέση καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Η Έλινορ έγινε μέλος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών της Ιντιάνα ως επισκέπτρια καθηγήτρια. Το πρώτο μάθημα που δίδαξε ήταν η Αμερικανική Κυβέρνηση.

Καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1973 η Όστρομ και ο σύζυγός της ίδρυσαν το Εργαστήριο Πολιτικής Θεωρίας και Ανάλυσης της Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Εξετάζοντας τη χρήση της συλλογικής δράσης, της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας στην διαχείριση των κοινών πόρων της κοινότητας, η θεσμική της προσέγγιση στη δημόσια τάξη - γνωστή ως θεσμικό πλαίσιο ανάλυσης και ανάπτυξης - κρίθηκε επαρκώς διαφορετική για να θεωρηθεί ως μια ξεχωριστή σχολή θεωρίας της δημόσιας επιλογής. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία πάνω στους τομείς της οργανωτικής θεωρίας, της πολιτικής επιστήμης και της δημόσιας διοίκησης.

Έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολύ μεγάλη είναι η συμβολή της Όστρομ στον τομέα της διαχείρισης των κοινών πόρων. Στην τελευταία, και πιο διάσημη, εργασία της επικεντρώθηκε στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με τα οικοσυστήματα έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η μακροχρόνια βιωσιμότητά τους. Διεξήγαγε έρευνες για τη διαχείριση των βοσκοτόπων από τους ντόπιους στην Αφρική, των συστημάτων άρδευσης στα δυτικά χωριά του Νεπάλ και αντίστοιχες περιπτώσεις στις Φιλιππίνες, στην Ιαπωνία, στην Ισπανία κ.α. Μέσα από αυτές, διαπίστωσε ότι κάποιες κοινότητες ανθρώπων έχουν επιτύχει και διατηρήσει αποδοτικότερο σύστημα χρήσης των φυσικών πόρων, μέσω της αυτοδιαχείρισης, σε σχέση με τα αντίστοιχα του κράτους ή/και της αγοράς.

Πρότεινε, λοιπόν ένα πολυκεντρικό σύστημα διαχείρισης, σε αντίθεση με την πρόταση του Γκάρετ Χάρντιν, ο οποίος θεωρούσε ότι ο ορθολογισμός, οδηγεί τα άτομα στην ικανοποίηση του ατομικού συμφέροντος και άρα σε τραγωδία των κοινών πόρων[15]. Για το λόγο αυτό κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας πολύ αυστηρός κρατικός μηχανισμός ελέγχου και ότι είναι απαραίτητη η περίφραξη των κοινών πόρων:

"Για να αποφευχθεί η καταστροφή σε έναν πολυπληθή κόσμο, οι άνθρωποι πρέπει να υπόκεινται σε μια δύναμη εξαναγκασμού έξω από τις ατομικές ψυχές τους, έναν Λεβιάθαν"

Η Όστρομ απέκρουσε το συμπέρασμα του Χάρντιν, χρησιμοποιώντας στην επιχειρηματολογία της, το παιχνίδι του διλήμματος του φυλακισμένου[16]. Πρότεινε λοιπόν μια τέταρτη πιθανότητα, αυτή της συνεργασίας και της συνεννόησης μεταξύ των ενδιαφερομένων, ώστε να επιλέξουν την πιο συμφέρουσα λύση, αλλά και μία πέμπτη η οποία προβλέπει τη σύνταξη ενός μεταξύ τους συμβολαίου και την ύπαρξη ενός ή περισσότερων επιτηρητών, ο οποίος θα φροντίζει για την τήρηση της συμφωνίας.

Από τα κεντρικά ζητήματα του αφηγήματος της Έλινορ Όστρομ, αποτελεί η διαδικασία της διαπόμπευσης αλλά και της επιδοκιμασίας στο πλαίσιο της συνεννόησης των ανθρώπων, πάνω σε κοινούς κανόνες και νόρμες για την διαχείριση των "κοινών" πόρων. Υποστηρίζει πως σε αρκετές κοινότητες έχουν επινοήσει έξυπνους τρόπους ώστε να κάνουν τον καθένα να συνεισφέρει για το κοινό καλό και όποιος δεν συμμετέχει τότε θα είναι δακτυλοδειχτούμενος. Θεωρεί σημαντικές τις διαδικασίες της διαπόμπευσης και της επιδοκιμασίας, διότι η διαπόμπευση θα κινητοποιήσει και θα αλλάξει τη στάση του ατόμου, ενώ και η επιδοκιμασία θα επιβραβεύσει το αποτέλεσμα.

"Αυτό εν μέρει κάποιοι μελετητές το έχουν κατανοήσει, αλλά γενικά δεν είναι μέρος του μέχρι τώρα αποδεκτού τρόπου αντίληψης της συλλογικής δράσης", είπε σε συνέντευξη που έδωσε η Έλινορ Όστρομ στον Fran Korten.[17]

Μέσα από τις πολυετείς έρευνές της η Όστρομ παρατήρησε κάποιες ομοιότητες ανάμεσα σε αυτοοργανωμένους θεσμούς Πόρων Κοινής Δεξαμενής (ΠΚΔ) που αντέχουν στο χρόνο, οι οποίες είναι:

  • Αβέβαια και περίπλοκα περιβάλλοντα. Στο ορεινό Τέρμπελ της Ελβετίας π.χ, οι άνθρωποι εδώ και αιώνες διαχειρίζονται με επιτυχία, από κοινού, τα κτήματα. Λόγω της ανομοιομορφίας του εδάφους, της μικρής ηλιοφάνειας και βροχοπτώσεων, αποφάσισαν ότι είναι προς το συμφέρον τους να τα καλλιεργούν με καθεστώς κοινής ιδιοκτησίας. Οι πληθυσμοί των εν λόγω περιοχών είναι σταθεροί για μακρές χρονικές περιόδους.
  • Υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που καθορίζουν επακριβώς τον τρόπο εκμετάλλευσης των ΠΚΔ, οι οποίοι λειτουργούν ως πρότυπο για τις επόμενες γενιές.
  • Σε καμία από αυτές τις καταστάσεις δεν περιλαμβάνονται συμμετέχοντες που να διαφοροποιούνται σημαντικά όσον αφορά την ιδιοκτησία κεφαλαίων, τις ικανότητες, τις γνώσεις, την εθνικότητα, τη φυλή ή άλλες μεταβλητές που θα μπορούσαν να διχάσουν έντονα μια ομάδα ατόμων.
  • Η επιμονή που επιδεικνύεται σε αυτά τα συστήματα ΠΚΔ, γεγονός αξιοσημείωτο δεδομένου ότι σε τόσο αντίξοες συνθήκες και αβέβαια περιβάλλοντα, τα άτομα αντιμετωπίζουν συνεχώς κίνητρα για να συμπεριφερθούν καιροσκοπικά.

Στη βάση των παραπάνω παρατηρήσεων, η Όστρομ διατύπωσε οχτώ αρχές σχεδιασμού που χαρακτηρίζουν τους θεσμούς ΠΚΔ που αντέχουν στο χρόνο:

  1. Ο καθορισμός των ορίων του ΠΚΔ και αυτών που έχουν το δικαίωμα να τον χρησιμοποιούν
  2. Εισαγωγή κανόνων οικειοποίησης και παροχής των μονάδων πόρου, που έχουν προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε περιβάλλοντος
  3. Τα άτομα που επηρεάζονται από τους κανονισμούς διαχείρισης των πόρων, μπορούν να συμμετέχουν στην τροποποίησή τους
  4. Οι επιτηρητές, οι οποίοι ελέγχουν την κατάσταση του ΠΚΔ και τη συμπεριφορά των οικειοποιητών, είναι υπόλογοι στους οικειοποιητές ή είναι οι ίδιοι οι οικειοποιητές
  5. Στους οικειοποιητές που παραβαίνουν τους κανόνες επιβάλλονται συνήθως κλιμακούμενες κυρώσεις, ανάλογες με τη σοβαρότητα της παράβασης, είτε από τους άλλους οικειοποιητές, είτε από επιτηρητές είτε και από τους δύο.
  6. Οι οικειοποιητές και οι επιτηρητές έχουν άμεση πρόσβαση σε χαμηλού κόστους τοπικούς στίβους για να επιλύουν τις διάφορες διαμάχες μεταξύ τους
  7. Το δικαίωμα των οικειοποιητών να επινοούν τους δικούς τους θεσμούς δεν αμφισβητούνται από εξωτερικές διοικητικές αρχές
  8. Η οικειοποίηση, η παροχή, η επιτήρηση, η εφαρμογή, η επίλυση διαμαχών και οι δραστηριότητες διοίκησης είναι οργανωμένες σε πολλαπλά επίπεδα[18]


Μητέρα των κοινών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αμερικανίδα συγγραφέα Ostrom Elinor αποδίδεται ο χαρακτηρισμός μητέρα των κοινών-«commons» καθότι είναι η πρώτη που χρησιμοποίησε στο βιβλίο της “Η διαχείριση των κοινών πόρων” (1990, Governing the Commons), τον όρο αυτό. Ο όρος «κοινά» αναφέρεται σε ένα φυσικό ή τεχνητό σύστημα πόρου μεγάλης κλίμακας ώστε να είναι δαπανηρός (αλλά όχι αδύνατος) ο αποκλεισμός των δυνητικών χρηστών του, δηλαδή των ατόμων που αποκομίζουν οφέλη από τη χρήση του (Οstrom, 1990). Ο όρος αυτός χρησιμοποιούνταν και στο παρελθόν έχοντας διαφορετικό εντελώς νόημα μιας και η χρήση του νοηματοδοτούσε σε κάτι ‘’ίδιο’’. Η Ostrom Elinor αναφέρεται εξαρχής στη έννοια των κοινών κυρίως αναφερόμενοι στους περιβαλλοντικούς πόρους (ψαρότοπου, βοσκοτόπια κ.ά.). Σκοπός της ήταν να αποδείξει ότι οι μικροκαλλιεργητές, οι κτηνοτρόφοι και οι ψαράδες μπορούν μόνοι τους να επινοήσουν, επιβάλλουν και διατηρήσουν θεσμικές λύσεις απαραίτητες μεν για την επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν κατά τη χρήση και διαχείριση των κοινών αλλά χωρίς απαραίτητη τη συμβολή του κράτος για να εφαρμοστούν. Η φιλελεύθερη οικονομική προσέγγιση της Όστρομ για τα κοινά εστιάζει κυρίως στο ζήτημα της διευθέτησης-διαχείρισης τ ους ως κεντρικό σημείο μιας συνολικής πολιτικής στη σχέση  του καταναλωτή με τα αντίστοιχα αγαθά-εμπορεύματα.

Η Elinor Ostrom καλούσε τους ανθρώπους πριν πάρουν κάποια σημαντική απόφαση για τους κοινούς πόρους να σκεφτούν τις επόμενες επτά γενιές, να μην σκέφτονται μόνο τι οφέλη θα προκύψουν σε αυτούς αλλά τι οφέλη ή επιπτώσεις θα υπάρξουν για τα παιδιά τους, τα παιδιά των παιδιών τους .... «Είμαστε προσωρινοί διαχειριστές των κοινών πόρων και πρέπει να τους αποδώσουμε στις επόμενες γενιές σε καλύτερη κατάσταση από ότι τους παραλάβαμε...» τονίζει η Elinor Ostrom[19]

Επί δεκαετίες η Ostrom παρακολουθούσε επιτυχημένα (πιθανών και κάποια αποτυχημένα) παραδείγματα αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων με πληθυσμό περίπου της τάξης των 50.000 ατόμων-κατοίκων. Αυτό τη βοήθησε να τεκμηριώσει καλύτερα μια θεωρία για την αυτοδιαχείριση των πόρων κυρίως φυσικών (όπως η γη, το νερό) και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία σε τέτοια αγαθά μπορεί να είναι ο χειρότερος τρόπος για τη διαχείριση τους.

Στην ουσία η βραβευμένη συγγραφέας (Βραβείο Νόμπελ στις οικονομικές επιστήμες) δεν δεχόταν ότι ζούμε σε έναν κόσμο παγιδευμένο από τραγωδίες, σύμφωνα με τα όσα υποστήριζε ο Γκάρετ Χάρντιν, (ότι οι κοινόχρηστοι πόροι απειλούνται συχνά από υποβάθμιση εξαιτίας της υπερβολικής εκμετάλλευσης τους). Σύμφωνα με τα όσα η ίδια υποστήριζε, η διαχείριση των κοινών πόρων αποδίδει καλύτερα (ίσως τα μέγιστα) όταν γίνεται από άτομα που βρίσκονται κοντά στο αγαθό και επωφελούνται από τη χρήση του παρά από εξωτερικούς παράγοντες-ομάδες που σκοπό έχουν το προσωπικό πλεονέκτημα (έτσι επέρχεται και η τραγωδία των κοινών).

Σημεία κριτικής στο έργο της Έλινορ Όστρομ

Από το 1980 και μετά, στόχος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που επικράτησαν υπήρξε η μετακύλιση των δαπανών κοινωνικής αναπαραγωγής στα παγκόσμια κοινά και στο περιβάλλον. Επ’ ευκαιρία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007, ιδιαίτερα, οι ληστρικές πρακτικές ατομικής ιδιοποίησης των κοινών εντάθηκαν, προκειμένου να επιτευχθεί ένας νέος κύκλος κεφαλαιακής συσσώρευσης. Απέναντι σ' αυτή την πραγματικότητα, η αναβίωση μιας ρητορικής και μιας θεωρίας των κοινών αποκτά επιπλέον βαρύτητα, καθώς ο περιορισμός της κρατικής παροχής δημοσίων αγαθών, ή η μετατροπή τους απλώς σε μέσο ατομικής συσσώρευσης, ενδέχεται να οδηγήσει στην ανάγκη αυτοοργάνωσης των πληθυσμών ώστε να δημιουργήσουν τα δικά τους κοινά σ' ένα πλαίσιο αντίστασης και αναζήτησης πιθανών πολιτικών αντικαπιταλιστικής μετάβασης. Στην εξεύρεση τέτοιων τρόπων οργάνωσης της παραγωγής, της διανομής, της ανταλλαγής και της κατανάλωσης, ώστε να καλύπτονται οι ανθρώπινες επιθυμίες και ανάγκες και όχι αυτές του κεφαλαίου, ο “πλούσιος συνδυασμός μέσων”, όχι μόνο δημόσιων και ιδιωτικών, αλλά επίσης συλλογικών και συνεταιριστικών, εμφωλευμένων, ιεραρχικών και οριζόντιων, αποκλειστικών και ανοιχτών, όπως προσδιορίζει η Έλινορ Όστρομ, μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στο πλαίσιο ενός αντικαπιταλιστικού κινήματος (Harvey, 2012: 139,166-169).

Παρ' όλα αυτά, η ίδια η Όστρομ δεν λαμβάνει υπ' όψιν στις μελέτες της κανενός είδους κίνημα που να καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Άλλωστε, για εκείνη, η καπιταλιστική κοινωνία είναι μια πλουραλιστική κοινωνία αρμονίας και συνύπαρξης τάξεων, τρόπων παραγωγής και τρόπων ζωής. Οι αυτοοργανωμένες και αυτοδιοικούμενες δομές δεν αποτελούν τον καλύτερο τρόπο οργάνωσης των κοινών αλλά μια ακόμα επιλογή μεταξύ της “συγκεντρωτικής ρύθμισης” και των “δικαιωμάτων πλήρους ιδιοκτησίας” ενώ υπάρχουν σημεία του έργου της στα οποία ισχυρίζεται ότι “συστηματικές εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ιδιωτική οργάνωση εταιριών που εμπορεύονται αγαθά, όπως η παροχή ηλεκτρισμού, οι μεταφορές και οι ιατρικές υπηρεσίες, έχει την τάση να είναι αποδοτικότερη από την κυβερνητική οργάνωση παρόμοιων εταιριών” (Όστρομ, 2002: 48). Η Όστρομ δεν κάνει καμία διάκριση ανάμεσα στα κοινά που αντιστρατεύονται την καπιταλιστική συσσώρευση και σ' αυτά που την υπηρετούν, ενώ, επιπλέον, αν και καταφέρεται εναντίον των περιφράξεων του 18ου αιώνα, αμφισβητώντας την υποτιθέμενη αυξημένη οικονομική τους αποδοτικότητα, αντιμετωπίζει τις σύγχρονες περιφράξεις μεμονωμένα και κατά περίπτωση, αποκρύπτοντας τον καίριο ρόλο που διαδραματίζουν την εποχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Εξαιτίας της στάσης της αυτής η Όστρομ θα θεωρηθεί από μαρξιστές διανοητές, όπως ο Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος George Caffentzis (1945- ), ως “η βασική θεωρητικός της καπιταλιστικής χρήσης των κοινών” (Λιερός, 2016: 29, 36-37).

Μια ακόμα προβληματική πλευρά των προτάσεων της Όστρομ περί αποκεντρωμένης αυτονομίας εκκινεί από την αδυναμία να απαντηθεί το ερώτημα για τη διαχείριση των κοινών σε μεγάλη κλίμακα. Τα περισσότερα από τα παραδείγματα στα οποία αναφέρεται η Αμερικανίδα οικονομολόγος αφορούν τη συνετή διαχείριση των κοινών σε μικρές, τοπικές κλίμακες από ομάδες των εκατό περίπου ανθρώπων. Όσο όμως η κλίμακα αλλάζει, όσο τα ζητήματα αποκτούν περιφερειακή ή και παγκόσμια διάσταση, όπως π.χ η υπερθέρμανση του πλανήτη, η φύση του προβλήματος των κοινών και οι προοπτικές ανεύρεσης λύσεων αλλάζουν δραματικά. Λύσεις που σε μια κλίμακα λειτουργούν ικανοποιητικά, όταν η κλίμακα αλλάξει παύουν να λειτουργούν ή, ακόμα χειρότερα, έχουν αποτελέσματα αρνητικά (Harvey, 2012: 139-140). Η Όστρομ, προκειμένου να δείξει ότι διαθέτει λύσεις για τα ζητήματα των κοινών για διαφορετικές κλίμακες, στην ομιλία της στην τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ, καταφεύγει στον υπότιτλο “Πολυκεντρική διακυβέρνηση περίπλοκων οικονομικών συστημάτων”, όπου θα διατυπώσει την ιδέα ότι “όταν μια πηγή κοινών πόρων συνδέεται στενά με ένα ευρύτερο κοινωνικο-οικολογικό σύστημα, οι ενέργειες της διακυβέρνησης οργανώνονται σε πολλαπλά εμφωλευμένα επίπεδα”, χωρίς προσφυγή σε κάποια μονοκεντρική ιεραρχική δομή (Harvey, 2012: 159). Αργότερα, σε ένα συνέδριο για την παγκόσμια κλιματική αλλαγή, με την ευκαιρία μελετών που αποδείκνυαν ότι η διανομή δημόσιων αγαθών είναι αποδοτικότερο να γίνεται σε μικρότερες διοικητικές μονάδες από ότι σε μητροπολιτικές μορφές μεγάλης κλίμακας, ανέπτυξε ακόμα διεξοδικότερα το επιχείρημά της για τον εποικοδομητικό ρόλο των μικρότερων μονάδων, στο πλαίσιο των οποίων είναι ευκολότερο να οργανωθεί και να υλοποιηθεί συλλογική και συνεργατική δράση με τη συμμετοχή ντόπιων κατοίκων. Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι με ποιον τρόπο μπορούν να οργανωθούν οι σχέσεις των μικρών αυτών ομάδων ώστε ένα σύστημα πολυκεντρικής διακυβέρνησης να λειτουργήσει χωρίς να εξυπηρετεί τον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο σχεδιασμό (Harvey, 2012: 160-161).

Η απάντηση για την Έλινορ Όστρομ και τον σύζυγο της Βίνσεντ Όστρομ (Vincent Ostrom 1919-2012) βρίσκεται σε έναν τρόπο που λειτουργεί ως μια “πολυκεντρική τάξη” στην οποία “πολλά στοιχεία είναι ικανά να κάνουν προσαρμογές, ιεραρχώντας τις μεταξύ τους σχέσεις μέσα σε ένα γενικό σύστημα κανόνων όπου κάθε στοιχείο δρα ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα” (Harvey, 2012: 161). Το πρόβλημα που εντοπίζεται σε αυτή την πρόταση βρίσκεται στο ότι, στο πλαίσιο της ανεξαρτησίας ανάμεσα στις τοπικές μονάδες, μπορούν εύκολα να αναπαράγονται τα ταξικά προνόμια και η ταξική ισχύς. Άλλωστε, η αυτονομία και η αποκέντρωση αποτελούν βασικά μέσα δημιουργίας μεγαλύτερης ανισότητας στις νεοφιλελεύθερες ταξικές στρατηγικές κοινωνικής αναπαραγωγής. Η ύπαρξη κανόνων ανώτερης τάξης, όπως για παράδειγμα τα συνταγματικά δικαιώματα, που θα ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στις αυτόνομες κοινότητες είναι σημαντική και απαραίτητη, ως αντίβαρο στην διεύρυνση των ανισοτήτων. Οι Όστρομ, αν και παραδέχονται την αναγκαιότητα αυτή, δεν προσδιορίζουν ούτε από ποιον θα καθιερωθούν τέτοιου είδους κανόνες ούτε με ποιον τρόπο θα καθιερωθούν, ούτε πώς θα υπόκεινται σε δημοκρατικό έλεγχο (Harvey, 2012: 163).

Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι το έργο της Όστρομ φαίνεται να το διαπερνά μια σημαντική αντίφαση. Υπάρχουν σημεία του έργου της, όπως αυτό που αφορά τους θεσμούς ΠΚΔ (Πόροι Κοινής Δεξαμενής), στα οποία αμφισβητεί ευθέως τα νεοφιλελεύθερα κριτήρια της μεγιστοποίησης του κέρδους και της τεχνικής αποτελεσματικότητας αλλά και ασκεί κριτική σε μια περιοριστική ερμηνεία της αποδοτικότητας. Όπως γράφει η ίδια, “οι καταστάσεις ΠΚΔ σπάνια έχουν τη δύναμη να παρακινήσουν τους ενδιαφερόμενους – ακόμη και στην περίπτωση επιτυχημένων ΠΚΔ- προς την αποτελεσματικότητα”. Όμως, όπως συνεχίζει η ίδια, “ακριβώς η υιοθέτηση της αποτελεσματικότητας της αγοράς, για παράδειγμα η επιδίωξη μιας βραχυπρόθεσμης μεγιστοποίησης του κέρδους ως αντίδραση στην τιμή της αγοράς, μπορεί να είναι η στρατηγική που θα καταστρέψει τον ΠΚΔ και θα χειροτερέψει την κατάσταση όλων” (Λιερός, 2016: 43). Παρ’ όλα αυτά, όπως και οι νεοφιλελεύθεροι, αντιλαμβάνεται τους δημιουργούς και τους χρήστες των κοινών ως homo economicus που αποφασίζουν αποκλειστικά στη βάση μιας ανάλυσης κόστους – οφέλους. Ακόμα και όταν προσπαθεί να συνυπολογίσει τις οικονομικές συνέπειες των μη οικονομικών κινήτρων της παραγωγής, εισάγοντας τις έννοιες του κοινωνικού και του θεσμικού κεφαλαίου και αναγνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο των προτύπων συμπεριφοράς, δεν παύει το θεωρητικό της σχήμα να αφορά πάντα την ατομική επιλογή στη βάση της ανάλυσης κόστους-οφέλους. Με αυτόν τον τρόπο, γενικεύει τη δικαιοδοσία της οικονομίας συμβάλλοντας στην ενοποίηση του οικονομικού με το κοινωνικό πεδίο, υπό την αιγίδα του πρώτου, όπως το νεοφιλελεύθερο πρότυπο επιβάλλει (Λιερός, 2016: 43-46).

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Οκτώβριο του 2011 η Όστρομ διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας. Κατά το τελευταίο έτος της ζωής της συνέχισε να γράφει και να διδάσκει, δίνοντας μια διάλεξη στο Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων μόλις έντεκα εβδομάδες πριν τον θάνατό της. Πέθανε στις 12 Ιουνίου 2012, σε ηλικία 78 ετών. Ο σύζυγός της Βίνσεντ πέθανε 17 ημέρες αργότερα. Την ημέρα του θανάτου της δημοσίευσε το τελευταίο της άρθρο στο περιοδικό Project Syndicate. Ο πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα Μάικλ ΜακΡόμπι έγραψε : "Το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα έχασε έναν αναντικατάστατο και θαυμάσιο θησαυρό με τον θάνατο της Έλινορ Όστρομ".

Εκδόσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ostrom, Elinor (1990). Governing the Commons: The Evolution of Institutions for Collective Action. Cambridge, UK: Cambridge University Press
  • Ostrom, Elinor; Schroeder, Larry; Wynne, Susan (1993). Institutional incentives and sustainable development: infrastructure policies in perspective. Boulder: Westview Press
  • Ostrom, Elinor; Walker, James; Gardner, Roy (1994). Rules, games, and common-pool resources. Ann Arbor: University of Michigan Press
  • Ostrom, Elinor; Walker, James (2003). Trust and reciprocity: interdisciplinary lessons from experimental research. New York: Russell Sage Foundation
  • Ostrom, Elinor (2005). Understanding institutional diversity. Princeton: Princeton University Press
  • Ostrom, Elinor; Hess, Charlotte (2007). Understanding knowledge as a commons: from theory to practice. Cambridge, Massachusetts: MIT Press
  • Ostrom, Elinor; Guha-Khasnobis, Basudeb (2007). Linking the formal and informal economy: concepts and policies. Oxford: Oxford University Press

Κεφάλαια σε βιβλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ostrom, Elinor (2009), "Engaging with impossibilities and possibilities", in Kanbur, RaviBasu, KaushikArguments for a better world: essays in honor of Amartya Sen | Volume II: Society, institutions and development, Oxford New York: Oxford University Press, pp. 522–41

Άρθρα σε περιοδικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 26  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12895732f. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) Find A Grave. 91839365. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12895732f. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  7. Ανακτήθηκε στις 4  Μαρτίου 2021.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 ostromworkshop.indiana.edu/pdf/CVs/eostrom_vitae.pdf. Ανακτήθηκε στις 30  Αυγούστου 2017.
  9. www.latimes.com/local/obituaries/la-me-elinor-ostrom-20120613-story.html.
  10. «APSA Presidents and Presidential Addresses: 1903 to Present». APSA Presidents and Presidential Addresses: 1903 to Present. American Political Science Association.
  11. «Elinor Ostrom». (Αγγλικά) nobelprize.org. Ίδρυμα Νόμπελ. Ανακτήθηκε στις 30  Ιανουαρίου 2021.
  12. www.skytteprize.com/prize-laureates.
  13. www.hu-berlin.de/de/ueberblick/menschen/ehrungen/ehrendoktor. Ανακτήθηκε στις 28  Φεβρουαρίου 2017.
  14. «Elinor Ostrom - Facts». www.nobelprize.org. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2017. 
  15. Hardin, Garrett (December 1968). «The Tragedy of the Commons». Science 162 (3859): 1243-1248. doi:10.1126/science.162.3859.1243. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-03-24. https://web.archive.org/web/20180324215312/http://science.sciencemag.org/content/162/3859/1243.full. 
  16. Tucker, A. W. (Jun., 1983). «The Mathematics of Tucker: A Sampler». The Two-Year College Mathematics Journal. doi:10.2307/3027092. http://www.jstor.org/stable/3027092. 
  17. «Η Έλινορ Όστρομ και η Διαχείριση των Κοινών Πόρων»,www.logiosermis.net 27/5/2016, Αρχειοθετήθηκε 5/7/2017, Ανακτήθηκε 1/1/2017
  18. Όστρομ, Έλινορ (2002). Η διαχείριση των κοινών πόρων. Αθήνα: Καστανιώτης. σελ. 142-159. 
  19. «Η Έλινορ Όστρομ και η Διαχείριση των Κοινών Πόρων [Άρθρο - Συνέντευξη] (2016)». 


Περαιτέρω μελέτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

7.Harvey D. (2012), Εξεγερμένες Πόλεις, Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, μτφρ. Χαλμούκου Κ, Αθήνα, Εκδόσεις ΚΨΜ.

8.Λιερός Γ. (2016), Κοινά, Κοινότητες, Κοινοκτημοσύνη, Κομμουνισμός, Από τον κόσμο των κοινών στον κοινό κόσμο,Αθήνα, Οι εκδόσεις των συναδέλφων

9. Όστρομ Ε. (2002), Η Διαχείριση των κοινών πόρων, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη