Έκδικος
![]() |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Εκδικος: Εκκλησιαστικό αξίωμα του 2ου αιώνα που αποδιδόταν σε όσους ήταν επιφορτισμένοι με την υπεράσπιση των δικαίων της Εκκλησίας. Στην Κωνσταντινούπολη ο ακριβής τίτλος ήταν «εκκλησιέκδικος». Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με ειδική νομοθεσία ορίζει τον έκδικο ως νομικό σύμβουλο της Εκκλησίας.
Οι έκδικοι αποτελούσαν σώμα του Βυζαντινού στρατού επιφορτισμένοι να προστατεύουν τις μονάδες εφόδου τις λεγόμενες και κούρσωρες όταν αυτές επιτιθέμενες στον εχθρό που οπισθοχωρούσε απειλούνταν. Λέγονταν επίσης και διφένσωρες (difensores).[1]
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]